ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Πεδία, κύματα, έργα και κεραίες (μέρος ΣΤ')

 

 

Λίγο πριν το τέλος της ανηφόρας του χωματόδρομου που οδηγεί στη σπηλιά, ο δρόμος τέμνει κάθετα ένα χαραδροειδές αρχαίο λατομείο. Το λατομείο αυτό είχε επαναλειτουργήσει επί αρκετά χρόνια από το 1836 και μετά, το δε τελικό τμήμα του χωματόδρομου που το τέμνει και οδηγεί στη σπηλιά είχε διανοιχτεί για τους σκοπούς των έργων του 1977, και δεν υπήρχε πριν από αυτά.

 

 Αριστερά: το χαραδροειδές αρχαίο λατομείο που τέμνεται από τον σημερινό χωματόδρομο (διακρίνεται τμήμα του χωματόδρομου στο βάθος). Δεξιά: συγκριτική φωτογραφία, τραβηγμένη στις 19/04/1980 από το ίδιο περίπου σημείο.

 

 Αριστερά: το υπόλοιπο τμήμα του λατομείου, από την άλλη πλευρά του χωματόδρομου. Δεξιά: συγκριτική φωτογραφία, τραβηγμένη στις 19/04/1980 από παραπλήσιο σημείο.

 

Το τμήμα, τώρα, του χαραδροειδούς αυτού λατομείου που βρίσκεται αριστερά του χωματόδρομου καθώς ανηφορίζουμε (δύο πρώτες από τις παραπάνω φωτογραφίες) ήταν κατά το παρελθόν –πριν τα έργα του 1977– πολύ βαθύτερο (περί τα 20 μέτρα κάτω από τη σημερινή στάθμη του πυθμένα του).

 

09/04/1980. Ο κατά πολύ βαθύτερος του σημερινού, παλιός πυθμένας του λατομείου.

 

Σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια των έργων της σπηλιάς, από το δεξί τοίχωμα (όπως κοιτάμε από το χωματόδρομο) του αρχαίου αυτού λατομείου επρόκειτο να ξεκινάει μία σήραγγα, η Ια, όπως σημειώνεται στα σχέδια. Για το σκοπό αυτό, μπαζώθηκε αρχικά κατά λίγα μέτρα ο πυθμένας του αρχαίου λατομείου, ώστε να ανέβει η στάθμη του...

 

19/07/1980. Ο πυθμένας του λατομείου έχει ανέβει κατά λίγα μέτρα και έχει ξεκινήσει η προπαρασκευή για την κατασκευή της σήραγγας.

 

...και σύντομα, μετά την εργασία αυτή, ξεκίνησε η κατασκευή της σήραγγας Ια.

 

26/07/1980

 

02/08/1980

 

16/08/1980

30/08/1980

 

Οι εργασίες κατασκευής της σήραγγας Ια προχωρούσαν ομαλά και σύμφωνα με τα σχέδια.

 

30/08/1980. Προσέξτε πόσο βαθύτερο ήταν τότε το χαραδροειδές λατομείο.

 

Λίγο αργότερα, όμως, συνέβη μία μικρή καταστροφή. Οι μηχανικοί των έργων δεν είχαν υπολογίσει σωστά. Πίστευαν πως προχωρώντας η σήραγγα θα εξακολουθούσε να διανοίγεται μέσα σε μάζα στέρεου βράχου. Αυτό αποδείχτηκε κρίσιμο σφάλμα, καθώς, μόλις ο άξονας της σήραγγας διαπέρασε το τμήμα βράχου που αποτελούσε το δεξί τοίχωμα του λατομείου, βρέθηκε να προχωρά, όχι σε βράχο, αλλά στο βάθους πολλών μέτρων στρώμα αρχαίας λατύπης, που όπως έχουμε ξαναπεί απαρτίζει το έδαφος σε μεγάλη ακτίνα μπροστά από τη σπηλιά. Όπως ήταν αναμενόμενο, το αποτελούμενο από λατύπη έδαφος υποχώρησε πάνω από το σημείο στο οποίο είχε φτάσει η σήραγγα, γεμίζοντας τον αυλό της και δημιουργώντας στο σημείο αυτό ένα πηγάδι.

 

Τα παραπάνω επεξηγούνται στο ακόλουθο σχήμα:

 

 

Τα "Λ1", "Λ2" σημαίνουν αντίστοιχα "Λατομείο 1", "Λατομείο 2" και αναφέρονται στο χάρτη του Μ. Κορρέ. Το τμήμα της σήραγγας που σημειώνεται ως "Τμήμα που δεν έχει μπαζωθεί" είναι το τμήμα που είχαμε συναντήσει κατεβαίνοντας στο πηγάδι.

 

Μετά την εξέλιξη αυτή, τα σχέδια των έργων άλλαξαν. Η διάνοιξη της σήραγγας Ια έγινε φανερό ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί, και η όλη επιχείρηση διάνοιξης του συμπλέγματος σηράγγων Ι και ΙV του πρώτου χάρτη των έργων εγκαταλείφθηκε. Αντί γι' αυτό, επιλέχθηκε η διάνοιξη μίας άλλης σήραγγας, που θα ξεκινούσε από πιο χαμηλά στο χωματόδρομο και που θα παρέκαμπτε το χαραδροειδές λατομείο πριν καταλήξει στη σπηλιά. Είναι η ημιτελής πρώτη σήραγγα που συναντάμε σήμερα στην αρχή της τελικής ανηφόρας του χωματόδρομου προς τη σπηλιά.

 

Όσο για το χαραδροειδές λατομείο από το οποίο είχε ξεκινήσει η σήραγγα Ια, αυτό μεταξύ 1982 και 1983 μπαζώθηκε –μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της διανοιχθείσας σήραγγας– για τις ανάγκες των έργων, σε ύψος 15 περίπου επιπλέον μέτρων πάνω από το σημείο όπου είχε ξεκινήσει η διάνοιξη. Έτσι, η σήραγγα αυτή των έργων του 1977 βρίσκεται σήμερα θαμμένη σε βάθος 15 περίπου μέτρων στο έδαφος του χαραδροειδούς λατομείου, αριστερά του χωματόδρομου καθώς ανηφορίζουμε (από το αντίστοιχο, μάλιστα, σημείο του εδάφους προεξέχουν ακόμα μερικές σιδερόβεργες).

 

Θαμμένη σε βάθος 15 περίπου μέτρων από το σημείο που δείχνει το βέλος βρίσκεται η σήραγγα Ια.

 

Κατόπιν των παραπάνω, γίνεται σαφές ότι το τμήμα τεχνητής σήραγγας που είχαμε συναντήσει κατά την κατάβαση μας στο πηγάδι είναι το τελικό τμήμα της σήραγγας Ια, στο οποίο είχε εισρεύσει η λατύπη καθώς προχωρούσαν οι εργασίες διάνοιξης. Το πηγάδι, λοιπόν, αυτό δεν είναι αρχαίο, όπως είχαμε υποθέσει βασιζόμενοι σε μερικές τετράγωνες λαξεύσεις που φέρει ο κάθετος βράχος του δυτικού του τοιχώματος. Δημιουργήθηκε το 1980, κατά τη διάνοιξη της σήραγγας Ια. Ούτε και είναι πηγάδι ακριβώς, είναι κατολίσθηση.

 

Το κόκκινο βέλος δείχνει το σημείο διάνοιξης της τεχνητής σήραγγας Ια, ενώ το κίτρινο βέλος, τη θέση του πηγαδιού.

 

Είναι πάντως πιθανό, στο σημείο όπου εντοπίζεται το πηγάδι να προϋπήρχε κάποιο μικρό κοίλωμα του εδάφους. Γιατί, στον κάθετο βράχο που σήμερα αντιστοιχεί στο δυτικό τοίχωμα του πηγαδιού (λίγο πάνω από το στόμιο του) σώζονται σκαλίσματα, τα οποία ενδεχομένως ανήκαν σε κάποιον τρωγλοδύτη ή ασκητή (η υπόθεση περί ασκηταριού έχει διατυπωθεί από τον Μ. Κορρέ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Ένας σταυρός, το ανορθόγραφο όνομα "Ιοάνης" και η χρονολογία 1836, σκαλισμένα στον κάθετο βράχο του πηγαδιού.

 

Και είναι κάπως περίεργο, γιατί, φανταστείτε πώς θα ένιωθε ο άνθρωπος αυτός αν με κάποιον τρόπο μάθαινε πως μέσα σε κάτι περισσότερο από ενάμισι αιώνα από τη σκάλιση της επιγραφής του, στην ελάχιστη και απομονωμένη αυτή γωνιά της αττικής γης που αποτελούσε το ήσυχο κατάλυμα του, πρώτα το δάπεδο θα κατέρρεε λόγω της διάνοιξης μιας τεχνητής σήραγγας ακριβώς από κάτω του, έπειτα δε από λίγα χρόνια ο ογκόλιθος που αποτελούσε τη σκεπή του καταλύματος θα κατέρρεε επίσης, καταπλακώνοντας τον πυθμένα του νεοσχηματισμένου πηγαδιού.

 

Είναι, όμως, ώρα να πούμε δυο λόγια για τα έργα της σπηλιάς.

 

Όταν αναφερόμαστε στα «έργα της σπηλιάς», αναφερόμαστε βασικά στα έργα που ξεκίνησαν στις αρχές φθινοπώρου του 1977 και διακόπηκαν επισήμως τον Ιούλιο του 1983. Υπήρξε μία επανέναρξη των έργων τον Αύγουστο του 1990, η οποία όμως δεν προχώρησε πέρα από το στάδιο της εγκατάστασης εργοταξίου και μηχανημάτων έξω από τη σπηλιά, καθώς και μερικών άλλων προπαρασκευαστικών εργασιών. Οι εργασίες αυτές διακόπηκαν στα τέλη του φθινοπώρου του ίδιου έτους, πριν προλάβουν να επιφέρουν αξιόλογες μεταβολές στη σπηλιά και τους πέριξ αυτής χώρους. Και στις δύο περιπτώσεις τα έργα, επισήμως, εκτελούνταν για λογαριασμό της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.

 

Τώρα, σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι γνωρίζουμε με βεβαιότητα το τι ακριβώς επρόκειτο να κατασκευαστεί με τα έργα αυτά. Εκείνο, όμως, που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι σκοπός τους δεν ήταν η κατασκευή, ούτε χώρου εγκατάστασης πυρηνικών πυραύλων ούτε στρατιωτικού καταφυγίου, όπως έχουμε κατ' επανάληψη ακούσει να υποστηρίζεται. Μια βάση, έστω και απλής φύλαξης πυρηνικών όπλων, απαιτεί εγκαταστάσεις πολύ πιο εκτεταμένης χωρητικότητας, πολυπλοκότητας και έκτασης από ό,τι προβλεπόταν για τις εγκαταστάσεις της σπηλιάς, σύμφωνα με τα σχετικά σχέδια. Όσο για την υπόθεση περί καταφυγίου, όπως φαίνεται καθαρά στα σχέδια των έργων, τα δύο βασικά συμπλέγματα σηράγγων (σήραγγες Ι, ΙV και ΙΙ, ΙΙΙ) δεν υπήρχε πρόβλεψη να συνδέονται μεταξύ τους, παρά μόνο μέσω της σπηλιάς, στην οποία και θα κατέληγαν. Αυτό, από μόνο του, αποδυναμώνει την υπόθεση περί καταφυγίου. Αφήστε που η όλη σχεδίαση των σηράγγων υπερέβαινε κατά πολύ τις ανάγκες εισόδωνεξόδων ενός καταφυγίου.

 

Ας δούμε τα πράγματα πιο σφαιρικά. Και κατ' αρχάς, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες συμπτώσεις αναφορικά με τις χρονολογίες έναρξης και διακοπής των έργων. Είπαμε ότι τα πρώτα έργα στην περιοχή της σπηλιάς ξεκίνησαν στις αρχές φθινοπώρου του 1977. Σύμφωνα, τώρα, με πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας "Ριζοσπάστης", ημερομηνίας 5 Αυγούστου 1977, την ίδια ακριβώς εκείνη περίοδο στάλθηκαν από την Αμερική καινούρια ηλεκτρονικά μηχανήματα στη ναυτική βάση τηλεπικοινωνιών της Νέας Μάκρης, ενώ ξεκίνησαν και εργασίες επέκτασης των υπόγειων τούνελ της βάσης προς εγκατάσταση των μηχανημάτων αυτών. Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η επέκταση αυτή των δραστηριοτήτων της βάσης της Νέας Μάκρης ξεκίνησε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (μία εβδομάδα) μετά την υπογραφή της νέας τότε ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα είχαν ξεκινήσει και τα έργα στη σπηλιά. Ενδιαφέρον, ε; Συμπτωματικά, τον Μάιο του 1977, σύμφωνα με το ιστορικό του "Project ELF" του USN, ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει και η σε πλήρη κλίμακα κατασκευή των εγκαταστάσεων του προγράμματος στην Αμερική, με το κωδικό όνομα τότε "Project SEAFARER". Λόγω αντιδράσεων από Αμερικανούς πολίτες, η υλοποίηση του προγράμματος "SEAFARER" αναστάλθηκε, οπότε το στρατιωτικό επιτελείο που είχε επιφορτιστεί με την υλοποίηση του όλου προγράμματος (ELF review group) πρότεινε τον Ιούνιο του 1977 στο Πεντάγωνο την υλοποίηση ενός μειωμένου δυναμικού, τροποποιημένου προγράμματος τηλεπικοινωνιών ELF (http://www.plrc.org/docs/941005B.pdf).

 

Εφημερίδα "Ριζοσπάστης", φύλλο 05/08/1977, σελίδα 1.

 

Είδαμε ότι η βάση της Νέας Μάκρης έκλεισε στις 17 Αυγούστου 1990, δύο ημέρες μετά τη σχετική ανακοίνωση της υπηρεσίας ειδήσεων του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού (http://www.gulflink.osd.mil/declassdocs/navy/19961210/120396_oct96_decls3_0003.html«Παρότι ο ναυτικός σταθμός τηλεπικοινωνιών της Νέας Μάκρης είναι ο μοναδικός που υπάρχει στην Ελλάδα, αξιωματούχοι του Ναυτικού δηλώνουν ότι το κλείσιμο του δε θα επηρεάσει την τηλεπικοινωνιακή υποστήριξη του στόλου. "Οι τεχνολογικές εξελίξεις που επήλθαν με την πάροδο των ετών μάς επέτρεψαν να μετασταθμεύσουμε τη δραστηριότητα μας αλλού, χωρίς απώλεια στην επιχειρησιακή ικανότητα" εξήγησε ο Charles F Votava, διοικητής της βάσης.»). Και ήταν τον ίδιο εκείνο Αύγουστο του 1990 που νέα έργα ξεκίνησαν και πάλι στη σπηλιά. Μία, δε, από τις διάφορες «τεχνολογικές εξελίξεις που επήλθαν με την πάροδο των ετών» ήταν ότι λίγους μήνες νωρίτερα, την 1η Οκτωβρίου του 1989, είχε τεθεί σε πλήρη λειτουργία το σύστημα τηλεπικοινωνιών ELF (http://www.elfrad.com/clam.html).

 

Παρεμπιπτόντως, και ξέχωρα από όλα τα προηγούμενα, ενδεικτικό της άμεσης αμερικανικής εμπλοκής στην Πεντέλη τα προηγούμενα χρόνια είναι και ένα άκρως ενδιαφέρον εύρημα, που παρουσιάζεται στις ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2006.

 

Πέρα από τις χρονολογικές συμπτώσεις, υπάρχουν και κάποιες βασικές παρατηρήσεις σε σχέση με τα έργα της σπηλιάς.

 

Πρώταπρώτα, σε ολόκληρη την περίοδο των πρώτων έργων, από το 1977 έως το 1983, κατασκευάστηκαν τέσσερις σήραγγες (μαζί με τη θαμμένη Ια), συνολικού μήκους πολλών δεκάδων μέτρων. Καθ' όλο αυτό το διάστημα, οι μοναδικές εργασίες που έγιναν στη σπηλιά ήταν μία εκβάθυνση του μεγαλύτερου μέρους του πυθμένα της, καθώς και η αντιστήριξη με μπετόν του εδάφους δίπλα στα εκκλησίδια, ώστε αυτό να μην καταρρεύσει με την παραδίπλα εκβάθυνση του πυθμένα. Σε όλο το διάστημα των έξι περίπου χρόνων που διήρκεσαν τα έργα του 1977, αυτές ήταν οι μοναδικές εργασίες που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό της σπηλιάς.

 

Το εσωτερικό της σπηλιάς, στις μέρες μας.

 

Θα ήταν αναμενόμενο, αν η σπηλιά αποτελούσε, εκτός από το χωροταξικό, και το λειτουργικό/επιχειρησιακό επίκεντρο του όλου συμπλέγματος, να είχαν προχωρήσει σε αυτή και άλλες εργασίες, όπως για παράδειγμα στεγανοποίησης της οροφής της, που τον χειμώνα ειδικά στάζει σαν μισόκλειστη ντουζιέρα. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς ότι οι σήραγγες που διανοίχτηκαν ήταν, όχι απλώς μέρη των έργων, αλλά μάλλον –από λειτουργικής άποψης– το σημαντικότερο τους τμήμα. Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να θυμηθούμε και τη φιλοσοφία του υποπρογράμματος "SHELF", που όπως είδαμε προέβλεπε την κατασκευή σηράγγων (mineshaft tunnels, κατά λέξη – στοές τύπου μεταλλείων) σε μεγάλα βάθη, ώστε αυτές να μπορούν να «επιβιώνουν» και έπειτα από πυρηνικά πλήγματα (http://www.plrc.org/docs/941005B.pdf). Στην περίπτωση, βέβαια, της σπηλιάς, τα μεγάλα βάθη δε θα ήταν αναγκαία, καθώς αυτή –όπως και οι τεχνητές σήραγγες που κατασκευάστηκαν– διαθέτει την αναγκαία φυσική θωράκιση, λόγω των πολλών μέτρων υπερκείμενου και παρακείμενου βράχου.

 

Μία άλλη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα έργα που ξεκίνησαν πάλι τον Αύγουστο του 1990 σταμάτησαν πριν καν καλάκαλά ξεκινήσουν, το φθινόπωρο του ίδιου έτους. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο περίεργο αν κανείς αναλογιστεί ότι, όπως προκύπτει από επίσημο έγγραφο του ΓΕΕΘΑ (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ), η απόφαση για την επανέναρξη των έργων στη σπηλιά είχε ληφθεί ήδη από τον Αύγουστο του 1987. Τι ήταν, λοιπόν, εκείνο που ματαίωσε τα έργα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα από την επανέναρξη τους; Σίγουρα όχι οι αντιδράσεις του κόσμου, που άλλωστε δεν είχαν εμποδίσει την εκτέλεση των εργασιών μεταξύ 1977 και 1983. Και εδώ υπάρχει μία ακόμα παρατήρηση: σε όλο το διάστημα από το 1977 ως τις μέρες μας, δεν υπήρξε ούτε μία επίσημη ανακοίνωση από πλευράς ΓΕΕΘΑ σχετικά με μια, έστω γενικόλογη, αιτιολόγηση των έργων αυτών. Παρότι έγιναν σχετικές επερωτήσεις στη Βουλή, παρότι υπήρξαν –κυρίως για τα έργα του 1977– έντονες αντιδράσεις από πολύ κόσμο, το ΓΕΕΘΑ τήρησε σιγή μουγκού ιχθύος. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε δοθεί μια έστω και τυπική –αληθής ή ψευδής– εξήγηση του τύπου "Στρατηγείο Αεροπορίας" ή κάτι τέτοιο. Ούτως ή άλλως, η κατασκευή των έργων αυτών μόνο απόρρητη δεν ήταν. Ούτως ή άλλως, η Αττική είναι γεμάτη από διάφορες στρατιωτικές εγκαταστάσεις, και μια τυπική εξήγηση, οποιουδήποτε είδους, όπου θα τονιζόταν η αναγκαιότητα αυτού που επρόκειτο να κατασκευαστεί, θα μπορούσε να είχε καταλαγιάσει τις αντιδράσεις, παύοντας τις αστείες φημολογίες περί «πυρηνικής βάσης στην Πεντέλη».

 

Το γράψαμε πριν και το ξανατονίζουμε εδώ: δεν είμαστε βέβαιοι σχετικά με το σκοπό των έργων εκείνων. Μπορούμε, όμως, να κάνουμε κάποιες υποθέσεις βασιζόμενοι στα στοιχεία. Και, ακόμα κι αν οι συγκεκριμένες υποθέσεις είναι τελικά λανθασμένες, τα ίδια τα στοιχεία της ιστορίας αυτής είναι τεκμηριωμένα και αδιαμφισβήτητα.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ