Πριν ξεκινήσουμε

 

Τσιμεντούπολη, λαβύρινθος, κομφούζιο, σπάσιμο νεύρων, θόρυβος, νέφος. Αποξένωση, εγκληματικότητα, αδιαφορία, αυθαιρεσία, απελπισία, καταπίεση, άγχος, ανασφάλεια. Μποτιλιάρισμα, σκουπίδια, απεργίες, πορείες, φεστιβάλ συμπαράστασης, έλλειψη χώρου.

 

Ζητήστε απ' οποιονδήποτε Έλληνα να διαβάσει τα προηγούμενα και μετά να γράψει το πρώτο πράγμα που θα του έρθει στο μυαλό. Αθήνα, σίγουρα. Μετά, μπορεί ν' αρχίσει να σας αναλύει πόσο απαίσια είναι να ζει κανείς εκεί και πως και ο ίδιος στην Αθήνα μένει, αλλά μόλις τα παιδιά τακτοποιηθούν και μαζέψει και μερικά χρήματα ακόμα θα φύγει και θα πάει να ζήσει στο χωριό του. Εκεί, έχει καθαρό αέρα και οι χωρικοί είναι ανοιχτόκαρδοι και ευγενικοί. Θα φτιάξει ένα κοτέτσι και θα έχει και τα κουνέλια του. Το πρωί θα ξυπνάει όμορφα, από τον κόκορα του γείτονα, και όχι από τα καταραμένα τα μηχανάκια. Θα ετοιμάζεται με την ησυχία του, κι αντί να πηγαίνει να στήνεται στη στάση, θα περπατάει ως το καφενείο του χωριού, όπου θα πιάνει ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τους θαμώνες και θα παίζει και καμιά πρέφα. Το μεσημέρι θα τρώει αγνό, χωριάτικο φαγητό, και μετά θα ρίχνει κανέναν υπνάκο. Το απόγευμα θα ξαναβγαίνει στον καθαρό αέρα και θα επιστρέφει στο καφενείο, να σχολιάσει την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα πίνοντας τα κρασάκια του. Το βράδυ θα πηγαίνει στο κρεβάτι του με ελαφρύ κεφάλι και δίχως άγχος για την επόμενη μέρα, η οποία θα είναι ήσυχη και ειρηνική όπως η προηγούμενη. Αχ, όμορφα που θα κυλάει η ζωή μακριά από την παλιοαθήνα.

 

Κι όμως, το πιθανότερο είναι ότι ο κάτοικος της συζήτησης μας δε θα φύγει ποτέ από την Αθήνα. Αν τον συναντούσατε μετά από μερικά χρόνια και τον ρωτούσατε γιατί, θα προέβαλλε διάφορες δικαιολογίες, μερικές από τις οποίες μπορεί να ήταν και πραγματικοί λόγοι. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο, το οποίο οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης το νιώθουμε υποσυνείδητα. Η Αθήνα –και λέγοντας Αθήνα εννοούμε και τον Πειραιά, καθώς και τα γύρω προάστια– είναι μία μαγική πόλη. Αν και κινούμαστε αενάως στους δρόμους της, περιδιαβαίνοντας τα φανερά και τα κρυμμένα της μονοπάτια, σπανίως συνειδητοποιούμε ότι ζούμε σε ένα χώρο όπου η αυγή του ανθρώπινου κόσμου όπως τον ξέρουμε σήμερα έριξε τις πρώτες της αχτίδες. Η Αθήνα είναι μία πανάρχαια πόλη. Θαμμένα κάτω απ' τα χώματα της κρύβονται αρχαία μυστικά, σαγηνευτικές ιστορίες και ξεχασμένα κατορθώματα. Οι αρχαίοι Αθηναίοι βρίσκονται κι αυτοί θαμμένοι σ' αυτά τα χώματα, ονειρευόμενοι ξεχασμένες εποχές, όπου ένας άλλος, διαφορετικός ήλιος έριχνε το δικό του παράξενο φως στα μάρμαρα του Παρθενώνα. Αν υπάρχει μία πόλη σε ολόκληρο τον κόσμο που μπορεί να υπερηφανευθεί ότι έθεσε τις βάσεις και διαμόρφωσε τον σύγχρονο πολιτισμό, με τις επιστήμες, τις τέχνες, τους κανόνες και τις αναζητήσεις του, αυτή είναι η Αθήνα.

 

Ναι, είναι μία μαγική πόλη η Αθήνα, όμως η μαγεία της, όπως όλες οι αληθινές μαγείες, δεν αποκαλύπτεται στον επιπόλαιο και περιστασιακό αναζητητή. Δεν αποκαλύπτεται στους φρενιασμένους από το άγχος και την πίεση κατοίκους της, που έχουν μάθει να λειτουργούν ως γρανάζια μηχανής. Τα μυστικά της περάσματα βρίσκονται εκτεθειμένα, αλλά θα πρέπει κανείς να κοιτάξει για να τα δει. Οι κρυφές της μελωδίες αντηχούν στα στενά της, αλλά θα πρέπει κανείς να αφουγκραστεί για να τις ακούσει. Τα αλαργινά της αρώματα πλανώνται στον αέρα, αλλά θα πρέπει κανείς να αφεθεί να διαποτιστεί απ' αυτά, αν θέλει να τα νιώσει.

 

Μήπως νομίζετε ότι μιλάμε για την αρχαία Αθήνα; Και η τσιμεντούπολη; Α, μη ξεγελιέστε. Κοιτάξτε την πόλη στο φως του αυγουστιάτικου δειλινού, κοιτάξτε τα τσιμεντένια κτίρια με φόντο τον ουρανό μιας συννεφιασμένης μέρας, περπατήστε αργά μια νύχτα στα σοκάκια της, και θα καταλάβετε ότι η σύγχρονη τσιμεντούπολη εξακολουθεί να είναι πάντα η Αθήνα. Ίσως, μάλιστα, η σύγχρονη πόλη να είναι πιο μαγική απ' την αρχαία.

 

Δε μας πιστεύετε; Ακολουθήστε μας...

 

 

Στο λαβύρινθο της πόλης

 

Εντάξει, σίγουρα υπάρχουν υπόγειες στοές, παράξενες συνοικίες και κρυμμένα ανοίγματα στην Αθήνα, καθώς και πολλά άλλα γοητευτικά και μυστηριώδη, όμως μη νομίζετε ότι καθετί το παράξενο είναι αναγκαστικά και δυσπρόσιτο. Αντιθέτως, τα περισσότερα είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα, τόσο κοινή που κάποια πράγματα τείνουν να γίνονται αόρατα σ' εμάς, όχι λόγω κάποιας υπερφυσικής τους ιδιότητας, αλλά λόγω της δικής μας τάσης να μην αξιολογούμε τα «ήδη ιδωμένα», να μην τα αφήνουμε καν να περάσουν από τις αισθήσεις στη συνείδηση μας. Όμως, οι δίοδοι προς το υποσυνείδητο παραμένουν πάντα ανοιχτές, κανένας φρουρός δε φυλάει εκείνα τα μονοπάτια.

 

Φανταστείτε τον κόσμο που περνάει μπροστά από ένα χασάπικο. Είναι ένα κλασικό ελληνικό χασάπικο, με τα σφραγισμένα σφάγια να κρέμονται από τα τσιγκέλια τους προκειμένου ο υποψήφιος πελάτης να εκτιμήσει την (υποτιθέμενα) καλή ποιότητα του κρέατος. Συκωταριές, κεφαλάκια και έντερα φιγουράρουν στη βιτρίνα, ενώ ο καλοθρεμμένος χασάπης, φορώντας τη λεκιασμένη από παλιές και πρόσφατες πιτσιλιές αίματος –θεωρητικά λευκή– ποδιά του, τεμαχίζει ξέγνοιαστα με τον μπαλτά τις νεοαφιχθείσες ποσότητες κρέατος πάνω στον λιγδιασμένο ξύλινο πάγκο. Πολυάριθμες μύγες περιφέρονται στο μαγαζί, ενώ κάποιες άλλες, που είχαν την ατυχή έμπνευση να πλησιάσουν πολύ το όμορφο εκείνο μωβ φως, τώρα λεκιάζουν τα γυμνά σύρματα της μυγοπαγίδας. Τζζζζτ. Ο κόσμος περνά από μπροστά. Οι περισσότεροι δε γυρνούν καν να κοιτάξουν, ενώ όσοι το κάνουν είναι για να διαβάσουν τα ταμπελάκια με τις τιμές, αγνοώντας όλο το υπόλοιπο σκηνικό. Πω πω, πάλι ακρίβυνε το κατσίκι...

 

Κι όμως, ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχουν και άνθρωποι που λιποθυμούν στη θέα και μόνο του αίματος, άτομα που αποφεύγουν τα έργα με φυσική βία, φιλόζωοι, παιδιά που οι γονείς τους δεν τα αφήνουν να φορέσουν τρομακτικές μάσκες τις απόκριες για να μη διαταραχθεί ο ψυχικός τους κόσμος. Κανείς τους δε φαίνεται να επηρεάζεται από τη θέα του χασάπικου, κανείς δε δείχνει να το προσέχει καν. Είναι κάτι το συνηθισμένο, και ως τέτοιο απορρίπτεται από τη «security» της συνείδησης ως ανάξιο να καταναλώσει τον πολύτιμο της χρόνο. Τώρα, το τι συμβαίνει σε υποσυνείδητο επίπεδο είναι μια μεγάλη και μπερδεμένη ιστορία. Ίσως κάποιοι περαστικοί επιλέξουν την επόμενη φορά κάποιον άλλο δρόμο για να πάνε στο σπίτι τους. Ίσως κάποιοι δουν περίεργα, εφιαλτικά όνειρα το βράδυ. Ίσως κάποιοι αρχίσουν να αποφεύγουν το δρόμο με το χασάπικο, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι το γιατί. Το υποσυνείδητο είναι η μεγάλη δεξαμενή στην οποία καταλήγουν όλες οι στιγμές.

 

Δείτε, όμως, κι εκείνους τους νεοαφιχθέντες ξένους τουρίστες που στέκονται και κοιτούν απορημένοι. Κοιτούν με αποτροπιασμό το χασάπικο. Κοιτούν με απορία τους βιαστικούς περαστικούς. Πώς μπορούν όλοι αυτοί οι περαστικοί να περνούν απαθείς μπροστά από ένα τόσο φρικτό θέαμα; Δεν τους ενοχλεί η οσμή; Ναι, οι τουρίστες θα πρόσεχαν το χασάπικο, αλλά ακόμη περισσότερο θα απορούσαν με τη στάση των περαστικών. Θα απορούσαν με την αδιαφορία που αυτοί επιδεικνύουν μπροστά σε κάτι το οποίο θα έπρεπε να τραβάει την προσοχή και να προκαλεί την αντίδραση τους. Αλλά, βέβαια, οι τουρίστες έχουν έρθει ακριβώς για να δουν και ν' ακούσουν. Δεν υπάρχουν «ήδη ιδωμένα» γι' αυτούς, και κανένας πονηρός μηχανισμός δε φιμώνει τις αισθήσεις ή φιλτράρει τη συνείδηση τους. Ακόμα. Γιατί σε λίγες ημέρες οι ίδιοι τουρίστες θα περνούν μπροστά από το χασάπικο απαθείς και βιαστικοί για να προλάβουν το λεωφορείο που θα τους πάει στην επόμενη ξενάγηση.

 

Αυτό είναι το πρόβλημα για τους περισσότερους απ' όσους καταπιάνονται με την έρευνα. Ξεκινούν με όλες τις καλές προθέσεις και με τα μάτια ανοιχτά, σύντομα όμως μεταβάλλονται και αυτοί σε «περαστικούς», προσπερνώντας αδιάφορα αυτά που υποτίθεται ότι ψάχνουν να βρουν.

 

Θα ξεκινήσουμε αυτή τη βόλτα σαν τουρίστες. Αργότερα, πολύ αργότερα, ίσως χρειαστεί να υποδυθούμε και άλλα, ακόμη πιο αλλόκοτα όντα.

 

 

Το θεαθήναι

 

Είναι δύσκολο να αποφασίσει κανείς αν η Αθήνα είναι αντικειμενικά μία όμορφη ή μία άσχημη πόλη. Σίγουρα, πάντως, δεν είναι μία αδιάφορη πόλη.

 

 

Όμως, η πόλη αρχίζει να σου αποκαλύπτεται πραγματικά όταν χωθείς, ή ακόμα καλύτερα χαθείς στα δρομάκια της. Κι αρχίσεις να αφουγκράζεσαι...

 


 

 

(*)

 

(*) "Έμπουσα": σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, επρόκειτο για θηλυκά, δαιμονικής φύσης πνεύματα, αντίστοιχα με τις νεράιδες και τις λάμιες. Πιστευόταν ότι είχαν ένα μόνο πόδι (εξ ου και η ονομασία τους) και ότι εκπορεύονταν από την Εκάτη, ή κατ' άλλους ταυτίζονταν με την Γελλώ ή τη Μορμώ. Είχαν τη δυνατότητα να αλλάζουν ταχύτατα τη μορφή τους, μεταμορφούμενες σε οποιοδήποτε ζώο, φυτό, ακόμη και αντικείμενο – συνήθως, όμως, τηρούσαν τη μορφή όμορφης νεαρής γυναίκας ή γριάς. Η μαύρη σκιά στο παράθυρο είναι ένα παλτό, κρεμασμένο στο πόμολο του.

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ