ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Αγορές και φιλοσοφία (μέρος Α')

 

 

Κατά κανόνα, καθετί ανθρώπινο ξεκινά απλό για να καταλήξει περίπλοκο, και οι λέξεις αντανακλούν χαρακτηριστικά τον κανόνα αυτό. Αρχικά τις χρησιμοποιήσαμε για να περικλείσουμε στοιχειώδεις έννοιες, προσαρμοσμένες σε συγκριτικά απλοϊκές ανάγκες. Στη συνέχεια, με κοινωνίες ολοένα εξελισσόμενες, φτιάξαμε νέες λέξεις για να εκφράσουμε νοήματα πιο εκλεπτυσμένα, και οι λέξεις προσαρμόστηκαν αναλόγως. Σταδιακά, καθ' όλη τη διαδρομή μας ως το σήμερα, παλιά νοήματα ξεχάστηκαν, και μαζί και οι λέξεις που τα υπηρετούσαν, ενώ λέξεις πολύ κομβικές για να διαγραφούν άλλαξαν χρήση ή έφτασαν να μετατραπούν σε συνθετικά άλλων, μεγαλύτερων λέξεων με νέα νοήματα. Οι λέξεις έχουν παρακολουθήσει όλες μας τις περιπέτειες και έχουν διαμορφωθεί από αυτές. Η ιστορία τους είναι η ιστορία του πολιτισμού. Ή, για να μιλήσουμε με όρους κοινωνικής εξέλιξης, η ιστορία τους είναι η ιστορία των πόλεων.

 

Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των γλωσσολόγων ως προς το πώς ξεκίνησε η χρήση του λόγου ή πότε. Εκείνο που θεωρείται δεδομένο, ωστόσο, είναι ότι, παρότι η εξέλιξη αυτή τοποθετείται πολύ πριν τη δημιουργία των πρώτων πόλεων, η αστικοποίηση των αρχαίων πληθυσμών έπαιξε καθοριστικό ρόλο τόσο στη μορφοποίηση του προφορικού λόγου όσο και στην καθιέρωση του γραπτού. Και δε χρειάζεται, βέβαια, να κοιτάξει κανείς στο μακρινό παρελθόν για να διαπιστώσει την επίδραση του αστικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της γλώσσας. Πρόκειται για μία διαδικασία που γίνεται αισθητή ακόμη και κατά τη –συγκριτικά μικρή– διάρκεια ζωής ενός ανθρώπου, και που επιταχύνεται με τον καιρό, καθώς ο τεχνολογικός πολιτισμός ρυθμίζει όλο και περισσότερες από τις πτυχές της ζωής των πολιτών. Η γλώσσα που μιλάει ένας σημερινός εικοσάρης δεν είναι η γλώσσα που μιλάει ένας εξηντάρης, ενώ, μέχρι ο εικοσάρης να αποτελέσει τον επόμενο εξηντάρη, η απόσταση θα έχει μεγαλώσει κι άλλο. Ακούγεται σαν διαπίστωση σχετική με τα περί χάσματος των γενεών, όμως αφορά κάτι πολύ ευρύτερο.

 

Η εξέλιξη της γλώσσας συμβαδίζει με την εξέλιξη των πόλεων σε βαθμό ώστε να μην είναι πάντα εύκολο να διακρίνει κανείς τι προηγείται του άλλου. Ο προφανής λόγος γι' αυτό είναι ότι στις πόλεις λαμβάνει χώρα ο βασικός «μεταβολισμός» της ανθρωπότητας, επομένως είναι αναμενόμενο σε αυτές να επικαιροποιείται διαρκώς και ο βασικός κώδικας επικοινωνίας, δηλαδή η γλώσσα. Ακόμη πιο πέρα, όμως, οι πόλεις ενσωματώνουν στη δομή τους και μια δική τους διαλεκτική, μέσα από τις τοπογραφικές ενότητες του ίδιου του αστικού περιβάλλοντος. Μελέτες σε μεγαλουπόλεις έχουν δείξει ότι τα «γλωσσικά» αυτά τοπία («Linguistic Landscapes», στην αγγλοσαξονική ορολογία), που προκύπτουν από τις διευθετήσεις των επιμέρους συστατικών του αστικού σκηνικού –στοιχείων καθεαυτό γλωσσικών, όπως επιγραφές και σήματα, αλλά και άλλων, με έμμεσους συμβολισμούς– δρουν ως ένα είδος αποτυπωμένης στην ύλη γλώσσας, ικανής να μεταφέρει μηνύματα ποικίλου περιεχομένου (περισσότερα για το θέμα, το οποίο έχει και εμπορικό ενδιαφέρον: http://www.academia.edu/350778/Selling_the_city_Language_ethnicity_and_commodified_space).

 

"Πόλη από λέξεις", του Αμερικανού εικαστικού Vito Acconci.

 

Εκείνο στο οποίο συνοψίζονται τα παραπάνω είναι ότι η πόλη γεννά λέξεις, είτε άμεσα είτε έμμεσα, δρώντας ως καταλύτης για την ανάγκη δημιουργίας τους. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι μερικές φορές η πόλη μοιάζει να συνθέτει ολόκληρες φράσεις με τις λέξεις αυτές. Και κάπου εδώ τα πράγματα αρχίζουν να αποκτούν ενδιαφέρον. Γιατί, όπως υποδεικνύεται από την ετυμολογική συγγένεια των λέξεων «λόγος», «λογισμός», «λογική», και όπως υποστηρίζεται από τους περισσότερους ερευνητές, όχι μόνο επικοινωνούμε με τις λέξεις, αλλά και σκεπτόμαστε μέσω αυτών σε έναν βαθμό (ενδεικτικά: http://en.wikipedia.org/wiki/Linguistic_relativity). Πράγμα που σημαίνει ότι, πλάθοντας γλώσσα, η πόλη πλάθει και τον τρόπο σκέψης που αρμόζει στη γλώσσα αυτή – και αυτό είναι κάτι που ισχύει ανεξάρτητα από το αντίστροφο του, το οποίο ισχύει επίσης.

 

Τώρα, από το σημείο αυτό ξεκινούν πολλές συζητήσεις. Αν η πόλη δημιουργεί τις συνθήκες για την ανάπτυξη διαρκώς νέων εννοιών και τρόπων έκφρασης τους, δε συμβαίνει το ίδιο και με τις λοιπές επιδράσεις στις οποίες υπόκεινται μαζικά οι πολίτες. Για την ακρίβεια, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, η ασκούμενη ροπή είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη της συγχώνευσης εννοιών και της αδρής έκφρασης. Μπορεί κανείς να διακρίνει την τάση αυτή στη λειτουργία επίσημων θεσμών, όπως το πολιτικό ή το εκπαιδευτικό σύστημα, όμως χαρακτηριστικότερη περίπτωση αποτελούν τα ΜΜΕ, και ιδίως τα τηλεοπτικά, όπου, σε αντίθεση με τις διαρκώς αυξανόμενες αναλύσεις των οθονών, η νοητική και νοηματική «ανάλυση» του διακινούμενου υλικού γίνεται ολοένα και πιο φτωχή. Και, είπαμε, φτωχότερη γλώσσα συνεπάγεται φτωχότερη σκέψη. Από αυτή την άποψη, η πόλη, ως χώρος και ως δομή, αποτελεί πεδίο αντίρροπης δράσης προς την εντροπία του λόγου και της σκέψης. Ίσως αυτή να είναι και η πιο παραγνωρισμένη συνεισφορά της στην υπόθεση του πολιτισμού.

 

Για την τηλεοπτική γλώσσα έχουν γραφτεί πολλά, τα οποία δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε εδώ. Σημειώνουμε μόνο ότι μία από τις λιγότερο αντιληπτές επιδράσεις της είναι η αχρήστευση της δυνατότητας του λόγου να εκφράζει ποσοτικές και ποιοτικές διαβαθμίσεις, ως επακόλουθο της συνεχούς χρήσης υπερθετικού βαθμού σε διαφημίσεις και ενημερωτικές εκπομπές – όσον αφορά τις τελευταίες, συνήθως σε συνδυασμό με διάφορα λεκτικά κλισέ. Καθημερινά, για παράδειγμα, οι τηλεθεατές γίνονται αποδέκτες διαφημιστικών μηνυμάτων που διατυμπανίζουν κάποια «εκπληκτική υπερπροσφορά» ή πληροφορούνται από δελτία ειδήσεων για ενέργειες που ξεσήκωσαν «θύελλα αντιδράσεων». Εκφράσεις πιο ήπιες, όπως π.χ. «εκπτώσεις τιμών» ή «προκλήθηκαν αντιδράσεις», δεν προτιμώνται, αντιθέτως, σταθερή πρακτική ορισμένων καναλιών αποτελεί η επιπρόσθετη επένδυση των ρεπορτάζ με κατακλυσμιαία μουσική, προκειμένου οι τηλεθεατές να συγκλονίζονται ακόμη περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι οι λέξεις να χάνουν την ένταση του νοήματος τους, και έτσι, τελικά, και το νόημα το ίδιο.

 

Δεν είναι τόσο αφηρημένα όσο ακούγονται όλα αυτά. Υπάρχει μια ιστορία των πόλεων γραμμένη στις λέξεις, πιο άμεση και πιο αποκαλυπτική σε αρκετές περιπτώσεις από εκείνη που είναι γραμμένη με τις λέξεις. Και είναι φορές που το ξετύλιγμα της οδηγεί σε ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις, με προεκτάσεις και εφαρμογές στο σήμερα. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τις πιο πρακτικές όψεις της ιστορίας αυτής, ακολουθώντας ένα νήμα της του οποίου η απόληξη στο παρόν θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ερώτημα: Πού βρίσκεται το κέντρο της πόλης;

 

Κρατήστε την όποια αυθόρμητη απάντηση· ίσως η συνειδητοποίηση του τι οδήγησε σε αυτή σας εκπλήξει. Εμείς τώρα μεταφερόμαστε στην άλλη άκρη του νήματος, και συγκεκριμένα σε μία λέξη: τη λέξη Αγορά.

 

Η Αγορά, που σήμαινε «τόπος συνάθροισης» (από το αρχαίο ρήμα «αγείρω», δηλαδή «συγκεντρώνω – συνάγω»), ήταν ένας μεγάλος ανοικτός χώρος, μια μεγάλη πλατεία, στο κέντρο των αρχαίων ελληνικών και ρωμαϊκών κατά βάση πόλεων («Forum» ήταν η ονομασία της στα λατινικά). Αποτελούσε την καρδιά της δημόσιας ζωής, καθώς σε αυτή λάμβαναν χώρα βασικές λειτουργίες της πόλης –εμπορικές, πολιτικές, διοικητικές, κοινωνικές, δικαστικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές– ενώ περιμετρικά της βρίσκονταν συνήθως κτισμένα και τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια. Στον στολισμένο με αγάλματα χώρο της συγκεντρώνονταν οι πολίτες προκειμένου να ενημερωθούν για τα κοινά, να κάνουν αγοραπωλησίες, να συζητήσουν πολιτικά θέματα, να φιλοσοφήσουν, να λάβουν μέρος σε ψηφοφορίες, και γενικά να υπηρετήσουν τις ανάγκες του δημόσιου βίου. Μάγοι και θαυματοποιοί, έμποροι και τεχνίτες, αγορανομικοί υπάλληλοι, καλλιτέχνες, φιλόσοφοι, ρήτορες, κήρυκες, ιερείς, πολιτευτές, περιπατητές, συνέθεταν μεταξύ άλλων το πολυπληθές ανθρώπινο μωσαϊκό της. Η Αγορά δεν ήταν απλώς κέντρο, ήταν η συνείδηση της πόλης.

 

"Forum Romanum" – η Αγορά της αρχαίας Ρώμης.

 

Η Αγορά της Αθήνας συγκεκριμένα, μία από τις πρώτες και από πολλές απόψεις η σημαντικότερη της αρχαιότητας, υπολογίζεται ότι είχε ιδρυθεί τον 6ο π.Χ. αιώνα. Κατά το διάστημα ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., οπότε και επήλθε η οριστική παρακμή της, καταστράφηκε επανειλημμένως, από Πέρσες, Ρωμαίους, Ερούλους (γερμανικό φύλο), Σλάβους, αλλά γνώρισε και μεγάλες περιόδους ακμής. Μεταξύ των κτιρίων που την περιστοίχιζαν ήταν ναοί, βουλευτήρια, δικαστήρια, νομισματοκοπείο, αλλά και ένα από τα πρώτα –ίσως το πρώτο– mall της ιστορίας: η Στοά του Αττάλου (περισσότερες πληροφορίες για την Αγορά της αρχαίας Αθήνας: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2485, http://www.agathe.gr/Icons/pdfs/AgoraPicBk-16.EL.pdf).

 


 

 

 

Πάνω αριστερά: η περιοχή της Αγοράς της αρχαίας Αθήνας, από το λόφο της Πνύκας. Η Στοά του Αττάλου, δεξιά στη φωτογραφία, αντιστοιχούσε στο ανατολικό όριο της, ενώ ο ναός του Ηφαίστου, αριστερά, δέσποζε στη δυτική της πλευρά. Πάνω κέντρο και δεξιά, κάτω αριστερά: διάφορες απόψεις της Αγοράς. Κάτω κέντρο: η είσοδος του Ωδείου του Αγρίππα (Ρωμαίος στρατηγός, γαμπρός του Αυτοκράτορα Αυγούστου). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή κτίστηκαν πολλά καινούρια κτίρια στην Αγορά, ενώ ανατολικότερα της ιδρύθηκε και η Ρωμαϊκή Αγορά (φωτογραφία κάτω δεξιά), με εργασίες που διήρκεσαν από το 19 ως το 11 π.Χ.

 

Η Στοά του Αττάλου είχε ανεγερθεί μεταξύ 159 και 138 π.Χ. ως δωρεά του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Β' προς την Αθήνα, την πόλη όπου είχε σπουδάσει. Ήταν κατασκευασμένη κυρίως από πωρόλιθο και πεντελικό μάρμαρο, αποτελούσε το μεγαλύτερο σε μήκος σκεπαστό οικοδόμημα στην αρχαία Ελλάδα (120 περίπου μέτρα) και ήταν διώροφη. Κάθε επίπεδο της ήταν χωρισμένο σε 21 καταστήματα, τα οποία κανείς μπορούσε να μισθώσει καταβάλλοντας ενοίκιο στο Δήμο, ενώ αποτελούσε, εκτός από τόπο εμπορίου, και χώρο συνάντησης και περιπάτου για τους Αθηναίους (σχετικά: http://el.wikipedia.org/wiki/Στοά_του_Αττάλου). Με λίγα λόγια, δε διέφερε σε τίποτα από ένα σύγχρονο shopping mall – και χρησιμοποιούμε εδώ τον αγγλικό όρο, καθώς ο όρος «εμπορικό κέντρο» είναι λιγότερο ειδικός.

 

Απόψεις της Στοάς του Αττάλου, η οποία αναστηλώθηκε –πρακτικά ανακατασκευάστηκε– από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα μεταξύ 1953 και 1956, βάσει σχεδίων του αρχιτέκτονα Ιωάννη Τραυλού και κατόπιν χρηματοδότησης από τον John D. Rockefeller Junior, γιο του γνωστότερου John D. Rockefeller, Αμερικανού μεγιστάνα των πετρελαϊκών επιχειρήσεων. Χαρακτηριστικά, όπως διακρίνεται στις φωτογραφίες, το κατώτερο τμήμα των εξωτερικών κιόνων είχε αφεθεί χωρίς ραβδώσεις, καθώς άνθρωποι και διακινούμενα εμπορεύματα θα ήταν αναμενόμενο να τρίβονται και να χτυπούν στα σημεία αυτά, φθείροντας τα. Από το 1957, το ισόγειο του κτιρίου στεγάζει το Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς.

 

Η αναφορά στη Στοά του Αττάλου έχει σημασία για τη συνέχεια της συζήτησης μας. Όπως έχει σημασία και να σημειώσουμε ότι ήταν στην Αγορά που γεννήθηκε και άνθισε η δημοκρατία της Αθήνας. Ενδεικτικό του καταλυτικού της ρόλου είναι το γεγονός ότι όσοι δε συμμετείχαν μέσω αυτής στα κοινά της πόλης, αλλά ενδιαφέρονταν μόνο για τον ιδιωτικό τους βίο, αποκαλούνταν «ιδιώτες», μία λέξη με απαξιωτική χροιά, από την οποία προήλθε και το αγγλικό «idiot» που υποδηλώνει τον ηλίθιο. Γενικά, ο θεσμός της Αγοράς, στην πλήρη του μορφή, αναπτύχθηκε σε κοινωνίες ελεύθερων, ενεργών πολιτών, με αντίστοιχα αυξημένες πολιτικές ελευθερίες αλλά και ευθύνες στη λήψη αποφάσεων.

 

Αριστερά: αναπαράσταση της ανατολικής εισόδου της αθηναϊκής Αγοράς κατά το 100 μ.Χ., με τη Στοά του Αττάλου αριστερά και τη Βιβλιοθήκη του Πανταίνου δεξιά της. Δεξιά: αναπαράσταση του Ωδείου του Αγρίππα μετά την κατά το 150 μ.Χ. διαμόρφωση του. Οι εικόνες προέρχονται από το βιβλίο του αρχιτέκτονα και αρχαιολόγου Ιωάννη Τραυλού (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ).

 

Με την έλευση του Μεσαίωνα, οι Αγορές της Αθήνας και των άλλων πόλεων του αρχαίου κόσμου σταδιακά παρήκμασαν και καταργήθηκαν. Όμως, το αρχέτυπο της Αγοράς δε χάθηκε από τη συλλογική μνήμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθημερινά χρησιμοποιούμε μια πληθώρα λέξεων που έχουν ως ρίζα την Αγορά (και μέσω αυτής το ρήμα «αγείρω»), όπως «αγορεύω», «αναγορεύω», «υπαγορεύω», «απαγορεύω», «κατηγορώ», «συνηγορώ», «αγύρτης», «αγοραίος», αλλά και «αγοράζω». Σε ορισμένες από τις λιγότερο εμφανείς παραμέτρους αυτού του τελευταίου, με το οποίο ταυτίστηκε η σύγχρονη σημασία της λέξης, θα σταθούμε στην πορεία, αφήνοντας κατά μέρος τα υπόλοιπα, καθώς καθένα ανοίγει και μια διαφορετική συζήτηση.

 

Ναι, η Αγορά δε χάθηκε από τη μνήμη των λέξεων. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι δε χάθηκε ούτε από τη μνήμη των πόλεων. Μετασχηματίστηκε, οι λειτουργίες της διαχωρίστηκαν και επικαλύφθηκαν από σύγχρονες συνήθειες, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει. Βασικός της πυρήνας παρέμεινε αυτός που ήταν πάντα: η πλατεία.

 

Είναι μάλλον δύσκολο για έναν σημερινό κάτοικο πόλης να δει στις πλατείες κάτι περισσότερο από ανοικτούς χώρους μέσα στον αστικό ιστό. Ο κώδικας που ενσωματώνουν, ωστόσο, ο αρχαίος κώδικας της Αγοράς, τους προσδίδει μία βαθύτερη υπόσταση πίσω από τη συμβατική εικόνα, ενώ και το ίδιο το βασικό τους πρότυπο, από μόνο του, εμπεριέχει χαρακτηριστικά με ιδιαίτερη σημειολογία. Η πλατεία αντιστοιχεί σε μία σαφώς οριοθετημένη αλλά ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση έκταση, με οδικούς άξονες που συγκλίνουν, ενώνονται και αποκλίνουν από αυτή, καθιστώντας την κόμβο. Οι παρευρισκόμενοι, άνθρωποι κάθε προέλευσης, στέκουν στο ίδιο επίπεδο, ερχόμενοι συμβολικά σε έναν κοινό παρονομαστή, εκτεθειμένοι αλλά και ταυτόχρονα ελεύθεροι να κινηθούν προς όποια κατεύθυνση επιλέξουν. Το επίπεδο της πλατείας βρίσκεται χαμηλά σε σχέση με τα γύρω κτίρια, δημιουργώντας υποσυνείδητα την αίσθηση του κέντρου βάρους. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση απηχεί η έκφραση «κατεβαίνω στην αγορά», αλλά τελικά και η έκφραση «κατεβαίνω στο κέντρο». Γιατί πάντα στο κέντρο των πόλεων δεσπόζει κάποια πλατεία. Και δεν πρόκειται εδώ για κάποιο ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα, ταυτόσημος είναι ο όρος «downtown» στα αγγλικά.

 

Υπάρχουν και διάφοροι άλλοι συμβολισμοί που συνδέονται με την έννοια της πλατείας. Η βασική σημειολογία, ωστόσο, περιστρέφεται γύρω από όσα περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή το συμβολισμό του κέντρου, την ιδέα της συλλογικότητας, και την έννοια του υπαρξιακού κόμβου – του σημείου λήψης αποφάσεων και επιλογής κατεύθυνσης.

  

Αριστερά: η πλατεία Ιλίου όπως ήταν μέχρι το 2012, πριν την έναρξη εργασιών ανακατασκευής που άλλαξαν την όψη της. Ανεμολόγια σαν εκείνο στην επιφάνεια της θα συναντήσουμε και παρακάτω, σε μία άλλη κατηγορία παραγώγων της αρχαίας Αγοράς. Δεξιά: υπαρξιακών προεκτάσεων είναι ο διάκοσμος και σε αυτή την πλατεία στην Ηλιούπολη, με διασταυρούμενους «δρόμους» που τη διασχίζουν παραπέμποντας στην ιδέα του κόμβου.

 

Από τη σημειολογία αυτή είναι που προκύπτει η δύναμη της πλατείας. Και μιλάμε για πραγματική, αρχέγονη δύναμη, ικανή να επηρεάζει την πορεία ολόκληρων λαών. Ο κατάλογος των κινημάτων, επαναστάσεων και κάθε είδους εξεγέρσεων που ξεκίνησαν από πλατείες ή τις αξιοποίησαν ως σύμβολα είναι ατελείωτος. Κάθε τέτοια πλατεία, κάθε πλατεία γενικά, έφερε και φέρει το αρχετυπικό φορτίο της αρχαίας Αγοράς. Τουλάχιστον αυτό. Γιατί το πράγμα πηγαίνει ακόμη πιο πίσω, στα ξέφωτα της προϊστορικής ζούγκλας, όπου σκυφτές μορφές συνέρχονταν και τελετουργούσαν γύρω από φωτιές, προκειμένου να καταλήγουν σε αποφάσεις και να επισφραγίζουν συμφωνίες. Εκείνες ήταν οι πρώτες πλατείες, και προϋπήρξαν των πόλεων.

 

Αριστερά: η πλατεία Τιεν Αν Μεν ("Πύλη της Ουράνιας Γαλήνης") στο Πεκίνο, μία από τις μεγαλύτερες του κόσμου. Η μαζική εξέγερση που εκδηλώθηκε εκεί το 1989 έληξε με αιματηρή καταστολή από το κινεζικό καθεστώς, αφήνοντας πίσω εκατοντάδες νεκρούς και αγνοούμενους. Κέντρο: η πλατεία Ταχρίρ ("πλατεία Απελευθέρωσης") στο Κάιρο. Οι επί 18 μέρες συνεχιζόμενες διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα στην πλατεία αυτή το 2011 είχαν ως αποτέλεσμα την ανατροπή του προέδρου της Αιγύπτου, Χόσνι Μουμπάρακ, και την περαιτέρω ενίσχυση του κύματος της λεγόμενης Αραβικής Άνοιξης. Δεξιά: η Κόκκινη Πλατεία στη Μόσχα. Η πλατεία αυτή αξιοποιήθηκε ως σύμβολο της σοβιετικής κυβέρνησης –της οποίας ορίστηκε και ως επίσημη διεύθυνση– με τη συνεχή διοργάνωση στρατιωτικών παρελάσεων και εορταστικών εκδηλώσεων κάθε είδους. Η ονομασία της, στην πραγματικότητα, δεν προήλθε από το χρώμα της επανάστασης, αλλά από τη ρωσική λέξη «κράσναγια», που πλέον σημαίνει «κόκκινη» αλλά αρχικά σήμαινε «όμορφη».

 

Αλλά, μιλούσαμε για τη δύναμη της πλατείας. Αρχέγονη και αστείρευτη, ναι. Διαχειρίσιμη, όμως;

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ