Μια περίεργη εξαφάνιση

 

 

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1993, αποφασίσαμε μαζί με ένα φίλο μου να ανέβουμε στο βουνό της Πεντέλης, για μια ακόμη επίσκεψη στη σπηλιά. Ήταν μια όμορφη μέρα. Είχε χιονίσει στην Αθήνα και η θέα της χιονισμένης Πεντέλης σού έφτιαχνε τη διάθεση και σε προσκαλούσε για μια βόλτα στις χιονισμένες πλαγιές της. Μια μοναδική ευκαιρία για να βρεθείς κοντά στην φύση και να θαυμάσεις την Αθήνα από ψηλά.

 

Ντυθήκαμε κατάλληλα, πήραμε μαζί μας μερικές προμήθειες (ζεστό καφέ, καπνό, φακούς κτλ.) και ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο του φίλου μου. Μετά από διαδρομή 45 λεπτών περίπου, φτάσαμε στο βουνό και σταθμεύσαμε το αυτοκίνητο στο πρώτο λατομείο που συναντάει κανείς ανεβαίνοντας (στην πρώτη αριστερή στροφή του δρόμου που ανεβαίνει το βουνό), καθώς, λόγω του πάγου που είχε πιάσει ο δρόμος, ήταν δύσκολο να συνεχίσουμε την ανάβαση με αυτό. Το τοπίο ήταν πραγματικά όμορφο. Το βουνό ήταν ντυμένο στα λευκά και το κρύο τσουχτερό. Ξεκινήσαμε με τα πόδια. Στην αρχή προχωρούσαμε από το δρόμο, αλλά κάτι η κίνηση των αυτοκινήτων, κάτι οι υπόλοιποι επισκέπτες, κάτι η διάθεση που νιώθαμε να τρέξουμε στο χιονισμένο τοπίο και να πατήσουμε το απάτητο χιόνι, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε κόβοντας δρόμο από τις πλαγιές του βουνού.

 

Συνεχίσαμε την ανάβαση στην πλαγιά μέσα σε πολύ ευχάριστη διάθεση, σχεδόν σε έξαψη, τρέχοντας (σημειωτέον ότι και οι δυο μας καπνίζαμε κοντά δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα), πατώντας το φρέσκο μαλακό χιόνι, αφήνοντας πίσω τις πατημασιές μας (οι οποίες έφταναν το μισό μέτρο περίπου σε βάθος), αδιάψευστους μάρτυρες του περάσματός μας από εκεί. Σκοπεύαμε να συνεχίσουμε την ανάβαση από την πλαγιά μέχρι να συναντήσουμε τον δρόμο που φτάνει στην κορυφή του βουνού, και μέσω του χωματόδρομου που διακλαδίζεται δεξιά του, λίγο μετά το πέτρινο κιόσκι (τότε ήταν ξύλινο), να οδηγηθούμε στη σπηλιά.

 

Ανεβαίνοντας βλέπαμε κάτω και αριστερά μας τον κλεισμένο από το χιόνι δρόμο, αυτοκίνητα επισκεπτών σταματημένα δεξιά και αριστερά, και μια μεγάλη πορτοκαλί μπουλντόζα που έπαιζε ρόλο εκχιονιστικού, καθαρίζοντας το δρόμο από το χιόνι, το οποίο συσσωρεύονταν στα πλάγια κατά μήκος της διαδρομής. Φαίνονταν επίσης καθαρά τα ίχνη από τις ερπύστριες της επάνω στο λεπτό στρώμα χιονιού επί της ασφάλτου.

 

Συνεχίσαμε την ανάβαση τρέχοντας, και κάποια στιγμή βγήκαμε στο δρόμο, λίγο πριν το κιόσκι. Από το σημείο εκείνο συνεχίσαμε, τρέχοντας πάντα, ακολουθώντας το δρόμο. Είχαμε κουραστεί πλέον αλλά συνεχίζαμε την ανάβαση. Δεν υπήρχαν άλλοι επισκέπτες που να είχαν φτάσει μέχρι εκεί, και η μόνη υπενθύμιση ανθρώπινης παρουσίας ήταν κάποια μισοσβησμένα ίχνη από ένα–δύο αυτοκίνητα, τα οποία φαινόταν ότι είχαν περάσει από εκεί πριν πολλή ώρα. Ο άνεμος στο σημείο αυτό ήταν πολύ δυνατός και φυσούσε κόντρα σε εμάς. Έπρεπε να βάζουμε δύναμη για να υπερνικάμε την αντίσταση του, φτάνοντας στο σημείο να γέρνουμε μπροστά κατά 20 μοίρες. Τα δάχτυλα, τα πόδια μας, τα χείλη, οι μύτες και τα αυτιά μας είχαν παγώσει. Πίσω δεν μπορούσαμε να κάνουμε, είχαμε ήδη διανύσει αρκετή απόσταση, αλλά και δε μας το επέτρεπε ο εγωισμός μας. Έπρεπε να φτάσουμε στη σπηλιά.

 

Φτάσαμε στον χωματόδρομο που οδηγεί στη σπηλιά. Από εκεί και πέρα δε φαινόταν κανένα σημάδι ανθρώπινης παρουσίας. Ήμασταν πολύ κουρασμένοι, σχεδόν εξαντλημένοι, αλλά συνεχίζαμε τρέχοντας, επιθυμώντας όσο τίποτ' άλλο να φτάσουμε στη σπηλιά, η οποία φάνταζε πλέον σαν καταφύγιο. Ο λόγος που τρέχαμε ήταν ότι αν προχωρούσαμε περπατώντας, τα πόδια μας βούλιαζαν στο χιόνι και αμέσως μετά στο στρώμα παγωμένου νερού που υπήρχε κάτω απ' αυτό. Τελικά φτάσαμε τόσο εξαντλημένοι, που λίγο πριν τη σπηλιά δήλωσα ότι δεν μπορούσα να συνεχίσω άλλο. Προτιμούσα να ξαπλώσω στο χιόνι κι ας πάγωνα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ένιωσα τέτοια κούραση, τέτοια απελπιστική εξάντληση, σε σημείο που να μη με ενδιαφέρει πια αν θα ζήσω άλλο, αρκεί... να ξεκουραζόμουν. Και όλ' αυτά ενώ η σωτηρία απείχε μόλις 100 μέτρα. Τελικά, η σκέψη ότι αν έφτανα στη σπηλιά θα μπορούσα να ξεπαγώσω τα ξυλιασμένα μου δάχτυλα και να καπνίσω ένα τσιγάρο μου έδωσε τη θέληση να συνεχίσω. Όλοι εσείς οι μη καπνιστές δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο θαυματουργό μπορεί να είναι ένα τσιγάρο κάποιες φορές.

 

Καθίσαμε για αρκετή ώρα στη σπηλιά. Βγάλαμε τα βρεγμένα μας παπούτσια, στραγγίξαμε τις κάλτσες μας, καπνίσαμε το τσιγάρο μας, κάναμε μια βόλτα στο εσωτερικό, και μείναμε να κοιτάμε εκστασιασμένοι το ομιχλώδες, ασάλευτο, χιονισμένο τοπίο απ' έξω. Οι σπηλιές ξέρετε έχουν σταθερή θερμοκρασία 17 βαθμών Κελσίου, χειμώνα–καλοκαίρι, και εμείς νιώθαμε ευγνωμοσύνη για κάθε έναν από τους 17 αυτούς βαθμούς. Αφού ξεκουραστήκαμε αρκετά, πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Αυτή τη φορά δεν τρέχαμε. Κατεβαίναμε από το δρόμο, περπατώντας σχετικά αργά, έχοντας και τον άνεμο σύμμαχο πλέον.

 

Ύστερα από λίγο, φτάσαμε στη η διασταύρωση (τρίστρατο για την ακρίβεια) όπου ο δρόμος χωρίζει και οδηγεί (ανεβαίνοντας), αριστερά στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα και δεξιά στην σπηλιά και στην κορυφή του βουνού. Εκεί μας περίμενε μια έκπληξη. Θυμάστε τη μπουλντόζα που είχαμε δει ανεβαίνοντας, ή οποία, καθάριζε τον δρόμο από το χιόνι; Η μπουλντόζα είχε ανοίξει τον δρόμο μέχρι το σημείο αυτό και μετά τίποτα. Τίποτα. Τα ίχνη της χάνονταν. Τα αποτυπώματα των ερπυστριών της μπουλντόζας φαίνονταν ξεκάθαρα στο δρόμο μέχρι το σημείο όπου είχε καθαρίσει το χιόνι, αλλά από το σημείο αυτό και μετά τα ίχνη χάνονταν, λες και η μπουλντόζα είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης. Για να καταλάβετε, δεν υπήρχε περίπτωση ο οδηγός να είχε κάνει μανούβρα και να είχε γυρίσει πίσω, γιατί τα ίχνη από τις ερπύστριες ήταν ξεκάθαρα μονά και σταματούσαν εντελώς απότομα, στρίβοντας αριστερά, στο πλάι του δρόμου.

 

Έκπληκτοι, προσπαθήσαμε να βρούμε τα ίχνη της μπουλντόζας από το σημείο αυτό και μετά, αλλά τίποτα. Όχι, δεν είχαν καλυφθεί από το χιόνι. Τα ίχνη φαίνονταν να στρίβουν για λίγο αριστερά (προς το μοναστήρι) και εκεί σταματούσαν. Φυσικά, μπουλντόζα δεν υπήρχε πουθενά. Αν είχε ανέβει, είτε προς το μοναστήρι, είτε προς τη σπηλιά, θα φαίνονταν τα ίχνη της πάνω στο χιόνι, καθώς και προς τις δύο κατευθύνσεις ο δρόμος ήταν χιονισμένος (κλειστός) και τα ίχνη από ένα–δύο αυτοκίνητα που είχαν περάσει φαίνονταν ξεκάθαρα πάνω στο χιόνι. Ήταν σαφώς ίχνη από ρόδες αυτοκινήτου, και όχι από ερπύστριες μπουλντόζας.

 

Κοιτάξαμε, ξανακοιτάξαμε, είπαμε μήπως το ένα, μήπως το άλλο, μήπως, μήπως... Τίποτα. Τα ίχνη, ξεκάθαρα, σταματούσαν ξαφνικά και πουθενά δεν υπήρχε μπουλντόζα. Στο σημείο εκείνο ήταν σταματημένα μερικά αυτοκίνητα και υπήρχε κόσμος που έπαιζε με το χιόνι. Όμως, φαινόταν σαν κανείς να μην είχε προσέξει αυτό που προσέξαμε εμείς. Ότι δηλαδή, τα ίχνη πάνω στο χιόνι ενός βαρέος μηχανήματος σταματούσαν ξαφνικά και το μηχάνημα δεν υπήρχε πουθενά. Σαν να έκανε φτερά. Λες και άνοιξε η γη και το κατάπιε.

 

Μη μπορώντας να κάνουμε τίποτ' άλλο και όντας εξουθενωμένοι, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήραμε τον δρόμο του γυρισμού, προσπαθώντας σε όλη την διαδρομή να βρούμε μια λογική εξήγηση για την εξαφάνιση της μπουλντόζας. Φυσικά, δε βρήκαμε καμιά.

 

Ακόμα και σήμερα, τόσο καιρό μετά, δεν έχουμε καταφέρει να δώσουμε μια ικανοποιητική, λογική εξήγηση, και το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν ήμασταν τόσο κουρασμένοι ώστε να έχουμε παραισθήσεις. Έτσι, απλά, το καταγράψαμε σαν ένα ακόμη από τα τόσα παράξενα που μας έχουν συμβεί στην ευρύτερη περιοχή της Πεντέλης. Ξέρω ότι το περιστατικό ακούγεται "παράξενα", όμως έτσι ακριβώς έχει και, ειλικρινά, δε με ενδιαφέρει αν θα το πιστέψει κανείς. Μου αρκεί η δική μου προσωπική εμπειρία.

 

Ίσως τελικά, σε κάποια χωροχρονικά σημεία, το υλικό απ' το οποίο είναι φτιαγμένη η Πραγματικότητά να παρουσιάζει ρωγμές, μικρές αδιόρατες ρωγμές, διαμέσου των οποίων χωράει να περάσει κάτι άλλο, εντελώς ξένο προς εμάς αλλά και τόσο παράδοξα οικείο. Και όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει, καμιά λογική εξήγηση δεν είναι ικανοποιητική, καμιά επιστημονική θεώρηση δεν επαρκεί. Ο γνωστός, καλός, ζεστός μας κόσμος μετατρέπεται για λίγο σε ένα χιονισμένο τοπίο όπου λυσσομανούν παράξενοι άνεμοι...

 

 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ