ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Μέσα στα τοπία (μέρος Β')

 

 

Να υπήρχαν, άραγε, αόρατα όρια;

 

Θυμήθηκε εκείνη την πλατεία, χαμηλά στην Πανεπιστημίου. Η ιστορία είχε ξεκινήσει από ένα όνειρο, του οποίου μπορούσε να επαναφέρει στη μνήμη αποσπάσματα μόνο, από το τέλος. Στο όνειρο, στεκόταν μόνος μέσα σε ένα κτίριο κοντά στην πλατεία Ομονοίας – μάλλον σε κάποιο από τα κτίρια που στην ξύπνια πραγματικότητα θα αντιστοιχούσαν στα γειτνιάζοντα με το θέατρο "Rex". Είχε φτάσει εκεί δοκιμάζοντας διάφορες κλειστές πόρτες, όμως είχε πλέον εγκλωβιστεί σε κάτι που ο ονειρικός του εαυτός αντιλαμβανόταν ως «παγίδα χώρου» – κατά βάση, έναν απροσδιόριστο μηχανισμό που δεν του επέτρεπε να βγει από το δωμάτιο όπου βρισκόταν, επαναφέροντας τον πίσω σε κάθε σχετική προσπάθεια. Τελικά, αδιευκρίνιστο πώς, είχε καταφέρει να αποδράσει. Το όνειρο τελείωνε νύχτα, σε μια πλατεία απέναντι από το κτίριο όπου προηγουμένως βρισκόταν παγιδευμένος, με τον ίδιο να εξηγεί ψιθυριστά σε δυο–τρεις «συντρόφους» τι είχε συμβεί, σχεδιάζοντας μαζί τις επόμενες κινήσεις τους.

 

Δεν ήταν ούτε ό,τι πιο έντονο ούτε ό,τι πιο ασυνήθιστο είχε ονειρευτεί, και σίγουρα θα το είχε ξεχάσει αν μερικές ημέρες αργότερα δε συνειδητοποιούσε ότι υπήρχε πράγματι μία πλατεία στο αντίστοιχο σημείο της ονειρικής πλατείας. Το περίεργο ήταν πώς δεν είχε θυμηθεί την ύπαρξη της από την πρώτη στιγμή. Το σημείο ήταν κεντρικότατο, θα πρέπει να είχε περάσει από δίπλα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες φορές. Και δεν ήταν καμιά ασήμαντων διαστάσεων πλατεΐτσα – κάθε άλλο. Το ενδιαφέρον του είχε κεντριστεί περισσότερο όταν, έπειτα από μια μικρή έρευνα μεταξύ γνωστών και φίλων, διαπίστωσε ότι κανείς σχεδόν δε θυμόταν εξαρχής την πλατεία αυτή. Όλοι τους τη γνώριζαν και όλοι είχαν περάσει δίπλα της πολλές φορές, όμως χρειαζόταν να επιμείνει με ερωτήσεις και υποδείξεις προκειμένου να μπορέσουν να συνειδητοποιήσουν την ύπαρξη της – συχνά εκδηλώνοντας έκπληξη ανάλογη με την αντίστοιχη δική του. Ούτε και κανείς από όσους είχε ρωτήσει γνώριζε το όνομα της. Δεν υπήρχε σχετική ενημερωτική πινακίδα στην πλατεία, ενώ και στους χάρτες της πόλης που είχε κοιτάξει αυτή σημειωνόταν κανονικά, αλλά δίχως όνομα. Στο κέντρο της υπήρχε τοποθετημένο ένα μοντέρνο γλυπτό ανθρώπινης φιγούρας, επίσης δίχως όνομα ή άλλες πληροφορίες στο πρόχειρο, στημένο λοξά βάθρο του. Αρχικά του είχε φανεί αδιάφορο, προσέχοντας το όμως καλύτερα το έβρισκε επιθετικά απωθητικό. Ίσως να ήταν και αυτός ένας λόγος που στην πλατεία, παρότι διέθετε αρκετά παγκάκια και πλούσιο φωτισμό, ελάχιστες φορές είχε δει να κάθεται κάποιος από τότε που είχε αρχίσει να την προσέχει. Ούτε καν οι περαστικοί τη διέσχιζαν καλά–καλά, κινούμενοι συνήθως περιμετρικά της. Ακόμη και τα πανταχού παρόντα γκραφίτι, που γεμίζουν το σύνολο σχεδόν των δημοσίων χώρων της πόλης, εκεί απουσίαζαν.

 

 

Ψάχνοντας, είχε διαπιστώσει ότι στο χώρο της πλατείας στεγαζόταν κάποτε το Κακουργοδικείο Αθηνών. Υπήρχε, μάλιστα, και κάποιο σχετικό τραγούδι, οι στίχοι του οποίου μιλούσαν για "εκείνο το ερείπιο της οδού Σανταρόζα", το Κακουργοδικείο δηλαδή, μέσα από τη συμβολική εξομολόγηση κάποιου που συνήθιζε να συνεγείρεται παρακολουθώντας τις εκεί δίκες. "Σανταρόζα", το όνομα ενός μικρού δρόμου από τους τέσσερις που όριζαν την πλατεία, ήταν και μεταξύ των διαφόρων ονομάτων που, επισήμως ή ατύπως, της είχαν δοθεί κατά καιρούς. Όμως, κανένα δεν είχε κολλήσει. Και άλλοι την είχαν προσέξει, επισημαίνοντας το πόσο αποκομμένη έδειχνε από τον γύρω αστικό ιστό. Το απέδιδαν σε παραμέληση της ή στο γεγονός ότι ήταν ελαφρώς καταβυθισμένη σε σχέση με τους γύρω δρόμους. Στην πραγματικότητα, η πλατεία ήταν πιο καθαρή και προσεγμένη από ό,τι οι περισσότερες άλλες πλατείες της πόλης. Και ίσως το ελαφρώς χαμηλωμένο δάπεδο της να έπαιζε πράγματι κάποιον αποτρεπτικό ρόλο, ωστόσο καταβυθισμένη ήταν π.χ. και η πλατεία Μοναστηρακίου, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να σφύζει από κίνηση.

 

Σχετικά: https://www.youtube.com/watch?v=bc2ovBZHHaA, http://athensville.blogspot.gr/2012/01/e.html.

 

Δεν είχε επιμείνει περισσότερο σε όλα αυτά. Γνώριζε από ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος ότι σε τέτοια ζητήματα, πέρα από κάποιο σημείο, οι πραγματιστικές προσεγγίσεις το μόνο στο οποίο οδηγούσαν ήταν η ανάγκη για περαιτέρω αναλύσεις, που τελικά μάλλον απομάκρυναν από το ζητούμενο παρά οδηγούσαν σε αυτό. Και το ζητούμενο σε αυτές του τις αναζητήσεις δεν ήταν η συσσώρευση πληροφοριών, αλλά η κατάλληλη βιωματική ματιά που θα ξεδιάλυνε και θα συνένωνε τις ήδη διαθέσιμες, αποκαλύπτοντας εικόνες που διαφορετικά δε γίνονταν αντιληπτές. Ήταν σαν τους γρίφους με τις κρυμμένες εικόνες, όπου κανείς χρειαζόταν να κοιτάξει αφαιρετικά, πίσω από επιμέρους οπτικές πληροφορίες που διασπούσαν την προσοχή, προκειμένου να κάνει το άλμα προς τη στιγμιαία συνειδητοποίηση της ευρύτερης εικόνας. Δεν ήταν εύκολο, καθώς η πολιτισμική του εκπαίδευση, όπως και των περισσότερων άλλων ανθρώπων, ωθούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση, της συλλογής και αξιολόγησης όσο το δυνατόν μεγαλύτερου όγκου πληροφοριών. Απόρροια αυτής ακριβώς της εκπαίδευσης ήταν και το γεγονός ότι σε εκείνους τους γρίφους με τις κρυμμένες εικόνες οι ενήλικες τα κατάφερναν συνήθως πολύ χειρότερα από ό,τι τα παιδιά.

 

Η στριφογυριστή σκάλα, χάνεται στο βάθος με φόντο συννεφιασμένο ουρανό ή λευκό τοίχο;

 

Τα περί αδιόρατων ορίων προσφέρονταν για συμβολιστικές θεωρήσεις, όμως δεν τον απασχολούσαν ρητορικά απλώς. Είχε ακούσει και από άλλους ιστορίες για σημεία της πόλης που άφηναν την εντύπωση του ακαθόριστα απόμακρου, για γειτονιές που έμοιαζαν να μεταλλάσσονται από επίσκεψη σε επίσκεψη, για δρόμους στους οποίους ο προσανατολισμός, για κάποιο λόγο, ήταν προβληματικός. Και δε χρειαζόταν να πείσει τον εαυτό του ότι οι πιθανές ενστάσεις και αιτιάσεις, πέρα από κάποιο σημείο, είχαν σχετική μόνο αξία, συνήθως δυσανάλογη μεταξύ όσων τις προέβαλλαν και όσων καλούνταν να αναπλάσουν τις αναμνήσεις των εμπειριών τους στα καλούπια του κοινώς παραδεκτού μέσω αυτών. Διασχίζοντας κάποτε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή της πόλης είχε περάσει έξω από ένα ίδρυμα που έφερε την ονομασία "Φάρος Τυφλών". Στους χώρους του, σύμφωνα με την ενημερωτική πινακίδα, στεγαζόταν ένα μουσείο αφής. Φάρος τυφλών και μουσείο αφής... οι έννοιες παρέπεμπαν σε έναν κόσμο πολύ διαφορετικό από τον δικό του. Τις θυμήθηκε τώρα, καθώς βάδιζε ανάμεσα στις σιλουέτες των κτιριακών όγκων, αναζητώντας με τη σειρά του φάρους και περάσματα του αστικού πεδίου. Πώς να έμοιαζε, αλήθεια, ένας χάρτης της πόλης, σχεδιασμένος από κάποιον που θα την εντύπωνε με μόνο οδηγό την αίσθηση της αφής; Πώς θα διέφερε από έναν οπτικό χάρτη, και ποιος, σε τελική ανάλυση, και με ποια κριτήρια θα ήταν πιο γνήσιος;

 

 

Ήξερε, βέβαια, πού οδηγούσε η σειρά αυτή των σκέψεων. Το ότι η ανθρώπινη αντίληψη της Πραγματικότητας είναι λειψή αποτελούσε σημείο εκκίνησης και νομοτελειακό συμπέρασμα όλων ανεξαιρέτως των τομέων γνώσης, από τη Φυσική ως τη Γλωσσολογία. Και δε θα μπορούσε να συνέβαινε διαφορετικά από τη στιγμή που ο βαθμός πολυπλοκότητας πίσω από το καθετί ήταν απειρικός, ασύλληπτος για οποιονδήποτε εγκέφαλο. Το καλύτερο στο οποίο θα μπορούσε να ελπίζει κανείς ήταν μια στοιχειώδης προσέγγιση καταστάσεων του περιβάλλοντος στο οποίο, βάσει της εξελικτικής πορείας του είδους του, καλούνταν να επιβιώσει. Ο κώδικας της Πραγματικότητας, στην ατόφια του μορφή, ήταν πέρα από κάθε δυνατότητα εξιχνίασης και, πολύ περισσότερο, κατανόησης. Εκείνο που φαινόταν να ισχύει ωστόσο, τουλάχιστον από ό,τι μπορούσαν να μεταδώσουν οι ανθρώπινες αντιληπτικές λειτουργίες, ήταν ότι ένα από τα στοιχειωδέστερα κομμάτια του κώδικα αυτού, αν όχι το πλέον στοιχειώδες, περιέγραφε το πεδίο αναφοράς που αποκαλείται Χώρος. Ο Χώρος έμοιαζε να αποτελεί προϊόν αλλά και καμβά παράλληλα της Πραγματικότητας, καθιστώντας υπαρκτό οτιδήποτε εντός του και ανύπαρκτο οτιδήποτε εκτός. Το ερώτημα ήταν κατά πόσο κανείς μπορούσε να επαυξήσει τις έμφυτες λειτουργίες πρόσληψης του Χώρου· κατά πόσο μπορούσε να αναγνώσει και να ερμηνεύσει πρόσθετα τμήματα εκείνου του κώδικα, τα οποία οι αισθήσεις και ο νους του δεν είχαν εξελιχθεί ώστε να αναγνωρίζουν. Μπορεί οι φυσικοί, ανάλογα με τη θεωρία, να υποστήριζαν ότι υπήρχαν δέκα, χίλιες ή άπειρες διαστάσεις Χώρου, πώς όμως θα μπορούσε κάποιος να υπερβεί, έστω στιγμιαία, έστω κατ' ελάχιστο, το φαινομενικά αδιαπέραστο χάσμα από το θεωρητικό στο βιωματικό επίπεδο, που χαρακτήριζε αυτά τα θέματα;

 

Του Γερμανού ζωγράφου, γλύπτη και ποιητή Max Ernst.

 

Αν υπήρχε κάτι μέσα του που γνώριζε την απάντηση, σίγουρα δε θα μπορούσε να την εκφέρει ούτε με λέξεις ούτε με σκέψεις. Και πίστευε ότι υπήρχε πράγματι κάτι μέσα του που γνώριζε. Ήταν σε ένα άδειο αμφιθέατρο που, εντελώς απροσδόκητα, χρόνια πριν, είχε πρωτονιώσει την εκδήλωση του. Είχε βρεθεί τυχαία εκεί, καταμεσήμερο Αυγούστου, αναζητώντας προστασία από τον καυτό ήλιο, εν μέσω υποχρεωτικής πολύωρης αναμονής για κάποιον άσχετο λόγο. Το παλιό φοιτητικό αμφιθέατρο τού ήταν γνώριμο· στο χώρο του είχε παρακολουθήσει παραδόσεις και γράψει εξετάσεις αιωνιότητες πριν, ως φοιτητής. Περνώντας τη μισόκλειστη σιδερένια πόρτα προς το εσωτερικό του για πρώτη φορά έπειτα από τόσα χρόνια, τον είχε υποδεχτεί ένα κύμα δροσιάς και μια σιγαλιά, που σε συνδυασμό με μια ξαφνική δόση νοσταλγίας είχαν δράσει ως αντίδοτο στη χαύνωση της καλοκαιριάτικης πόλης, τονώνοντας τις αισθήσεις του. Είχε σταθεί στον προθάλαμο του αμφιθεάτρου, μη έχοντας κάτι συγκεκριμένο να κάνει, κοιτάζοντας γύρω αλλά εξερευνώντας περισσότερο με τις αναμνήσεις του. Κάποια στιγμή, έχοντας εντοπίσει ένα μικροσκοπικό έντομο σε μια μεγάλη επιφάνεια λευκού τοίχου, είχε βαλθεί να το παρατηρεί, προσπαθώντας να φανταστεί τον εαυτό του στη θέση του. Θυμόταν ότι είχε παραμείνει επί αρκετή ώρα έτσι, κοιτάζοντας τη μικροσκοπική ύπαρξη καταμεσής της συγκριτικά αχανούς, αδιάσπαστης επιφάνειας, εισπράττοντας την αίσθηση της απεραντοσύνης. Δοκιμάζοντας τελικά έπειτα από κάποιο διάστημα την κλειστή πόρτα προς τον κυρίως χώρο του αμφιθεάτρου, δεν περίμενε ότι θα την έβρισκε ξεκλείδωτη. Ανηφορίζοντας τα σκαλοπάτια είχε προχωρήσει προς το κέντρο και σταθεί ανάμεσα στα έδρανα. Χοντρά σκιάδια στα παράθυρα εμπόδιζαν τον μεσημεριάτικο ήλιο να διεισδύσει, αφήνοντας χαραμάδες μόνο, μέσω των οποίων δέσμες φωτός διέσχιζαν το χώρο, φωτίζοντας αιωρούμενα σωματίδια σκόνης. Με την αργή της κίνηση, η αιωρούμενη αυτή σκόνη αναδείκνυε ακόμα περισσότερο την ακινησία και την απόλυτη σιωπή που επικρατούσαν μέσα στο παλιό αμφιθέατρο. Η ακριβής αλληλουχία όσων είχαν ακολουθήσει δεν του ήταν ξεκάθαρη. Θυμόταν ότι είχε παραμείνει για μεγάλο διάστημα ανάμεσα στις σειρές των άδειων εδράνων προτού τελικά συνειδητοποιήσει το σουρρεαλιστικό της όλης περίστασης. Ταυτόχρονα, λίγο πριν, ή λίγο μετά –δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς– είχε συνειδητοποιήσει ότι από ώρα η αντίληψη του του χώρου του αμφιθεάτρου ήταν περίεργα αλλαγμένη. Το πλησιέστερο που θα μπορούσε να πει ήταν ότι ο Χώρος έμοιαζε επαυξημένος σε ένταση, πιο ενεργός και πιο πλούσιος, σαν να μετέφερε περισσότερες πληροφορίες απ' ό,τι κανονικά. Ήταν σαν να ζούσε μια πιο ζωντανή εκδοχή όσων συνέβαιναν, σαν όλα γύρω του να είχαν γίνει πιο ξεκάθαρα, και, κατά έναν περίεργο τρόπο, να είχαν αποκτήσει επιπλέον νόημα. Παράλληλα, μπορούσε να νιώσει τον καρδιακό του ρυθμό και την αναπνοή του να επιταχύνονται, καθώς το σώμα του επιχειρούσε να προσαρμόσει τις λειτουργίες του σε αυτή την πρωτόγνωρη αίσθηση υπερπραγματικού. Αντικειμενικά, τίποτα το παράξενο δε συνέβαινε· ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έβλεπε απλώς κάποιον να στέκεται ανάμεσα στα έδρανα και να κοιτά εκστασιασμένος γύρω του. Μέσα στο μεγάλο άδειο αμφιθέατρο, όμως, ποιος όριζε το αντικειμενικό εκείνες τις στιγμές;

 

Από τη συνειδητοποίηση της, η αυξημένη αυτή διαύγεια Χώρου δεν είχε διατηρηθεί για παραπάνω από ένα λεπτό. Σταδιακά, όλα είχαν επανέλθει στο κανονικό. Είχε παραμείνει, ωστόσο, για ώρα μετά στο ημίφως του αμφιθεάτρου, προσπαθώντας να χωνέψει όσα είχαν προηγηθεί. Βγαίνοντας τελικά έξω στο φως του ήλιου, μπορούσε ακόμα να νιώσει την αδρεναλίνη να κυλά μέσα του, μαζί με την επίγευση μιας γνήσια μυητικής εμπειρίας.

 

Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έβρισκε το παλιό αμφιθέατρο άδειο. Καιρό αργότερα, είχε δει να εκτελούνται εκεί εργασίες ανακατασκευής που πρακτικά είχαν αλλάξει τελείως την όψη του. Όμως, η ανάμνηση εκείνης της εμπειρίας παρέμενε αναλλοίωτη. Για τον ίδιο, σε συνδυασμό με κάποια άλλα συμβάντα της περιόδου, είχε αποτελέσει το έναυσμα μιας χρόνιας αναζήτησης στις διόδους και στις αίθουσες του αστικού λαβυρίνθου, η οποία είχε οδηγήσει τα βήματα του και σε πολύ πιο παράξενους συνδυασμούς «πού» και «πότε» της πόλης. Ουδέποτε, ωστόσο, είχε βιώσει ξανά την εκπληκτική αίσθηση επαυξημένης πραγματικότητας εκείνου του μεσημεριού στο άδειο αμφιθέατρο. Ίσως η μόνη άλλη φορά που την είχε προσεγγίσει κάπως ήταν πολλά χρόνια αργότερα, μπροστά στο ερειπωμένο κτίριο μιας βιοτεχνίας παιχνιδιών. Σκουριασμένοι τενεκέδες σε ένα πεζούλι πάνω από τη σφραγισμένη είσοδο τόνιζαν την εικόνα εγκατάλειψης του κτιρίου, ενώ λίγο ψηλότερα φιγουράριζε μία πολυκαιρισμένη παράσταση δούρειου ίππου, σήμα της εταιρίας. Τα παιχνίδια που κατασκευάζονταν κάποτε εκεί ήταν μικρά επιτραπέζια πάζλ/γρίφοι λογικής, από εκείνα που στόχευαν στο να προκαλέσουν την αντίληψη του παίκτη. Και ο δούρειος ίππος, με την ιδέα του κρυμμένου χώρου μέσα στο χώρο, έμοιαζε να προκαλεί κι εκείνος την αντίληψη, κατά έναν διαφορετικό τρόπο. Μάλλον αυτά θα πρέπει να ήταν τα στοιχεία που είχαν κινητοποιήσει μέσα του κάτι σχετικό με την εμπειρία του αμφιθεάτρου, αλλά πολύ πιο περιορισμένο σε ένταση και εύρος.

 

 

Δεν πίστευε ότι στο εγκαταλελειμμένο κτίριο κατασκευής παιχνιδιών ή στο παλιό αμφιθέατρο συνέβαινε κάτι το περίεργο. Και τα δύο ήταν μέρη με αρχετυπική φόρτιση, και αυτό προφανώς είχε επιδράσει μέσα του. Σε όλους τους ανθρώπους, εξάλλου, υπήρχαν δίαυλοι, μέσω των οποίων μια σκηνή, μια οποιαδήποτε σκηνή, ήταν δυνατόν να διεισδύσει σε βαθύτερα επίπεδα του ψυχισμού και να πυροδοτήσει ψυχολογικές, ή ακόμη και βιολογικές αντιδράσεις. Το γνώριζαν καλά αυτό οι ψυχολόγοι, και το αξιοποιούσαν καταλλήλως μέσα από τα διάφορα σχετικά τεστ. Το ζήτημα ήταν κατά πόσο τέτοια εκλυτικά ερεθίσματα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να έχουν επιδράσεις και σε λειτουργίες που σχετίζονταν με την πρόσληψη των καταστάσεων· κατά πόσο ήταν δυνατόν να επηρεάζουν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η συνείδηση δομούσε τη δική της εκδοχή της Πραγματικότητας από το χάος των διάσπαρτων πληροφοριών. Φαινόταν πολύ πιθανό να συνέβαινε κάτι τέτοιο. Και, αν τέτοιου είδους ψυχοτρόπα «δισκία καταστάσεων» υπήρχαν, με ερεθίσματα–συστατικά σε κατάλληλους συνδυασμούς και αναλογίες ώστε να ενεργοποιούν λανθάνουσες αντιληπτικές λειτουργίες ή και να υποχρεώνουν τις ήδη ενεργές να στρέφονται εκτός του φάσματος της εκπαίδευσης τους, τότε η πόλη, με την πολυμέρεια της, θα ήταν το προσφορότερο μέρος για να τα προμηθευτεί κανείς.

 

Στη διάλεκτο της πόλης, οι λέξεις είναι στιγμιότυπα.

 

Η πόλη θα ήταν το κατάλληλο μέρος για να συναντήσει κανείς διάφορα πράγματα. Στον κώδικα της υπήρχε αποτυπωμένη όλη η εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά επιπλέον και οι εκφάνσεις και οι συμβολισμοί του ανθρώπινου ασυνειδήτου. Αποτελούσε και η ίδια σύμβολο, και μάλιστα πανάρχαιο και πανανθρώπινο. Διαμόρφωνε έτσι έναν δικό της χώρο, που δεν περιοριζόταν στο υλικό επίπεδο, αλλά εκτεινόταν και σε ένα πεδίο εννοιών, αισθήσεων, συμβολισμών. Ήταν κάτι που όλοι, λίγο–πολύ, οι κάτοικοι της έπιαναν διαισθητικά.

 

Τρεις ξυλογραφίες του Γερμανού γραφίστα και ζωγράφου Lorenz Stöer, από το βιβλίο του "Geometria et Perspectiva" ("Γεωμετρία και Προοπτικές"), έκδοσης 1567 (περισσότερα: http://bibliodyssey.blogspot.gr/2009/09/geometric-landscape.html).

 

Ίσως υπήρχε μια πόλη από καθρέφτες εκεί, στα βάθη του ασυνειδήτου. Θα μπορούσε κανείς να συναντήσει τον εαυτό του μέσα της, να πλησιάζει από το αντίθετο άκρο κάποιου στενού. Ή ίσως να τον κοιτάζει σκεφτικός, από το περβάζι κάποιου παραθύρου.

 

 

Χαμένος στις σκέψεις του, ο αναζητητής συνέχισε να προχωρά ανάμεσα στα κτίρια. Ούτε που κατάλαβε πώς, κλείνοντας κύκλο, βρέθηκε πίσω στο μικρό βιβλιοπωλείο, από όπου είχε ξεκινήσει την περιπλάνηση του. Στη βιτρίνα υπήρχε πάντα εκείνο το βιβλίο τοπολογίας, σε ελαφρώς αλλαγμένη θέση από πριν και με ξασπρισμένες τις ακμές των φύλλων, έπειτα από τις φροντίδες του βιβλιοπώλη. Την προσοχή του, ωστόσο, τη φορά αυτή τράβηξε ένα άλλο βιβλίο, λίγο δίπλα, το οποίο προφανώς απευθυνόταν σε φοιτητές της Νομικής. "Αστικός Κώδικας και ειδικοί αστικοί νόμοι" ήταν ο τίτλος του. Χαμογέλασε, και χάθηκε ξανά μέσα στην πόλη.

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ