Ιανουάριος 2004
«Έρχεται κύμα κακοκαιρίας», έλεγε το ραδιόφωνο. «Ραγδαία επιδείνωση του καιρού από το βράδυ», ανακοίνωναν στα δελτία καιρού. Κοίταξα έξω από το παράθυρο μου. Επικρατούσε λιακάδα ακόμα, όμως τα σκούρα σύννεφα πέρα στον ορίζοντα μαρτυρούσαν ότι οι μετεωρολόγοι μάλλον είχαν δίκιο. Μια γνώριμη φωνή ακούστηκε επιτακτικά μέσα μου, απευθύνοντας κάποιο οικείο κάλεσμα: «Αυτός είναι καιρός για επίσκεψη στην Πεντέλη».
Γιατί όχι, σκέφτηκα. Με την απειλή της επικείμενης κακοκαιρίας, υπήρχαν σοβαρές ελπίδες να βρω τη σπηλιά έρημη, δίχως αναρριχητές και λοιπούς επισκέπτες. Εξάλλου, είχαν περάσει και αρκετές μέρες από την τελευταία μου επίσκεψη εκεί.
Είχα ήδη αρχίσει να ετοιμάζομαι, όταν αποφάσισα ότι θα πήγαινα μόνος. Με το μεσημέρι να παραχωρεί γοργά τη θέση του στο απόγευμα, δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να ειδοποιήσω και κάποιον άλλο από την παρέα. Συνέχισα να ετοιμάζομαι και ξεκίνησα.
Για καλή μου τύχη, οι δρόμοι ήταν σχετικά άδειοι και, όταν μετά από σύντομο χρονικό διάστημα βρέθηκα να περπατώ στο χωματόδρομο προς τη σπηλιά, μια ευχάριστη έκπληξη με περίμενε. Ήταν μία από τις σπάνιες εκείνες συγκυρίες όπου, ενώ οι ακτίνες του ήλιου έφταναν στη γη και της προσέδιδαν ένα ζεστό πορτοκαλί χρώμα, ο ουρανός ήταν καλυμμένος από σκούρα, πηχτά σύννεφα. Η εικόνα του τοπίου ήταν εξωπραγματική και μαγευτική ταυτόχρονα.
Η καλή μου τύχη συνεχίστηκε, καθώς φτάνοντας στη σπηλιά διαπίστωσα πως η αρχική μου υπόθεση είχε επαληθευθεί. Ο χώρος ήταν έρημος και σιωπηλός.
Κοίταξα τριγύρω. Η αναστύλωση και συντήρηση των εκκλησιδίων είχε σχεδόν ολοκληρωθεί και τα έργα βρίσκονταν σε τελικό στάδιο.
Θυμήθηκα και νοστάλγησα τον αιωνόβιο κισσό, που γαντζωμένος στον πετρόκτιστο τοίχο έξω από τα εκκλησάκια με συντρόφευε στις μοναχικές μου επισκέψεις παλιότερα. Κατά τις εργασίες της αναστύλωσης είχε ξεριζωθεί, καθώς οι ρίζες του είχαν διεισδύσει ανάμεσα στις πέτρες και απειλούσαν με κατάρρευση τον πέτρινο τοίχο.
Προχώρησα προς τη σπηλιά. Οι ακτίνες του ήλιου φώτιζαν άπλετα και ευχάριστα το εσωτερικό της, ενώ ο ήχος από τις αιώνιες σταγόνες έδενε αρμονικά με τη σιωπή που επικρατούσε στο μέρος. Μια σύντομη διερεύνηση αποκάλυψε ότι καμία αξιόλογη μεταβολή δεν είχε σημειωθεί από την τελευταία επίσκεψη. Σκέφτηκα να καθίσω σε κάποιο πλάτωμα έξω από τη σπηλιά και να παίξω με τον ήλιο και τις σκέψεις μου. Βγαίνοντας, ο ήλιος εξακολουθούσε να λάμπει ενθαρρυντικά μπροστά μου.
Μπα, σκέφτηκα, η διάθεση μου δεν ταίριαζε με την ιδέα του να περάσω το απόγευμα στατικά, μέσα σε νοσταλγική ρέμβη.
Απέρριψα, λοιπόν, την προηγούμενη μου ιδέα και αποφάσισα να περπατήσω στα μονοπάτια του βουνού. Ο περίεργος καιρός που εξακολουθούσε να επικρατεί, σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία ανθρώπων και την ησυχία που κάλυπτε το μέρος, διαμόρφωνε μια πολύ όμορφη και παράξενη διάθεση μέσα μου.
Ανηφορίζοντας, σύντομα βρέθηκα να περπατώ μόνος στις ψηλότερες πλαγιές του βουνού. Κάποια στιγμή, εντόπισα ένα γιγάντιο μανιτάρι και, αφού το χάζεψα για κάμποση ώρα, βάλθηκα να αναλογίζομαι με πόσο διαφορετικές μορφές μπορούσε η ζωή να αναπτυχθεί.
Αυτός ο μύκητας ήταν εξίσου ζωντανός μ' εμένα, κι όμως, ο τρόπος –το είδος της ύπαρξης του– διέφερε τόσο ριζικά από τη δική μου ύπαρξη, που έμοιαζε σαν να προερχόμασταν από διαφορετικούς κόσμους. Θα μπορούσα να τον καταστρέψω με ένα απλό πάτημα του ποδιού μου. Θα μπορούσε να με καταστρέψει με την εισδοχή του απλώς στο σώμα μου.
Συνέχισα να ανηφορίζω κι έφτασα στην εγκαταλελειμμένη στέρνα.
Έτσι όπως την κοίταζα έμοιαζε με ουράνια πισίνα. Η θέα της πόλης στο βάθος κινητοποίησε μέσα μου αυτοματοποιημένους συνειρμούς, και για λίγο βρέθηκα να αναλογίζομαι τις τρέχουσες υποχρεώσεις και εκκρεμότητες. Η δουλειά, οι λογαριασμοί...
Απώθησα βιαστικά τις σκέψεις αυτές, κουνώντας νοερά το χέρι μου πέρα–δώθε. Συνέχισα να περπατώ, και φτάνοντας στην άκρη ενός μικρού γκρεμού κοντοστάθηκα για να χαζέψω το πανόραμα. Τελικά, έμεινα έτσι ασάλευτος για περισσότερη ώρα απ' όση υπολόγιζα. Όταν, συνειδητοποιώντας πια ότι βράδιαζε, γύρισα για να προχωρήσω, μια έκπληξη με περίμενε.
Ανάμεσα από δύο λοφίσκους, η Σελήνη είχε ανατείλει πίσω από μολυβί σύννεφα που τα παρέσερνε ο άνεμος.
Έμεινα να την κοιτώ αποσβολωμένος, λες και την αντίκριζα για πρώτη φορά.
Ένιωθα πολύ όμορφα και μια θερμή ζωτικότητα με έσπρωχνε να συνεχίσω την περιπλάνηση. Ήταν θαυμάσιο το ότι βρισκόμουν μόνος εκεί, με μόνη συντροφιά τους ήχους από τα βήματα και την ανάσα μου.
Προχώρησα σκαρφαλώνοντας στις πλαγιές και βαδίζοντας σε έρημα πλατώματα, υπολείμματα έρημων λατομείων.
Φτάνοντας σε κάποιο από αυτά, σταμάτησα και κοίταξα τη θέα προς τα δυτικά. Ο ήλιος έδυε κι ο ουρανός ήταν βαμμένος κόκκινος.
Πιο χαμηλά, η πόλη είχε αρχίσει να προετοιμάζεται για την επερχόμενη νύχτα, με τα πρώτα φώτα να έχουν ανάψει. Μια απαλή αχλύ φαινόταν να τη σκεπάζει, προσδίδοντας της μια όψη ονειρική.
Τώρα πια, το σκοτάδι είχε αρχίσει να καλύπτει και τις πλαγιές της Πεντέλης, τυλίγοντας τα δέντρα και τα έρημα κτίσματα που συναντούσα στο δρόμο μου.
Περιπλανήθηκα για κάποια ώρα ακόμα. Είχα περιπέσει σε μια παράξενη έκσταση, όπου το βάθος και η διαύγεια των σκέψεων και των συναισθημάτων μου μόνο με των κόσμων του ονείρου μπορούσαν να συγκριθούν.
Κατηφόριζα πια, και οι σκέψεις μου είχαν επανέλθει σε πιο συμβατικά κανάλια. Δεν ήταν τυχαίο, σκεφτόμουν, το γεγονός ότι από την αρχαιότητα ακόμα η Πεντέλη συγκέντρωνε στις πλαγιές της τέτοια πλήθη από ερημίτες, ασκητές και μοναχούς. Κάτι το ιδιαίτερο φαινόταν να υπάρχει εδώ, και αυτό το κάτι, παρότι δεν μπορούσε να χωρέσει σε λέξεις και περιγραφές, μπορούσε ωστόσο να εντυπωθεί με κρυστάλλινη καθαρότητα στις αισθήσεις, την ψυχή και το νου του μοναχικού περιπατητή. Μειδίασα, καθώς σκέφτηκα το πώς πολλοί άνθρωποι τρομάζουν από την αίσθηση αυτή και πώς σπεύδουν να τη χωρέσουν στα προσωπικά, οικεία και ασφαλή, μα τόσο μικρά και αστεία τους «πιστεύω», επιχειρώντας να τη φυλακίσουν μέσα σ' ένα κλουβί από ετικέτες, ονόματα και αντιλήψεις που προέρχονται από το δικό τους στείρο και πνιγηρό κόσμο.
Συνέχισα να κατηφορίζω. Η θέα της νυκτερινής πόλης μπροστά μου με έκανε να νιώθω μια αίσθηση απώλειας για όλα τα δειλινά που είχα χάσει και για όλα τα δειλινά που δε θα έβλεπα ποτέ. Μέσα σε μια λίμνη συναισθημάτων αλλά και πλεονεξίας, ευχόμουν να μπορούσα να αντικρίσω όλα τα ηλιοβασιλέματα, απ' όλους τους ψηλούς τόπους, όλων των κόσμων, όλων των εποχών.
Παρηγορούσα τον εαυτό μου, σκεπτόμενος ότι η νύχτα είχε μόλις αρχίσει και ότι θα περνούσα το υπόλοιπο της βραδιάς διαβάζοντας ένα καλό βιβλίο ή διοργανώνοντας ένα γερό τσιμπούσι με την παρέα, όπου θα τους αφηγούμουν την περιπλάνηση μου αυτή.
Κοντοστάθηκα και κοίταξα πίσω. Υπήρχε μόνο το βουνό, η νύχτα και η Σελήνη.
Θυμάμαι ότι έμεινα αρκετή ώρα έτσι ακίνητος, με το κεφάλι μου γυρισμένο και μ' ένα άγριο αλλά εγκάρδιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου.
Έκανα μεταβολή και ξεκίνησα πάλι να ανηφορίζω. Και δεν τράβηξα άλλες φωτογραφίες.
«Ίρανον»
|