ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

Βαθειά, πολύ βαθειά... (Μέρος Γ')

 

(Μέρος Α')    (Μέρος Β')

 

Αυτό το απίστευτο κτίσμα, καθώς και άλλα, παρόμοια, που ανακαλύψαμε αργότερα, έγιναν πλέον το επίκεντρο της εξερεύνησης μας. Με τις ψυχές μας γεμάτες δέος, χωρίς να μιλάμε και χωρίς να κοιτάμε ο ένας τον άλλο, ίσως για να κρύψουμε τα δάκρυα της συγκίνησης που έτρεχαν στα πρόσωπα μας, προσπαθούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε το ρόλο που έπαιζαν αυτά τα αινιγματικά κτίσματα, τα τόσο διαφορετικής τεχνοτροπίας από οτιδήποτε άλλο είχαμε δει στις χαρούμενες πόλεις αυτού του Λαού. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο! Άνθρωποι δεν μπαινόβγαιναν από τις κλειστές τους πόρτες, και το μαγικό μας «μάτι» σταματούσε στους μαρμάρινους τοίχους τους. Στραφήκαμε τότε στα αρχεία που ήταν καταχωρημένα στις μνήμες της Συσκευής και, αργά και κοπιαστικά, γιατί η ψυχοσύνθεση των κατασκευαστών τους διαφέρει από τη δική μας, ανακαλύψαμε στοιχεία από τη λατρεία των υπεργήινων Οντοτήτων που αποτελούν τους επιλεγμένους προστάτες και οδηγούς των Εκουαραλεμάνεν. Αργά και κοπιαστικά! Είχαμε απελπιστεί από την αδυναμία μας να αποκρυπτογραφήσουμε το πραγματικό νόημα των όσων μας έδειχναν τα εικονοαρχεία και αρχίσαμε να ευχόμαστε να ήταν δίπλα μας ο Κουλ, και σε υπομονετική διάθεση μάλιστα, ώστε να απαντήσει στα αμέτρητα ερωτήματα μας, όταν το γνώριμο πλέον άνοιγμα εμφανίστηκε στον τοίχο, και ιδού, το υποκείμενο του πόθου μας έκανε την εμφάνιση του με σάρκα και οστά. Τον κοιτάξαμε για λίγο σα χαμένοι, να αιωρείται σα φάντασμα με φόντο ένα αλσύλιο γεμάτο αγάλματα αρχαιοελληνικού στυλ, μη μπορώντας να καταλάβουμε αν τον βλέπαμε μέσω της Συσκευής ή αν ήταν όντως μαζί μας στο δωμάτιο. Το γεμάτο υπονοούμενα βλέμμα του μας έπεισε για το δεύτερο και θυμάμαι πως ευχαρίστησα την τύχη μας που τον είχε φέρει στην πιο κατάλληλη στιγμή. Η τύχη μας όμως τελείωσε εκεί γιατί, πριν καλά καλά προφτάσουμε να χαρούμε, ο Κουλ μάς έκανε σαφές πως υπήρχε ένα επείγον μήνυμα για μας και κάθε ερώτηση θα έπρεπε να περιμένει κάποια άλλη στιγμή. Κατσουφιασμένοι λουφάξαμε, απρόθυμοι να αποσυνδεθούμε από τη Συσκευή, αλλά ο Κουλ έκανε ένα νεύμα και ο έξω Κόσμος αντικαταστάθηκε από τους απαλά φωτισμένους τοίχους του δωματίου μας και από μια αναγουλιαστικά γλυκερή μουσική, σαν κι αυτή που ακούς στα αεροπλάνα, όταν η πτήση έχει καθυστέρηση. Κατασαστισμένοι ανοίξαμε τα στόματα μας για τα δέοντα, όμως αυτός ήταν πιο γρήγορος:

 

"Κύριοι έχω πολύ σημαντικά και ευχάριστα νέα για σας, παρακαλώ λοιπόν να συγχωρήσετε τους απότομους τρόπους μου και να μου χαρίσετε για λίγο την προσοχή μας. Ευχαριστώ." Για κάποιο άγνωστο λόγο μάς μιλούσε σε άπταιστα «Ελληνικά της πιάτσας», πράγμα εξαιρετικά βολικό σε 'κείνη τη δύσκολη στιγμή." Όπως ξέρετε είχαμε αποφασίσει να παραμείνετε κλεισμένοι σ 'αυτό εδώ το οίκημα για ένα διάστημα περίπου τριάντα με σαράντα ημερών. Για λόγους που σας έχω εξηγήσει και που σχετίζονται με την πνευματική σας ισορροπία η προσαρμογή σας στο νέο περιβάλλον θα πρέπει να γίνει σταδιακά, μέσω της χρήσης της τεχνολογίας επέκτασης της συνείδησης που κατέχουμε και με την οποία έχετε ήδη εξοικειωθεί." Χμμ, παραεξοικειωθεί μάλιστα, θα έλεγα. "Λοιπόν, αναγκαστήκαμε να αναθεωρήσουμε αυτή μας την απόφαση, κι αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος" κι εδώ μας έριξε μια παρατεταμένη, εξεταστική ματιά, όπως συνήθιζε να κάνει ο λέκτορας της Ανόργανης Χημείας, "αφορά τη σπουδή που δείξατε στη χρήση της Συσκευής, σπουδή αναμενόμενη βέβαια, με βάση τα όσα γνωρίζουμε για σας, αλλά εσείς ξεπεράσατε κάθε προσδοκία! Έχετε δεκαοχτώ ώρες να φάτε, να πιείτε ή να κλείσετε τα μάτια σας, για να μην αναφερθώ και στις πλέον πιεστικές ανάγκες όλων των Κλάδων του Ανθρώπου..." Εδώ έγινα κατακόκκινος σαν διάλυμα φουξίνης γιατί συνειδητοποίησα ότι όλη αυτή την ώρα χοροπηδούσα ελαφρά σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καθυστερήσω λίγο το αναπόφευκτο άδειασμα της φούσκας μου στο παντελόνι μου. Άτιμη φούσκα! Μιας κι ο Λάκης βρισκόταν σε μάλλον χειρότερη θέση έγινε εδώ ένα διάλειμμα, χωρίς περιττές εξηγήσεις, όπου οι μεν φούσκες μας άδειασαν τα δε στομάχια μας γέμισαν. Αρκετά ανακουφισμένοι επιστρέψαμε στην κουβέντα μας με τον Κουλ.

 

"Όπως έλεγα λοιπόν, ο υπερβολικός σας ζήλος μας κάνει να ανησυχούμε για σας, αν κι εγώ, μεταξύ μας, ανησυχώ περισσότερο για τη Συσκευή. Αυτός είναι ο πρώτος λόγος. Ο δεύτερος και πιο σημαντικός είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό για μας γεγονός, που επρόκειτο να συμβεί λίγες μέρες αργότερα αλλά που η ημερομηνία τέλεσης του αποφασίστηκε τελικά να είναι η αυριανή. Επειδή δε θα θέλαμε να χάσετε αυτή την σπάνια ευκαιρία αποφασίστηκε ότι σε λίγες ώρες από τώρα θα σας επιτραπεί να κυκλοφορήσετε ελεύθερα στην πόλη μας. Πώς σας φαίνεται;" Πώς να μας φαινόταν; Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή αλλά ο Κουλ μάς άκουγε με ένα μισοειρωνικό μισοσυγκαταβατικό χαμόγελο σαν τον καθηγητή της Κρυσταλλογραφίας, έτσι και πήγαινε κάποιος ανόητος για αναθεώρηση του γραπτού του. Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι τζάμπα ρωτούσαμε και κλείσαμε τα στόματα μας μπας κι ανοίξει αυτός το δικό του.

 

"Οι ερωτήσεις σας είναι δικαιολογημένες αλλά πώς περιμένετε να σας τις απαντήσω; Ακόμα κι αν είχαμε άφθονο χρόνο, που δεν έχουμε, κάθε δική μου απάντηση θα δημιουργούσε πολλές νέες απορίες, έτσι δεν είναι; Δεχτείτε το, ξεφτέρια μου, είναι αδύνατο να σας λύσω όλες τις απορίες. Σκοπός μου είναι να σας προετοιμάσω για την μεγάλη στιγμή που θα κυκλοφορήσετε ελεύθεροι και για το πολύ σημαντικό γεγονός του οποίου θα γίνετε μάρτυρες. Δεν έχω κανένα λόγο να σας αφήσω να αναρωτιέστε περί τίνος πρόκειται κι έτσι εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Μια κοινωνία σαν τη δική μας δε θα μπορούσε παρά να είναι πέρα για πέρα δημοκρατική, βασισμένη πάνω απ' όλα στην ισότητα των μελών της. Επειδή θέλουμε οι θεσμοί και η Δικαιοσύνη να λειτουργούν πραγματικά..." Τώρα με ξανακοίταζε με νόημα ή είχα τη μύγα και μυγιαζόμουνα, δεν είμαι σίγουρος "... έχουμε θεσπίσει αρκετές Αρχές, ανεξάρτητες μεταξύ τους που εποπτεύουν η μία την άλλη με κάποιο συγκεκριμένο σύστημα που η πείρα αιώνων έχει αναδείξει σαν το καλύτερο. Εντάξει ως εδώ;" Εντάξει, αρκεί να έλειπαν το ύφος και τα υπονοούμενα. "Τώρα θα πρέπει να σας εξηγήσω και κάτι άλλο και σας παρακαλώ να προσέξετε, γιατί δεν είναι από αυτά που εξηγούνται με δυο λόγια." "Σε κρετίνους της Επιφάνειας ε; Πέστο, ντε, γιατί δεν το λες;" σκέφτηκα, ρίχνοντας του κι εγώ μια αποδοκιμαστική ματιά. Ε ναι, με είχε πιάσει το αντιδραστικό μου από τότε που μου έκλεισε τη Συσκευή, με το έτσι θέλω. "Λοιπόν πιστεύω να είστε εξοικειωμένοι με την έννοια του «Τσι» ή του «Πράνα» ή και άλλες παρόμοιες, κληρονομιά αρχαιότερων Πολιτισμών της Επιφάνειας στη δική σας Γενιά."

 

"Ναι, βέβαια! Πώς, αμέ!" πετάχτηκε ο Λάκης καταχαρούμενος που άκουγε επιτέλους και για κάτι που γνώριζε καλά. Πράγματι το σπίτι του ήταν γεμάτο με βιβλία περί των «κρυφών δυνάμεων του Ανθρώπου» και τα παρόμοια. Είχα ρίξει κι εγώ ματιές σε κάποια από αυτά αλλά τα παράτησα γιατί μου είχαν φανεί κομμάτι βλακώδη.

 

"Είναι ατύχημα που έχετε χάσει αυτή την αρχαϊκή Γνώση, αν και τη διατηρείτε εν μέρει σε υποσυνείδητο επίπεδο. Σ' αυτή τη διαισθητική επίγνωση βασίζομαι για να με καταλάβετε. Υπάρχει κάποιο είδος, πώς να το πω, κάτι σαν αδιαμόρφωτη Ενέργεια, διάχυτη παντού στο Σύμπαν, που αποτελεί τη βάση για την εκδήλωση της Ζωής. Αυτή η Ενέργεια εκδηλώνεται κυρίως έμμεσα στην υλική Δημιουργία και δεν μπορεί να γίνει άμεσα αντιληπτή από εμάς. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι τα αποτελέσματα της. Όπως είπα, εκδηλώνεται σαν Ζωή αλλά και σαν Νόηση και σαν Τέχνη και σαν Υγεία. Τρεφόμαστε την κάθε στιγμή από αυτή και κάποια χαρισματικά άτομα μπορούν να τη χρησιμοποιούν και μέσα από άλλα κανάλια, είτε για να βοηθήσουν είτε για να βλάψουν. Η Ενέργεια αυτή δεν είναι ακριβώς ουδέτερη, φαίνεται να έχει μια δική της ροπή προς ορισμένες κατευθύνσεις, αλλά τώρα δεν μπορούν να ειπωθούν άλλα πάνω σε αυτό το θέμα, γιατί θα ξεστρατίσουμε. Στο ανθρώπινο επίπεδο τώρα, κάποιοι από εμάς έχουν μεγαλύτερες ικανότητες να την αντλούν και να την αξιοποιούν, με αποτέλεσμα να ξεχωρίζουν με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την κλίση τους. Άλλοτε γίνονται ηγέτες, άλλοτε επιστήμονες ή καλλιτέχνες, άλλοτε αναχωρητές ή μυστικιστές. Μπορεί να γίνουν θεραπευτές ή να στραφούν εσωτερικά και να φτάσουν σε μια κατανόηση του Σύμπαντος που εμείς οι υπόλοιποι δε θα την φτάσουμε ποτέ. Εμείς επιλέγουμε το πιο χαρισματικό άτομο και του προσφέρουμε ένα ηγεμονικό πόστο. Μη φανταστείτε ότι είναι σαν τους δικούς σας μονάρχες, απλά έχει τη δυνατότητα να ελέγχει οποιαδήποτε από τις Αρχές και όταν διαφωνεί σε κάποιο σοβαρό ζήτημα μπορεί να το φέρει για συζήτηση στο ανώτατο όργανο εξουσίας, την Γενική Εθνοσυνέλευση. Αν και δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει συμμόρφωση με τη γνώμη του, αυτή λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπ' όψιν."

 

Αν και ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στα όσα έλεγε ο Κουλ, έριχνα ανήσυχες ματιές προς την πλευρά του φίλου μου, ο οποίος είχε αρχίσει να ξεροκαταπίνει και να κουνιέται σπαστικά από το ένα πόδι στο άλλο. Φοβόμουν πως αυτά που άκουγε ήταν κάτι περισσότερο από ό,τι θα μπορούσε να χωνέψει, όντας δηλωμένος «αντεξουσιαστής» με συμπάθεια προς τον «αναρχοαριστερό χώρο». Και πράγματι, όπως το φοβόμουν ο Λάκης κάποια στιγμή εξερράγη.

 

"Για μια στιγμή, μεγάλε, για, για, για μια στιγμή..." Όταν ο Λάκης άρχιζε να ψευδίζει ήταν εκτός έλεγχου. "Τι θέλεις να πεις δηλαδή; Ότι βάζετε στο σβέρκο σας..." Ήταν φανερό πού το πήγαινε, αλλά ο Κουλ του έκοψε τη φόρα.

 

"Υποθέτω ότι έχω να κάνω με έξυπνους ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά, όχι με υστερικούς που προσπαθούν να κρίνουν μια ξένη κουλτούρα με βάση εξαρτημένα ανακλαστικά που τους έχει επιβάλλει το στενό πλαίσιο της όχι ιδιαίτερα φωτισμένης κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Όταν επιλέγεται κάποιος για το ύστατο αξίωμα της κοινωνίας μας του ζητάμε μια μεγάλη θυσία, δεν του κάνουμε χάρη. Σας φαίνεται παράξενο; Φανταστείτε τον Χάιζενμπεργκ, φανταστείτε τον Έζρα Πάουντ ή τον Μότσαρτ, πώς θα τους φαινόταν αν τους έλεγαν να εγκαταλείψουν το ταλέντο τους και να αφοσιωθούν στην εξυπηρέτηση των συνανθρώπων τους; Λέτε να τους παρηγορούσε ένας γερός μισθός και η τιμητική διάκριση να παρίστανται σε ορκωμοσίες και παρελάσεις; Σας έχω τονίσει ότι οι καιροί που διάγουμε είναι θολοί, οι κίνδυνοι και τα ρίσκα πολύ μεγάλα. Έχουμε ανάγκη τα φωτισμένα μυαλά και ναι, τους ανθρώπους που ξεχωρίζουν. Το ίδιο κάνουν όλα τα ζώα που δημιουργούν ομάδες, το ίδιο έκανε και ο Άνθρωπος οδηγημένος από το ένστικτο, κάθε φορά που απειλείται η ύπαρξη του. Συμπλέγματα και κούφιοι ιδεαλισμοί δεν χωρούν εδώ, έγινα σαφής;"

 

Είχε γίνει, και με το παραπάνω

 

"Ωραία λοιπόν, συνεχίζω. Εμπειρικά έχει τεκμηριωθεί πως οι ικανότητες για τις οποίες μιλάμε είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομούμενες. Περνάνε στα γονίδια, και ίσως πάνε ακόμα πιο βαθειά από τα χρωμοσώματα. Δεν είμαστε σίγουροι, γεγονός πάντως είναι πως τα τελευταία διακόσια χρόνια η διάκριση παραμένει στους απόγονους μίας και μόνο οικογένειας." Ο καημένος ο Λάκης πάλευε να συμβιβάσει τις αγαπημένες ιδέες του με τα όσα άκουγε, αλλά αυτό το τελευταίο τού ήρθε ταμπλάς.

 

"Δη, δη, δη, δηλαδή θέλεις να πεις πως όλα αυτά τα χρόνια, έχετε φτιάξει μια δυναστεία..."

 

Ο Κουλ τον έκοψε και πάλι αλλά αυτή τη φορά πιο μαλάκα, σχεδόν χαμογελαστά:

 

"Θα πρέπει να μάθετε να μη βιάζεστε να κρίνετε έτσι εύκολα, πόσο μάλλον κοινωνίες που ξεπερνούν κατά πολύ αυτή από την οποία προέρχεστε. Τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά και επειδή καταλαβαίνω τις αντιρρήσεις σας θα προσπαθήσω να σας εξηγήσω, αρκεί να με αφήσετε να τελειώσω χωρίς να με διακόπτετε. Πρώτα–πρώτα, θα πρέπει να σας κάνω σαφές πως η θέση αυτή έχει τρομερή ευθύνη, το βάρος της οποίας δεν ξεπληρώνεται με τίποτα. Έπειτα, δεν είναι λίγες οι φορές που προτάθηκε κάποιο άλλο πρόσωπο σαν αντικαταστάτης. Υπάρχουν διαδικασίες που δείχνουν στα σίγουρα το ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος και στα τεστ που έγιναν ο νέος υποψήφιος ευχόταν να παραμείνει ο παλιός στην θέση και ο παλιός ήθελε ολόψυχα να αντικατασταθεί με το νέο. Συζητάμε εδώ για ανώτερους ανθρώπους που έχουν αρθεί πάνω από τις παιδικές φιλοδοξίες των λιγότερο εξελιγμένων συνανθρώπων τους. Και στον δικό σας τον Αϊνστάιν είχε προταθεί να γίνει πρόεδρος του τότε νέοϊδρυμένου Κράτους του Ισραήλ. Δέχτηκε; Όλοι τους θέλουν ν' ακολουθήσουν δικούς τους δρόμους, δικές τους αναζητήσεις... Έλεγα λοιπόν πως κάθε λίγα χρόνια αντιπαραθέτουμε κάποιο νέο υποψήφιο αλλά, και με όλη τη δεδομένη προθυμία των Κυβερνητών μας –έτσι τους αποκαλούμε επί τη ευκαιρία– κανένας τους δεν κατάφερε να αντικαταστήσει τους απόγονους αυτής της οικογένειας. Πιστεύω ότι αυτό θα γίνει κάποτε, ίσως στο άμεσο μέλλον, ίσως αργότερα, αλλά υπάρχει ένας συγκεκριμένος μηχανισμός που τείνει να διαιωνίσει το Status Quo. Από τη μία έχουμε την κληρονομικότητα κι από την άλλη το γεγονός ότι τα μέλη της οικογένειας των Κυβερνητών μας παντρεύονται εξέχοντα μέλη του Έθνους μας, κι αυτό γίνεται με μια στάνταρ διαδικασία. Αυτή ακριβώς τη διαδικασία που διασφαλίζει την μεταβίβαση αυτών των έξτρα ιδιοτήτων θα σας περιγράψω τώρα, γιατί αυτό είναι και το έξτρα γεγονός το οποίο θα παρακολουθήσετε, σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες από τώρα."

 

Μας άφησε λίγα λεπτά να χωνέψουμε τα όσα είχε πει. Προσωπικά δεν μπορούσα να νιώσω ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα κοινωνικοπολιτικά πάρε–δώσε αυτού του λαού, όπως δεν έβρισκα ενδιαφέρον για τέτοια θέματα και στην Πατρίδα. Άντε και να πήγαινα σε καμιά διαδήλωση, έτσι για τον χαβαλέ. Βιαζόμουν να τελειώσουμε με όλα αυτά ώστε να ασχοληθώ με το θέμα που με έκαιγε, τους μαρμάρινους, σιωπηλούς Ναούς και τα υποβλητικά αγάλματα, τα βγαλμένα ίσως από κάποια μακρινή αρχαιότητα. Ο Λάκης αντίθετα, που δήλωνε αυθεντία περί τα πολιτικά και είχε διαβάσει κάτι φριχτές μεταφράσεις των έργων του Μαρξ, έκανε φανερή προσπάθεια να μορφώσει γνώμη για όλα τούτα τα κουφά. Τον φουκαρά! Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον λυπηθώ ή να τον ελεεινολογήσω για το ότι έπαιρνε στα σοβαρά τούτες τις παρλαπίπες. Ο Κουλ μάς κοίταζε προσπαθώντας να εκτιμήσει το τι είχαμε καταλάβει και αν θα έπρεπε να συνεχίσει την ανάλυση. Τελικά το αποφάσισε.

 

"Ελπίζω να έχετε πιάσει τη βασική ιδέα των όσων είπα. Στο κάτω–κάτω σ' αυτή την χώρα θα περάσετε τις υπόλοιπες μέρες της ζωής σας. Σχετικά τώρα με αυτά που θα παρακολουθήσετε αύριο. Λοιπόν ο παρών Κυβερνήτης μας έχει δύο κόρες, η μεγάλη δε είναι σε ηλικία γάμου.

 

"Μεγάλη μου σκασίλα!" σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.

 

"Ο άνδρας που θα την παντρευτεί θα πρέπει να διαθέτει μέγιστες ικανότητες ώστε οι απόγονοι τους να είναι προικισμένα, ξεχωριστά άτομα. Αυτός είναι ο μηχανισμός που έχει εξασφαλίσει μια τόσο μακρόχρονη διαδοχή εξαιρετικών ηγετών..."

 

Ενώ ο Κουλ συνέχιζε να εκθειάζει το πολιτικό τους σύστημα, εγώ ένιωσα να μου εξάπτεται το ενδιαφέρον. Ξαφνικά το είναι μου επαναστάτησε με το πόσο αναχρονιστικά ακούγονταν όλα αυτά, όπως είχε συμβεί και πριν από λίγο με τον Λάκη. Ίσως τελικά, με το πες–πες, να είχα μπολιαστεί κι εγώ με ολίγη επαναστατική ψυχολογία. Στο τέλος η αγανάκτηση μου δεν μπορούσε πια να κρατηθεί.

 

"Για κάτσε λίγο, βρε Κουλ, τι είναι αυτά που μας τσαμπουνάς; Στην ευγονική το έχετε ρίξει; Είναι δυνατόν, κορίτσι σαν τα κρύα νερά (υποθέτω) να το βάζετε να παντρευτεί με μοναδικό κριτήριο τους απόγονους που θα βγάλει; Μήπως έχετε επηρεαστεί λιγάκι από τον Χίτλερ;"

 

Ο Κουλ με κοίταξε σιωπηλά για λίγα δευτερόλεπτα, με ένα κάπως επιτηδευμένα επιτιμητικό βλέμμα, αλλά εγώ δεν πτοήθηκα και του το ανταπέδωσα στα ίσια. "Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να είσαι χαζός;" είπε τελικά, κοιτώντας με πάντα με τον ίδιο τρόπο. "Το έχω σκεφθεί αλλά το έχω απορρίψει." του απάντησα με το ίδιο ύφος. Δεν είμαι Λάκης εγώ!

 

Τελικά άφησε να του φύγει ένας αναστεναγμός, σα να είχε πάρει μια δύσκολη απόφαση. "Θα κάνω μια τελευταία προσπάθεια να σας εξηγήσω με την ελπίδα ότι η ευφυΐα σας ξεπερνάει τη στενοκεφαλιά σας. Τελευταία προσπάθεια! Σας μίλησα προηγουμένως για το Τσι ή Πράνα. Ίσως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω δυτικούς και πιο σύγχρονους ορούς, για να με καταλάβετε καλύτερα. Η Έλενα Μπλαβάτσκυ μίλησε για κραδασμούς και ο Βίλχελμ Ράιχ για την Οργόνη, προσπαθώντας και οι δυο να εκφράσουν κάτι που, επειδή ακριβώς αποτελεί μέρος της υποσυνείδητης λειτουργίας όλων των ζώντων οργανισμών, είναι πολύ δύσκολο να αναλυθεί ή να περιγράφει. Όταν κάποιος έχει πολύ Τσι, Πράνα, Οργόνη, όπως θέλετε πέστε το, αυξάνει το επίπεδο κραδασμικότητας του ή, για να χρησιμοποιήσω πιο απλές λέξεις, την ενέργεια που έχει στην διάθεση του. Και η ενέργεια αυτή ακτινοβολεί, φέγγει, και το εν λόγω πρόσωπο γίνεται ελκυστικό, θελκτικό. Ένα τέτοιο πρόσωπο φαίνεται –είναι– κατ' ανάγκη ωραίο και γοητευτικό. Είναι νομίζετε τυχαίο που οι σούπερσταρ σας ασκούν τόσο μοιραία έλξη; Δείτε φωτογραφίες τους πριν να γίνουν σταρ: Φαίνονται συνηθισμένοι άνθρωποι. Πάρτε για παράδειγμα την, τη... μισό λεπτό..." Έβγαλε από την τσέπη ένα μαραφέτι και πάτησε κάτι κουμπιά. "Α, ναι! Τη Μαρία Κάλλας. Ήταν στ' αλήθεια όμορφη; Ή η Εντίθ Πιαφ ή η Μάρλεν Ντήτριχ και γενικά όλοι αυτοί οι μοιραίοι άντρες και γυναίκες, ήταν η ομορφιά ή η προσωπικότητα το κριτήριο επιλογής; Ξέρετε πολλές κοπέλες που θα απέρριπταν ένα ειλικρινές φλερτ ενός σταρ του επιπέδου του Έλβις Πρίσλεϋ ή του Μπαρτ Λάνκαστερ; Ή ενός παγκοσμίου πρωταθλητή αγώνων αυτοκινήτου; Ο Πικάσο ή ο Νταλί βάσιζαν τις κατακτήσεις τους στην ομορφιά τους;"

 

Αν και ήταν μετατοπισμένος μερικές γενιές στο παρελθόν, πρέπει να παραδεχτώ πως είχε τα δίκια του. Όλες ανεξαιρέτως οι κοπελίτσες που ήξερα θα έπεφταν ξερές αν τις φλέρταρε ο πρώτος τυχόν αγράμματος ποδοσφαιριστής ή κάποιος ντόπιος, εφήμερος σταρ τρίτης διαλογής. Ο Κουλ φαίνεται ότι διάβασε τις σκέψεις μου.

 

"Ε, φανταστείτε τώρα κάποιον που θα είχε την ομορφιά του Ροκ Χάτσον, το μπρίο του Φρανκ Σινάτρα και το μυαλό του Αϊνστάιν, κι όλα αυτά μεγεθυμένα στο δεκαπλάσιο ή στο εκατονταπλάσιο. Ποια γυναίκα θα του αντιστεκόταν; Και μήπως νομίζετε ότι υποχρεώνει κανείς το κορίτσι να παντρευτεί κάποιον που δεν θέλει; Οι μελλόνυμφοι γνωρίζονται και η έλξη μεταξύ τους είναι δεδομένη. Ακούστε, σπόροι, οι ψευτοέρωτες στην κοινωνία που ζούσατε βασίζονται στην τύχη, στη σεξουαλική στέρηση των αρσενικών, στη συναισθηματική ανεπάρκεια, στην ανάγκη για καταξίωση και στον μιμητισμό. Στην δική μας, οι σεξουαλικές σχέσεις είναι ελεύθερες και δε σοκάρουν κανένα. Οι άντρες και οι γυναίκες μας ερωτεύονται αφού γνωρίσουν πολλούς από το αντίθετο φύλο και, κατά κανόνα, ξέρουν τι ζητούν από τις σχέσεις τους. Καταλάβατε;"

 

Τι ήταν αυτά που άκουγαν τ' αυτιά μου; Ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις; Όλες σχεδόν οι κοπέλες που είχα δει με τη Συσκευή ήταν πανέμορφες κάτι που, δυστυχώς, ίσχυε και για τους άνδρες. Αλλά αυτό δεν με πτοούσε γιατί, αν αυτοί ήταν ωραίοι, εγώ ήμουν πονηρός. Θα επιβαλλόμουν με το στυλ μου, ίσως να το έπαιζα Γκρηκ Λάβερ ή, αν αυτό δεν πετύχαινε, θα υιοθετούσα την persona του «τίμιου παιδιού της φτωχολογιάς». Θα έπιανε σίγουρα, γιατί οι τύποι ήταν μάλλον αγαθιάρηδες. Θα αφοσιωνόμουν στην έρευνα των εξωγήινων και κυρίως στη έρευνα αυτών των Όντων που είχαν διδάξει τους ανθρώπους να σμιλεύουν το μάρμαρο και να χτίζουν τόσο υπέροχα οικοδομήματα. Όταν το μυαλό μου παρασκοτιζόταν από την πολλή έρευνα θα έκανα μερικές σχέσεις, έτσι, για να ξελαμπικάρω και μετά θα επέστρεφα στην έρευνα μου. Μπορούσα ήδη να δω να ξανοίγεται μπροστά μου ένα λαμπρό μέλλον, όμως ο μέντορας μας με επανέφερε στην πραγματικότητα.

 

"Είναι αρχαίο έθιμο όταν κάποιος ζητάει μια κόρη Κυβερνήτη για γάμο να προκαλεί όλους τους άλλους υποψήφιους μνηστήρες σε μία μονομαχία που κάποτε είχε νόημα, εδώ και πολλά χρόνια όμως γίνεται μόνο συμβολικά. Το πολύ–πολύ να πάνε μερικοί φίλοι του γαμπρού να τον προκαλέσουν στα ψέματα για να υπογραμμίσουν έτσι την αξία του. Στην δική μας περίπτωση είναι πολύ αμφίβολο αν θα συμβεί κάτι τέτοιο, το έθιμο όμως είναι έθιμο και ο μνηστήρας θα πρέπει να πάει να στηθεί για τρεις περίπου ώρες σε ένα μεγάλο αμφιθέατρο περιμένοντας μάταια κάποιον αντεκδικητή. Όλη αυτή την ώρα θα τραγουδάει τραγούδια και θα απαγγέλει ποιήματα στη νύφη."

 

"Μπλιαχ," σκέφτηκα, "αν είναι δυνατόν! Ούτε στις ταινίες του Ξανθόπουλου δεν συνέβαιναν τέτοιες ανοησίες. Και να σκεφτείς πως πρέπει να τα υποστώ όλα τούτα και νομίζουν κιόλας ότι μου κάνουν χάρη." Ευτυχώς ο Κουλ δεν έπιασε αυτή τη φορά τις σκέψεις μου. "Λοιπόν φίλοι μου, ακούω απορίες"

 

Ετοιμαζόμουν να τον ρωτήσω ποιο είναι το αντίστοιχο της δραμαμίνης και του Λεξοτανίλ και πού μπορεί να τα προμηθευτεί κανείς στα μέρη του, όταν ο εγκέφαλος του Λάκη λειτούργησε και πάλι: "Είναι πολλά αυτά που δεν έχω κατανοήσει αλλά, όπως είπες κι εσύ, θα χρειαστεί χρόνος για να καταλάβω τους τρόπους ενός διαφορετικού πολιτισμού από αυτόν που με γέννησε. Υπάρχει όμως κάτι στα όσα μας εξήγησες που με ενοχλεί ιδιαίτερα Αν ο βαθμός της έλξης και γοητείας που ασκεί κανείς είναι η δυνατότητα να αφομοιώνει και να εκπέμπει αυτή την ενέργεια, τότε όλη η κοινωνία σας θα πρέπει να είναι μια πυραμίδα με πολύ λίγους ανθρώπους στην κορυφή και πολλούς, μη προικισμένους στη βάση..."

 

"Κατάλαβα, μη συνεχίζεις" τον έκοψε ο Κουλ. "Έπιασα την απορία σου. Κατ' αρχήν θα μου επιτρέψεις να πιστεύω ότι οι συμπατριώτες μου είναι, στην μεγάλη πλειοψηφία τους ιδιαίτερα αξιόλογοι. Μπορεί στο «πάνω μέρος», όπως το έθεσες να βρίσκονται πολύ λίγοι, το ίδιο όμως ισχύει και στο κάτω μέρος, όπου πάλι βρίσκονται πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι βρίσκονται πολύ πάνω από τη μέση της κλίμακας. Αυτό είναι το ένα σκέλος της απάντησης. Από την άλλη θα πρέπει να κατανοήσετε πώς δουλεύει το σύστημα με τη βασική ενέργεια. Όλοι απορροφούμε από το περιβάλλον αλλά ο καθένας τη μετασχηματίζει ανάλογα με τις δομές του, όπως το λευκό φως χρωματίζεται διαφορετικά, ανάλογα με το ποιες συχνότητες απορροφά το εκάστοτε υλικό. Η αναλογία δεν είναι πολύ καλή, στέκει όμως μέχρι κάποιου σημείου. Έτσι, δεν μετράει μόνο πόση ενέργεια έχει κάποιος στην διάθεση του αλλά και πώς αλληλεπιδρά μαζί της. Έτσι, κάποιος γίνεται ένας ρομαντικός ποιητής, ένας άλλος αθλητής, ένας τρίτος ζωγράφος ή Φυσικός ή εξερευνητής ή μεγάλος γυναικοκατακτητής ή εφευρέτης. Αν έχει άλλη κλίση μπορεί να γίνει μυστικιστής ή πολιτικός. Όλα αυτά τα υποθετικά άτομα μπορεί να έχουν ίσες ικανότητες συγκέντρωσης και διαχείρισης της..., ας την αποκαλούμε Βασική Ενέργεια χάριν συνεννόησης, αλλά, έχοντας διαφορετικές δομές και κλίσεις, εξελίσσονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Υπάρχουν κι άλλοι διαχωρισμοί. Η Βασική Ενέργεια μπορεί να εκδηλωθεί σε σωματικό επίπεδο, οπότε έχουμε όμορφα σώματα, υγεία και σωματικά ταλέντα· σε επίπεδο προσωπικότητας ή συναισθηματικό, οπότε διαμορφώνουν χαρισματικές και ισχυρές προσωπικότητες χωρίς ψεγάδια· σε επίπεδο μυαλού, οπότε έχουμε έξυπνους και εφευρετικούς ανθρώπους. Σε ορισμένες περιπτώσεις εκδηλώνεται και μέσα από ασυνήθιστα κανάλια, αυτά που ο Κλάδος σας αποκαλεί ψυχικά η παραψυχικά. Καθένας τώρα από εμάς, ακριβώς ανάλογα με την δομή του, μπορεί να αναζητά στον προσωρινό ή μόνιμο σύντροφο του συγκεκριμένα χαρίσματα, όμοια ή συμπληρωματικά με τα δικά του. Έτσι, αντί να έχουμε μία και μόνη ιεράρχηση με ένα αύξοντα αριθμό στον καθένα μας, οπότε όλοι μας θα επιδιώκαμε να βρούμε σύντροφο με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο «βαθμό», έχουμε μια παρδαλή και χαρούμενη κοινότητα όπου, ο άνθρωπος που εσύ απορρίπτεις μπορεί να είναι για μένα ο άνθρωπος της ζωής μου."

 

Ο Λάκης άκουγε με μεγάλη προσήλωση κι εγώ όμως ομολογώ πως είχα αρχίσει να βρίσκω ενδιαφέρον και να ακούω προσεκτικά, αν και το μεγαλύτερο μέρος του μυαλού μου είχε κολλήσει στους Ναούς και σε μελλοντικές, χωρίς ενοχές, σχέσεις με τουλάχιστον καμιά πενηντάρια από τις ντόπιες κοπελιές. Ο κολλητός μου πετάχτηκε πάλι, μόλις σταμάτησε να μιλάει ο Κουλ, για να εκφράσει την επιθυμία του για περισσότερες διευκρινήσεις.

 

"Δεν αμφιβάλλω ότι χρειάζονται." τον έκοψε εκείνος. "Τώρα όμως, παλληκάρια μου, έχουμε πιο επείγοντα πράγματα να κάνουμε: Πρέπει να σας προετοιμάσω για τη στιγμή που θα βγείτε από δω μέσα."

 

"Ουαου! Έξω, σ' αυτή την υπέροχη, παραμυθένια φύση! Στα στριφτά μαγευτικά σοκάκια με τα υπέροχα μαγαζάκια! Έξω, δίπλα στους μυστηριακούς, χωρίς επιγραφές Ναούς! Πάνω απ' όλα, έξω, κοντά στις μελλοντικές κατακτήσεις μου!" Έτσι σκέφτηκα, αλλά είχα μάθει ότι καλό είναι να μην εκδηλώνομαι αυθόρμητα στον Κουλ, ο οποίος έδειχνε να μην εκτιμά αρκετά ορισμένες πλευρές της ζωής, έτσι είπα μόνο, με ήπια βαριεστημένο ύφος: "Καλά, λοιπόν. Αφού το θεωρείς απαραίτητο..."

 

"Λοιπόν, δεν θα σας αφήσουμε ακόμη να κυκλοφορήσετε ελεύθερα. Εκτιμούμε ότι το σοκ που θα υποστείτε θα έχει σοβαρές και ίσως μόνιμες συνέπειες για την ψυχική σας υγεία. Πιστέψτε με, το ξέρουμε εκ πείρας. Αυτό που θα γίνει είναι να μεταφερθείτε με ειδικό όχημα στον χώρο της εκδήλωσης, ένα μεγάλο, κλειστό αμφιθέατρο, οπότε θα παρακολουθήσετε την εκδήλωση από την εξέδρα των επισήμων."

 

"Θα είσαι κι εσύ μαζί μας Κουλ;" ρώτησα. "Ναι," απάντησε, κάπως ξερά "θα είμαι μαζί σας. Στη διαδρομή θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε μερικά πράγματα, τώρα όμως θέλω να πάτε κατ' ευθείαν για ύπνο." Εμείς αρχίσαμε τις τσιριμόνιες και τον βεβαιώσαμε ότι ήμασταν μια χαρά και το μόνο που θέλαμε ήταν να ξαναγυρίσουμε στη Συσκευή αλλά αυτός ήταν ανένδοτος. "Συσκευή τέλος. Όχι μόνο τα μάτια σας έχουν γίνει κουμπότρυπες από τη νύστα," είπε σε καθαρόαιμη νεοελληνική αργκό, "αλλά πρέπει να κοιμηθείτε διότι έχω να κάνω μερικές μικροεπεμβασούλες στα σώματα σας. Θα πρέπει να τροποποιήσουμε τη μικροβιακή σας χλωρίδα, να εξαλείψουμε κάποια από τους μικρόβια που ζουν φυσιολογικά στον οργανισμό σας και να προσθέσουμε κάποια αλλά, τα οποία είναι απαραίτητα στο καινούργιο σας περιβάλλον. Επιπλέον θα σας κάνουμε κάτι αντίστοιχο με τα δικά σας εμβόλια και θα σας υποβάλλουμε σε γενικές εξετάσεις. Τέλος, θα σας εμφυτεύσουμε έναν πολύ μικρό αλλά θαυματουργό μηχανισμό. Ο μηχανισμός αυτός παρακολουθεί τις σημαντικότερες σωματικές και εγκεφαλικές λειτουργίες και έχει στη διάθεση του μικροποσότητες από ορισμένα φάρμακα ώστε να μπορεί να επέμβει σωτήρια σε πολλές περιπτώσεις. Επιπλέον στέλνει σήμα για το που βρίσκεστε ώστε να μπορούμε να σας εντοπίσουμε ανά πάσα στιγμή..."

 

Ο Λάκης, που το πιθανότερο είναι να μη γνώριζε ότι ζουν φυσιολογικά μικρόβια στα σώματα μας και που θεωρούσε την εμφύτευση μιας μηχανής παρακολούθησης με δυνατότητα επέμβασης στο σώμα και το μυαλό σαν την πεμπτουσία του τρόμου, εξανέστη και άρχισε πάλι να τραυλίζει. "Δη..., δηλαδή θα μας βάλετε..."

 

Ο Κουλ όμως δε χάριζε κάστανα.

 

"Δηλαδή τι βάζετε με το νου σας; Θα μπορούσαμε ανά πάσα στιγμή να σας παρακολουθήσουμε και να σας ελέγξουμε από απόσταση χωρίς καν να το πάρετε χαμπάρι, δε συμφωνείτε; Είμαστε όμως ανώτεροι άνθρωποι, δεν εφαρμόζουμε τέτοιες πρακτικές ούτε καν σε εγκληματίες. Όποιος από σας δε θέλει να το δηλώσει και μετά να κοιμηθεί ήσυχος, εμείς δεν θα τον πειράξουμε. Του υπόσχομαι όμως διάρροιες, φαγούρα σε όλο το σώμα, διάφορες λοιμώξεις μέσης και σοβαρής μορφής και διάφορα αλλά προβλήματα υγείας. Επίσης αν του συμβεί κάτι δεν θα μπορέσουμε να παρέμβουμε έγκαιρα και θα περάσει, ίσως, κρίσιμος χρόνος μέχρι να τον εντοπίσουμε. Λοιπόν τι λέτε;"

 

Αυτό το παλληκάρι είχε τον τρόπο του να υποστηρίζει την άποψη του. Σκύψαμε το κεφάλι κι αυτός έφυγε από το δωμάτιο όπως είχε έρθει, χωρίς να προσθέσει τίποτα. Μείναμε αρκετή ώρα σιωπηλοί, καθένας από μας βυθισμένος στις σκέψεις του, μέχρι που μίλησε ο Λάκης. "Λοιπόν, θα πέσεις για ύπνο;" ρώτησε προσπαθώντας να βολιδοσκοπήσει το πώς είχα πάρει αυτά που μας είχε πει ο Κουλ. "Μπα, δε νυστάζω," απάντησα "μάλλον θα γράψω λίγο στο ημερολόγιο μου." Ο Λάκης μού είπε ότι ούτε κι αυτός νύσταζε και άρχισε να μου αναλύει τις απόψεις του για την παρακολούθηση των πολιτών από τις Αρχές, έστω και με καλό σκοπό, αλλά μετά από λίγο δεν μπορούσα πλέον να τον ακούσω, βυθισμένος όπως ήμουν σ' ένα μακάριο ύπνο γεμάτο μπερδεμένα όνειρα.

 

Μας ξύπνησε ο Κουλ. Νύσταζα φοβερά, το κεφάλι μου ήταν βαρύ και το μόνο που ήθελα ήταν να επιστρέψω στον ύπνο μου. Το απότομο, υποχρεωτικό ξύπνημα, κάτι που είχα πολύ καιρό να υποστώ, μου προκάλεσε φοβερό εκνευρισμό και έψαχνα μετά μανίας κάτι για να αρπαχτώ. Λίγο όμως ένα φοβερά αναζωογονητικό ντους από δροσερό, αρωματισμένο νερό και ζεστό αέρα, λίγο ένα καταπληκτικό πρωινό που μας έφτιαξε ο Κουλ, οι σκέψεις μου άρχισαν να παίρνουν πιο φυσιολογικό δρόμο. Συνειδητοποίησα ότι για πρώτη φορά θα έβλεπα με τα μάτια μου αυτόν το θαυμαστό Κόσμο που μας είχε αποκαλύψει η Συσκευή και γρήγορα ο εκνευρισμός μου έγινε ανυπομονησία, μέχρι που στο τέλος δεν κρατιόμουνα. Περάσαμε το άνοιγμα του τοίχου όπου με περίμενε μία μεγάλη απογοήτευση. Αντί για έξω, βρεθήκαμε σε ένα άλλο, μεγαλύτερο δωμάτιο όπου μας περίμενε ένα από τα ιπτάμενα οχήματα που είχαμε δει να κυκλοφορούν σε αφθονία πάνω από τη γη των Εκουαραλεμάνεν. Όταν μπήκαμε, συνειδητοποίησα πως στη θέση του οδηγού υπήρχε άλλος ένας από τους κάτοικους αυτής της υπόγειας χώρας αλλά, τόσο αυτός όσο και η θέα έξω από το αυτοκίνητο, ήταν καλυμμένα από μαύρα κρύσταλλα που δεν άφηναν να ξεχωρίσει καμία λεπτομέρεια. Οι πόρτες έκλεισαν και σηκωθήκαμε στον αέρα. Για κάποιο λόγο, ίσως εξαιτίας της συγκίνησης που νιώθαμε, δεν είχαμε καμιά διάθεση να μιλήσουμε και παρ' όλο που είχαμε χιλιάδες πράγματα να ρωτήσουμε προτιμήσαμε να μείνουμε βυθισμένοι στα αισθήματα και τις σκέψεις μας. Μετά από ένα σύντομο ταξίδι πέντε περίπου λεπτών ένιωσα να κατεβαίνουμε και ν' ακουμπάμε ξανά στο έδαφος. Βγήκαμε από το όχημα και βρεθήκαμε σε μια πολύ μεγάλη, άδεια αίθουσα. Δεν είχα τη δυνατότητα να την εξετάσω προσεκτικά γιατί έπρεπε να προχωρήσουμε γρήγορα σε ένα μακρύ διάδρομο χωρίς παράθυρα, τελικά στρίψαμε, διαβήκαμε ένα άνοιγμα και ιδού! Στεκόμασταν επιτέλους σε ανοιχτό χώρο, λουσμένοι από το αλλόκοτο φως του εσωτερικού μέρους του Πλανήτη μας!

 

Το πρώτο ερέθισμα που κυριάρχησε πάνω μου ήταν ο ζεστός, υγρός και θαυμάσια αρωματισμένος αέρας. Έκλεισα τα μάτια μου και πήρα μερικές βαθειές εισπνοές. Μέσα από τα κλειστά βλέφαρα μου μπορούσα να δω το μουντό, κίτρινο φως και το δέρμα μου ριγούσε από το δροσερό αεράκι που μετρίαζε τη ζέστη της ατμόσφαιρας. Ήμουν συγκλονισμένος. "Θεέ μου," σκέφτηκα, "ό,τι κι αν συμβεί από δω και πέρα, εμείς τα καταφέραμε. Τα καταφέραμε!!" Μετά άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα ολόγυρα.

 

Βρισκόμασταν σε μια εξέδρα που ήταν μέρος μιας μεγαλύτερης κατασκευής, παρόμοιας με τα δικά μας στάδια, περικυκλωμένοι από κάμποσους συμπατριώτες του Κουλ που μας κοιτούσαν αμίλητοι, με έκδηλο ενδιαφέρον. Είχαν σηκωθεί όλοι όρθιοι, εκτός από έναν που καθόταν στραμμένος προς το εσωτερικό του σταδίου και ο οποίος είχε γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος μας και μας κοιτούσε με ανεξιχνίαστο βλέμμα. Δεν χρειαζόταν να μου πει κανείς ότι το άτομο αυτό ήταν ο Κυβερνήτης. Αν και όλοι τους έδειχναν προικισμένοι και επιβλητικοί, αυτός εδώ ξεχώριζε με την πρώτη ματιά. Είχε πάνω του, πώς να το πω, έναν άλλο αέρα, μια τιτάνια θέληση που γινόταν αισθητή ακόμη και όταν μας γυρνούσε την πλάτη. Αισθάνθηκα αμέσως μια έντονη μαγνητική έλξη και χρειάστηκε προσπάθεια εκ μέρους μου για να μπορέσω να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω του, κάμποσα δευτερόλεπτα αργότερα. Από τη θέση που βρισκόμουν ξεχώριζε μπροστά μας μια έκταση από κόκκινα χαμηλά φυτά που ήξερα από τη Συσκευή ότι είναι το αντίστοιχο του δικού μας χλοοτάπητα στο εσωτερικό των σταδίων, κάμποσα αναπαυτικά καθίσματα ολόγυρα, και δεξιά και αριστερά μου τοίχοι, που απομόνωναν αυτό το τμήμα του σταδίου. Από την οχλοβοή πάντως που ερχόταν πέρα από αυτούς τους τοίχους μπορούσα να συμπεράνω ότι το στάδιο ήταν γεμάτο από ανυπόμονα πλήθη. Πέρασε έτσι ένα λεπτό αμήχανης σιωπής όταν ένιωσα το χέρι του Κουλ στην πλάτη μου. Ταυτόχρονα, ο Κυβερνήτης έκανε ένα ανεπαίσθητο νεύμα, όλοι ξανακάθισαν στις θέσεις τους κι εμείς οδηγηθήκαμε σε δύο καθίσματα στη δεύτερη σειρά. Δίπλα μας, προς μεγάλη μας ανακούφιση, κάθισε ο Κουλ. Κάθε κάθισμα διέθετε και από μία οθόνη, στερεωμένη σε βολική απόσταση από τα ματιά του θεατή. Αμέσως κατάλαβα ότι είχε τις ιδιότητες της Συσκευής, αν και ίσως όχι σε τόσο μεγάλο βαθμό. Μπορούσα να τη χειριστώ με τη σκέψη και να δω οτιδήποτε ήθελα, ακόμη και την πλάτη μου! Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να τη στρέψω έξω από το χώρο του σταδίου και να συνεχίσω την εξερεύνηση που είχα αφήσει στη μέση αλλά συγκρατήθηκα, αναλογιζόμενος ότι κάτι τέτοιο θα προσέβαλλε τον Κουλ, που μας είχε βγάλει νωρίτερα από την απομόνωση, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσουμε αυτό το γεγονός.

 

Η δεύτερη καλύτερη ιδέα ήταν να εκμεταλλευτούμε την ευκαιρία ώστε να λύσουμε κάποιες από τις απορίες μας αλλά, πριν προλάβουμε να ανοίξουμε καλά–καλά το στόμα μας, ένας ψηλός, μαυροφορεμένος άνδρας εμφανίστηκε από τα αριστερά μου και απηύθυνε χαιρετισμό σε όλους μας. Είδα πολλά γελαστά πρόσωπα να στρέφονται προς το μέρος του και να μορφάζουν φιλικά. Ο άνδρας πλησίασε κατόπιν τον Κυβερνήτη και του απηύθυνε ξανά τον ίδιο χαιρετισμό. Ο Κυβερνήτης σηκώθηκε όρθιος, ανταπέδωσε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Ο ψηλέας χαιρέτησε ακόμα μια φορά τους παριστάμενους και κινήθηκε προς το μέρος μας. Πριν συνεχίσει και χαθεί σε μια καταπακτή κοντοστάθηκε και μου έριξε μια σύντομη και διεισδυτική ματιά. Όσο κι αν ήταν αναπόφευκτη η ματιά εκείνη, την ένιωσα σαν μια αδιακρισία και εκνευρίστηκα άσχημα. Τα χαρακτηριστικά του άνδρα, όπως τα κατέγραψα όταν κοιταχτήκαμε, συνέτειναν στο να μου προκαλέσουν μια άμεση αντιπάθεια. Το πιο ανάποδο πράγμα απάνω του ήταν ότι ανήκε στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που έχουν ακαθόριστη ηλικία. Είχε νεανικό παράστημα και ζωηρή περπατησιά αλλά τα μαλλιά του ήταν ασημί και μαύρα, τα μάτια του βαθουλωμένα, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μια απροσδιόριστη σκληράδα, που συνήθως έρχεται μόνο με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν λεπτός και γεροδεμένος αλλά μου έδωσε την εντύπωση ξερακιανού μεσήλικα. Και τα μάτια του, βυθισμένα σε μαυριδερές κόχες, ήταν δύο μικρές, διαπεραστικές κόρες σε ένα ξεπλυμένο πρασινομπλέ φόντο. Τώρα, αν τα είδα όλα αυτά ή απλώς τα φανταστικά, μη με ρωτάτε. Γεγονός παραμένει ότι ένιωσα μια αντιπάθεια που έφτανε στα όρια της απέχθειας. Δεν υπήρχε λόγος να ρωτήσω, ήξερα ότι είχα δει τον διεκδικητή της κόρης του Κυβερνήτη να παίρνει τη θέση του για τον τζούφιο διαγωνισμό που επέβαλλαν τα έθιμα αυτών των ανθρώπων.

 

Δίπλα μου ο Λάκης είχε πιάσει το λακιρντί και η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι. Ο Κουλ αποδεικνυόταν, ευτυχώς, απόλυτα συνεργάσιμος αυτή τη φορά και η συζήτηση γινόταν στη μητρική μας γλώσσα, προς μεγάλη μας ανακούφιση με τόσους Εκουαραλεμάνεν να κάθονται δίπλα μας. Μάθαμε έτσι ότι ο μέλλων γαμπρός του Κυβερνήτη τύγχανε ευρύτατης αποδοχής και ότι η κόρη του, που θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή, είχε συναντηθεί παρασκηνιακά μαζί του και είχε δώσει την συγκατάθεση της. Παλαιότερα γίνονταν, ενίοτε, γνήσιες μονομαχίες που αφορούσαν κυρίως επίδειξη ευστροφίας και πνεύματος αλλά και, σπανιότερα, πραγματικές μάχες σώμα με σώμα.

 

Ο Κουλ μάς έδωσε και μία άλλη πληροφορία που, εκείνη τη στιγμή, δεν αξιολόγησα τη μεγάλη σημασία της. Η Βασική Ενέργεια ενός διεκδικητή, μας είπε, είναι συνήθως λίγο μόνο μεγαλύτερη από των υπολοίπων, από τη στιγμή όμως που κάποιος επιλέγεται να καταλάβει τη θέση του Κυβερνήτη, εφαρμόζει μεθόδους που την αυξάνουν δραματικά, αντλώντας από τα αποθέματα Βασικής Ενέργειας του Κλάδου. Με τη διαδικασία αυτή ενισχυόταν τόσο οι νοητικές όσο, κυρίως, οι διαισθητικές ικανότητες του ατόμου που θέτονταν στην υπηρεσία ολόκληρου του λαού των Εκουαραλεμάνεν. Η πρακτική αυτή, μας τόνισε, σε συνδυασμό με την άσκηση της εξουσίας από ανεξάρτητες επιτροπές απαρτιζόμενες από άτομα επιλεγμένα με απόλυτα αξιοκρατικά κριτήρια, είχε αποδειχτεί ο καθοριστικός παράγων που τους είχε επιτρέψει να αντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες και να λάβουν μια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους άλλους Κλάδους.

 

Προσπαθούσα να παρέμβω στην κουβέντα και να ζητήσω ορισμένες διευκρινήσεις αλλά εις μάτην, αφού ο Λάκης είχε πάρει φόρα και ανέλυε με πάθος τις αντιρρήσεις που θα είχε ο Μαρκούζε ή και ο οποιοσδήποτε άλλος συνειδητοποιημένος απολογητής της Αναρχίας, έτσι και τύχαινε να ήταν παρών. Ετοιμάστηκα να κάνω τον φαφλατά να σκάσει επιτέλους, χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια και τα πόδια και λιγότερο τον λόγο, όταν, ξαφνικά, μου έφυγε εντελώς απ' το μυαλό και ο σαλεμένος φίλος μου και η κουβέντα και τα ευτράπελα του υπό εξέταση πολιτικού συστήματος. Μια κοπέλα είχε προβάλει από το ίδιο μέρος όπως και ο μαυροφορεμένος προηγουμένως, χαιρέτησε τους παρόντες, κινήθηκε προς το μέρος μου, κοντοστάθηκε και με κοίταξε με απορημένο ύφος. Έπειτα με χαιρέτησε ιδιαιτέρως, χαμογελώντας μου ντροπαλά, και πήγε και κάθισε δίπλα στον Κυβερνήτη. Ο λόγος που με κοίταξε έτσι δεν ήταν, φαντάζομαι, κάποια αγένεια εκ μέρους της, ήταν μια φυσιολογική αντίδραση στο γεγονός ότι είχα απομείνει άναυδος, σα στήλη άλατος. Δεν είχα καθρέπτη μαζί μου αλλά θα πρέπει να έμοιαζα κάπως σαν κατεψυγμένος ροφός, ξεχνώντας μέσα στη σαστιμάρα μου να απευθύνω κάποιο στοιχειώδη χαιρετισμό. Ο Λάκης ήταν τυχερός που δεν την αντίκρισε τότε, απορροφημένος όπως ήταν στις αναλύσεις του. Αν είχε δει το χαμόγελο της, αν είχε μυρίσει το άρωμα της, όπως εγώ, θα είχε καταπιεί τη γλώσσα του. Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω αυτή την αιθέρια ύπαρξη, τη γεμάτη χάρη και αρμονία, όπως δεν υπάρχουν και λόγια να περιγράψουν το πόσο βαθειά με συγκλόνισε. Είχε μέτριο ανάστημα σε σχέση με τις συμπατριώτισσες της, κάτι που, σε αντίθεση με ό,τι ισχύει στην Πατρίδα μου, εκεί θεωρούνταν προσόν. Είχε υπέροχα σκούρα καστανά μαλλιά, κομμένα κοντά, και υπέροχα ζεστά, μελί ματιά. Το παρουσιαστικό της φανέρωνε συνεσταλμένο άτομο αλλά το υπέροχο άρωμα της, το οποίο άγγιξε τα ρουθούνια μου τη στιγμή που μου χάριζε το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου, αυτό το άρωμα υποσχόταν ηδονές πέρα από το συνηθισμένο... Τέλος πάντων, αρχίζω να γράφω σαν κανένας Ιταλός μπερμπάντης της Αναγέννησης. Διατυπώνοντας το λοιπόν όσο πιο απλά μπορώ, είχα αντικρίσει μια θεά, που έκανε τις μέχρι τότε ερωτικές φαντασιώσεις μου να μοιάζουν με κακόγουστα αστεία και με καταδίκαζε να νιώθω πλέον μόνο οίκτο για οποιαδήποτε εκπρόσωπο του Ωραίου Φύλου είχα συναντήσει ποτέ ή θα συναντούσα στο μέλλον. Εν ολίγοις, τα 'παιξα!

 

Την ίδια στιγμή ένιωσα απέραντα δυστυχισμένος. Ήταν φανερό ότι είχα μόλις γνωρίσει την μέλλουσα γυναίκα αυτού του ξενέρωτου τζόβενου που περνιόταν για σπουδαίος από τους βλάκες συμπατριώτες του. Σε λίγες ώρες από τώρα, αυτός κι αυτή θα ήταν το χρυσό ζευγάρι των Εκουαραλεμάνεν, θα αποσύρονταν σε κάποιο θαυμάσιο δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό και ρομαντική μουσική, και τότε αυτός... Ε, όχι ρε γαμώτο. Δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Αν την είχα γνωρίσει κάποτε άλλοτε, αν μου είχε δοθεί μια ευκαιρία να της μιλήσω... Ή, τουλάχιστον, να μην τη γνωρίσω καθόλου, αυτή και τον μέλλοντα άντρα της! Αλλά πάλι, όχι! Όχι, χίλιες φορές όχι! Η ζωή μου θα ήταν πολύ πιο φτωχή αν δεν την είχα αντικρίσει και λατρέψει από την πρώτη στιγμή. Ένιωσα να ψυχοπλακώνομαι, να πνίγομαι. Σηκώθηκα και πλησίασα το κιγκλίδωμα που χώριζε την εξέδρα από την πίστα. Χαμηλά μπροστά μου μπορούσα να δω τον ξενέρωτο να κουρδίζει κάποιο μουσικό όργανο που έμοιαζε με άρπα. Σε λίγο ξεκίνησε να παίζει μουσική. Αόρατα μικρόφωνα μετέφεραν τη μελωδία στα απρόθυμα αυτιά μου. Έπαιζε υπέροχα, ο άθλιος! Μπορούσα να δω τον κόσμο να φέρνει τα χέρια του στα πλάγια του κεφαλιού, να κοιτάζει ψηλά και να βγάζει ένα μακρόσυρτο σφύριγμα, κάτι αντίστοιχο του δικού μας χειροκροτήματος, όπως συμπέρανα. Δεν κοίταξα ούτε μία φορά προς το μέρος της κοπέλας γιατί θα μου ήταν ανυπόφορο να την δω να κοιτάζει με λατρεία αυτόν τον, τον..., τέλος πάντων! Το πλήθος σφύριζε κι εγώ ένιωσα τον θυμό μου να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα και να γίνεται μια καυτή μπάλα στο κάτω μέρος του στομαχιού μου. Εκείνη τη στιγμή, με τη λογική και την φρόνηση μου σπρωγμένες στο περιθώριο, αποφάσισε η Μοίρα να βάλει το χεράκι της και τα γεγονότα εξελίχθηκαν με τρομερή ταχύτητα.

 

Ο Κουλ αντιλήφθηκε ότι είχα σηκωθεί από τη θέση μου και άρχισε να με καλεί να επιστρέψω στο κάθισμα μου. Εγώ πάλι, λίγο η οχλοβοή, λίγο η οργή που φούντωνε μέσα μου σαν πυρκαγιά, δεν άκουγα τίποτα. Κάποιος από αυτούς που καθόταν δίπλα στον Κυβερνήτη αντιλήφθηκε το τι συνέβαινε και θέλησε να βοηθήσει. Μου φώναξε να φύγω από εκεί, μόνο που δεν μου το είπε όσο ευγενικά απαιτούσαν οι περιστάσεις. Τον κοίταξα αναποφάσιστος ανάμεσα στο να συμμορφωθώ η να τον αγνοήσω. Τότε αυτός μου ξαναφώναξε να καθίσω κάτω, αρκετά απότομα αυτή την φορά.

 

"Άντε λοιπόν, κάτσε κάτω φιλαράκο" πρόσθεσε χαμογελώντας ειρωνικά, "εκτός κι αν σκοπεύεις να μπεις μέσα στο στίβο." Τι ήθελε να το πει; Ένιωσα το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι και έχασα τελείως τον έλεγχο. Κάποιος άλλος (η πρέπει να πω κάτι άλλο;) απίστευτα πιο αποφασιστικός από μένα ανέλαβε τα ηνία του σώματος μου. Κάποιος άλλος αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος μου ο εαυτός. Την επόμενη στιγμή έδωσα ένα σάλτο και βρέθηκα στην αρένα.

 

Μόλις βρέθηκα εκεί με διαπέρασε το σοκ της αποκοτιάς μου, εκτεθειμένος όπως ήμουν στα αδηφάγα μάτια των δεκάδων χιλιάδων θεατών που μπορούσα να τα νιώσω να καρφώνονται επάνω μου, με μια απορία που θα μετάλλαζε σύντομα σε έχθρα. Είχα γίνει πια μέρος αυτής της τόσο σημαντικής γι' αυτούς εκδήλωσης και θα έπρεπε να παίξω τον ρόλο μου, μόνο που δεν ήξερα ακόμα ποιος θα ήταν αυτός. Το σοκ πάντως, αν και ανίσχυρο στο να διώξει το θείο μεθύσι του θυμού που ένιωθα, μου επέτρεψε να ηρεμήσω κάπως και να σκεφτώ λογικά. Τι να έκανα τώρα, πώς να έσωζα την κατάσταση; Αποφάσισα να πω μερικά λόγια στην θεά που μου είχε πάρει το μυαλό, όχι τόσο σαν δικαιολογία για την πράξη μου όσο γιατί, διάολε, ήθελα πράγματι να της εκφράσω κάπως τον θαυμασμό μου. Προχώρησα προς το μέρος της και στάθηκα ακριβώς μπροστά της. Μου χαμογελούσε! Με μιας το μυαλό μου πλημμύρισε από τα πιο ρομαντικά και θεσπέσια στιχάκια, λες και είχα γίνει ξαφνικά ο Δάντης. Ταυτόχρονα διαπίστωσα πως μπορούσα και πάλι να μιλήσω τη γλώσσα τους σα να ήταν η μητρική μου. Άρχισα ένα άκρως ρομαντικό πρόλογο, μιλώντας όσο πιο καθαρά μπορούσα και κοιτώντας μόνο τα χέρια της γιατί η θωριά της θα με έκανε να χάσω τα λόγια μου. Δεν είχα καλά–καλά αρχίσει, όταν με διέκοψε μια άκρως εκνευριστική φωνή από πίσω μου. "Ε, νεαρέ, παράτα τα σε παρακαλώ και γύρνα στη θέση σου. Μας τα λες κάποια άλλη φορά."

 

Έστριψα το κεφάλι μου και έριξα μια παγερή ματιά στον ενοχλητικό, ενθυμούμενος ξαφνικά ότι δεν ήμουν μόνος μου στον στίβο, αλλά κράτησα το στόμα μου κλειστό, αποφασισμένος να μην αφήσω τίποτα να μου χαλάσει την έμπνευση. Ξαναγύρισα προς τη μεριά του κοριτσιού και προσπάθησα να ξαναρχίσω τον ποιητικό μου λόγο, αλλά η φωνή του άλλου, ακόμα πιο στριγκή και εκνευριστική απ' ό,τι προηγουμένως, με ξανάκοψε. "Καταλαβαίνεις ντε τι σου λέω ή να φέρουμε κανένα μεταφραστή;" Έπειτα, πεπεισμένος ίσως ότι δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του, συνέχισε: "Μα ποιος τον αμόλησε αυτόν;" Αυτό ήταν! Τέτοια προσβολή, και μπροστά στη Μούσα μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να την ανεχθώ. Γύρισα αργά και τον κάρφωσα με απροκάλυπτη εχθρότητα. Όταν τελικά του απάντησα το στόμα μου έσταζε φαρμάκι. "Ρε φίλε, δε μας παράτας, λέω εγώ, να μη σε κλάψει η μανούλα σου; Άντε να παίξεις το όργανο σου κάπου αλλού" του είπα σα να απευθυνόμουν σε κανένα χαμίνι. Σε κάποια απόμακρη γωνιά του νου μου, μια ψύχραιμη, αποστασιοποιημένη φωνή επαναλάμβανε συνέχεια ότι η κατάσταση είχε πάρει άσχημη τροπή αλλά τα συναισθήματα μου με παρέσερναν όπως ο Κηφισός κατά τη διάρκεια πλημμύρας! Άλλωστε, όπως είπα ήδη, κάποιος άλλος εαυτός έκανε πλέον κουμάντο. Αυτό που είχα ξεχάσει ο δύστυχος, ήταν το ότι ο χαριτωμένος μας διάλογος μεταφερόταν στην εξέδρα καθαρά και ξάστερα. Αν το είχα θυμηθεί, θα είχα κάνει κάποια προσπάθεια να συγκρατηθώ και να μιλήσω πιο κόσμια. Όπως ήρθαν τα πράγματα όμως τίποτε δεν μπορούσε πλέον να αποτρέψει τη θύελλα. Είδα το ύφος του άλλου να μεταλλάσσει από απλή ενόχληση σε ασυγκράτητη οργή. Άνοιξε το στόμα του μερικές φορές αλλά το ξανάκλεισε χωρίς να μιλήσει, ίσως γιατί αυτός θυμόταν τα αόρατα μικρόφωνα που μετέδιδαν οτιδήποτε λεγόταν. Άρχισε να πλησιάζει αργά προς το μέρος μου σφίγγοντας τα χέρια του σε γροθιές. Όταν μίλησε τελικά ο τόνος της φωνής του έκανε φανερό το ότι μόλις και μετά βίας συγκρατούσε τα νεύρα του. Όσο τα συγκρατούσε, δηλαδή...

 

"Φύγε αμέσως από δω" είπε τονίζοντας μία–μία τις λέξεις "να μη σε κάνω τουλούμι στο ξύλο!" Αν και ο θυμός του ήταν πραγματικός, οι αντιδράσεις του μου θύμισαν ψευτοπαλληκαρά που φωνάζει επειδή φοβάται. Τα οξυμένα μου ένστικτα έπιασαν κάτι το ψεύτικο στη στάση του, σα να έπαιζε λιγάκι θέατρο. Αν και δεν κάθισα να αναλύσω αυτή την εντύπωση, ένιωσα βαθειά μέσα μου μια ενθάρρυνση. Για αυτόν μπορεί να ήταν μόνο ένα παιχνίδι, εγώ πάντως δεν έπαιζα. Τουλάχιστον, όχι μπροστά στην γυναίκα των ονείρων μου. Όρμησα κατά πάνω του σα μανιακός, έτοιμος να του ανοίξω το λαιμό. Αποδείχτηκε όμως ότι δεν ήταν καθόλου εύκολος αντίπαλος.

 

Μου είναι αδύνατον να περιγράψω τι ένιωσα τότε αλλά θα κάνω μια προσπάθεια. Ο αντίπαλος μου καθόταν ακίνητος και χαμογελούσε με απάθεια, ενώ γύρω του απλώθηκε ξαφνικά κάτι σαν φράγμα που επενεργούσε πάνω μου τόσο σε ψυχολογικό όσο και σε σωματικό επίπεδο. Ένιωσα το σώμα μου να βαραίνει και τη θέληση μου να χάνεται. Οι κινήσεις μου αποσυντονίστηκαν και η ενεργητικότητα μου εξαφανίστηκε. Έκανα λίγα αβέβαια βήματα και σταμάτησα ξαφνιασμένος. Εκείνος, χαμογελώντας πάντα, σήκωσε το δεξί του χέρι με μια επιδεικτική κίνηση. Πρόσεξα τότε για πρώτη φορά ότι κρατούσε ένα μεταλλικό ραβδάκι, σα μικρό μπαστούνι, και τον είδα να το στρέφει προς το μέρος μου. Την ίδια στιγμή ένιωσα να δέχομαι ταυτόχρονα χτυπήματα, σαν μπάτσους από αόρατα χέρια, σε όλο μου το σώμα. Τινάχτηκα και έπεσα προς τα πίσω, σφαδάζοντας από τον πόνο. Περάσαν έτσι μερικά μαρτυρικά δευτερόλεπτα πόνου, οδυνηρής έκπληξης και ταπείνωσης. Μόνο η οργή που ένιωθα μπόρεσε να με ξανασηκώσει στα πόδια μου. Ήμουν σε κακά χάλια αλλά ο πληγωμένος εγωισμός μου δεν με άφηνε να το βάλω κάτω. Άρχισα και πάλι να κινούμαι σκουντουφλώντας προς το μέρος του, αλλά και πάλι ένιωσα το αόρατο φράγμα να ρουφάει τη σωματική και την ψυχική μου δύναμη. Έτριξα τα δόντια και προσπάθησα να συγκεντρώσω τις δυνάμεις μου, όταν ένα ακόμη τίναγμα του χεριού του με πέταξε κάτω με δεκάδες σουβλιές πόνου σε όλο μου το κορμί.

 

Η απελπιστική κατάσταση που βρέθηκα τότε είχε πάνω μου ένα πολύ ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Αυτός ο άλλος εαυτός που με την απερισκεψία του με είχε φέρει σε αυτή την θέση λούφαξε σαν σκυλί που ακούει τον κρότο του πιστολιού, κι έτσι ξαναβρέθηκα κυρίαρχος στο σώμα μου. Για πρώτη φορά από τότε που πήδηξα μέσα, προσπάθησα να σκεφτώ λογικά. Η προφανής λύση του να ζητήσω συγγνώμη και να συρθώ έξω, ηττημένος και γελοιοποιημένος, κρίθηκε εντελώς απαράδεκτη. Χίλιες φορές καλύτερα να πέθαινα. Σήκωσα το βλέμμα μου στον αντίπαλο. Με κοιτούσε πάντα χαμογελαστός και έπαιζε με άνεση το ραβδί του, χτυπώντας το αργά στην παλάμη του άλλου του χεριού, σε μια σαφή υπόμνηση του τι θα πάθαινα έτσι και δοκίμαζα να του ξαναεπιτεθώ. Κοίταξα αυτό το κομμάτι μέταλλο με μίσος και φόβο, καταλαβαίνοντας τα αισθήματα που θα πρέπει να νιώθει ένας σκύλος για το ραβδί του εκπαιδευτή του. Δεν το ήξερα τότε, αλλά το ραβδί έπαιζε δευτερεύοντα μόνο ρόλο, ίσα για να εστιάζεται καλύτερα η επίθεση. Θα μπορούσε να μου κάνει τα ίδια και χωρίς αυτό. Για μένα όμως, εκείνες τις φριχτές στιγμές που κειτόμουν μπροστά στα μάτια της κοπέλας που είχα ερωτευτεί, ανήμπορος και ταπεινωμένος, έγινε ξαφνικά το σύμβολο όλης της καταπίεσης που είχα υποφέρει από τη στιγμή που γεννήθηκα, σύμβολο όλων των ανέφικτων πραγμάτων που λαχταρούσα αλλά που, κάποιοι άλλοι, είχαν αποφασίσει ότι δεν ήταν για μένα. Για μια ακόμα φορά ένιωσα μια ζεστή μπάλα στο βάθος του στομαχιού μου να πάλλεται και να αυξάνει σιγά σιγά την περιφέρεια και την ένταση της. Αργά, βασανιστικά, στάθηκα για μία ακόμα φορά στα πόδια μου. Ενστικτωδώς είχα βρει τρόπο να αντλήσω ενέργεια από το τεράστιο απόθεμα καταπιεσμένου θυμού που είχα αναγκαστεί να καταπιώ όλα τα άχαρα χρόνια της νιότης μου, της αφιερωμένης στο να μετατραπώ από ένα ζωντανό πλάσμα, γεμάτο χαρά για τη ζωή, σε ένα βολεμένο αστό, το ιδανικό της κοινωνίας μου. Η οργή με έκανε να μην αισθάνομαι καθόλου τον πόνο και ένιωσα και πάλι το μεθύσι της δύναμης, μόνο που αυτή τη φορά κρατούσα εγώ τον έλεγχο. Σαν από τηλεπαθητικό κάλεσμα, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα το κορίτσι. Είχε χάσει την εύθυμη διάθεση με την οποία την είχα γνωρίσει και είχε μισογύρει μπροστά με μια έκφραση ανησυχίας και έντασης στο προσωπάκι της. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Υπάρχουν πράγματα για τα οποία δεν γελιέται κανείς. Υπάρχουν αισθήματα που γεφυρώνουν τους ανθρώπινους Κλάδους, που γεφυρώνουν όλα τα πλάσματα στο Σύμπαν, είμαι σίγουρος γι' αυτό. Μέσα σε μια συγκλονιστική στιγμή διάβασα την ψυχή της και έμαθα ποιον από τους δυο μας επιθυμούσε για νικητή. Η συνειδητοποίηση, πολύ συνταρακτική για να μετατραπεί σε συναίσθημα, έγινε ένα κύμα καυτού αίματος που μούσκεψε ηδονικά τον εγκέφαλο μου κι εξαφάνισε από μέσα μου κάθε αδυναμία. Ο χρόνος άρχισε να κυλάει πολύ αργά. Γύρισα και κοίταξα τον αντίπαλο μου, που δεν γελούσε πια. Και τότε βγήκε από μέσα μου ένα ουρλιαχτό. Ήταν ανεπαίσθητο, μόλις μια ανάσα, αλλά ήταν το ίδιο ουρλιαχτό θριάμβου που αντηχούσε στα αρχέγονα δάση της Γης όταν ο Τυρανόσαυρος σώριαζε νεκρή τη λεία του, το ίδιο ουρλιαχτό μ' αυτό της αρκούδας των πάγων, όταν χαιρετούσε τον Ήλιο που ανέτελλε, διώχνοντας τα παγωμένα σκοτάδια της νύχτας.

 

Όταν το φράγμα με σκέπασε ξανά, το στόμα μου στράβωσε σε μια γκριμάτσα απίστευτης αγριότητας και τα δάχτυλα των χεριών μου καμπύλωσαν σαν τις αρπάγες του γερακιού που ορμάει στη λεία του. Το ξέρω γιατί είδα αργότερα τον εαυτό μου, όπως τον κατέγραψαν οι κάμερες του σταδίου. Ένιωσα την επίθεση στη θέληση μου και τον αποσυντονισμό στις κινήσεις μου, αλλά κι εγώ κάρφωσα το βλέμμα μου, κοιτώντας ίσια στα μάτια του αντιπάλου μου. Ένας ανεξάντλητος θυμός έβγαινε από μέσα μου και τροφοδοτούσε το καμίνι στο στομάχι μου. Μπόρεσα έτσι να κρατήσω την συγκέντρωση μου αδιάσπαστη και να κινηθώ ενάντια στην θέληση του, αργά αλλά αδυσώπητα. Άρχισα να του μιλώ, χρησιμοποιώντας τα λόγια μου σα σφαίρες.

 

"Θα σκέφτεσαι ότι χρειάζεται μεγάλο θράσος να τολμώ να προκαλώ τη μεγαλειότητα σου, έτσι; Στο κάτω–κάτω ποιος είμαι εγώ, ένας παρακατιανός από την Επιφάνεια, ένα παιδαρέλι μεγαλωμένο στο σκοτάδι, να προκαλώ τον άρχοντα, τον γνώστη των μυστικών, τον μεγαλωμένο σε ένα πολιτισμό εκατό φορές περισσότερο ανεπτυγμένο από τον δικό μου, τον καλύτερο από τους καλύτερους; Κάποιοι το θέλησαν έτσι, εγώ να είμαι αναγκασμένος να τρώω κουτόχορτο, να μεγαλώνω μέσα στο ψέμα και την άγνοια, ενώ εσύ... Ξέρεις τι είναι να είσαι άφραγκος φοιτητής; Να θέλεις να βγεις με μια κοπελιά και να μην έχεις ούτε παπάκι να την πας μια βόλτα; Να περιμένεις κάθε μέρα ώρες και ώρες στις στάσεις και μετά να γαντζώνεσαι σα χιμπατζής από τη χειρολαβή, στοιβαγμένος χειρότερα κι από σαρδέλα στο κουτί; Πού να ξέρεις εσύ από αυτά, άρχοντα! Να εξαρτάς το μέλλον σου από τον κάθε τυχάρπαστο κομπλεξικό, που το ένα και το άλλο κόμμα τον διόρισε καθηγητή στο Πανεπιστήμιο, να ξενυχτάς μέσα στην τσιγαρίλα κάθε φορά που δίνεις μάθημα, προσπαθώντας να στοιβάξεις στο μυαλό σου ένα σωρό άχρηστα πράγματα και αντιγράφοντας σκονάκια, με το στομάχι να έχει γίνει σαν τσαρούχι απ' τους καφέδες. Και να γνωρίζεις ότι, όταν με το καλό τελειώσεις, σε περιμένει το στρατιωτικό και η ανεργία. Οι τεμενάδες, η απλήρωτη εργασία, η αδικία... Να μεγαλώνεις μέσα στην κοροϊδία, σε μια κοινωνία που ανακηρύσσει σαν το πιο σημαντικό γεγονός της χρονιάς τον τελικό που θα κρίνει το πρωτάθλημα..."

 

Κάπως έτσι μιλούσα και καθώς με κατέκλυζε το παράπονο της αδικίας τα μάτια μου πετούσαν φωτιές σαν πληγωμένου λύκου που το μόνο που θέλει είναι να δαγκώσει και να ξεσκίσει. Το χέρι με το μεταλλικό ραβδί κινήθηκε απότομα κι αυτό ήταν μεγάλο λάθος, αφού ο πόνος που χτύπησε το σώμα μου δεν μπόρεσε να με καταβάλει αυτή τη φορά αλλά πολλαπλασίασε το θυμό μου και τον έκανε λύσσα. Γονάτισα λίγο αλλά ξανασηκώθηκα και συνέχισα να προχωρώ. Ένιωθα απίστευτη ναυτία και η όραση μου είχε θολώσει σε βαθμό που δεν ξεχώριζα τίποτε από το περιβάλλον, τίποτε εκτός από τα μάτια του μισητού αντιπάλου. Ένα χαιρέκακο γελάκι βγήκε από το στόμα μου και πάλεψα λίγο να βγάλω σε λέξεις το μίσος που ένιωθα. "Είμαι ο πιθηκάνθρωπος, άρχοντα μου, το ζόμπι, ο εφιάλτης σου. Είμαι το κτήνος, που δεν μπορείς να το σταματήσεις.... Έρχομαι. Ξέρεις τι θα σου κάνω; Ξέρεις πού θα το βάλω το ραβδί σου; Αχά, μάντεψες σωστά..."

 

Ο φουκαράς είχε χλωμιάσει σα λεμόνι. Εδώ και λίγη ώρα πισωπατούσε αργά, έχοντας τα χαμένα. Κάποια στιγμή ξανασήκωσε το χέρι του για μια ακόμη επίθεση και οι μυς του προσώπου μου συσπάστηκαν ακόμα περισσότερο, σε μια γκριμάτσα τρομερής προειδοποίησης. Η όψη μου θα πρέπει να ήταν πολύ τρομακτική γιατί την ίδια στιγμή παραπάτησε και έπεσε με την πλάτη στο έδαφος. Άρχισε να υποχωρεί έτσι όπως είχε πέσει, χωρίς να κάνει καμιά απόπειρα να σηκωθεί, τινάζοντας σπασμωδικά τα πόδια και τα χέρια προς το μέρος μου και προσπαθώντας με κάθε τρόπο να συρθεί μακριά μου. Το στόμα του ανοιγόκλεινε αλλά οι ήχοι που έβγαζε δεν ήταν καν λέξεις και τα μάτια του πρόδιδαν έκπληξη και τρόμο. Τον έφτασα, μα η ορμή μου είχε καταλαγιάσει, το θέαμα ήταν τόσο αστείο που ο θυμός εξαφανίστηκε από μέσα μου και αντικαταστάθηκε από αναποφασιστικότητα. Τι στην ευχή είχα κάνει, και τι έπρεπε να κάνω τώρα; Και τότε ο αέρας τρεμόπαιξε παράξενα και μια ιαχή από τις κερκίδες με έκανε να κοιτάξω απορημένος τριγύρω, ξεχνώντας τον πεσμένο φουκαρά που σηκώθηκε και άρχισε να τρέχει μακριά μου, παρατώντας στη βιασύνη του το ραβδί του στο έδαφος.

 

Ο μουδιασμένος μου νους άρχισε και πάλι να λειτουργεί και συνειδητοποίησα πως ήμουν ο νικητής σε μια μάχη που δεν είχα διανοηθεί καν να δώσω και πως τα επόμενα λεπτά θα ήταν εξαιρετικά κρίσιμα, αν ήθελα να γεράσω μια μέρα και να διηγηθώ την απίστευτη περιπέτεια στα παιδιά μου. Και πάλι όμως τα γεγονότα με πρόλαβαν. Είδα έξι υπέροχες κουκλίτσες, ντυμένες πολύ ελαφρά με ημιδιαφανούς μανδύες, να μπαίνουν στον στίβο και να τρέχουν προς το μέρος μου. Καλού–κακού πήρα αμυντική στάση και τις κοίταξα μπερδεμένος, προσπαθώντας να διακρίνω τυχόν κρυμμένα ραβδιά. Με έφτασαν, μου χαμογέλασαν γοητευτικά και, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες μου, άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα μου. Παρά τη σαστιμάρα μου αντιλήφθηκα ότι επρόκειτο για κάποιο τυπικό που συνοδεύει τέτοιου είδους αγώνες αλλά, ακόμα και έτσι, δεν υπήρχε πιθανότητα να τις αφήσω να με γδύσουν μπροστά σε όλον αυτό τον κόσμο, αν δεν είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου ο δυνατός πόνος που ένιωθα παντού στο σώμα μου και η αφύσικα μεγάλη δύναμη των κοριτσιών. Χωρίς να κάτσουν να μου εξηγήσουν τίποτα έσκισαν τα ρούχα που μάταια έσφιγγα με τα χέρια μου και τα πετάξαν κάτω. Γελώντας με την καρδιά τους άρχισαν να με κοιτούν από πάνω μέχρι κάτω, λες κι ήμουν περσικό χαλί. Και σα να μην έφτανε αυτό εμφάνισαν κάτι μπουκαλάκια, έχυσαν στις παλάμες τους λίγο από το ελαιώδες περιεχόμενο κι άρχισαν να αλείφουν το σώμα μου! Και μετά τα διαβολοκόριτσα παραμέρισαν, ξεκαρδισμένα στα γέλια και έδειξαν με τα χέρια τους την... ευαίσθητη περιοχή ανάμεσα στα σκέλια μου. Κοίταξα κι εγώ και..., Θεέ και Κύριε! Είχα μια πρώτης τάξεως στύση! Και για να μη μου μείνει καμία αμφιβολία για το αν μπορούσαν να με δουν οι πάντες, από τις κερκίδες ακουστήκαν ουρανομήκεις ιαχές. Αν μπορούσα να αλλάξω θέση με τον τυχεράκια αντίπαλο μου, θα έπεφτα στα γόνατα, θα του ζητούσα ταπεινά συγγνώμη και κατόπιν θα έφευγα εγώ τρέχοντας αφήνοντας τον αυτόν να κάνει υποχρεωτικό στριπ τιζ. Ήταν όμως πλέον αργά.

 

Κάποτε το μαρτύριο μου τελείωσε γιατί, όταν βεβαιώθηκαν ότι οι πάντες είχαν γιουχάρει την κατάντια μου, ξεδίπλωσαν ένα λευκό μανδύα σαν τους δικούς τους και μου τον φόρεσαν. Το ρούχο κόλλησε στο λαδωμένο δέρμα μου αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να διαμαρτυρηθώ γι' αυτό. Έπειτα άρχισαν να με φιλούν στα μάγουλα και με μια χειρονομία έκαναν σαφές ότι έπρεπε να τις ακολουθήσω. Προχωρήσαμε προς τις κερκίδες, εν μέσω ζητωκραυγών, και φτάσαμε στο σημείο όπου καθόταν ο Βασιλιάς..., συγγνώμη, ο Κυβερνήτης ήθελα να πω, με την πανέμορφη κορούλα του. Το κορίτσι χειροκροτούσε σαν Παοκτζής όταν βάζει γκολ η ομάδα του στο Καραϊσκάκη και δεν έκρυβε καθόλου τον ενθουσιασμό της. Εγώ όμως προσπάθησα να δείχνω σοβαρός και αξιοπρεπής (τρομάρα μου...) και πάσχιζα να κρατήσω τα μάτια μου στον πατέρα της, αν και μου ξέφευγαν κάποιες πλάγιες ματιές προς το μέρος της. Η καταραμένη η στύση δεν έλεγε να μου περάσει και το ρούχο που φορούσα όχι μόνο δεν την έκρυβε αλλά την τόνιζε κιόλας. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα δυσάρεστα θέματα, ελπίζοντας να μου φύγει επιτέλους και τα κατάφερα τελικά όταν έφερα στη μνήμη μου το τεσσάρι που είχα πάρει στην Άλγεβρα. Ο ελεεινός καθηγητής με είχε αδικήσει κατάφωρα, μόνο και μόνο επειδή δεν πατούσα στο μάθημα του. Ανακουφισμένος από το γεγονός ότι τελικά αυτή η ιστορία μού είχε βγει σε καλό πήρα ύφος και αντιμετώπισα στα ίσια το βλέμμα του Κυβερνήτη. Αυτός άφησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα άβολης σιωπής και μετά μπήκε απ' ευθείας στο θέμα.

 

"Λοιπόν νεαρέ, τι θα γίνει, θα την πάρεις την κόρη μου;" Έμεινα άναυδος, τόσο από το περιεχόμενο της ερώτησης όσο και από το γεγονός ότι η φωνή του ήταν ψιλή και άχρωμη, σε αντίθεση με την ψαρωτική του ματιά. Ήταν ερώτηση–παγίδα, ήμουν σίγουρος για αυτό, αλλά δεν θα την πατούσα όπως την είχα πατήσει με τον καθηγητή της Φυσικοχημείας που με είχε ρωτήσει με ύπουλη εγκαρδιότητα αν ήξερα πότε ένα σώμα χαρακτηρίζεται «στερεό».

 

"Κοιτάξτε, Εξοχότατε," άρχισα με γλοιώδη ευγένεια, που συνήθως έπιανε με τους καθηγητές μου, "το λυπηρό συμβάν που μόλις έλαβε χώρα, και το οποίο, με λύπη μου, σας διαβεβαιώ, και άθελα μου..."

 

"Δηλαδή, δεν τη θέλεις την κόρη μου;" με έκοψε ο άλλος, παρερμηνεύοντας εντελώς τα κίνητρα της επιφυλακτικότητας μου. Αν την ήθελα, λέει...

 

"Εξοχότατε, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι μακρύτερα από την αλήθεια, σας βεβαιώ. Δεν την γνωρίζω καλά αλλά, με μια πρώτη ματιά..." και της έριξα μια ματιά. Τι το ήθελα; Όχι μόνο ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε αλλά ξανάρθε η στύση! Άρχισα πάλι να σκέφτομαι το τεσσάρι στην Άλγεβρα. Εκείνη χαμογελούσε και ήταν πιο όμορφη από όνειρο.

 

"Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι θα την παντρευτείς;" Ξαναρώτησε ο γέρος. Μα τι στην ευχή, γραβιέρα πουλούσε; "Όχι, απλά σε δοκιμάζει," είπα στον εαυτό μου "μόλις πεις το «ναι» θα πέσουν όλοι απάνω σου και θα φας τέτοιο φατούρο που δεν έφαγες ούτε τότε που έπεισες την παρέα πως έχεις τα θέματα της Οργανικής Χημείας και δεν έπιασες ούτε μια ερώτηση." Αποφάσισα να το παίξω προσεκτικά, να γλιτώσω τουλάχιστον το ξύλο.

 

"Δεν θα τολμούσα ποτέ να πιστέψω ότι η κόρη σας θα καταδεχόταν να ρίξει τα μάτια της σε εμένα, Εξοχότατε. Ο λόγος που εεε.., αρπάχτηκα προηγουμένως με εκείνο τον τύπο, θέλω να πω..."

 

"Σταμάτα να με λες «Εξοχότατο» επιτέλους" με διέκοψε ο Μεγάλος με σημαντικά πιο βαθιά φωνή. "Αν κρίνω από τις αντιδράσεις της κόρης μου όσην ώρα μονομαχούσατε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε θέλει, και πολύ μάλιστα. Την ρώτησα ήδη, άλλωστε. Πάψε λοιπόν να με μπερδεύεις και απάντησε καθαρά στην ερώτηση μου. Να θυμάσαι ότι σε 'μας εδώ κάτω αρέσουν οι καθαρές εξηγήσεις. Λοιπόν, θέλεις να την πάρεις ή όχι;"

 

Ξεροκατάπια, κοίταξα τριγύρω για καμιά βοήθεια, είδα τον γέρο που αδημονούσε, κοίταξα κλεφτά το κορίτσι που μου χαμογελούσε, το μανάρι μου, και είπα το «ναι» προσπαθώντας να σκέφτομαι μόνο την ασχημόφατσα του καθηγητή της Άλγεβρας.

 

Από κάπου ακούστηκαν φωνές και αντιλήφθηκα ότι κάποιος έτρεχε προς το μέρος μου. Ετοιμάστηκα για τα χειρότερα αλλά ήταν ο Λάκης που είχε πηδήξει κι αυτός μέσα και έπεσε απάνω μου με φόρα, με αποτέλεσμα να κυλιστούμε κι οι δυο μας κάτω. "Βρε μπαγάσα, τι πήγες κι έκανες; Καλά, μεγάλε, ήσουν και ο πρώτος!! Τους κούφανες, μιλάμε..." έκανε χωρίς να πάρει ανάσα. Μετά αγκαλιαστήκαμε κι αρχίσαμε κι οι δυο να κλαίμε. Η αλήθεια είναι ότι, όπως είχε πέσει με φόρα απάνω μου, είχα ξαναρχίσει να πονάω, αυτός πάντως έκλαιγε μάλλον από συγκίνηση. Είναι φίλος, ο Λάκης... Θέλαμε να πούμε πολλά αλλά δεν μας δόθηκε η ευκαιρία. Τα κοριτσάκια που μου είχαν βγάλει πριν από λίγο άρον–άρον τα ρούχα μπήκαν ανάμεσα μας και μας χώρισαν. Σαν Χορός σε αρχαία Τραγωδία, μου εξήγησαν όλες μαζί ότι έπρεπε να με προετοιμάσουν για την τελετή του γάμου και έπρεπε να έχω επαφή μόνο μαζί τους και με κανέναν άλλο. Μετά με γράπωσαν και άρχισαν να με τραβολογάνε. Αφέθηκα παθητικά, τι άλλο να έκανα, άλλωστε; Καθώς με φυγάδευαν θυμήθηκα κάτι και προσπάθησα να σταματήσω. Αυτές με τραβούσαν και με έσπρωχναν, λέγοντας συνεχεία «έλα, έλα,» και μόλις που πρόφτασα να ρωτήσω τον Λάκη: "Ρε Λάκη, τόσην ώρα σε τι γλώσσα μιλούσα, στην δική μας η στην δική τους;" Τον είδα να κοντοστέκεται απορημένος αλλά, πριν προλάβει να πει κουβέντα, με έσπρωξαν σε ένα άνοιγμα και δεν τον ξαναείδα μέχρι τη μέρα της τελετής.

 

Πέρασαν μερικές άκρως βαρετές ημέρες. Ήμουν ξανά κλεισμένος σε ένα άνετο οίκημα με πολλά δωμάτια, χωρίς καμία επαφή με τον Λάκη, τον Κουλ ή την μέλλουσα γυναίκα μου, κι όσο για Συσκευή δεν υπήρχε ούτε ίχνος. Τα μόνα πρόσωπα που έβλεπα ήταν τα έξι κορίτσια, κι αυτά δεν μιλούσαν για τίποτε άλλο πέρα από τον γάμο. Χρησιμοποίησα πάντως τον χρόνο μου όσο μπορούσα καλύτερα και έμαθα αρκετά πράγματα.

 

Την κόρη του Κυβερνήτη την έλεγαν Αλερασσέουλα, εγώ όμως θα την αποκαλούσα Αλέσσα. Ήταν μόλις δεκαεπτά ετών αλλά, χάρη στην ιδιαίτερη φροντίδα που είχε δοθεί στην ανατροφή της, ήταν εντελώς ώριμη να διαλέξει τον δρόμο της και ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικό το γεγονός ότι διαλαλούσε παντού το πόσο της άρεσα! Οι Εκουαραλεμάνεν παντρεύονται συνήθως νωρίς και δεν μένουν πιστοί στον σύντροφο τους, ιδιαίτερα οι άνδρες, πράγμα που με σόκαρε αλλά και με ερέθισε ευχάριστα, δεν ξέρω όμως αν μου άρεσε τελικά ή όχι. Υπήρχε πάντως και η άλλη δυνατότητα, να συνάψουμε αυστηρά μονογαμική σχέση, κάτι που δεν ήταν εντελώς ασυνήθιστο. Κάτι άλλο που ξεκαθάρισα ήταν το τι με περίμενε μετά τον γάμο. Είχα μισοπιστέψει ότι θα ήμουν κάτι σαν διάδοχος του Κυβερνήτη όταν θα έφτανε η ώρα να αποσυρθεί, αλλά είχα πέσει έξω. Μπορούσα βέβαια να θέσω υποψηφιότητα για αντικαταστάτης, μα υπήρχαν πολλοί λόγοι να θεωρούμαι ανεπαρκής για κάτι τέτοιο. Μόνο τα παιδιά που θα αποκτούσα από την Αλέσσα είχαν σοβαρές πιθανότητες για αυτή την θέση, διαδεχόμενα όχι τον ίδιο αλλά τον επόμενο Κυβερνήτη, που θα ήταν μάλλον ο γιος του. Όλα βέβαια ήταν δυνατά, κάθε είδους ανατροπή, αλλά η εκδοχή αυτή μπορούσε να θεωρηθεί αρκετά σίγουρη. Η αιώνια ευθυμία όμως χάθηκε για λίγο από τα πρόσωπα τους όταν συμπλήρωσαν ότι το πόστο αυτό είναι ένα βάρος που κανείς δεν επωμίζεται οικειοθελώς.

 

Ο υπόλοιπος χρόνος πέρασε μαθαίνοντας ατέλειωτες λεπτομέρειες για το πώς θα πλησιάσω τη νύφη μετά τον γάμο, τι λόγια θα της πω, τι δώρα θα της κάνω, πώς θα της τα δώσω κλπ., κλπ., μέχρι που στο τέλος η ανυπομονησία μου μετατράπηκε σε άγχος. Είχα καταφέρει πολλά και θα ήταν αμαρτία να τα σκάτωνα τώρα. Ευτυχώς, οι φόβοι μου αποδείχτηκαν τελείως αβάσιμοι.

 

Όταν έφτασε η μεγάλη μέρα μού έδωσαν ένα αραχνοΰφαντο χιτώνα με μανίκια, όλο στολίδια και πλουμίδια, που γι' αυτούς αντιπροσώπευε την πεμπτουσία της καλαισθησίας αλλά που εμένα δεν μου άρεσε καθόλου. Μου τον φόρεσαν με το έτσι θέλω και μετά επέμεναν να με ραντίσουν με κάτι αρώματα που θα τα έβρισκα πολύ γλυκερά ακόμα και για γυναίκα, πάτησα όμως πόδι και, μετά από σθεναρή αντίσταση, πείσθηκαν ότι ένας άνδρας πρέπει να διαλέγει μόνος του την κολόνια του. Παραλείπω τα γελοία χρυσαφί εσώρουχα, την εξωφρενική κόμμωση και τα σανδάλια από τα οποία κρέμονταν πολύχρωμες κορδέλες και τα οποία θα γίνονταν αιτία να με γιουχάρουν ακόμα και στο πλέον ακραίο μασκέ πάρτι στην Πατρίδα, και φτάνω κατευθείαν στην τελετή.

 

Επιβιβαστήκαμε εγώ και οι έξι σουρλουλούδες σε ένα αερόχημα, πάλι με μαύρα τζάμια και με μία ακόμα θηλύκια στο τιμόνι και, μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας τα νεύρα μου είχανε γίνει περμανάντ από τα συνεχή «χου χου χου» και «χι χι χι». Ας έχουν χάρη που βρισκόμουν σε ξένη έδρα... Τελικά φτάσαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, άνοιξαν οι πόρτες, κατεβήκαμε και το αερόχημα έκανε μεταβολή κι έφυγε. Η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο και παντού υπήρχαν αναμμένα κεριά, μεταλλικές λεκάνες με αρωματισμένο νερό, και μπολ με κάρβουνα που ανέδιδαν μια εξαιρετική, διακριτική ευωδιά. Σε λίγο διέκρινα τον Κουλ να μιλάει με τον Κυβερνήτη και του φώναξα χαρούμενα. Με χαιρέτησαν και οι δυο με ένα νεύμα και ξαναγύρισαν στην κουβέντα τους, αφήνοντας με ελαφρώς απογοητευμένο κι ενοχλημένο. Όταν αυτό επαναλήφθηκε με πολλούς από τους καλεσμένους συνειδητοποίησα πως η αίτια ήταν το έθιμο που επέβαλλε να μη μου μιλάει κανείς πριν από το γάμο, εκτός από τις έξι κουμπαρίτσες μου, που όμως κι εγώ τις είχα βαρεθεί κι αυτές με είχαν λησμονήσει εντελώς και φλυαρούσαν ακατάπαυστα, σχολιάζοντας το ντύσιμο και την κόμμωση του ενός και του άλλου. Κάποια στιγμή το μάτι μου πήρε τον Λάκη δίπλα σε μια εκρηκτική ξανθιά με κορμάρα που θα της εξασφάλιζε μετεωρική καριέρα στο Χόλυγουντ, έτσι και τύχαινε και μας ακολουθούσε μέχρι την Επιφάνεια. Με είδε κι αυτός, μου έγνεψε ένα βιαστικό «γεια» και μετά με έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια και επέστρεψε στην κουβέντα του με την ξανθιά, ο γάιδαρος, έχοντας την δικαιολογία του εθίμου. Πλησίασα μία από τις έξι τσαπερδόνες και την ρώτησα αν ήξερε τι έτρεχε ανάμεσα στον φίλο μου και την τύπισσα. Έμαθα έτσι πως είχαν λογοδοθεί και πως θα παντρεύονταν σύντομα, γεγονός για το οποίο η ξανθιά είχε γίνει αντικείμενο ζήλειας από τον μισό γυναικείο πληθυσμό. "Α, τον μπαγάσα," σκέφτηκα, "δεν έχασε τον καιρό του!" Τους κοίταξα για λίγο στα κλεφτά, προσπαθώντας να αποφασίσω κατά πόσο η Αλέσσα ήταν καλύτερη, όταν ακουστήκαν μερικές κρυστάλλινες νότες από κάποιο όργανο που δεν το είχα προσέξει κι αμέσως μετά ο κόσμος έβγαλε ένα σούσουρο. Γύρισα και είδα να μπαίνει η καλή μου, συνοδευόμενη από μια φανταστική καλλονή, που μάντεψα αμέσως πως ήταν η μητέρα της. Αν πριν από λίγο είχα επιχειρήσει να την συγκρίνω, τώρα διαπίστωνα πως δεν θα μπορούσε να υπάρξει σύγκριση με καμιά άλλη σε όλο τον Πλανήτη, εσωτερικό κι εξωτερικό!

 

Σε αντίθεση με το δικό μου απαράδεκτο ντύσιμο, αυτή φορούσε μόνο ένα απλό, λευκό μακρύ φόρεμα, που έδενε στο πλάι με τρία κορδόνια και ήταν τελείως ανυπόδητη. Περνώντας από δίπλα μου με κοίταξε με τα υπέροχα, μελιά της μάτια και έγινε κατακόκκινη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πολύ δυνατά και ένιωσα το δέρμα μου να μυρμηγκιάζει. Οι δυο τους προχώρησαν και στάθηκαν σε ένα υπερυψωμένο χώρο, όπου στεκόταν ήδη κι ένας ηλικιωμένος άνδρας, που έκανε μπαμ ότι ήταν ιερέας. Οι έξι κοπελίτσες με περικύκλωσαν, υποκλίθηκαν και με συνόδευσαν ως εκεί, με περισσότερο σεβασμό αυτή την φορά. Το τρακ μου έφτασε στα όρια της λιγοθυμιάς και αισθάνθηκα απέραντη ανακούφιση κι ευγνωμοσύνη όταν ο Κουλ ήρθε και στάθηκε δίπλα μου.

 

Ο ρασοφόρος άρχισε τότε να απαγγέλει σε μια άγνωστη γλώσσα. Παίρνω όρκο πως οι λέξεις που άκουσα δεν μπορεί να προέρχονταν από τη Γη, με την απίστευτη αμεσότητα και δύναμη τους να ξεπερνά την συνηθισμένη χρήση μιας γλώσσας και να επενεργούν κατευθείαν στην ψυχή, φτάνοντας ως τα όρια της Μουσικής. Την ώρα που ο ιερέας έλεγε αυτά τα θεία λόγια στάθηκαν όλοι ασάλευτοι κι αμίλητοι και, χωρίς κανείς να μου πει τίποτα, αισθάνθηκα την ανάγκη να κάνω το ίδιο. Η απαγγελία διακόπηκε ξαφνικά, όπως είχε αρχίσει, και οι φυσιολογικοί ψίθυροι ξαναγύρισαν στην αίθουσα, εγώ όμως ήμουν εμβρόντητος. Ένιωθα να έχω ταρακουνηθεί ως τα τρίσβαθα της ύπαρξης μου από την απίστευτη υποβλητικότητα των λέξεων, και ο νους μου πέταξε και πάλι στους θεούς, τα αγάλματα των οποίων στόλιζαν τους ίδιους χώρους που ίσως κάποτε είχαν γνωρίσει και αγγιχτεί από την παρουσία τους. Η φλόγα της Αναζήτησης άρχισε να φουντώνει μέσα μου, όταν μια φωνή με επανέφερε από το πολύ μακρινό παρελθόν στο απαιτητικό παρόν.

 

"Ο νέος θα πρέπει τώρα να εξετάσει τη νέα" άκουσα τον ιερέα να μου λέει. Κοίταξα απορημένος τον Κουλ κι αυτός έσκυψε στο αυτί και μου εξήγησε ότι θα έπρεπε να μπω ολόκληρος κάτω από το φουστάνι της Αλέσσα και να την εξετάσω προσεκτικά, πριν την δεχτώ για γυναίκα μου!! Έμεινα αποσβολωμένος, αδυνατώντας να πιστέψω στ' αυτιά μου, όταν μία από τις έξι με βούτηξε και με παρότρυνε να κάνω γρήγορα.

 

"Τι είναι αυτά που λέτε;" της ψιθύρισα, "εσείς δεν μου είπατε τίποτα για..." "Στο φυλούσαμε για έκπληξη" μου απάντησε χαμηλόφωνα "άντε όμως τώρα, κάνε γρήγορα γιατί η στάση σου μπορεί να παρεξηγηθεί." "Τι λέτε τώρα, εγώ, εγώ δε..," άρχισα να ψελλίζω αλλά ήταν αργά για διαμαρτυρίες. Κάποια κοπέλα χαλάρωσε τα κορδόνια που έδεναν το φόρεμα της Αλέσσα στο πλάι και δυο άλλες το ανασήκωσαν ελαφρά. Ο Κουλ μού έδωσε τη χαριστική βολή. "Θάρρος μικρέ μου," μου είπε, "πήγες γυρεύοντας και στο κάτω–κάτω δε θα κακοπεράσεις εκεί μέσα". Και με έσπρωξε μπροστά.

 

Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να μείνω ασάλευτος, αλλά η όσφρηση και η αφή δεν χρειάζονται τα μάτια. "Δεν μπορεί," σκέφτηκα, "δεν είναι δυνατόν..." αλλά, να που ήταν δυνατόν. Κάτω από το φόρεμα της ήταν ολόγυμνη. Εννοώ ολόγυμνη! Την ίδια στιγμή άρχισε να κουνάει και να συστρέφει το κορμάκι της, αργά, λικνιστικά, βασανιστικά. Το μάγουλο μου, το στόμα μου, τα χέρια μου, ήρθαν σε επαφή με το κορμάκι της, με το ανατριχιασμένο χνουδάκι των ποδιών της, με τα σκληρά, όρθια στήθη της, με... Υπάρχουν όρια σε ένα κείμενο αν είναι να μην χαρακτηριστεί πορνογράφημα, και είναι κρίμα γιατί αυτό που έζησα σ' εκείνη την αιωνιότητα ήταν μια μοναδική σύμμειξη του ηθικού με το οργιαστικό και του κοινωνικά επιβεβλημένου με το ξύπνημα των πιο αρχέγονων ορμέμφυτων που φωλιάζουν σε κάθε κύτταρο του σώματος μας. Και το χαρμάνι αυτό ήταν ωραίο και άγριο πέρα από τις λέξεις, σα να είχα πιει για λίγο από την Πηγή που αναβλύζει η ίδια η Ζωή. Κάποτε βγήκα από εκεί με τα μάτια ακόμα κλειστά, έχοντας την ευωδία της στα ρουθούνια της και τη γεύση της... Αλλά, είπαμε, υπάρχουν όρια σε όσα μπορώ να γράψω εδώ και, άλλωστε, πώς να περιγράψω το απερίγραπτο;

 

Η φωνή του τελετάρχη με έκανε να συνέλθω κάπως και να καταβάλλω φιλότιμη προσπάθεια να συντονιστώ με τα όσα συνέβαιναν γύρω μου.

 

"Λοιπόν νέε μου," τον άκουσα να ρωτά, "βρήκες τη νέα της αρεσκείας σου;"

 

Είναι ευτύχημα το ότι συγκρατήθηκα και δεν του πέταξα στα μούτρα την μόνη λογική απάντηση στην ερώτηση του, ότι δηλαδή θα έπρεπε να είναι ευνούχος, για να με ρωτά κάτι τέτοιο. Αρκέστηκα να πω ένα εξαιρετικά βραχνό «ναι», αφού το στόμα μου είχε στεγνώσει εντελώς Την ίδια στιγμή άκουσα τον πατέρα της να βγάζει ένα αναστεναγμό ανακούφισης. Δε λέω, σίγουρα ο άνθρωπος αυτός θα είναι σοφός, αλλά πρέπει να είναι και λιγάκι ξεμωραμένος.

 

Όταν ο μυστήριος απηύθυνε την ίδια ερώτηση στην Αλέσσα, αυτή δεν βιάστηκε να απαντήσει, μόνο γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από το δικό μου και τότε τα τελευταία αποθέματα νευρικής ενέργειας που κρατούσαν το Εγώ μου σε μια στοιχειώδη συνοχή, εξαντλήθηκαν. Μέσα σε ένα εσωτερικό οργασμό έχασα κάθε αντίσταση στα γεγονότα και στα αισθήματα. Ακολουθούσα. Συμμετείχα. Τίποτε πια δεν μου φαινόταν αδύνατο, απίθανο...

 

"Ναι", είπε.

 

Ακούστηκαν θριαμβικές, χαρούμενες φωνές από παντού, μερικές από αυτές απευθυνόταν σε μένα, αλλά το ακουστικό μου κέντρο είχε κολλήσει σ' αυτή τη μία λέξη και δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι μου έλεγαν. Υπήρχαν εκδηλώσεις να γίνουν, λόγοι να εκφωνηθούν, εδέσματα να καταβροχθιστούν, τραγούδια να χορευτούν αλλά οι Εκουαραλεμάνεν είναι ένας σοφός λαός, γιατί το είχαν ορίσει, πριν από πολλά χρόνια, ότι το ζευγάρι δε συμμετέχει σε όλα τούτα αλλά απομακρύνεται για τρεις μέρες σε ιδιαίτερο τόπο. Οι έξι χαρούμενες κοπέλες μάς περικύκλωσαν, σπρώχνοντας μας τον ένα στον άλλο, και μας φυγάδευσαν στο όχημα που μας περίμενε. Οι πόρτες με τα μαύρα κρύσταλλα έκλεισαν για μια ακόμα φορά και, όταν ξανάνοιξαν, ήμασταν επιτέλους μόνοι. Μόνοι! "Θυμάσαι καλά τι πρέπει να κανείς;" με είχε ρωτήσει αυστηρά μία από τις κουμπαρίτσες λίγο πριν κατέβω. Το ερώτημα αυτό άρχισε να μου προκαλεί άγχος, τώρα που δεν υπήρχε κανείς να με βοηθήσει. Ο χώρος που βρισκόμασταν ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο μοναδικής ομορφιάς, με αμέτρητους ιριδισμούς παντού τριγύρω, ενώ απουσίαζαν τα αρώματα και η μουσική. Πολύ σωστά, αφού υπέρτατη μουσική ήταν τα λόγια της θεάς μου και όσο για ευωδία, ε, δεν χρειαζόμουν τίποτε περισσότερο από το κορμάκι της. Αρκεί να μην έκανα καμιά γκάφα. Πίεσα τον εαυτό μου να θυμηθεί τα όσα είχα αμελήσει να μάθω τις προηγούμενες μέρες, αλλά τελικά δεν χρειάστηκε. Η Αλέσσα έπιασε το πρόσωπο μου με τα χέρια της και με έκανε να την κοιτάξω στα μάτια.

 

"Είμαι σίγουρος, γλυκούλη μου, ότι έχεις προσπαθήσει πολύ να μάθεις τα έθιμα του λαού μου και με συγκινεί που είσαι πρόθυμος να θυσιάσεις τον αυθορμητισμό σου, μόνο και μόνο για να με ευχαριστήσεις. Κι εγώ όμως δεν παρέλειψα να μελετήσω προσεκτικά τα δικά σας και, περίεργο πράγμα, μου φαίνεται ότι τα βρίσκω καλύτερα! Άντε λοιπόν, τι περιμένεις; Θα με αφήσεις να γδυθώ μόνη μου;"

 

Την κοίταξα αναποφάσιστος. Μήπως με δοκίμαζε; Δειλά, με χέρια που έτρεμαν, πάσχισα να της βγάλω το φόρεμα. Μάταια. Τα κορδόνια λάσκαραν αλλά δεν λύνονταν και το φόρεμα μάγκωνε ανάμεσα στα πόδια της ενώ, ταυτόχρονα, στένευε και φράκαρε στην μέση της, έτσι ώστε να μην μπορεί να βγει ούτε από πάνω ούτε από κάτω. Πάλευα μάταια, νιώθοντας εντελώς ηλίθιος, μέχρι που άφησε ένα στεναγμό ενόχλησης και απογοήτευσης. Τότε το 'πιασα, το φόρεμα αυτό δεν θα έβγαινε ποτέ, γιατί είχε ραφτεί ειδικά έτσι ώστε να μην μπορεί να βγει. Ταυτόχρονα ήρθε και η συνειδητοποίηση του σκοπού που εξυπηρετούσε όλο αυτό το προμελετημένο αδιέξοδο. Καινούργια αποθέματα ορμονών κινητοποιήθηκαν και δαπανήθηκαν σε ένα κρεσέντο άγριας, πρωτόγονης χαράς. Ήταν αποθέματα έκτακτης ανάγκης, αλλά μήπως αυτή δεν ήταν έκτακτη ανάγκη;

 

Γράπωσα και με τα δυο μου χέρια το φόρεμα και το έσκισα στα δυο, αποκαλύπτοντας το ολόγυμνο κορμί της. Αυτή έβγαλε ένα εκστατικό ήχο κι έκανε μια κίνηση με το χέρι της. Το φως έσβησε και μαζί του κι ο Κόσμος.

 

Και πέρασαν πολλές ολόγλυκες μέρες και νύχτες που έγιναν εβδομάδες και μήνες. Ένας, δυο, τρεις, πέντε. Όλα ήταν υπέροχα. Έμαθα, γνώρισα ένα σωρό πράγματα, αλλά... Ήταν σα να έπινα νερό χωρίς να ξεδιψώ.

 

Εγκατασταθήκαμε στο ίδιο κτίριο που περάσαμε την πρώτη μας νύχτα, ένα είδος ξενώνα πολυτελείας για νιόπαντρους, όπου θα μέναμε μερικούς μήνες, μέχρι να εγκατασταθούμε στο δικό μας σπίτι. Οι μέρες που ακολούθησαν είχαν για μένα ένα και μοναδικό περιεχόμενο: Την Αλέσσα. Την υπέροχη, γλυκεία, ποθητή Αλέσσα, την Αλέσσα που ήξερε να είναι σεμνή, γαλήνια, αλλά ήξερε και να είναι άγρια, ασυγκράτητη, αδίστακτη... Την Αλέσσα που με αγαπούσε, με λάτρευε και με αποζητούσε την κάθε στιγμή. Μαζί της γνώρισα το σμίξιμο της σάρκας και το σμίξιμο της ψυχής. Έφτασα στον έβδομο Ουρανό και μετά, βαρέθηκα.

 

Πολύ ευτυχισμένος, πολύ ερωτευμένος, πολύ γεμάτος όπως ήμουν από τη γυναίκα μου, εξακολουθούσα να νιώθω το κάλεσμα των Άγνωστων Τόπων, αυτών των Τόπων που η αναζήτηση τους με είχε φέρει ως εδώ. Η διψά της αναζήτησης θέριευε σαν πυρκαγιά μέσα μου όσο την τροφοδοτούσα με καινούργιες εμπειρίες, απογοητεύτηκα λοιπόν πολύ όταν ανακάλυψα ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει με τους ρυθμούς που ήθελα, αφού η δυνατότητα να κινούμαι ελεύθερα και να εξερευνώ την χώρα των Εκουαραλεμάνεν ήταν περιορισμένη. Οι βόλτες επιτρέπονταν αλλά πάντα με τη συνοδεία του Κουλ η κάποιου άλλου συντοπίτη του, ειδικά εκπαιδευμένου στους τρόπους του λαού μου. Έστω κι έτσι όμως, υπήρχαν επιπλέον πολλοί περιορισμοί και στα μέρη που μπορούσα να επισκεφτώ, κάτι που, αν και στην αρχή δε με προβλημάτισε ιδιαίτερα, αργότερα έγινε μια διαρκής πηγή ενόχλησης.

 

Ξεκίνησα με όλους τους σημαντικούς βοτανικούς και ζωολογικούς κήπους, που δεν έχουν καμία σχέση ακόμα και με τους καλύτερους της Επιφάνειας αφού τα ζώα είναι σχεδόν ελεύθερα σε περιβάλλον ειδικά διαμορφωμένο για τις ανάγκες τους. Γνώρισα έτσι μια πλειάδα από εξαιρετικά ενδιαφέροντα είδη ζώων και φυτών, ανάμεσα τους και αρκετά από αυτά που κάποτε ζούσαν πριν τους Ιστορικούς χρόνους στην Επιφάνεια και που έχουν πλέον προ πολλού εκλείψει. Δεν παρέλειψα τα υποθαλάσσια πάρκα και είμαι ένας από τους ελάχιστους του Κλάδου μου που αντίκρισε τη φρίκη που αντιπροσωπεύει το γιγάντιο καλαμάρι.

 

Όταν το μυαλό μου γέμισε και δεν μπορούσε πλέον να χωρέσει άλλες μορφές ζωής, άρχισα να συχνάζω σε μουσεία όπου μπόρεσα να μελετήσω τις διάφορες πλευρές του πολιτισμού του οποίου αποτελούσα πλέον αξιότιμο μέλος, από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Ήταν ένα συναρπαστικό ταξίδι, γιατί όμως υπήρχαν μουσεία και πτέρυγες μουσείων ολότελα κλειστές για μένα; Είναι αλήθεια βέβαια ότι δεν είχα χρόνο για γκρίνια αφού είχα αρχίσει να διδάσκομαι τον χειρισμό των αεροχημάτων. Δεν είναι λίγο πράγμα, εγώ που μέχρι τώρα δεν είχα ούτε σκουτεράκι, να πιλοτάρω ένα συναρπαστικό ιπτάμενο όχημα που μπορεί να επιταχύνει μέχρι και εξακόσια χιλιόμετρα την ώρα, έστω και με τη βοήθεια του αυτομάτου πιλότου. Και πριν προφτάσω να βαρεθώ, ο Κουλ με πήγε να διαλέξω το προσωπικό μου αλμούου.

 

Αυτό κι αν ήταν συγκλονιστική εμπειρία! Είχα ήδη διδαχθεί πολλά για αυτό τον αινιγματικό φίλο του Ανθρώπου μέσα από τη Συσκευή αλλά δεν ήμουν αρκετά προετοιμασμένος για αυτό που είδα. Πρόκειται για ένα ζώο που συνδυάζει, σε υπερθετικό βαθμό, τις αρετές του δελφινιού, του σκύλου, της γάτας, του άλογου... Πανέξυπνο, προικισμένο με σαφέστατες τηλεπαθητικές ικανότητες, παιχνιδιάρικο όταν πρέπει, ικανότατο στη μεταφορά και την μάχη, απίστευτα φιλικό για το είδος μας, χωρίς όμως ποτέ να φτάνει στη δουλοπρέπεια. Όλα αυτά και πολλά αλλά ακόμα είναι το αλμούου, που δεν παύει ποτέ να εκπλήσσει και τους πλέον ειδήμονες. Καθώς πηγαίναμε να επισκεφθούμε κάποιο από τα πάρκα όπου ζει ένας μεγάλος πληθυσμός από αυτά τα θεσπέσια όντα, ο Κουλ μου μίλησε με ενθουσιασμό για τις μοναδικές ικανότητες που επιδεικνύει στην μάχη το είδος αυτό. Το αλμούου είναι ένα ειρηνικό, φυτοφάγο είδος και αποτελεί ζωολογικό παράδοξο το πώς ανέπτυξε τόση ευφυΐα, κάτι που είναι αποκλειστικό γνώρισμα των σαρκοβόρων, θηρευτικών ειδών. Ο κανόνας αυτός, που γνωρίζει ελάχιστες εξαιρέσεις, ακυρώνεται στην περίπτωση του με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Υπάρχει κάποιο ενδημικό είδος μεγαλόσωμου πάνθηρα με το οποίο μοιράζεται τους ίδιους βιότοπους Ο πάνθηρας αυτός, μόλις μικρότερος από τον τίγρη, είναι ένας αποτελεσματικότατος φονιάς με τεράστια δύναμη και, κυριολεκτικά, απίστευτη ταχύτητα. Κι όμως, δεν τολμά ποτέ να επιτεθεί σε ενήλικο αλμούου, αν και εκτιμά πάρα πολύ το κρέας του. Έχουν καταγραφεί σπάνιες μάχες, κυρίως σε περιπτώσεις που ο πάνθηρας επιχειρεί να αρπάξει κανένα νεογέννητο. Ο πάνθηρας, πραγματική φονική μηχανή, διασχίζει δέκα μετρά μέσα σε μισό δέκατο του δευτερολέπτου και το χτύπημα από το μπροστινό πόδι του μπορεί να κόψει τον αντίπαλο του στα δυο, το αλμούου όμως δεν τον φοβάται, εκτός κι αν είναι σοβαρά πληγωμένο. Η βάση της άμυνας αυτού του καγκουρόσχημου φυτοφάγου με τα βαθιά, μελαγχολικά μάτια, βρίσκεται στην αίσθηση του χρόνου καθώς και στην τρομερή ψυχραιμία και ακρίβεια που διαθέτει, ικανότητες που δεν έχουν το ταίρι τους σε κανένα άλλο μέλος του ζωικού βασιλείου. Παρακολουθεί και υπολογίζει την επίθεση, όσο γρήγορη κι αν είναι, σα να την βλέπει να εκτυλίσσεται σε αργή κίνηση. Και παραμερίζει την τελευταία στιγμή, χτυπώντας ταυτόχρονα, και με απόλυτη ακρίβεια, κατευθείαν στο μάτι ή κάτω από τον λαιμό, στις σφαγίτιδες φλέβες. Χτυπά με ακρίβεια κλάσματος του χιλιοστού, και χτυπά για να σκοτώσει. Σχεδόν αισθάνεσαι οίκτο για τον πάνθηρα...

 

Είχα την εντύπωση ότι εγώ θα διάλεγα ένα αλλά αποδείχτηκε ότι ήμουν βαθειά νυχτωμένος. Τα αλμούου δεν τα διαλέγεις, σε διαλέγουν. Ένα ασυνήθιστα νεαρό, κανελί αρσενικό έπιασε φιλίες μαζί μου και με ακολούθησε όταν έφυγα. Αυτό ήταν. Έρωτας κανονικός! Τον ονόμασα «Μήτσο», προς μεγάλη φρίκη του Κουλ, και σύντομα αναπτύχθηκε ανάμεσα μας αμοιβαία αγάπη. Το ίδιο με έμαθε πως να το καβαλάω, να το κατευθύνω και να κατανοώ την απαλή, παραπονιάρικη γλώσσα του. Δε λέω, καλό το αερόχημα, το ζωντανό όμως είναι το κάτι άλλο. Του αφιέρωσα πολλές ώρες και ανταμείφθηκα με ένα δυνατό δέσιμο και με μοναδικές στιγμές όπου ο άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπο μου και το σώμα μου συντονιζόταν με το πανίσχυρο, μυώδες κορμί που μπορούσα να το νιώσω να ρέει, να συσπάται και να διαστέλλεται με ένα πρωτόγονο δυναμισμό, μεταδίδοντας μου την αίσθηση της ίδιας της Ζωής που καλπάζει αιωνία, αψηφώντας το σύμπαν και το θάνατο και δεν γνωρίζει το μέτρο ή την ανάπαυλα.

 

Είχα την Αλέσσα, είχα την Συσκευή, τον Μήτσο, το αερόχημα, ένα σωρό μουσεία και εκθετήρια, αμέτρητα βιβλία, αλλά και πάλι... Όχι, όλα αυτά δεν μου έφταναν. Διψούσα για τη Γνώση που δεν μαθαίνεται αλλά μόνο βιώνεται και που καίει τον άνθρωπο, όπως η φλόγα της λάμπας τις πεταλουδίτσες. Αποφάσισα να έρθω σε επαφή με περισσότερους από τους κατοίκους αυτής της ράτσας και να γνωρίσω τη νοοτροπία και την κουλτούρα τους.

 

Αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο για τους Εκουαραλεμάνεν, κι έτσι έπιασα φιλίες με ένα σωρό από δαύτους. Ανάμεσα τους συγκαταλεγόταν και ο Ροελοανουάλ, ή κάπως έτσι, ο αντίπαλος μου στην ανεκδιήγητη μονομαχία για το χέρι της Αλέσσα. Αποδείχτηκε ένας θαυμάσιος και συμπαθής άνθρωπος, αδικημένος κατάφωρα από την εμπαθή κρίση μου. Με πλησίασε ο ίδιος και μου πρόσφερε τη φιλία του, καταδικάζοντας με σε αιώνιες τύψεις. Έτρεφε για την αφεντιά μου ανυπόκριτο θαυμασμό και με θεωρούσε μεγάλο μάγο. Όπως έμαθα, με αρκετή ανακούφιση αλλά και ντροπή για την συμπεριφορά μου, δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τη γυναίκα μου και ο καυγάς μας ήταν αποτέλεσμα της αλαζονικής μου στάσης και μόνο. Τον κακομοίρη! Παρηγορήθηκα όμως αναλογιζόμενος πως και οι δυο μας δεν ήμασταν παρά πιόνια της Μοίρας. Γνωρίστηκα επίσης με μέλη από δυο ακόμα Κλάδους, τους πλέον συμβατούς και φιλικούς προς τον Κλάδο των Εκουαραλεμάνεν και, συνεπακόλουθα, και προς τον δικό μου. Οι μεν ήταν αυτοί που συνήθως αποκαλούνται με το παρατσούκλι «Γίγαντες». Γνώρισα δύο μεσήλικες αρσενικούς που μετείχαν στην διπλωματική αποστολή τους στην χωρά μας. Πολλά με εντυπωσίασαν σε αυτούς αλλά τίποτα όσο το βαθύ, μελαγχολικό τους βλέμμα. Μου έκαναν μερικές φαινομενικά αδιάφορες ερωτήσεις για μένα και την Πατρίδα μου, και τους απάντησα με απόλυτη ειλικρίνεια. Το τονίζω αυτό γιατί η ειλικρίνεια αυτή δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα δικής μου επιλογής. Αυτά τα μάτια με διαπερνούσαν, ή έτσι ένιωθα εγώ, και μπορούσαν να διαβάσουν τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Αυτό δεν θα το εξηγούσα σαν τηλεπάθεια αλλά σαν κάτι άλλο, πολύ πιο πρωτόγονο, κάτι στο οποίο δεν αντιστοιχεί καμιά λέξη της δικής μου γλώσσας. Είναι μια ικανότητα που πηγάζει από μια απόλυτη ειλικρίνεια και μια βαθιά σοφία που θα τις περίμενες μόνο από θεούς και που τις ένιωσα αμέσως τόσο ξεκάθαρα όσο και την σχεδόν υπερφυσική σωματική τους δύναμη.

 

Ο άλλος Κλάδος που γνώρισα αποτέλεσε για μένα έκπληξη, αφού μου ήταν τελείως άγνωστος. Ούτε ο Κουλ είχε τύχει να μου μιλήσει σχετικά ούτε εγώ ή ο Λάκης τον είχαμε απαντήσει στις «εξερευνήσεις» μας με την Συσκευή. Πρόκειται για βραχύσωμους και λεπτούς ανθρώπους, δεινούς πολεμιστές αλλά ακόμα πιο δεινούς γλεντζέδες. Τους αρέσει η καλοπέραση, οι καυγάδες, το καλό φαΐ και τα αστεία και είναι μοναδικοί στην επικοινωνία τους με όλα σχεδόν τα ζωικά είδη. Τους είδα να πιάνουν φιλίες με λαγούς, γάτες, κάτι δενδρόβια ζώα που μοιάζουν κάπως με σκίουρους και μπορώ εύκολα να υποθέσω ότι δεν υπάρχει ζώο που να μην μπορούν να το προσεγγίσουν. Αυτή άλλωστε η αγάπη που τρέφουν για τα ζώα ευθύνεται για το γεγονός ότι είναι κυρίως ψαροφάγοι. Ένα άλλο χαρακτηριστικό τους είναι ο μοναδικός τους συντονισμός όποτε απαιτείται κοινή δράση. Σε αυτή την ικανότητα οφείλεται κατά μεγάλο μέρος η εξαιρετική τους ικανότητα στο να αντιμετωπίζουν νικηφόρα μια μεγάλη ποικιλία από εχθρούς

 

Έπιασα σπουδαίες φιλίες με τους σοφούς Γίγαντες, που αυτοαποκαλούνται Ζουλμισίρ, και τους σαματατζήδες Ριφόνι. Περάσαμε μαζί αλησμόνητες στιγμές, μόνος μου ή με τον Λάκη, και έπαιξα, συζήτησα, γέλασα μαζί τους. Όλοι τους είχαν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να μου πουν, γνώσεις για την πανίδα και τη χλωρίδα του οικοσυστήματος που ανθεί στα τρίσβαθα της Γης, ιστορίες με τους πολέμους, τις νίκες και τις ήττες τους. Ρουφούσα, ρουφούσα αυτές τις απίστευτες διηγήσεις και μετά τις αναμόχλευα στο μυαλό μου, κρατώντας σημειώσεις και συγκρίνοντας τα στοιχεία. Όμως κάτι δεν πήγαινε πολύ καλά. Ήταν εξαιρετική τροφή για την περιέργεια όλα αυτά αλλά δεν μπόρεσαν να καλύψουν την εσωτερική μου δίψα για πραγματική Γνώση. Όπως συμβαίνει και με τους Εκουαραλεμάνεν, οι περισσότερες από τις ιστορικές γνώσεις προέρχονταν από προφορικές παραδόσεις ή και ανεξακρίβωτους θρύλους. Υπάρχει βέβαια και η μυστηριώδης σύνδεση όλων αυτών των Κλάδων με εξωγήινες Ράτσες. Ράτσες που αντιπροσωπεύουν πολιτισμούς γαλαξιακών διαστάσεων και που αναμείχθηκαν στη δημιουργία της ζωής στον Πλανήτη μας. Εδώ θα πρέπει να βρισκόταν ο πυρήνας των αποκαλύψεων που περίμενα ότι θα έριχναν φως στα βαθειά, συγκεχυμένα ερωτήματα που ταλάνιζαν την ψυχή μου. Κι όμως, το όλο θέμα ήταν καλυμμένο πίσω από αμέτρητες λεπτομέρειες που στο σύνολο τους θύμιζαν μυθιστόρημα. Το Σημαντικό ήταν επιμελέστατα καλυμμένο από το ασήμαντο, όπως άλλωστε συμβαίνει τόσο συχνά και στον Κόσμο μου. Αφ' ενός. Και αφ' ετέρου, οι ίδιοι αυτοί οι θεματοφύλακες αυτής της μοναδικής Επαφής φαίνονταν μπερδεμένοι και αβέβαιοι για το τι έπρεπε να πιστέψουν και τι ν' απορρίψουν από τις ίδιες τους τις παραδόσεις.

 

Κάποια μέρα μπόρεσα να το σκάσω για λίγο από την ανεπιθύμητη συνοδεία μου και, μετά από σύντομη περιπλάνηση, πήγα και στάθηκα έξω από ένα Ναό. Όταν γράφω αυτή τη λέξη με κεφαλαία, εννοώ εκείνα τα μοναδικά αριστουργήματα από μάρμαρο που την εκθαμβωτικά λιτή τεχνοτροπία τους δεν θα τη φτάσει ποτέ κανένα τεχνούργημα ετούτης της Γης. Στηριγμένα πάνω σε κίονες, με ατένιζαν με βουβή μεγαλοπρέπεια τα αγάλματα ανώνυμων θεών. Όχι, δεν υπήρχε λόγος για επιγραφές, δεν υπήρχε λόγος για διευκρινήσεις γιατί ο γλύπτης είχε φροντίσει να μεταδώσει με το σκαρπέλο του όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει κανείς. Τα πρόσωπα, οι ενδυμασίες τους, μπορεί να μη μου ήταν γνωστά, όμως συνδεόταν όλα τους με ένα κοινό χαρακτηριστικό, κάτι που στο παρελθόν το είχα προσέξει συχνά στις προτομές του Φοίβου, της Παλλάδας... Τα χωρίς κόρες μάτια τους φαίνονταν βυθισμένα σε ένα εσωτερικό όραμα και στις άκρες των χειλιών τους άνθιζε το Αττικό μειδίαμα, δηλωτικό μιας γαλήνιας ενατένισης πολύ πέρα από τα ανθρώπινα.

 

Κοίταζα κάμποση ώρα εκστατικός μέχρι που τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Δεν έκανα καμία απόπειρα να μπω στο Ναό, κάτι που μου απαγορευόταν σε κάθε περίπτωση, αλλά και όταν με βρήκε ο συνοδός μου δεν προσπάθησα να του δικαιολογηθώ για την κοπάνα μου. Έκρινα ότι είχε φτάσει η ώρα να πέσουν οι μάσκες. Έπρεπε να εξηγηθώ με τον Κουλ.

 

Ξεκίνησα από τον Λάκη που ήταν και πιο βολικός. Τον τελευταίο καιρό είχαμε χαθεί λίγο, αφού ο φίλος μου είχε ξεχάσει τις επαναστατικές του διακηρύξεις και είχε αφεθεί να αφομοιωθεί πλήρως από το Σύστημα, απολαμβάνοντας κατά κόρο την αγκαλιά της Λεμεράν, της ξανθιάς με το βαθύ ντεκολτέ. Οι δικές του έρευνες είχαν στραφεί περισσότερο σε θέματα που αφορούσαν την κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη των πολιτισμών του Εσωτερικού και δεν είχε αντιληφθεί τα σκοτεινά σημεία στην Ιστορία τους. Με άκουσε με προσοχή και δεν χρειάστηκε πολύ προσπάθεια για να τον πείσω για τα κενά. Ίσα–ίσα, κι αυτός από τη μεριά του είχε προσέξει ορισμένα πράγματα που φαινόταν να ταιριάζουν με τους προβληματισμούς μου. Με τη σειρά του μου ανέλυσε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κι ο ίδιος στην προσπάθεια του να κατανοήσει τον πολιτισμό των Εκουαραλεμάνεν, και πιο συγκεκριμένα τις κατευθύνσεις που είχε πάρει η κοινωνία αλλά και η Τεχνολογία τους.

 

Για την πρώτη είχε να πει ότι φαινόταν να απουσιάζουν εντελώς οι κοινωνικές συγκρούσεις. Ο καθένας ήξερε τη θέση του αναφορικά με το σύνολο, την αποδεχόταν ανεπιφύλακτα και δεν την αμφισβητούσε ποτέ, είτε ως σύνολο είτε ως ομάδα. Για το δεύτερο, την Τεχνολογία, τα πράγματα ήταν ακόμα πιο σκοτεινά. Κατείχαν θαυμάσιες γνώσεις και η Επιστήμη τους θα απασχολούσε για πολλές γενιές τους καθηγητές μας, και δεν εννοώ βέβαια τους Έλληνες καθηγητές, οι οποίοι είναι γνωστό ότι τα ξέρουν ήδη όλα. Ενέργεια από το πουθενά, φανταστική δυνατότητα παρασκευής τροφίμων από καλλιέργεια απλών μικροοργανισμών καθώς και διάθεσης των απορριμμάτων και των ρύπων χωρίς επιβάρυνση του περιβάλλοντος, ιατρική τόσο προχωρημένη που έμοιαζε με μαγεία στα ματιά μας και που είχε από καιρό καταπολεμήσει τελεσίδικα κάθε ασθένεια. Όπλα, βασισμένα σε κρυστάλλους στερεούς, υγρούς αλλά και αέριους, που πετύχαιναν αποτελέσματα από αυτά που διαβάζει κανείς στα παλιά, καλά διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας. Και, βέβαια, η μυστηριώδης τεχνολογία που έκανε δυνατή τη λειτουργιά μιας τόσο σύνθετης εφεύρεσης όπως ήταν η Συσκευή, καθώς και πολλά–πολλά άλλα. Υπήρχαν όμως και ερωτηματικά.

 

Κατ' αρχήν υπήρχε μια διάχυτη αδιαφορία για πολλές από τις καθημερινές χρήσεις της Τεχνολογίας. Τα οχήματα τους, για παράδειγμα, ναι μεν ήταν ασφαλή, γρήγορα και λειτουργικά, παρέμεναν όμως τα ίδια εδώ και πολλές γενιές, χωρίς να γίνεται καμία απόπειρα να εξελιχθούν. Οι ατομικές συσκευές τηλεπικοινωνίας είναι λίγο μόνο πιο προχωρημένες από τις δικές μας, και αρκετά άχαρες μάλιστα. Ούτε κι εδώ υπήρχε καμιά τάση για εξέλιξη κι ανανέωση. Το ίδιο και στα ρούχα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που φαινόταν να μην ενδιαφέρουν κανένα πέρα από τους τεχνικούς. Τα ατομικά αρώματα έλλειπαν εντελώς και τα κοσμήματα ήταν είτε αναμνηστικά, που δίνονταν για να μνημονεύουν κάποιο γεγονός, είτε κληρονομιά από μακρινούς προγόνους. Όσο πιο παλιά ήταν τόσο μεγαλύτερη ήταν η άξια τους και όσο για μοντέρνες κατασκευές, απλά δεν υπήρχαν τέτοιες.

 

Κι έπειτα, πού ήταν τα εργαστήρια όπου θα έπρεπε να δημιουργούνται καινούρια προϊόντα; Υπήρχαν ελάχιστα από αυτά. Κανείς δεν φαινόταν να πολυενδιαφέρεται για νέες γενιές προϊόντων. Αρκούνταν να αναπαράγουν τα ήδη υπάρχοντα, με σποραδικές μόνο μικροβελτιώσεις. Ο Λάκης είχε αφιερώσει κάμποσο από τον χρόνο του στην προσπάθεια του να καταλάβει τη νοοτροπία και τους περιορισμούς αυτού του λαού και είχε καταλήξει σε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

 

"Κατά τη γνώμη μου, οι άνθρωποι αυτοί έχουν στραφεί προς την κατεύθυνση της επιστήμης της Επικοινωνίας και της Ψυχολογίας, πολύ πιθανό δε και σε αυτό που εμείς αποκαλούμε Παραψυχολογία. Όσο για την Τεχνολογία, αρκούνται να διατηρούν ένα υψηλό επίπεδο χωρίς να αφιερώνουν και μεγάλη προσπάθεια στον τομέα αυτό. Έχουν βρει κάτι άλλο, είμαι απόλυτα σίγουρος γι' αυτό, κάτι που κάνει την συνηθισμένη Τεχνολογία να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Ίσως να πιέζονται από κάποιο αναμενόμενο γεγονός πολύ μεγάλης σημασίας, το λέω αυτό επειδή δείχνουν να περιμένουν κάτι, κάποια επίφοβη αλλαγή, και μάλιστα σύντομα. Ένιωσες την μελαγχολία που πλανιέται πάνω από όλα, ακόμα και στις πιο ευχάριστες στιγμές τους; Στην αρχή μου φαινόταν ότι φοβούνται τους εχθρικούς λαούς ή τα πλάσματα από τη θάλασσα, τον τελευταίο καιρό όμως τείνω να αλλάξω γνώμη. Αυτό που τους βαραίνει δεν πρέπει να είναι απλά κάποιος εχθρός, αφού και γενναίοι είναι, και προχωρημένα όπλα διαθέτουν, και ισχυρούς φίλους έχουν. Αυτό όμως που με πείθει περισσότερο είναι το ότι δεν κάνουν τίποτα ενώ ένας επερχόμενος κίνδυνος θα τους δραστηριοποιούσε. Όχι, όχι, δεν πρέπει να είναι απλά μια απειλή, μάλλον κάτι το αναπόφευκτο, το τελεσίδικο..."

 

Τον είχα παρεξηγήσει τον Λάκη. Αυτός μας είχε φέρει ως εδώ με την επιμονή του και, όπως διαπίστωνα τώρα, η παρουσία του κορίτσαρου δίπλα του δεν είχε αμβλύνει το κοφτερό, αν και λίγο σαλεμένο, μυαλό του. Όπως και να έχει, συμφωνούσαμε ότι ο Κουλ θα έπρεπε να μας δώσει πολλές εξηγήσεις, και περάσαμε αμέσως στην πράξη.

 

Μας δέχτηκε μόλις του το ζητήσαμε και μας άκουσε σκεπτικός για αρκετή ώρα, χωρίς να μας διακόψει. Όσο για την απάντηση του, ήταν τόσο ειλικρινής όσο είχαμε ελπίσει.

 

"Ο Κλάδος μας έχει εξελιχθεί για πολλά χρόνια αδιατάρακτος από μεγάλες συγκρούσεις όπως αυτές που χαρακτηρίζουν την πορεία του δικού σας πολιτισμού. Έτσι μπορέσαμε να διατηρήσουμε την Ιστορία των τελευταίων εκατό χιλιάδων χρόνων τουλάχιστον, έχοντας μάλιστα πρόσβαση και στα αρχεία πολλών άλλων Κλάδων. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάτε την επαφή μας με τη συμμαχική ράτσα από τα άστρα, επαφή που έγινε πολύ ουσιαστική, μετά το «δέσιμο» μας με αυτή. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τον πολύ μεγάλο βαθμό ομογενοποίησης της κοινωνίας μας, κάτι που αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα αλλά και εξ ίσου μεγάλο μειονέκτημα. Τα καλά μπορείτε να τα δείτε γύρω σας: ανάπτυξη της Τεχνολογίας και των Επιστημών, λειτουργικό και αποτελεσματικό κοινωνικοπολιτικό σύστημα, παρά τις αντιρρήσεις του κυρίου Λάκη, οικονομική ανάπτυξη που επιτρέπει ισότητα και δικαιοσύνη, και όλα όσα απορρέουν από αυτά. Η άλλη όψη όμως είναι το γεγονός ότι βαδίζουμε σε μία και μόνο κατεύθυνση, έχουμε χάσει την ευελιξία μας, τη δυνατότητα μας να αλλάζουμε. Εσείς αντίθετα διατηρήσατε μια εντυπωσιακή αναρχία που σας κάνει απρόβλεπτους. Αυτό σημαίνει ότι εμείς μεν έχουμε φτάσει στο τέλος της εξέλιξης μας, εσείς όμως, εξ αιτίας ακριβώς του πρωτογονισμού σας, είσαστε περισσότερο ανοιχτοί στις αλλαγές που έρχονται.

 

Είναι γεγονός ότι όλες μας οι παρατηρήσεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξουν ανακατατάξεις πολύ μεγάλης κλίμακας, και ότι εντελώς καινούριοι παράγοντες θα προστεθούν στο σύστημα της Γης. Σε αυτές τις αλλαγές πρωταγωνιστές θα είσαστε εσείς, οι άνθρωποι της Επιφάνειας, εμείς θα πρέπει να περιοριστούμε στον ρόλο του παρατηρητή. Η προσπάθεια μας είναι να σας βοηθήσουμε όσο μπορούμε να κάνετε τα σωστά βήματα, τόσο για μας όσο και για σας. Τώρα λοιπόν μπορείτε να καταλάβετε όλη αυτή την ατμόσφαιρα προσμονής και φόβου που πλανάται πάνω από τη χώρα μας.. Σχετικά τώρα με την απαγόρευση πρόσβασης σε συγκεκριμένα μέρη και αρχεία, η απάντηση μου είναι σαφής και ξεκάθαρη. Πρώτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζετε τον παράγοντα του πολιτισμικού σοκ. Αν νομίζετε ότι το έχετε ξεπεράσει, είστε γελασμένοι. Πρόκειται για μια ύπουλη διαδικασία που πρέπει να την λάβουμε πολύ σοβαρά υπ' όψη μας αν δε θέλουμε να έχουμε εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες στον ψυχισμό σας. Αυτός είναι ο λόγος που οι γνώσεις σάς δίνονται σταδιακά και μόνο αφού αφομοιώνετε τις προηγούμενες. Αυτός είναι ο ένας λόγος. Ο άλλος..." Μας κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα σκεπτικός και μετά συνέχισε. "Ο άλλος λόγος αφορά το γεγονός ότι δεν είστε συνδεδεμένοι με την Φυλή από τα άστρα που για μας αποτελεί κάτι πολύ περισσότερο από απλό σύμμαχο. Αν θέλετε να εμβαθύνετε στον πολιτισμό μας, είναι επιβεβλημένο να δεχθείτε αυτή την βαθιά ψυχοσωματική αλλαγή που θα σας ενώσει αμετάκλητα με τη Φυλή αυτή αλλά και με το πεπρωμένο των Εκουαραλεμάνεν. Λοιπόν, τι λέτε;"

 

Φυσικά, δεν είχαμε τίποτα να πούμε. Δεν ξέραμε ούτε αν σοβαρολογούσε ούτε τι ακριβώς εννοούσε. Ο Λάκης άρχισε να ψελλίζει ότι δεν καταλάβαινε...

 

"Δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε; Δεν το ξέρετε παλληκαράδες μου ότι η Γνώση έχει πάντοτε ένα τίμημα; Όλοι μας θέλουμε να το αποφύγουμε, αλλά κάποτε φτάνει η ώρα της επιλογής."

 

Μας κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλά, και νιώσαμε αυτό το βλέμμα να βαραίνει σαν υπαινιγμός κάποιας μελλούμενης συμφοράς ή σαν κατηγορία για κάποια δική μας παράληψη ή σφάλμα, κάτι για το οποίο δεν θα θέλαμε να μάθουμε περισσότερα, ίσως γιατί, βαθειά μέσα μας, το γνωρίζαμε πολύ καλά. Χαμηλώσαμε τα κεφάλια, σε μια εύγλωττη χειρονομία παραίτησης. Ο Κουλ συνέχισε, σε πιο ήπιο και φιλικό τόνο:

 

"Εντάξει, δεν έχει φτάσει ακόμα η ώρα για τις μεγάλες αποφάσεις και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχετε κάνει ήδη πολλά. Θα μπορούσα να δώσω πολλές διευκρινήσεις σχετικά με αυτό το «δέσιμο» με την Ράτσα από το Διάστημα, και οι εξηγήσεις θα δοθούν όταν θα φτάσει η ώρα. Τις χρειάζεστε όμως πραγματικά; Είναι μια επιλογή, μια θυσία αν θέλετε, κάποιων δρόμων που δεν θα τους βαδίσετε ποτέ, προκειμένου να βαδίσετε κάποιους άλλους. Έτσι δε γίνεται πάντα; Ακόμη κι αν αποφασίσετε να μην υποστείτε το «δέσιμο» τελικά επιλέγετε κάποιους δρόμους εις βάρος κάποιων άλλων, που για σας θα παραμείνουν απρόσιτοι. Ο άνθρωπος, από μόνος του, δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Είναι πολύ αδύναμος και το Σύμπαν πολύ μεγάλο. Μπορεί όμως να διαλέξει συμμάχους και να μοιραστεί μαζί τους γνώσεις, δυνατότητες και στόχους. Ας αφήσουμε όμως αυτό το θέμα για την ώρα και ας μιλήσουμε για κάτι πιο πρακτικό και πιο άμεσο, κάτι που θα σας βοηθήσει να συνειδητοποιήσετε καλύτερα όλα αυτά που προσπαθώ να σας πω. Τι θα λέγατε για μια επίσκεψη σε ένα από τα πλέον απρόσιτα μέρη, ακόμα και για μας τους ίδιους; Μιλώ για τις ακατοίκητες περιοχές κάτω από το έδαφος της χωράς μας, εκεί που οι κάμερες μας καταγράφουν κινήσεις αινιγματικών όντων και που πλανάται μόνιμα η αίσθηση κάποιας αόρατης απειλής."

 

Έρχονται στιγμές που κάποια ενδόμυχη επιθυμία μας εκπληρώνεται, από αυτές που κατατάσσουμε στο βασίλειο του ονείρου περισσότερο παρά στον χώρο της ρεαλιστικής επιδίωξης. Και τότε αναρωτιόμαστε για το αν θα ήταν καλύτερα αυτή η επιθυμία μας να έμενε για πάντα ανεκπλήρωτη. Μου ήταν αδύνατο να απαλλαγώ από αυτή τη σκέψη καθώς ακολουθούσα σιωπηρά τον Κουλ μέσα από την αρχαία, πέτρινη σκάλα που με γέμιζε δέος, περισσότερο ίσως κι από τον προορισμό μας. Από τη φάτσα του Λάκη μπορούσα να μαντέψω ότι η διάθεση του δε διέφερε από τη δική μου. Μία ακόμη σκάλα λοιπόν, με προορισμό το Άγνωστο, σαν αυτή που είχαμε βαδίσει μερικούς μήνες πριν. Είχαμε ανακαλύψει έναν υπέροχο πολιτισμό και, σε σύγκριση με τον δικό μας, ένα πολιτισμό που έμοιαζε σχεδόν παντοδύναμος. Και να που ο πολιτισμός αυτός αποδεικνυόταν μία ακόμη Πύλη για ακόμα πιο ζοφερά μυστήρια που οδηγούσαν, ταυτόχρονα, στα έγκατα του Πλανήτη και σε μακρινούς γαλαξίες. Να είχε άραγε τέρμα η αναζήτηση του Ανθρώπου;

 

Προσπάθησα να αποτινάξω τη φιλοσοφική μου διάθεση και να συγκεντρωθώ στα όσα ήξερα για τον ανώνυμο προορισμό στον οποίο μας οδηγούσε η απότομη, στριφογυριστή σκάλα που βαδίζαμε. Στο μουντό, ιώδες φως που έβγαινε από μικρές, σαν σχισμές λάμπες, τοποθετημένες αραιά στα πέτρινα τοιχώματα, το μέρος έμοιαζε εφιαλτικό και, σαν αντίδραση στο φόβο που μου γεννούσε, προσπάθησα να συγκεντρωθώ σε θετικές μόνο σκέψεις. Είχα δει στη Συσκευή ανθρώπους με σοβαρά, γεμάτα δέος πρόσωπα να μπαίνουν και να βγαίνουν από τις εισόδους που οδηγούσαν εδώ και είχα ρωτήσει διάφορους Εκουραλεμανεν σχετικά με αυτό το πήγαινε–έλα, για να λάβω μόνο σκεπτικές ματιές και αόριστες υπεκφυγές σαν απάντηση. Όλα αυτά τα θυμόμουν αμυδρά γιατί το μυαλό μου είχε κολλήσει στο τρομαγμένο, ανήσυχο προσωπάκι της Αλέσσα να με αποχαιρετά καθώς επιβιβαζόμουν στο αερόχημα, λίγες ώρες νωρίτερα. Η μελαγχολία μου χειροτέρευε με κάθε σκαλί που κατέβαινα, όταν ξαφνικά ο Κουλ άρχισε να μιλά. Οι πέτρινοι τοίχοι κατάπιναν τη φωνή του χωρίς να επιστρέφουν κανέναν αντίλαλο και μου φάνηκε πως ήταν αταίριαστο, σε βαθμό ιεροσυλίας, να ηχεί ανθρώπινη φωνή σε αυτό το μέρος. Σε τέλεια αντίθεση με τη διάθεση μου όμως, η φωνή του οδηγού μας ήταν εύθυμη και ζεστή, και μετέδωσε και σε μας αυτά τα συναισθήματα, μέχρι κάποιου σημείου.

 

"Είναι αναμενόμενο να αισθάνεστε ένα ψυχοπλάκωμα, που θα γίνεται όλο και πιο έντονο όσο πλησιάζουμε στον προορισμό μας. Κανείς μας δεν γνωρίζει πραγματικά τον λόγο, αν και τείνουμε προς μια θεωρία που μπορεί να φωτίσει τα πράγματα, μέχρι κάποιου σημείου. Το μέρος αυτό μας προκαλούσε τον φόβο από την εποχή που πρωταρχίσαμε να διατηρούμε τις αναμνήσεις μας σε αρχεία, και στην αρχή υποθέταμε ότι ήταν απλώς ένας φόβος με ψυχολογικά αίτια, σαν αυτόν που γεννά στην ψυχή κάθε έρημο, σκοτεινό μέρος. Αυτή η προσέγγιση μάς αρκούσε, μέχρι που ο φόβος δυνάμωσε και έγινε μια πιο απτή αίσθηση απειλής, κάτι που το νιώθεις περισσότερο σε συγκεκριμένες περιόδους. Σαν επιβεβαίωση της αντικειμενικότητας του φαινόμενου, προστεθήκαν πρόσφατα κι αυτά τα όντα που καταγράφουν τα όργανα μας.

 

Συνειδητοποιήσαμε, με τον καιρό, ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι το απόλυτα εχθρικό. Αν και δεν έχουμε ιδέα του τι είναι αυτό, ξέρουμε ότι θα πρέπει να είναι κάτι που ο Άνθρωπος έχει αντιμετωπίσει ξανά, ίσως στο πολύ μακρινό παρελθόν, γιατί ο φόβος που προκαλεί μας είναι, κατά κάποιο τρόπο, οικείος και η ριζά του προϋπάρχει στις ψυχές μας, ήδη από τη στιγμή της γέννησης μας. Το αντικείμενο αυτού του φόβου παραμένει απροσδιόριστο. Πολλοί από εμάς επισκέπτονται αυτά τα σπήλαια, στα έγκατα του στερεού φλοιού της Γης, και δεν έχει αναφερθεί ποτέ τίποτα που να μπορεί να εκληφθεί σαν εχθρική ενέργεια, τίποτε που να δικαιώνει αντικειμενικά την αίσθηση της απειλής, εκτός από μια ψυχολογική διαταραχή που έχει σαν αποτέλεσμα μια παρέκκλιση της προσωπικότητας και μια επιλεκτική αμνησία, που μπορεί να φτάσει μέχρι και τη δημιουργία ψευδών αναμνήσεων. Αυτό στην πράξη σημαίνει ελαφρώς παράλογη συμπεριφορά μαζί με κάποια αβεβαιότητα σχετικά με το τι ακριβώς συμβαίνει κατά την παραμονή μας σ' αυτό το μέρος. Αυτά πάντως τα φαινόμενα συμβαίνουν αρκετά σπάνια, και όταν ακόμα συμβαίνουν δεν είναι και πολύ σοβαρά, όμως φαίνεται να σηματοδοτούν κάποιο λανθάνοντα κίνδυνο, που ίσως πάρει μεγάλες διαστάσεις στο μέλλον.

 

Όπως σας είπα ήδη, κάθε προσπάθεια μας να εξηγήσουμε τα συμβάντα με βάση την Επιστήμη έχει αποτύχει και χρειάστηκε να ξεφύγουμε από τη μεθοδολογία της Λογικής και να προσεγγίσουμε το θέμα διαισθητικά για να αρχίσουμε να το κατανοούμε σε κάποιο βαθμό και να βρούμε κάποια αντίμετρα. Φυσικά δεν μπορώ να σας μεταδώσω αυτή τη διαισθητική προσέγγιση με λόγια, αυτό είναι κάτι στο οποίο φτάνει κάποιος μόνος του, μπορώ όμως να σας μιλήσω για την αμυντική μέθοδο που προτάσσουμε: Απλώς επισκεπτόμαστε τα μέρη αυτά, ιδιαίτερα στις περιόδους που η ένταση του φόβου δυναμώνει, και προσπαθούμε να αντιστρέψουμε το ψυχοπλάκωμα με όποια μέθοδο προτιμάει ο καθένας μας. Άλλοι διαβάζουν ποίηση κι ακούν μουσική, άλλοι λύνουν μαθηματικά προβλήματα, άλλοι πάλι παίζουν κυνηγητό, το ζητούμενο είναι πάντα να μεταλλάξει ο φόβος και η απαισιοδοξία σε χαρά και αισιοδοξία. Η εμπειρία έχει δείξει ότι έχουμε καλύτερα αποτελέσματα όταν ερχόμαστε σαν μικρές παρέες φίλων. Τα μεγάλα πλήθη, αν και εξουδετερώνουν εύκολα τα αρνητικά συναισθήματα, δεν τα αντιμετωπίζουν εσωτερικά, και έτσι δεν πετυχαίνουν τίποτε, αφού το πεδίο της μάχης είναι η ανθρώπινη ψυχή. Από την άλλη μεριά, μοναχικοί επισκέπτες πετυχαίνουν πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά οι συνέπειες για την ψυχική τους υγεία είναι περισσότερο σοβαρές.

 

Οι επισκέψεις μας έχουν δύο συνέπειες. Η μία είναι κάποια, μικρότερη ή μεγαλύτερη, εξασθένηση της απειλητικής ατμόσφαιρας. Φαίνεται ότι επιδρούμε κι εμείς στην Παρουσία που προκαλεί το φαινόμενο, όπως ακριβώς κι εκείνη επιδρά σε μας και της είμαστε εξ ίσου ανυπόφοροι όπως είναι κι αυτή για μας. Για την δεύτερη συνεπεία θα σας μιλήσω όταν θα φεύγουμε από εδώ."

 

Καθώς μας μιλούσε ο Κουλ, μυριάδες απορίες γεννιόταν στο μυαλό μου και ήμουν παραπάνω από βέβαιος ότι το ίδιο ίσχυε και για τον Λάκη, καταλάβαινα όμως ότι θα ήταν ανώφελο να ρωτήσω. Ήξερα από την εμπειρία μου ότι η κατανόηση ορισμένων θεμάτων απαιτεί προσωπικό βίωμα και οι αναλύσεις των άλλων μας μπερδεύουν περισσότερο παρά μας διαφωτίζουν. Έτσι παρέμεινα σιωπηλός, όπως άλλωστε και ο Λάκης ακόμα κι όταν, απότομα όπως είχε αρχίσει, ο Κουλ έπαψε να μιλά, κάτι που εξέλαβα σαν έμμεση προτροπή να μην συζητήσουμε άλλο το θέμα. Αφοσιώθηκα λοιπόν στην παρατήρηση και καταγραφή της εξόρμησης μας, αποφασισμένος να μην επιτρέψω σε τίποτα να μου κλέψει τις αναμνήσεις μου.

 

Σύντομα η σκάλα τελείωσε και βρεθήκαμε σε μια περιοχή αιώνιου σκοταδιού. Η μετάβαση ήταν μάλλον ξαφνική και πισωπάτησα αλαφιασμένος πρώτου νιώσω το χέρι του Κουλ να με σπρώχνει ήρεμα μπροστά. Μείναμε για λίγο ακίνητοι κι αμίλητοι και, όταν τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι, μπορέσαμε να δούμε μια αμυδρή πορφυρή ανταύγεια που φαινόταν να βγαίνει από παντού και έκανε το σκοτάδι ακόμη πιο τρομακτικό. Κατόπιν ενεργοποιήσαμε τους φακούς που ήταν ενσωματωμένοι στα κράνη που φορούσαμε και το δυνατό τους φως έλουσε το τοπίο. Μπορούσα τώρα να δω μια απέραντη έκταση από κάποιο τραχύ, κατάμαυρο πέτρωμα, στρωμένη με σπασμένα κομμάτια ακανόνιστου σχήματος από το ίδιο υλικό, να εκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Καμιά δεκαριά μέτρα πάνω από το κεφάλι μου βρισκόταν η οροφή, από το ίδιο υλικό όπως οι βράχοι ολόγυρα. Εδώ κι εκεί ξεχώριζαν μεγάλοι πέτρινοι σχηματισμοί σα στήλες που ένωναν με φυσικό τρόπο το κάτω και το πάνω μέρος του κοιλώματος, εμποδίζοντας το από το να καταρρεύσει. Τα πάντα έμοιαζαν απόλυτα φυσικά και τίποτε δε μαρτυρούσε κάποιου είδους κατεργασία αλλά το σύνολο είχε μια ομοιομορφία που μου φάνηκε ύποπτη. Όταν ρώτησα σχετικά πήρα την απάντηση πως αυτό, όπως και άλλα, παρόμοια κοιλώματα ήταν απλώς το αποτέλεσμα των αερίων που ελευθερωθήκαν κατά την μετάβαση του υλικού του σπηλαίου από την τηγμένη στη στερεή κατάσταση και την κατοπινή διαβρωτική δράση του νερού. Όταν επέμεινα ότι το νερό δε διαβρώνει έτσι εύκολα τα ηφαιστειακά πετρώματα δέχτηκα αφ' ενός συγχαρητήρια για την παρατηρητικότητα μου και αφ' εταίρου τη διευκρίνηση ότι τα συγκεκριμένα ύδατα περιείχαν μεγάλη ποσότητα θειούχων ενώσεων που τα έκανε ιδιαίτερα διαβρωτικά. Όλα φαίνονταν απόλυτα λογικά αλλά εγώ, ίσως λόγω της συμμετρικότητας του μέρους, δεν πείσθηκα ολότελα. Δε μου δόθηκε όμως ο χρόνος για περαιτέρω διευκρινήσεις γιατί αρχίσαμε και πάλι να προχωράμε. Μετά από λίγα δύσκολα βήματα οι ανωμαλίες του εδάφους μειώθηκαν βαθμιαία και κατάλαβα ότι βαδίζαμε πάνω σε κάποιου είδους δρόμο, πράγμα που έδειχνε ότι ακολουθούσαμε συγκεκριμένη διαδρομή. Βαδίζαμε έτσι για καμιά ώρα περίπου και είχα αρχίσει να κουράζομαι για τα καλά όταν αντιλήφθηκα ότι ο δρόμος μάς οδηγούσε σε ένα μεγάλο κοίλωμα. Αμέσως μου φάνηκε ότι η προσέγγιση σ' εκείνο το γούπατο ήταν αδύνατη για κάποιο λόγο, και έστριψα προς τα αριστερά μου, σε μια φαινομενικά φυσιολογική αλλαγή κατεύθυνσης, με τον Λάκη να με ακολουθεί χωρίς σχόλια. Ο Κουλ όμως βάδιζε ίσια προς το κοίλωμα και, όταν εμείς στρίψαμε, κοντοστάθηκε και γύρισε προς το μέρος μας, λέγοντας μας ξερά να τον ακολουθήσουμε. Ετοιμάστηκα να διαμαρτυρηθώ και να του υποδείξω τον λόγο που μας εμπόδιζε να πλησιάσουμε προς τα εκεί όταν με μεγάλη μου έκπληξη αντιλήφθηκα πως δεν υπήρχε κανένας τέτοιος λόγος!

 

Ήταν για μένα ένα ισχυρό σοκ η διαπίστωση ότι ο εαυτός μου μου έπαιζε παιχνίδια, κι αυτό επειδή έπρεπε να παραδεχτώ ότι ο μοναδικός λόγος που με είχε κάνει να στρίψω ήταν ο αφόρητος, όσο και αναίτιος, τρόμος που μου γεννούσε εκείνο το μέρος.

 

Τα πάντα γύρω ήταν θεοσκότεινα εκτός από τις δέσμες των φακών μας και την σχεδόν αόρατη βυσσινί ανταύγεια, κι όμως, κάθε φορά που φέρνω στο νου μου εκείνο το καταραμένο κοίλωμα έχω την βεβαιότητα ότι από πάνω του υπήρχε διάχυτη μια εξαιρετικά αρρωστημένη ανοιχτή γκρίζα λάμψη, μια λάμψη που έφερνε αμέσως στο νου την ιδέα της φθοράς και του θανάτου. Δεν ήταν κάτι που είδα με τα μάτια μου, είμαι σίγουρος για αυτό, μάλλον μια εντύπωση του μυαλού ήταν, τόσο έντονη που απέκτησε την αντικειμενικότητα εκείνου του αρρωστημένου φωτός. Στην ιδέα ότι έπρεπε να πάω εκεί, το στόμα μου στέγνωσε και τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα. Δε γινόταν όμως αλλιώς. Ο Κουλ, αφού δήλωσε ότι δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθούμε, άρχισε να βαδίζει πάλι κι εμείς αναγκαστήκαμε να τον ακολουθήσουμε γιατί δε θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνοι μας σε εκείνο το αποτρόπαιο μέρος για τίποτα στον Κόσμο.

 

Παλεύοντας με τον εαυτό μας, με κάθε βήμα να γίνεται μια τρομερή δοκιμασία, αργά κι απρόθυμα σα να οδηγούμασταν στην αγχόνη, περπατήσαμε ξοπίσω του μέχρι το πιο χαμηλό σημείο, εκεί που ο δρόμος τελείωνε σε ένα μικρό πλάτωμα.

 

Καθίσαμε στα μεγάλα αγκωνάρια που κάλυπταν το έδαφος και μείναμε σιωπηλοί με τις αισθήσεις μας τεταμένες σα να περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να χυθούν απάνω μας μιλιούνια εχθροί. Ο τρόμος μου είχε μετατραπεί σε ένα αφόρητο αίσθημα, έντασης που έκανε το κάθε δευτερόλεπτο να διαρκεί ώρες. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τόσο ζωντανός, ίσως επειδή ποτέ πριν δεν είχα αισθανθεί τόσο σιμά μου τον θάνατο. Μετά ο οδηγός μας ξανάρχισε να μιλά, ξένοιαστα, φιλικά, σχεδόν χαρωπά.

 

"Στη χώρα μου και στις χώρες της Επιφάνειας μυριάδες ανθρώπινα όντα περνούν τώρα ξένοιαστες στιγμές. Γελούν, χορεύουν, βγάζουν λεφτά και κάνουν έρωτα. Και όμως, είναι ανικανοποίητοι χωρίς κι οι ίδιοι να ξέρουν το γιατί. Οι απολαύσεις τους, όντας ρηχές, ξεθυμαίνουν γρήγορα και οι φιλίες τους είναι υποκριτικές και συμφεροντολογικές. Εμείς εδώ αντιμετωπίζουμε τους φόβους μας, και τους νικάμε! Και η φιλία μας δεν αποσκοπεί σε κάποιο συμφέρον και, για αυτόν ακριβώς τον λόγο, είναι αληθινή. Ναι, χαίρομαι που είμαι εδώ, μαζί σας, μακριά από αυτούς τους φανφαρόνους. Και για να σας το αποδείξω..."

 

Με μια χαριτωμένη κίνηση έχωσε τα χέρια του στα ρούχα του και τράβηξε έξω δυο μπουκάλια, με ένα χαμόγελο μικρού παιδιού στο πρόσωπο του. Κοίταξα και... Ε, όχι! Δεν πίστευα στα ματιά μου. Ένα μπουκάλι δωδεκάρι ιρλανδέζικο ουίσκι, ακριβώς η μάρκα που μου αρέσει, και ένα μαύρο κουβανέζικο ρούμι, η λατρεία του Λάκη. Αμέσως μετά εμφανίστηκαν πλαστικά ποτήρια που γέμισαν μέχρι τη μέση. Για κάτι τέτοιες στιγμές αξίζει η ζωή! Σηκωθήκαμε ο καθένας με τη σειρά του και κάναμε προπόσεις. Ο Λάκης ευχήθηκε «να πεθάνουν οι γυναίκες», εγώ να «πεθάνουν οι ξενέρωτοι» κι ο Κουλ ευχήθηκε να «ζήσουν οι γενναίοι». Μετά αρχίσαμε να κατεβάζουμε τα ποτά ασύστολα, με αποτέλεσμα να γίνουμε σύντομα κουδούνια. Μισομεθυσμένοι αρχίσαμε τα ανέκδοτα και, όταν μας τελείωσαν τα καλά, αρχίσαμε να λέμε τα πλέον σόκιν ανέκδοτα που είχαμε ακούσει ποτέ. Γελάσαμε σαν υστερικοί και μετά αρχίσαμε να τραγουδάμε το «Θα τον μεθύσουμε τον Ήλιο», όλοι μαζί. Ο Κουλ μάλιστα το ήξερε καλύτερα από τους τρεις μας. Ένιωσα σχεδόν ευτυχισμένος. Ο τρόμος αυτού του τόπου μάς φαινόταν πλέον σαν ένα καλοδεχούμενο φράγμα που θα κρατούσε μακριά τους άλλους, επιτρέποντας σε μας να κάνουμε το κέφι μας. Ο Λάκης μάλιστα έφτασε στο σημείο να προτείνει να δημιουργήσουμε ένα είδος Λέσχης με έδρα το μέρος που καθόμαστε και να συνεδριάζουμε τουλάχιστον μία φορά το μηνά!

 

Κάποια στιγμή τα αποθέματα της καταπιεσμένης ευθυμίας μας εξαντλήθηκαν. Ένιωσα τότε ότι η φρίκη του μέρους είχε εισχωρήσει ύπουλα μέσα μου και απειλούσε την ίδια μου την υπόσταση. Η σιγαλιά έγινε κατά κάποιο τρόπο εκκωφαντική και γεμάτη υπονοούμενα. Ο Κουλ σηκώθηκε τότε και έδωσε το σύνθημα για την επιστροφή. Ένιωσα την παρόρμηση να αρχίσω να τρέχω σαν τρελός αλλά συγκρατήθηκα, όχι χωρίς μεγάλη προσπάθεια, και αισθάνθηκα απέραντη ανακούφιση όταν τελικά φτάσαμε την αρχαία σκάλα κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τα σκαλιά της.

 

Στο γυρισμό ανταλλάξαμε λίγες μόνο κουβέντες αλλά, λίγο πριν μας αφήσει, ο Κουλ μάς φανέρωσε και τον δεύτερο λόγο για τον οποίο οι Εκουαραλεμάνεν συνηθίζουν να επισκέπτονται τα επίφοβα έγκατα. Αυτή η πάλη με τον άγνωστο εχθρό συγκροτεί και ισχυροποιεί την προσωπικότητα και βοηθά στο να διεκδικούν περισσότερα. από τη ζωή τους. Μπορούσα να το καταλάβω αυτό και μάντευα ότι η εξόρμηση μας ήταν ένα καλό μάθημα από τον Κουλ. Όταν αποχαιρετισθήκαμε ήξερα ότι θα έκανα πολύ καιρό να τον ξαναδώ.

 

Το ίδιο συνέβη και με τον Λάκη. Κατά κάποιο τρόπο βουλιάξαμε και οι δυο σε μια γλυκεία ρουτίνα που μας άφηνε λίγες ευκαιρίες για συναντήσεις. Εγώ άρχισα να παρακολουθώ ένα είδος μαθημάτων μέσω της Συσκευής, που θα μου επέτρεπε μετά από κάποια χρόνια να διεκδικήσω κάποιο δίπλωμα. Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα... Πάνω και κάτω από την Επιφάνεια, μια ζωή φοιτητής. Τέλος πάντων, δεν παραπονιόμουν γιατί, εδώ που τα λέμε, άλλο πράγμα η Συσκευή και άλλο τα άχαρα αμφιθέατρα με τους βαριεστημένους λέκτορες. Και βέβαια, είχα την Αλέσσα, το αερόχημα, το αλμούου κι ένα ολόκληρο, καινούριο κόσμο να εξερευνήσω. Σκεφτόμουν αυτάρεσκα ότι είχα εκπληρώσει ήδη τα πιο τρελά μου όνειρα και ότι το μέλλον θα μου επιφύλασσε ακόμη μεγαλύτερες κατακτήσεις, και σχεδόν έπειθα τον εαυτό μου. Σχεδόν, γιατί όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να απαλλαγώ από ένα αόριστο αίσθημα αποπροσανατολισμού που έφτανε μερικές φορές ως τα όρια της κατάθλιψης. Ένιωθα πως ό,τι κι αν έκανα, ποτέ δεν θα ανήκα πραγματικά στη νέα μου Πατρίδα, ότι είχα χάσει το νήμα του πεπρωμένου μου και είχα περιπλανηθεί σε δρόμους που δεν ήταν για μένα. Όταν η μελαγχολία με κατέκλυζε έτρεχα στην αγκαλιά της Αλέσσα και κάναμε έρωτα, μέχρι που ξαναγύριζε μέσα μου η αισιοδοξία.

 

Αλλά ούτε αυτό, ούτε οι βόλτες με το αλμούου, ούτε οι χαμηλές πτήσεις με το αερόχημα έπιαναν πάντα. Μερικές φορές το αίσθημα της αποξένωσης φούντωνε μέσα μου και άρχισα να απαιτώ από τις Αρχές να έχω περισσότερη συμμετοχή στα κοινά. Έτσι, μετά από δική μου επιμονή, μου ανέθεσαν να δίνω κάποιου είδους εκπαιδευτικές διαλέξεις για τον τρόπο ζωής στην Ελλάδα, πάντα όμως μέσω της Συσκευής. Ξανά και ξανά σκόνταφτα στους φόβους για το περίφημο πολιτιστικό σοκ, αν και μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι οι φόβοι αυτοί ήταν και βάσιμοι και ειλικρινείς. Οι επισκέψεις στην Φύση πάλι έκρυβαν άλλου είδους κινδύνους, έτσι τουλάχιστον μου είπαν. Το υγρό κλίμα, η διαφορετικής σύνθεσης ατμόσφαιρα, διάφοροι παθογόνοι μικροοργανισμοί στους οποίους δεν είχα επαρκή ανοσία και οι ύπαρξη πολλών αλλεργιογόνων ουσιών στο περιβάλλον ήταν μερικοί μόνο από τους λόγους που έπρεπε να προσέχω και να εκτίθεμαι όσο το δυνατόν λιγότερο. Ωστόσο, έστω και με πολλές σπαστικές προφυλάξεις, έκανα αρκετές εκδρομές, συνήθως μαζί με την καλή μου, πάντα όμως με συνοδεία. Οι εμπειρίες αυτές ήταν ανείπωτα συναρπαστικές και πραγματικά δεν έχω λόγια να τις περιγράψω, αυτή όμως που ξεχωρίζει από τις άλλες ήταν η επίσκεψη μου στην υποχθόνια θάλασσα. Ένιωσα έκσταση στη θέα του γαλήνιου, μαυροπράσινου υδάτινου όγκου με τους φευγαλέους φωσφορισμούς και αισθάνθηκα τη σαγήνη αρχέγονων μυστικών που κρατούσαν ζηλότυπα εκείνα τα αχαρτογράφητα βάθη. Επέμεινα να κάνω μπάνιο αλλά οι συνοδοί μου έγιναν ξαφνικά πολύ νευρικοί και επιφυλακτικοί. Όπως διαπίστωσα αργότερα, αυτή είναι μια στάνταρ αντίδραση των Εκουαραλεμάνεν σχετικά με τις μεγάλες λίμνες ή τον υπόγειο Ωκεανό. Αυτοί μπορεί να έχουν τους λόγους τους αλλά εγώ, σα γνήσιο Ελληνόπουλο, δεν τους συμμεριζόμουν και έτσι, χωρίς να περιμένω τη συγκατάθεση τους, έβγαλα τα ρούχα μου και βούτηξα. Το νερό ήταν πολύ κρύο, περισσότερο στυφό παρά αλμυρό, και υπέροχα αρωματικό. Κολύμπησα για αρκετή ώρα μέχρι που άρχισα να τουρτουρίζω. Η εκδρομή εκείνη τελείωσε με μούτρα, αλλά κανείς δεν μου παραπονέθηκε ανοιχτά. Πιστεύω ότι με καταλάβαιναν και με αποδέχονταν, γιατί είναι μια ευγενική και βαθειά καλοσυνάτη Ράτσα, και ευγνωμονώ τη μοίρα μου γι' αυτό.

 

Κάποια άλλη μου προσπάθεια να εισχωρήσω στον Πολιτισμό τους απέτυχε οικτρά και με δίδαξε ότι οι διαφορές δεν θα γεφυρώνονταν έτσι εύκολα, αν θα γεφυρώνονταν και ποτέ. Επιχείρησα να μάθω την γλώσσα τους, στη γραπτή της μορφή, αλλά... Σκέτο χάος! Ανακάλυψα ότι αποτελείται από δύο διαφορετικές γραμματοσειρές, η μία αρκετά όμοια με την αραβική γραφή, η άλλη αποτελούμενη από γωνιώδεις χαρακτήρες, κάτι ανάμεσα στα αρχαία ρουνικά και τα κεφαλαία ελληνικά. Οι γραφές αυτές συνυπάρχουν πάντα παράλληλα, κάτω τα «αραβικά» και πάνω τα «ελληνικά» και διαβάζονται ταυτόχρονα, αλλά το πράγμα δε σταματάει εδώ! Παρεμβάλλονται αριθμοί, που μοιάζουν μάλλον με κομπιουτερίστικα σύμβολα και οι οποίοι δηλώνουν το ύφος του κειμένου που ακολουθεί. Σα να μην έφταναν αυτά, ο τρόπος γραφής δεν είναι στρωτός, από τη μια κατεύθυνση του χαρτιού προς την άλλη, εκτός κι αν πρόκειται για απλά κείμενα. Τα πιο σύνθετα υιοθετούν μια ελικοειδή διάταξη... Υπήρχαν κι αλλά, αλλά δεν κάθισα να τα μάθω. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να τα παρατάει...

 

Παρ' όλες τις αποτυχίες μου, τα κατάφερνα μάλλον καλά στη νέα μου ζωή και θα μπορούσα να ατενίζω με αρκετή σιγουριά το μέλλον αν δεν είχα αυτές τις κρίσεις μελαγχολίας που με γέμιζαν με ένα αίσθημα απόλυτης ματαιότητας. Τις «νύχτες», τις ώρες δηλαδή της ανάπαυσης που χαμηλώνουν τα φώτα και σταματούν οι περισσότερες εργασίες, ξυπνούσα νιώθοντας ένα βάρος να μου πλακώνει το στήθος. Έμενα τότε ξάγρυπνος ώρες και ώρες, κάνοντας πυρετικές σκέψεις που λίγο διέφεραν από παραλήρημα. Η εμπειρία μου στα επίφοβα λαγούμια, όπου ένα ανώνυμο Κάτι προσπαθούσε να διεισδύσει στις πόλεις του Ανθρώπου, είχε ανοίξει ρωγμές στην πανοπλία της καθησυχαστικής λογικής με την οποία είχα ανατραφεί, και οι ρωγμές αυτές δεν θα έκλειναν ποτέ πια. Ίσα–ίσα, το κάλυμμα αυτό έπρεπε να σχιστεί εντελώς κι εγώ να βγω έξω, αλλά που έξω; Φοβόμουν, έτρεμα τη στιγμή που θα καλούμουν να αφήσω τελεσίδικα πίσω μου την αμέριμνη ζωή ενός μπατίρη φοιτητή της Αθήνας του Τώρα για να δεχθώ τις τρομερές μυήσεις του Μέλλοντος και του Παρελθόντος. Ανεπαίσθητα άρχισε να υφέρπει μέσα μου η νοσταλγία, αχνή στην αρχή αλλά όλο και πιο δυνατή με την κάθε μέρα που περνούσε.

 

Πλάγιαζα με το πανέμορφο και ερωτικό μου κοριτσάκι και έβλεπα άπρεπα όνειρα με τις μέτριες κοπελίτσες που είχα ποθήσει στο παρελθόν. Λες και το σώμα μου δεν είχε φτιαχτεί για να ανταποκρίνεται στην τελειότητα και μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με το ατελές. Στην αρχή καθησύχαζα τον εαυτό μου πως όλα αυτά είναι μια φυσιολογική και άνευ σημασίας αντίδραση στο γεγονός ότι όλες μου οι επιθυμίες είχαν εκπληρωθεί αλλά, όταν έφτασα να αναπολώ τα απαράδεκτα σάντουιτς που πουλούσε η καντίνα της σχολής μου, κατάλαβα πως είχε έρθει η ώρα για μια καλή κουβέντα με το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να με καταλάβει, τον αδιόρθωτο φίλο μου.

 

Είχα αποφασίσει να του μιλήσω σπαθί αλλά, όταν επιτέλους κατάφερα να τον αποσπάσω από τις ασχολίες του, ανακάλυψα ότι δεν ήξερα πώς ακριβώς να το διατυπώσω. Αντιμετωπίζοντας το ενοχλημένο του ύφος άρχισα να μασάω τα λόγια μου, προσπαθώντας να τον πείσω ότι το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε είναι να τα μαζέψουμε στα γρήγορα και να προσπαθήσουμε να επιστρέψουμε στην Επιφάνεια, στη μίζερη αλλά και, σε τελική ανάλυση, στη μόνη ζωή που μας ταίριαζε. Είχα ποντάρει στην κατανόηση του, αν όχι και στη σύμπνοια εκ μέρους του, αλλά είχα πέσει έξω. Αφού με κοίταξε για λίγο αμίλητος, προσπαθώντας να καταλάβει αν σοβαρολογώ, κούνησε μερικές φορές την κεφάλα του και σχολίασε παγερά:

 

"Α, πέστο ντε ότι τρελάθηκες τελείως".

 

Αυτό ήταν το λακωνικό του σχόλιο. Τον κοίταξα με τη σειρά μου αποδοκιμαστικά. Οι χυμώδεις τροφές που αποτελούσαν πλέον το διαιτολόγιο μας ήταν ασύγκριτα πιο υγιεινές από τα φαγητά που τρώγαμε στον Κόσμο μας και είναι γεγονός ότι δεν υπήρχαν παχύσαρκοι Εκουαραλεμάνεν, ετούτος εδώ όμως φαινόταν να έχει χάσει τουλάχιστον δεκαπέντε κιλά από τον καιρό που έτρωγε το συσσίτιο της Φοιτητικής Εστίας. Ένιωσα τον θυμό να φουντώνει μέσα μου.

 

"Πώς να με καταλάβεις, ρε; Σου έχει αφήσει μυαλό η δικιά σου; Έχεις ρέψει κακομοίρη, κι εγώ κάθομαι και σου μιλάω. Λάκη, άσε τις μάλες και άκουσε με, πριν είναι πολύ αργά. Εκεί έξω είναι ένας Πολιτισμός απίστευτα πιο προχωρημένος από τον δικό μας. Και όμως, εκεί πάνω, στα άστρα, υπάρχουν Άλλοι που δεν τους υπολογίζουν πολύ παραπάνω από κατοικίδια ζώα. Ο Τσώρτσιλ είχε μια κακάσχημη σκυλίτσα. Υποθέτω πως συχνά–πυκνά θα της «μιλούσε» όταν ήταν μόνος μαζί της, μπορώ να τον φανταστώ να τα σούρνει στους Ναζί, στους Αμερικανούς, στους Ρώσους και, πιο συχνά, στους δικούς του συνεργάτες. Τι μπορούσε να καταλάβει η σκυλίτσα; Με τα χίλια ζόρια, αν ήταν ιδιαίτερα προικισμένη, άντε να έπιανε το νόημα «καλοί Βρετανοί, κακοί Νάζι, κακοί Κομμουνιστές». Καταλαβαίνεις τι σου λέω, ρε; Δεν έχουμε θέση εδώ, θα είμαστε απλά δυο γραφικοί πρωτόγονοι και τίποτα περισσότερο."

 

Μιλούσα για αρκετή ώρα σε αυτό το τέμπο προσπαθώντας να τον κάνω να ανοιχθεί και να το συζητήσει μαζί μου αλλά δεν τα κατάφερα. Εκνευρισμένος όσο δεν παίρνει άλλο, σηκώθηκε ξαφνικά, μου δήλωσε άλλη μια φορά ότι είμαι τελείως κόπανος και μετά έγινε καπνός.

 

Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα κατάφερνα με τίποτα να τον κάνω να δεχθεί τη γνώμη μου και είχα αρχίσει να κάνω σχέδια να τον παρατήσω και να προσπαθήσω να φύγω μόνος μου, όταν λίγες μέρες αργότερα άνοιξε απροειδοποίητα την πόρτα και εισέβαλε σα σίφουνας στο δωμάτιο μου. Δεν ήταν όμως μόνος του, μισό λεπτό αργότερα μπήκε και ο Κουλ. Κάτι πήγα να πω αλλά ο Λάκης με έκοψε αμέσως και άρχισε να μιλάει γρήγορα, λες και έβγαζε λόγο.

 

"Τα σκέφτηκα πολύ όλα αυτά που μου είπες. Είναι τερατωδίες, ανακρίβειες, υπερβολές, παραλογισμοί, αλλά... Φοβάμαι ότι έχεις και λίγο δίκιο. Είναι κι ο Κουλ εδώ, απλά και μόνο σαν φίλος. Οι κοπέλες μας δεν θα μας ενοχλήσουν, είναι μαζί και συζητούν για το πώς θα μπορέσουν να μας φροντίζουν ακόμα περισσότερο, ώστε να μην έχουμε κανένα παράπονο. Κατάλαβες αχάριστε; Ορίστε, έχεις τον λόγο."

 

Είχα μείνει σύξυλος, και κοίταζα πότε τον Λάκη και πότε τον Κουλ, ζυγίζοντας την κατάσταση. Τελικά τα είπα περιληπτικά, τονίζοντας το πόσο είμαστε τυχεροί που αξιωθήκαμε να δούμε αυτή την υπέροχη, υπόγεια χώρα, να γνωρίσουμε τόσο καλά τους κατοίκους και τη Φύση της, να διδαχθούμε τόσα μυστικά για το παρελθόν και τη θέση του Ανθρώπου στο σύμπαν. Μίλησα για την Αλέσσα, το αλμούου, την φιλιά μας με τον Κουλ, την υπέροχη τεχνολογία που απλόχερα είχαν θέσει στη διάθεση μας. Άριστα όλα αυτά, υπέροχες οι προοπτικές για το μέλλον, θαυμάσια η αγάπη μου με την Αλέσσα, αλλά...

 

"Αλλά κάτι λείπει. Πιο πολύ το πιάνω διαισθητικά, γι' αυτό μου είναι δύσκολο να το μεταδώσω. Νιώθω ότι δεν ανήκω εδώ, ότι δεν θα ανήκω ποτέ, ό,τι κι αν κάνω. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μα είμαστε διαφορετικοί, ίσως πολύ διαφορετικοί. Αυτό δικαιολογεί και τη διακριτική καραντίνα την οποία μας έχετε επιβάλλει, και ειλικρινά συμμερίζομαι τους λόγους σας. Αισθάνομαι σαν ένα αξιοθέατο, και φοβάμαι ότι δεν θα γίνω ποτέ τίποτα περισσότερο."

 

"Άσε τις μάλες!" πετάχτηκε ο Λάκης.

 

"Μάλες λες εσύ!!" αγρίεψα εγώ. Ο Κουλ κοίταζε ένα ηλεκτρονικό μαραφέτι όπου καταχωρούσε, εκτός των άλλων, διάφορες πληροφορίες σχετικά με τους πολιτισμούς της Επιφάνειας. "Τι θα πει «μάλες» ρε παιδιά;" ρώτησε τελικά. "Δεν έχω υπ' όψιν μου αυτή τη λέξη."

 

Προσφέρθηκα να εξηγήσω. "Ναι, είναι μια λέξη που τη χρησιμοποιούμε μεταξύ μας, σημαίνει απλά «μαλακ...», εεε, είναι κάτι σαν προσβλητικός χαρακτηρισμός."

 

"Αχά, μάλιστα, κατάλαβα, κατάλαβα." Μας έκλεισε το μάτι. "Κύριε Λάκη, εσύ τι έχεις να πεις σχετικά;"

 

Ο φαφλατάς καθάρισε τον λαιμό του, μου έριξε μια εχθρική ματιά και άρχισε: "Αυτός ο άθλιος έφερνε αντιρρήσεις από την πρώτη στιγμή που του εξήγησα το σχέδιο μου να εισχωρήσουμε στους υπόγειους πολιτισμούς. Είναι ένας μίζερος, όλα τα βλέπει μαύρα, «τραβάτε με κι ας κλαίω», δηλαδή. Πρέπει να παραδεχθώ όμως ότι μερικές φορές έχει σωστές ιδέες, και χωρίς αυτές τις ιδέες μάλλον δε θα είχαμε φτάσει ως εδώ. Δε συμφωνώ βέβαια μαζί του, αλλά... να, εδώ και αρκετό καιρό σας μελετώ, Κουλ. Ζείτε μια ζωή πολύ πιο σοφιστικέ από ό,τι εμείς εκεί πάνω. Θα γίνω ίσως πιο κατανοητός αν το θέσω με μια αναλογία. Φαντάσου έναν πρωτόγονο που μαθαίνει τη γλώσσα μας και προσπαθεί να ζήσει ανάμεσα μας. Τρώμε και τρώει κι αυτός. Κάνουμε σεξ, το ίδιο κι αυτός. Χορεύουμε, χορεύει. Τραγουδάμε ή παίζουμε γροθιές, μέσα κι αυτός. Καλά μέχρι εδώ, αλλά μια μέρα βλέπει δύο γνωστούς του να παίζουν σκάκι και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι κάνουν. Ή βλέπει κάποιον άλλο να λύνει ένα μαθηματικό πρόβλημα και προσπαθεί να καταλάβει, ενώ δεν έχει ιδέα τι είναι οι αριθμοί. Αναρωτιέται γιατί οι γυναίκες βάφουν τα μαλλιά τους, γιατί λογοφέρνουν κάποιοι για το αν τα τηγανιτά συκωτάκια είναι προτιμότερο να τα σβήνουν με ξύδι ή με λεμόνι, και γιατί κάποιος άλλος λέει ότι το ριγέ πουκάμισο δεν πάει με καρό σακάκι, και δεν μπορεί να κατανοήσει τις απαντήσεις που του δίδονται. Μπορούμε να φανταστούμε μυριάδες τέτοια παραδείγματα. Ο υποθετικός φίλος μας ίσως με τον καιρό να μάθει ορισμένα πράγματα μηχανικά, ίσως και να εμβαθύνει λιγάκι σε ορισμένα, αλλά ποτέ δε θα μπορέσει να λειτουργήσει σαν μέλος της κοινωνίας που τον φιλοξενεί, δε θα αποκτήσει ποτέ αυτό που λέμε «κουλτούρα». Η χωρά μου έμεινε τετρακόσια χρόνια κατακτημένη από ένα βάρβαρο έθνος με πολύ χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Αποτέλεσμα: Πάνε διακόσια περίπου χρόνια που απελευθερωθήκαμε απ' αυτούς και μας είναι αδύνατο να αφομοιώσουμε τις άξιες του σύγχρονου Πολιτισμού, να μάθουμε για παράδειγμα να μην πετάμε σκουπίδια στον δρόμο. Πολύ φοβάμαι ότι η δική μας θέση εδώ είναι πολύ πιο απελπιστική. Δεν ανήκουμε βλέπεις ούτε καν στον ίδιο Κλάδο. Αυτά."

 

Έπεσε μια άβολη σιωπή, εγώ κοιτούσα τα παπούτσια μου και έπαιζα νευρικά τα δάχτυλα μου. Τελικά ο Κουλ είπε: "Κύριε Λάκη, από ό,τι κατάλαβα, συμφωνείς εντελώς με τον φίλο σου. Πώς το λέτε... α, ναι, «συμφωνείς και επαυξάνεις». Ωραία, ας πούμε ότι είναι όπως τα λέτε, εγώ τι θέλετε να σας κάνω;"

 

Συνέχιζα να κοιτάω κάτω και να παρακαλώ από μέσα μου να με βγάλει ο Λάκης από τη δύσκολη θέση αλλά, όταν τελικά κατάλαβα ότι ήμουν εγώ αυτός που θα έβγαζα το φίδι από την τρύπα, σηκώθηκα και μίλησα χωρίς περιστροφές.

 

"Πρέπει να μας βοηθήσεις να γυρίσουμε στον Κόσμο μας."

 

"Μα νομίζω ότι τα έχουμε πει αυτά, έτσι δεν είναι παιδιά;" Αυτονόητο το αίτημα μας, αυτονόητη και η απάντηση του, μόνο που τώρα έπρεπε να ξεπεράσουμε τα όρια μας, όλοι μας. Σηκώθηκα και τον έπιασα από τον ώμο, κοιτώντας τον στα μάτια. Αιφνιδιάστηκε και τραβήχτηκε λίγο, αλλά μετά με κοίταξε κι αυτός με μια βαθιά κατανόηση που δεν μπορούσε να μεταδοθεί με λέξεις.

 

"Κοιτά Κουλ," του είπα μιλώντας μέσα από την καρδιά μου, "είσαι ο μοναδικός φίλος που έχουμε και πρέπει να μας καταλάβεις. Ναι, έχεις δίκιο, το θέμα το έχουμε συζητήσει και ξέρουμε πως όσα μας είπες είναι η αλήθεια. Τότε όμως ήταν για μας απλά θέμα νοσταλγίας, τώρα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είμαστε σίγουροι ότι δεν θα κατορθώσουμε ποτέ να αφομοιώσουμε τον πολιτισμό σας όσο κι αν προσπαθήσουμε. Θα μπορέσουμε να μάθουμε χιλιάδες πράγματα κοντά σας αλλά εμείς οι ίδιοι δε θα συμμετάσχουμε ποτέ στη μεγάλη περιπέτεια του ανθρωπίνου είδους, γιατί ο δικός μας στίβος βρίσκεται στην Επιφάνεια. Αυτή είναι η ειρωνεία της θέσης μας, βρεθήκαμε εδώ επειδή δεν αρκούμαστε στον ρόλο του παθητικού θεατή στον οποίο μας είχε καταδικάσει η μίζερη ελληνική πραγματικότητα και τώρα θα πρέπει να περάσουμε την υπόλοιπη μας ζωή σαν επαρχιώτες τουρίστες που θαυμάζουν αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν αυτά που βλέπουν. Δε θα το αντέξουμε, πρέπει οπωσδήποτε να γυρίσουμε στον Κόσμο μας, εκεί που υπάρχει για μας πεδίο δράσης. Θα μας βοηθήσεις;"

 

Φάνηκε να το σκέπτεται για λίγο, γεγονός που μου φάνηκε καλό σημάδι, κι έπειτα άρχισε να μιλά με φιλικό τόνο, περιγράφοντας ξανά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήματος. Τον άκουγα με σκυμμένο κεφάλι, ελπίζοντας ότι θα κατάληγε σε κάποιου είδους λύση, και δεν έπεσα έξω.

 

"Θα μπορούσα να επιχειρήσω να σας μεταφέρω μυστικά στην Επιφάνεια, με την προϋπόθεση ότι θα έπρεπε να σβηστούν πρώτα όλες σας οι αναμνήσεις σχετικά με αυτά που ζήσατε από τη στιγμή που πατήσατε το πόδι σας στην πύλη, και να αντικατασταθούν με ψευδοαναμνήσεις, τέτοιες που να σας αποτρέψουν μια και καλή από κάποια μελλοντική απόπειρα να εισχωρήσετε εδώ. Τι λέτε;"

 

"Α, όχι, όχι!" πετάχτηκε ο Λάκης, απηχώντας απόλυτα και τα δικά μου αισθήματα. "Αυτό ποτέ! Καλύτερα να πεθάνω παρά να μου πάρετε αυτό το τόσο μοναδικό κομμάτι της ζωής μου και να βάλετε στη θέση του μπάζα. Κυριολεκτώ, καλύτερα να με σκοτώσετε, τελεία και παύλα."

 

"Μάλιστα, μάλιστα... Εδώ που τα λέμε, δεν περίμενα διαφορετική απάντηση από σας. Αυτό που αντιλαμβάνομαι είναι ότι ζητάτε αυτό που ζητά οποιοδήποτε ον στο γνωστό σύμπαν, το δίπορτο. Και, όπως ακριβώς συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, θέλετε επιπλέον να αποφύγετε και τις θυσίες. Αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να βρεθεί τρόπος να μεταφερθείτε ασφαλείς πίσω, στον Κόσμο σας, διατηρώντας και όλες σας τις αναμνήσεις, θα ήσασταν διατεθειμένοι να πληρώσετε το ελάχιστο δυνατό τίμημα, το να μην μπορέσετε ποτέ ξανά να επιστρέψετε εδώ;"

 

Ήταν ολοφάνερο ότι το ερώτημα αυτό δεν είχε τεθεί ακαδημαϊκά. Έστω κι αν το ύφος με το οποίο είχε διατυπωθεί ήταν ανέμελο, έπιασα αμέσως την ελάχιστα συγκαλυμμένη πρόκληση που περιείχε: "Ποτέ πια". Ποιος μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση; Κι ωστόσο, κάποιος θα έπρεπε να σηκώσει το βάρος αυτού του διλήμματος, και καταλάβαινα ότι αυτός ο κάποιος θα ήμουν και πάλι εγώ. Προσπαθώντας να μη το σκέπτομαι, σα να κατέβαζα μονορούφι ένα μπουκάλι μουρουνέλαιο, ύψωσα τη φωνή μου και απάντησα καταφατικά. Αλλά αυτό δεν έφτανε για τον Κουλ.

 

"Και οι κοπέλες σας; Σας αγαπούν, και νομίζω ότι τις αγαπάτε κι εσείς." Πανάθεμα σε, βασανιστή...

 

"Νομίζω ότι θα καταλάβουν", αποκρίθηκα με φωνή ουδέτερη, και ήταν σα να χρησιμοποιούσε το στόμα μου κάποιος άλλος.

 

"Και οι αποκαλύψεις που ονειρευτήκατε; Οι γνώσεις και οι εμπειρίες που σας περιμένουν εδώ;" Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου και πίεσα τα χέρια μου στα αυτιά μου για να μην ακούω. Σκάσε πια, σκάσε! Αξιοπρέπεια, λιγάκι αξιοπρέπεια, δεν έπρεπε να τσακίσω. Ήμουν κύριος του εαυτού μου, για λίγο ακόμα, και εφόσον ήθελε προκλήσεις θα τον αντιμετώπιζα στα ίσια.

 

"Αποκαλύψεις που δεν τις κατανοούμε" αποκρίθηκα. "Εμπειρίες που θα μας φέρουν στα πρόθυρα της τρέλας, να τι θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας. Αν μείνουμε, μας βλέπω σύντομα να κλειδωνόμαστε στα σπίτια μας, συντροφιά με οτιδήποτε ενθύμιο έχουμε από την Πατρίδα, και να αρνούμαστε να βγούμε από εκεί. Δεν θα ωριμάσουμε ποτέ μας εδώ, θα μείνουμε για πάντα δύο ημιμαθή χαζοχαρούμενα. Ναι, θα πληρώσουμε το τίμημα που μας ζήτησες, το τίμημα για το ότι διαβήκαμε απαγορευμένες θύρες. Ένα κομμάτι της καρδιάς μας θα μείνει για πάντα εδώ, αλλά θα πάρουμε σαν αντάλλαγμα την ανάμνηση σας, τη δική σου, της Αλέσσα..." Δεν μπόρεσα να συνεχίσω γιατί τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και άρχισα να κλαίω σα χαζό. Έριξα μια πλάγια ματιά στον Λάκη, ήταν κάτωχρος και μου φάνηκε ότι έτρεμε.

 

"Καλώς. Είσαστε έτοιμοι λοιπόν;"

 

"Τι εννοείς «έτοιμοι»; Δεν πιστεύω να μιλάς για τώρα;" πετάχτηκε ο Λάκης που απείχε πολύ από του να έχει καταλήξει στο τι ακριβώς θέλει.

 

"Ή τώρα ή ποτέ, κύριοι. Ξαναρωτώ, είστε έτοιμοι;"

 

Ο φίλος μου πήγε να διαμαρτυρηθεί αλλά του έκλεισα το στόμα με την παλάμη μου. Παρόλο το σοβαρό ύφος του Κουλ ήμουν σίγουρος ότι απλώς μας δοκίμαζε και ήμουν αποφασισμένος να του δείξω πως ό,τι είχα πει το εννοούσα. Προσπάθησα να μιλήσω με πειστικό τόνο.

 

"Ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε αυτόν τον υπέροχο τόπο, αλλά κάποτε πρέπει να το κάνουμε. Πράξε όπως νομίζεις." Ο Λάκης όμως που τον είχε πνίξει η αγωνία δεν είχε όρεξη για μπλόφες. Τράβηξε το χέρι μου από το στόμα του και ρώτησε ξέπνοα αν υπήρχε κάποιο μηχάνημα που θα μας τηλεμετέφερε στην Επιφάνεια.

 

"Όχι, η μάλλον ναι." ήρθε η αινιγματική απάντηση. "Μιλώ για ένα μηχάνημα που το κουβαλάμε όλοι στο κεφάλι μας, τον εγκέφαλο. Είναι ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχάνημα αλλά ελάχιστοι από το ανθρώπινο είδος μαθαίνουν να το χρησιμοποιούν, έστω και σε κάποιο μικρό βαθμό."

 

Εγώ είχα αρχίσει να πειράζομαι από την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα. Επέμενα να πιστεύω ότι ο Εκουαραλεμάνεν έπαιζε μαζί μας ενώ μας έδινε ελπίδες ότι θα έβρισκε κάποιο τρόπο να μας γυρίσει πίσω. Από την άλλη μεριά, ούτε εγώ ένιωθα καμιά βιασύνη να αφήσω αυτό το ονειρεμένο μέρος, ίσως αργότερα, σε κάνα–δυο χρόνια, αλλά όχι αμέσως. Άρχισα λοιπόν να μπαίνω στον Κουλ, αποφασισμένος να του δώσω να καταλάβει ότι δεν είμαστε δα τίποτα παιδαρέλια, αν βέβαια εξαιρέσουμε τον Λάκη. Αυτός ανταποκρίθηκε, με αποτέλεσμα ο διάλογος μας να πάρει τη μορφή μονομαχίας.

 

"Θα έλεγα ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από κοφτερό μυαλό για να μπορέσουμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας σώοι και αβλαβείς" είπα. "Πρέπει να ετοιμάσουμε ένα σχέδιο και να βρούμε και μια έξοδο, έτσι δεν είναι;"

 

"Τίποτα από αυτά δεν είναι απαραίτητο."

 

"Θέλεις να πεις ότι θα τηλεμεταφερθούμε με κάποιο είδος αυτοσυγκέντρωσης;"

 

"Θα μπορούσατε ίσως, πάντως ούτε κι αυτό είναι απαραίτητο"

 

"Τότε;" Η συζήτηση είχε φτάσει σε αδιέξοδο κι εγώ είχα εκνευριστεί αρκετά. Ο συνομιλητής μου με χάζεψε για λίγο χαμογελώντας και έπειτα τον είδα να σοβαρεύεται.

 

"Όπως έχουν πει και πολλοί άλλοι πριν από μένα, το σύμπαν είναι πιο παράξενο από ό,τι μπορεί να κατανοήσει οποιοσδήποτε νους. Ένα πράγμα έχουμε μάθει πάντως, κι αυτό είναι πως τα πάντα είναι σχετικά. Θέλετε να φύγετε από εδώ και να γυρίσετε εκεί από όπου ήρθατε, εντάξει;. Ωραία, ας ξεκινήσουμε από το «εδώ». Πώς το αντιλαμβάνεστε;"

 

Άφησα να περάσει λίγος χρόνος πριν του δώσω απάντηση, προσπαθώντας να καταλάβω πού το πήγαινε, τι είδους παιχνίδι μάς έπαιζε, αλλά απέτυχα κι αποφάσισα να το παίξω επιφυλακτικός. "Βρισκόμαστε κάμποσα χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της Γης, στην υπόγεια χώρα των Εκουαραλεμάνεν..." Τον είδα που με κοιτούσε περιπαικτικά και ένιωσα να χάνω την ψυχραιμία μου. "Λοιπόν;" ρώτησα.

 

"Γιατί να αρκεστούμε σε μία μόνο εκδοχή; Μπορεί να βρισκόσαστε σε μια κατοικημένη περιοχή στο εσωτερικό της Γης, ή να ζείτε μια φαντασίωση σας. Πιστεύω ότι η σχετικότητα του σύμπαντος μάς επιτρέπει και αυτή την εκδοχή."

 

"Αυτά είναι αμπελοφιλοσοφίες" διαμαρτυρήθηκα. "Εντάξει, μπορεί όλα γύρω μου να είναι υποκειμενικά, εγώ, εσύ, το σύμπαν ολόκληρο. Δε μας βγάζουν πουθενά τέτοιες παραδοχές. Το απλούστερο είναι να τα δεχτούμε όλα σαν αληθινά, το «ξυράφι του Όκαμ»..."

 

"Το περίφημο «ξυράφι του Όκαμ», έτσι; Α, προσέξτε τα δάχτυλα σας, το «ξυράφι» αυτό είναι πολύ κοφτερό... Ώστε θεωρείτε απλούστερο το να δεχτείτε ότι βρίσκεστε στο εσωτερικό της Γης, σε μια μυθική χώρα κατοικημένη από σοφούς ανθρώπους, έτσι; Μα υπάρχει όντως τέτοιο μέρος;"

 

"Εσύ τι λες;" του πέταξα με ολοφάνερη ειρωνεία. Το χαμόγελο του έγινε ακόμη πιο σαρδόνιο.

 

"Εξαρτάται από το ποιος ή τι είμαι εγώ." Είδε την τσατίλα μου και γέλασε καλόκαρδα. "Καλά, θα σας εξηγήσω τι θέλω να πω. Εδώ και κάμποσους μήνες ζείτε μια απίστευτη περιπέτεια, σε μια παραμυθένια, για σας, χώρα. Προσέξτε τα επίθετα «απίστευτη», «παραμυθένια», «φανταστική». Τι γίνεται αν τα επίθετα αυτά είναι κυριολεκτικά; Ενάντια σε μια τέτοια εκδοχή έχετε απλά και μόνο τις αισθήσεις σας, είστε όμως και οι δυο αρκετά έξυπνοι και μορφωμένοι ώστε να γνωρίζετε ότι οι αισθήσεις μας δεν είναι αλάνθαστες, κάθε άλλο...

 

"Δεν το βλέπω έτσι" φώναξε ο Λάκης, που είχε ζωντανέψει όταν συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο απλώς για μια αθώα συζήτηση φιλοσοφικού περιεχόμενου. "Πριν ξεκινήσουμε την αναζήτηση μας πιστεύαμε ότι ένα μέρος σαν κι αυτό πρέπει να υπάρχει. Είχαμε στηριχτεί σε μελέτες, σε έρευνες άλλων... "

 

"Αχά! Πιστεύατε ότι ένα μέρος σαν κι αυτό πρέπει να υπάρχει. Δηλαδή το είχατε ήδη πλάσει με τη φαντασία σας."

 

"Σταμάτα να παίζεις με τις λέξεις, Κουλ," τον έκοψα εκνευρισμένος.

 

"ΟΚ, ας πιάσουμε την κουβέντα ανάποδα. Είχατε δεχτεί λοιπόν ότι η Γη είναι κούφια και ότι το εσωτερικό της κατοικείται. Βαθειά μέσα σας όμως αμφιβάλατε. Και είμαι σίγουρος γι' αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι ο Πλανήτης δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κούφιος, αφού υπάρχουν χίλιοι λόγοι που αντικρούουν αυτή την θεωρία. Πόσες και πόσες ιδιωτικές επιχειρήσεις και κρατικά ιδρύματα δεν κάνουν εκτεταμένες έρευνες χρησιμοποιώντας ηχητικά κύματα που μπορούν να εντοπίσουν με ακρίβεια ποσότητες συγκεκριμένων ορυκτών, βαθειά μέσα στο έδαφος; Και ποσά σεισμολογικά ινστιτούτα δεν παρακολουθούν άγρυπνα και το παραμικρότερο τρέμουλο του γήινου φλοιού, εντοπίζοντας μικροσεισμούς ακόμη και στην άλλη άκρη της Γης; Και τα στρατιωτικά ιδρύματα που μπορούν να εντοπίζουν με ακρίβεια κάθε πυρηνική δοκιμή, υπέργεια η υπόγεια, υπολογίζοντας με πολύ μεγάλη ακρίβεια το επίκεντρο και την δύναμη της έκρηξης; Όλοι αυτοί βασίζονται στο ίδιο μοντέλο, το ότι η Γη είναι απόλυτα συμπαγής, με στερεό φλοιό και ρευστό πυρήνα. Όλες οι επίσημες θεωρίες που έχετε λαμβάνουν σαν αναντίρρητο δεδομένο το ότι ο Πλανήτης αποτελείται από ένα λίθινο μανδύα κι ένα ρευστό, μεταλλικό πυρήνα. Άντε και μερικές μεγάλες σπηλιές, το πολύ–πολύ. "

 

Και εγώ και ο Λάκης ανοίξαμε το στόμα μας για να απαντήσουμε αλλά αυτός μας έκοψε με ένα νεύμα.

 

"Ξέρω, θα επικαλεστείτε τις διάφορες «μυστικές παραδόσεις» που αναφέρουν ότι υπάρχει ένας κατοικημένος υπόγειος Κόσμος, αλλά πρέπει να παραδεχθείτε ότι οι παραδόσεις αυτές, αν και συναρπαστικές, δεν είναι ούτε πειστικές ούτε συγκεκριμένες. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι κανένας άνθρωπος δεν εντόπισε ποτέ κάποιο άνοιγμα για αυτό τον περίφημο εσωτερικό Κόσμο."

 

"Εμείς το βρήκαμε" πετάχτηκε ο Λάκης. "Αλλά πέρα από αυτό, υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για περιπλανήσεις σε γιγάντια, κατοικημένα σπήλαια, καθώς και για όντα τα οποία έχουν θεαθεί να μπαινοβγαίνουν σε αυτά..."

 

"Το ξέρω, παιδιά μου. Αλλά οι μαρτυρίες αυτές δε συμφωνούν μεταξύ τους. Πρώτα–πρώτα κανείς δεν απέκλεισε το να υπάρχουν μεγάλα σπήλαια, αλλά, άλλο αυτό κι άλλο το να παραδεχτούμε ότι η Γη είναι κούφια στο σύνολο της. Μαρτυρίες υπάρχουν και για πνεύματα, για ανθρωποειδή θαλάσσια όντα, για εξωγήινους, για ξωτικά, για επισκέπτες από τον Χρόνο η από άλλες διαστάσεις, ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Αλίμονο αν δεχόσαστε άκριτα την πρώτη απλοϊκή εξήγηση που σας έρχεται στο νου."

 

"Ας αφήσουμε το αναντίρρητο γεγονός ότι, εμείς τουλάχιστον, αποδείξαμε την αλήθεια της θεωρίας μας..." άρχισα να λέω, μα ο Κουλ με ξανάκοψε.

 

"Αναντίρρητο; Δεν αποδείξατε τίποτα. Για τους ανθρώπους της Επιφάνειας είστε εξαφανισμένοι, πιθανώς σκοτωμένοι. Και αν ακόμα επιστρέφατε θα ήσασταν απλώς δύο τρελοί ή δύο παραμυθάδες και τίποτα περισσότερο."

 

"Θα μας αρκούσε που θα ξέραμε εμείς την αλήθεια" φώναξα έξω φρενών.

 

"Την αλήθεια; Πόσος χρόνος θα περνούσε πριν αρχίσετε να αμφιβάλετε κι εσείς οι ίδιοι; Όλοι θα σας έλεγαν ότι τα ζήσατε στην φαντασία σας, ότι ήταν απλώς μια ομαδική παραίσθηση, και δεν θα μπορούσατε να τους αντικρούσετε. Οι πύλες θα ήταν πλέον κλειστές και δεν θα είχατε στα χέρια σας καμία απτή απόδειξη. Αν επιμένατε να πιστεύετε την ιστορία σας, στο τέλος θα τρελαινόσασταν."

 

"Θέλεις να πεις ότι δεν πρόκειται να μας αφήσετε να γυρίσουμε πίσω;" ρώτησε ο Λάκης.

 

"Θέλω να πω απλώς ότι δεν αρκεί μια ανάμνηση για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη ενός ολόκληρου Κόσμου. Με λίγα λόγια, η μαρτυρία σας δεν είναι αρκετή, ούτε για σας τους ίδιους."

 

"Μα αυτό που ζούμε, φίλε μας, δεν είναι κάποια απίθανη κατάσταση. Αντίθετα στηρίζεται και σε πάρα πολλές μαρτυρίες τρίτων." Προσπάθησα να ακουστώ σίγουρος για τον εαυτό μου, είναι αλήθεια όμως ότι ένιωθα το σαράκι της αμφιβολίας να ροκανίζει τη βεβαιότητα μου, κι αυτό με εκνεύριζε αφάνταστα.

 

"Ασύνδετες και ατεκμηρίωτες μαρτυρίες, όμως. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Το θέμα είναι στο τι μπορεί να σημαίνουν οι μαρτυρίες αυτές. Τι αξία μπορεί να έχουν αν δεχτούμε, για παράδειγμα, ότι ο Χώρος έχει δέκα κι όχι τρεις διαστάσεις; Τι νόημα έχει πλέον να μιλάμε για κούφιο ή συμπαγή Πλανήτη; Αν πάμε παραπέρα. και δεχτούμε ότι η πραγματικότητα που καταγράφουν οι αισθήσεις μας δεν είναι παρά μία σκιά μιας πολύ βαθύτερης πραγματικότητας, που είναι εντελώς ασύλληπτη για τα μυαλουδάκια μας; Και τι γίνεται αν δεχτούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου «πραγματικότητα», όπως κι αν προσπαθήσουμε να την ορίσουμε; Τι νόημα έχουν τότε οι λέξεις «κούφιος», «πλανήτης», «εσωτερικό» ή «εξωτερικό»; Και τι νόημα έχει η λέξη «είναι»; Μη με κατηγορήσετε ότι ακροβατώ, θυμηθείτε τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι Φυσικοί σας επιστήμονες, αυτοί που θεμελίωσαν τη νεότερη Φυσική. Θυμηθείτε τον Σρέντιγκερ και τον Χάιζενμπεργκ. Αλλά κι αυτές οι αγαπημένες σας ιστορίες για μυστηριώδη όντα που μπαινοβγαίνουν σε ανύπαρκτα ανοίγματα, μήπως τελικά είναι μία ακόμα απόδειξη του ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται;"

 

"Αχά, τα ξέρω αυτά τα ψευτοεπιχειρήματα" κάγχασε ο Λάκης. "Τα χρησιμοποιούν οι μυημένοι για να μας αποπροσανατολίσουν και να μη βρούμε ποτέ τους υπόγειους Κόσμους..." Εγώ όμως δεν είχα πλέον καμιά διάθεση για επιχειρηματολογία. Ενάντια στη θέληση μου, διαπίστωνα ότι ο Κουλ είχε δίκιο. Μια αποτρόπαιη αποκάλυψη είχε αρχίσει να συντελείται στην ψυχή μου και το σοκ με είχε παγώσει, έτσι προσπάθησα να σταματήσω να σκέπτομαι τις συνέπειες των όσων συζητούσαμε. Έκανα να βγάλω την φωτογραφία της όμορφης, γλυκείας μου Αλέσσα αλλά τότε θυμήθηκα ότι δεν είχα ποτέ μου σκεφτεί να της ζητήσω μία.

 

"Α, βέβαια, έχουμε και τους περίφημους «μυημένους»! Και πόσοι είναι αυτοί, κύριε Λάκη; Σίγουρα κάμποσες εκατοντάδες χιλιάδες, μιλώντας για αυτούς που βρίσκονται εν ζωή, βέβαια. Αν υπολογίσουμε και τους μακαρίτες φτάνουμε στα εκατομμύρια. Βάλε και τους φίλους, τους αδελφούς, ή τους συζύγους τους, βάλε και τις ερωμένες τους. Ε, δεν είναι περίεργο που το περίφημο μυστικό δεν διέρρευσε ποτέ;"

 

"Και βέβαια διέρρευσε. Πολλοί από αυτούς μίλησαν..."

 

"Μάλιστα, κύριε Λάκη, μίλησαν, αλλά χωρίς αποδείξεις! Κανείς τους δεν πήρε μερικούς δημοσιογράφους να τους οδηγήσει σε κάποιο από τα ανοίγματα. Αφήστε, παιδιά, δεν είναι επιχειρήματα αυτά. Λες και λείπει η μούρλα από την κοινωνία σας. Έτσι κι αλλιώς θα βρίσκονταν κάποιοι βαρεμένοι να ισχυριστούν ότι μπορούν να αποκαλύψουν την άλφα ή τη βήτα συνωμοσία, έτσι δεν είναι; Το γεγονός παραμένει ότι, αν και έχουμε χιλιάδες ιστορίες για σημεία και τέρατα, κανείς από τους υποτιθέμενους μυημένους δεν αποκάλυψε κανένα ατράνταχτο στοιχείο στο κοινό."

 

Ο Λάκης είχε ανάψει για τα καλά και δεν ήθελε με τίποτα να παραδεχτεί τέτοιους συλλογισμούς. Πήρε ύφος εισαγγελέα, σηκώθηκε όρθιος και ρώτησε χρωματίζοντας θεατρινίστικα τη φωνή του: "Χιλιάδες άνθρωποι έχουν μιλήσει για κάποιους υπόγειους πολιτισμούς, για παράξενα, λογικά ή μη, όντα που μπαινοβγαίνουν σε ανοίγματα φρουρούμενα από τα μέλη μυστικών οργανώσεων που θέλουν να μονοπωλήσουν τα οφέλη που συνεπάγεται αυτή η γνώση. Πολλοί γεωλόγοι και αστρονόμοι έχουν εκπονήσει θεωρίες για το ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι πετρώδεις πλανήτες πρέπει να έχουν σχήμα λουκουμά, να είναι δηλαδή κούφιοι. Εγώ κι ο φίλος μου, προσπαθώντας να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη, διαβάσαμε κάμποσα βιβλία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι στο συγκεκριμένο μοναστήρι βρισκόταν ένα τέτοιο κρυφό άνοιγμα, και ότι φύλακας του δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον εφημέριο της εκκλησίας που «συμπτωματικά» ήταν χτισμένη πάνω από ένα σπήλαιο όπου οι Αρχαίοι τιμούσαν χθόνιες θεότητες. Εκβιάζουμε λοιπόν τον παπά, αναγκάζεται να μας αποκαλύψει το άνοιγμα, απ' όπου και διεισδύουμε μέχρι τη χώρα σας. Και εσύ προσπαθείς να μας αποδείξεις ότι δεν έχουμε λέει αποδείξεις. Ε όχι!"

 

"Παραμένει το γεγονός ότι ο Πλανήτης δεν μπορεί να είναι κούφιος. Αν ήταν, το γεγονός θα είχε αναπόφευκτα αποκαλυφθεί προ πολλού. Οι μαρτυρίες που μιλούν για «υπόγειους πολιτισμούς» είναι, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, παραμυθάκια ή παρανοήσεις. Οι υπόλοιπες σχετίζονται με καταστάσεις πολύ πιο περίπλοκες από την απλή γενίκευση ότι η Γη είναι κούφια."

 

"Τότε πώς εξηγείς το ότι εμείς βρισκόμαστε τώρα εδώ και μιλάμε μαζί σου;" ρώτησα κουρασμένα, αν και μάντευα την απάντηση.

 

"Είτε οι μετρήσεις και τα συμπεράσματα των συμπατριωτών σας είναι εντελώς λανθασμένα, πράγμα μάλλον απίθανο αν αναλογιστείτε το τεράστιο ενδιαφέρον των κρατών για το υπέδαφος αλλά και την εύκολη τεχνολογία που απαιτείται για την πιστοποίηση της σύστασης του φλοιού..."

 

"Είτε;" ρώτησε όλο αγωνία ο Λάκης.

 

"Είτε πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει μια παγκόσμια συγκάλυψη, κάτι που είναι αδύνατο να συμβαίνει λόγω του τεράστιου αριθμού ανθρώπων που θα είχαν πρόσβαση στο μυστικό, τυχαία ή μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους."

 

"Οπότε πού καταλήγουμε;" ξαναρώτησε ο φίλος μου που είχε αρχίσει κι αυτός να καταλαβαίνει ότι η συζήτηση οδηγούταν σε κάποιο κρίσιμο συμπέρασμα.

 

"Οπότε είναι η σειρά μου να θέσω κι εγώ μια ερώτηση." Ο Κουλ μάς κοίταξε για λίγο σιωπηλός, όπως το είχε συνήθειο όταν ήθελε να συγκεντρωθούμε σε κάτι. Όταν ικανοποιήθηκε ότι κρεμόμασταν από τα χείλη του, συνέχισε. "Η ερώτηση μου είναι η εξής: Δεν σας έχει περάσει καθόλου από το μυαλό ότι υπάρχουν πολλά περίεργα σημεία στην περιπέτεια σας; Βρίσκετε με την πρώτη προσπάθεια μια πύλη για τους απροσπέλαστους Εσωτερικούς Κόσμους, μια πύλη που θα έπρεπε να είναι καλά καλυμμένη σε μέρος που δεν θα μπορούσε να κινήσει υποψίες, και «πείθετε» τον Φύλακα να σας αποκαλύψει τον τρόπο εισόδου χρησιμοποιώντας παιδιάστικα τρικ, ενώ θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο άτομο να είναι εκπαιδευμένο να ανταπεξέρχεται σε πολύ πιο έντονες πιέσεις. Ανακαλύπτετε και τη δίοδο για τη σκάλα που οδηγεί κάτω, και μάλιστα χωρίς καμία δυσκολία, πράγμα που θα το χαρακτήριζε κανείς μάλλον σαν σκανδαλώδη εύνοια της τύχης, έτσι; Και καταλήγετε σε μια χώρα ακριβώς όπως την περιμένατε, εξωτική αλλά όχι και απρόσιτη. Η χώρα κατοικείται από μια ράτσα αρκετά ανθρώπινη αλλά και πολύ πιο εξελιγμένη από τη δική σας. Σας δέχονται φιλικά και σας διηγούνται μια ιστορία από την οποία δεν λείπει τίποτα από όσα περιμένατε να ακούσετε. Υπάρχει κάτι από τους εφιαλτικούς κόσμους του Λάβκραφτ, υπάρχουν οι «μυημένοι» που φρουρούν τις πύλες, και βέβαια δεν λείπουν οι περίφημοι «θεοί» των προγόνων σας..."

 

Σ' αυτό το σημείο ο Λάκης πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα, πράγμα απολύτως αναμενόμενο αν λάβει κανείς υπ' όψιν του την παρορμητική του φύση και την ανεπιφύλακτη πίστη του στην υπόθεση των αρχαίων θεών. Ο Κουλ τον άφησε να ξεθυμάνει λίγο, πριν ξαναπάρει τον λόγο.

 

"Ελάτε, παιδιά... Είστε έξυπνοι άνθρωποι με πολλές ικανότητες και καλή κρίση και πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω την εμμονή σας με το συγκεκριμένο θέμα. Οι δώδεκα θεοί δεν ήταν παρά η μυθολογία της μυθολογίας, ένας συγκερασμός ανόμοιων θεοτήτων που κάποια στιγμή στριμώχτηκαν κάτω από βολικά ονόματα–ταμπέλες ώστε το σύστημα να αποκτήσει κάποια επίπλαστη αλλά απαραίτητη συνοχή. Αυτό επιχειρήθηκε, άλλοτε συνειδητά κι άλλοτε όχι, κατά την Κλασσική Αρχαιότητα, χιλιάδες χρόνια αργότερα από την αρχαϊκή εποχή όπου διάφορες ομάδες ανθρώπων ήρθαν σε επαφή κουβαλώντας ο καθένας τους δικούς τους θεούς. Έτσι, ο πελασγικός Ποτιδάν μεταμορφώνεται στον θαλασσινό Ποσειδώνα, αν και αρχικά ήταν στεργιανός θεός, όπως μαρτυρά το άλογο, που ήταν το ζώο–σύμβολο του. Ο κρητικός Δίας συγχωνεύεται με τον Αχαϊκό Ζευ, ο κερασφόρος Απόλλων από την Ασία που «γεννήθηκε» στη Δήλο με τον Απόλλωνα που ήρθε από την Υπερβορέα, και ο μέγας θεός Ασκληπιός καταντάει αργότερα να θεωρείται απλά σαν ένα νόθο παιδί του Απόλλωνα. Ρόλοι, ιδιότητες και ονόματα ανακατεύονται και οι αρχαίες παραδόσεις καταλήγουν μελό ερωτικές ιστοριούλες και φτηνά ρομάντζα. Το πιο σημαντικό είναι το ότι η ίδια η λέξη «θεός» σήμαινε αρχικά κάτι διαφορετικό από αυτό που έφτασε να σημαίνει αργότερα, έτσι δεν είναι; Τα ονόματα των θεών ήταν απλοί τίτλοι που σχετίζονταν με συγκεκριμένες μυήσεις, και μήπως δεν είναι αλήθεια ότι στην Κρήτη υπήρχε από πάντα ο τάφος του Δια; Τι θέλετε να παραδεχτούμε, ότι ήταν συγκεκριμένα φυσικά ή υπερφυσικά όντα; Μα δεν ήταν καν δώδεκα, και τα ονόματα τους δεν είναι παρά επιθετικοί προσδιορισμοί. «Δίας» είναι ο φωτεινός, αυτός που φαίνεται από μακριά, «Ήρα» ήταν ένα όνομα που έδιναν στον Ουρανό, «Φοίβος» σημαίνει απλά «νεαρός» και «Παλλάδα» σημαίνει κορίτσι. Και για να τελειώνουμε με αυτό το θέμα, ούτε οι πρόγονοι σας είχαν σε ιδιαίτερη υπόληψη το όλο οικοδόμημα. Χτίζουν λαμπρό ναό στην αιγυπτιακή θεά Ίσιδα στο Δίον, την ιερή πόλη στους πρόποδες του Ολύμπου, χωρίς το γεγονός να θεωρηθεί ιεροσυλία. Όχι μόνο αυτό αλλά λατρεύουν και τον Σέραπη, που δεν ήταν καν θεός αλλά ένα όνομα–συγκερασμός του Όσιρη και του Άπη, δύο άλλων αιγυπτιακών θεών. Κατά την Ελληνιστική περίοδο έκαναν θραύση θεότητες που προέρχονταν από την Ανατολή, όπως ο Άδωνης, ο Άττις, η Κυβέλη, και κυρίως ο Μίθρας. Οι αρχικοί θεοί είχαν καταντήσει πολύ τεχνητοί και δεν ικανοποιούσαν πλέον, πράγμα που εξηγεί την θυελλώδη εξάπλωση που γνώρισε λίγο αργότερα ο Χριστιανισμός."

 

"Όλοι οι λαοί λάτρευαν θεούς αλλά μόνο εμείς χτίσαμε τον Παρθενώνα. Μόνο εμείς δημιουργήσαμε το Θέατρο..." Τα ματιά του φίλου μου άρχισαν να λάμπουν επικίνδυνα ενώ εγώ βυθιζόμουν σε μια ζάλη, ένα ακαθόριστο αίσθημα αποπροσανατολισμού που με δυσκόλευε στο να παρακολουθώ την κουβέντα. Ο Κουλ φαινόταν απόλυτα σίγουρος για αυτά που έλεγε και αυτό, για κάποιο λόγο, με τρόμαζε.

 

"Μην κουράζεσαι, Λάκη. Ανυπέρβλητα οικοδομήματα, ναι, λαμπρή ανάπτυξη όλων των επιστημών, υπέροχα λογοτεχνήματα, συμφωνώ με όλα αυτά και επαυξάνω. Τώρα, το γιατί οι αρχαίοι Έλληνες και όχι και άλλοι λαοί, αυτό είναι ένα ερώτημα που είναι δύσκολο να απαντηθεί. Αλλά, όπως ακριβώς και στην περίπτωση των θρύλων για ανοίγματα στο εσωτερικό της Γης, έτσι κι εδώ βιάζεστε να βγάλετε εύκολα συμπεράσματα. Το Παρελθόν είναι ένα Αίνιγμα, όχι λιγότερο, ίσως μάλιστα περισσότερο, από ό,τι είναι το Μέλλον, και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι κρύβει. Μα, να υπήρξε κάποτε ένα ον σαν τον μυθικό Δια, αραγμένο στον Όλυμπο, ε όχι παιδιά. Και ξαναγυρνάω σε αυτό που έλεγα πριν με διακόψετε. Εσείς ανακαλύψατε έναν Κόσμο ακριβώς όπως τον περιμένατε, έναν Κόσμο όπου, αν και ξένοι, έχετε αυξημένα δικαιώματα λόγω της καταγωγής σας."

 

Η βεβαιότητα του είχε αρχίσει να μου προκαλεί ένα συνδυασμό εκνευρισμού και κατάθλιψης που γινόταν πιο έντονος όσο περνούσε η ώρα. Άρχισα να νιώθω κρύο ιδρώτα στην πλάτη μου, ακριβώς όπως τότε που έδινα το μάθημα της Ανόργανης Χημείας έχοντας ανοιχτό το βιβλίο στα πόδια μου και αντέγραφα την ερώτηση που θα μετέτρεπε ένα αμφίβολο τεσσάρι σε σίγουρο πεντάρι, όταν αντιλήφθηκα έναν από τους επιτηρητές να έρχεται προς το μέρος μου. Τότε την είχα βγάλει καθαρή γιατί αποδείχτηκε πως ο κύριος αυτός ενδιαφερόταν μόνο να κρυφοκοιτάξει το στήθος της κοπέλας που καθόταν μπροστά μου, αλλά τώρα τα πράγματα έδειχναν ότι δε θα τη γλίτωνα τόσο εύκολα. Ενοχλημένος, αναρωτήθηκα τι ήταν αυτό που φοβόμουν τόσο πολύ, και η αλήθεια έλαμψε με μιας στο σκοτισμένο μυαλό μου. Αν και φοβόμουν να το ομολογήσω στον εαυτό μου, δεν ήμουν καθόλου έτοιμος να εγκαταλείψω πραγματικά αυτόν τον τόπο των θρύλων και να γυρίσω στην άχαρη ζωή μου, όχι τουλάχιστον πριν φωτιστούν κάποια από τα πανάρχαια μυστικά του. Και, ναι, μπορεί να ζητούσα πάρα πολλά αλλά είχα αρχίσει να σκέφτομαι να πάρω και την Αλέσσα μαζί μου. Χρειαζόμουν χρόνο για να καταστρώσω τα σχέδια μου και διαισθανόμουν ότι αν συνεχιζόταν αυτή η κουβέντα ο χρόνος μου θα τελείωνε εδώ. Άρχισα να ψάχνω να βρω μια δικαιολογία για να την κοπανήσω όπως–όπως, όταν μου φάνηκε ότι διέκρινα ένα ρήγμα στους ισχυρισμούς του Κουλ. Αν μπορούσα, σκέφτηκα, να διακόψω τον ειρμό του και να σπάσω την ύπουλη επίδραση που είχαν τα λεγόμενα του...

 

"Μισό λεπτό, Κουλ" του πέταξα με επιτηδευμένα ευγενικό ύφος. "Δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι μπορώ να παρακολουθήσω αυτά που λες αλλά, από ότι έχω καταλάβει, ισχυρίζεσαι ότι αυτό που βρήκαμε εδώ κάτω δεν είναι παρά μια φαντασίωση μας που, κατά κάποιο τρόπο, βασίζεται στα όσα έχουμε διαβάσει και δεχτεί σχετικά με τους Υποχθόνιους Κόσμους. Αν όντως αυτό θέλεις να πεις, έχω μία αντίρρηση: Σύμφωνα με όλες τις διηγήσεις που έχω υπ' όψιν μου, το Εσωτερικό της Γης φωτίζεται από έναν εσωτερικό Ήλιο, που στην περίπτωση μας λείπει. Τι έχεις να πεις γι' αυτό;"

 

Τα είχα πάει καλά, αλλά εκείνος απλά χαμογέλασε.

 

"Βέβαια, βέβαια, έχουμε και τον περίφημο εσωτερικό ήλιο. Πραγματικά, δε λείπει από τις περισσότερες διηγήσεις, τις παλαιότερες διηγήσεις θα πρόσθετα εγώ, αλλά ας το αφήσουμε. Λοιπόν, εξυπνούλη μου, η ύπαρξη ενός άστρου σε μικρογραφία στο εσωτερικό του Πλανήτη είναι μια τόσο μεγάλη ανοησία που δυο έξυπνα και διαβασμένα αγόρια σαν και σας δε θα μπορούσαν ποτέ να την αποδεχτούν και έτσι προτιμήσατε, υποσυνείδητα, να την αγνοήσετε. Η θεωρία αυτή διατυπώθηκε παλιότερα, όταν υπήρχε άγνοια για την πραγματική φύση των άστρων και δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα στις μέρες μας. Μια συνεχής θερμοπυρηνική αντίδραση δεν μπορεί να συμβαίνει παρά μόνο όταν υπάρχει πολύ ισχυρή βαρυτική δύναμη ώστε να συμπιέζει το υδρογόνο, κι αυτή η βαρυτική έλξη προϋποθέτει τεράστια μάζα, κάτι που αποκλείεται όταν το άστρο πρέπει να περικλείεται στο εσωτερικό ενός μικρού Πλανήτη. Για να μην κάνω λόγο και για τις τεράστιες θερμοκρασίες της φωτόσφαιρας, και όσο για το ενδεχόμενο να υπάρχει ζωή σε μικρή απόσταση από το άστρο, ε, αυτό πια δεν τρώγεται με τίποτα. Να λοιπόν γιατί παρακάμψατε αυτό το ολοφάνερο λάθος και προτιμήσατε να σκαρφιστείτε κάποια φωτοχημική διεργασία για να αιτιολογήσετε το φως..."

 

Καθώς συνέχιζε να επιχειρηματολογεί, η ζαλάδα μου δυνάμωνε ολοένα μέχρι που έφτασα ως τα πρόθυρα του ιλίγγου. Είχα αποτύχει να βρω κάποιο ψεγάδι στο συλλογισμό του και το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να δραπετεύσω από αυτή την καταστροφική συζήτηση και να αναζητήσω την θαλπωρή του σπιτικού μου, όπου θα είχα όλο τον καιρό να βρω απαντήσεις στα όσα εξωφρενικά μας είχε αραδιάσει. Προσπάθησα να τον διακόψω αλλά τα λόγια του, ειπωμένα με ήρεμη, λογική φωνή, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα τερατώδη νοήματα που περιέκλειαν, ασκούσαν πάνω μου μια έντονη κι αρρωστημένη έλξη. Έκλεισα τα μάτια μου και αυτοσυγκεντρώθηκα για λίγο, επαναλαμβάνοντας στον εαυτό μου: "Πρέπει να φύγεις αμέσως από εδώ." Τελικά βρήκα τη δύναμη να απλώσω άτονα το χέρι μου σε ένα ακαθόριστο νεύμα.

 

"Θέλεις να πεις κάτι;" με ρώτησε αμέσως.

 

"Ναι, έχω. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνουμε αυτή την συζήτηση." Προσπάθησα να δείχνω μπλαζέ αλλά κρύος ιδρώτας έρεε σε μεγάλες ποσότητες στην πλάτη μου.

 

"Καταλαβαίνεις και πολύ καλά μάλιστα" με αποστόμωσε. "Η συζήτηση γίνεται για να σας αποδείξω ότι το μέρος στο οποίο βρίσκεστε δεν έχει αντικειμενική υπόσταση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν φύγατε ποτέ από τον Κόσμο σας, άρα μπορείτε να «επιστρέψετε» εκεί όποτε θέλετε."

 

"Αυτό είναι τρέλα" φώναξα εκτός εαυτού. "Εμείς πάντα αναζητούσαμε πραγματικές καταστάσεις και πραγματικούς Κόσμους, όχι φαντασιώσεις. Γιατί μας υποβάλλεις σ' αυτό το ανόητο ψυχολογικό παιχνίδι;" Ήλπιζα ότι το ξέσπασμα μου θα είχε σαν αποτέλεσμα κάποιο μίνι καυγαδάκι που θα διέκοπτε την κουβέντα, αλλά το μόνο που κέρδισα ήταν μια μικρή παύση, ίσα για να συγκεντρώσω δυνάμεις για μια τελική κρούση. Κοιταχτήκαμε για λίγο και είπαμε με τα μάτια πράγματα που ποτέ δε θα παραδεχόμαστε με τα λόγια. Μετά ο Κουλ συνέχισε, χωρίς να με χάνει από τα μάτια του, πράγμα που με έκανε να αισθάνομαι αμήχανα.

 

"Αν το καλοσκεφτείς, αυτό που λέω δεν είναι κάτι νέο για σας. Την ίδια τεχνική περιγράφει ο Λάβκραφτ στο διήγημα του «Η ονειρική αναζήτηση του άγνωστου Καντάθ» αλλά και πολλοί άλλοι, πριν και μετά από αυτόν. Η δική σας αντίρρηση είναι ότι προσπαθώ να παίξω εις βάρος σας κάποιο ψυχολογικό παιχνίδι, κάτι τέτοιο όμως δεν είναι αλήθεια, τουλάχιστον με τον τρόπο που εσείς το εννοείτε. Ας δούμε τα πράγματα από τη δική σας σκοπιά. Το λοιπόν, μετά από μια σειρά εξαιρετικά ευνοϊκών συγκυριών φτάνετε στον προορισμό σας, όπου συναντάτε μια φιλική και σοφή Φυλή με γνώσεις και δυνατότητες που βρίσκονται πολύ πέρα από τις δίκες σας αλλά, ταυτόχρονα, δεν είναι και τόσο προχωρημένη ώστε να αποκλείεται στο μέλλον να γίνετε κι εσείς άξια μέλη της. Ο χρόνος της άφιξης σας συμπίπτει με ένα σημαδιακό γεγονός, η πεντάμορφη «βασιλοπούλα» ετοιμάζεται να κάνει έναν άχαρο γάμο, σχεδόν χωρίς την θέληση της, και μάλιστα με έναν «κακό μάγο». Εσύ όμως την ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά κι αυτή εσένα. Μονομαχείς με τον επίδοξο σύζυγο και, αν και οι ικανότητες του είναι πολύ ανώτερες από τις δικές σου, επικρατείς χάρη και μόνο στη γενναιότητα σου. Νέοι δρόμοι ανοίγονται έτσι μπροστά σου, μέχρι που δεν αποκλείεται κάποια μέρα να γίνεις κι ο ίδιος «βασιλιάς», αλλά ταυτόχρονα κάτι μέσα σου δεν μπορεί να αποδεχτεί τις τόσες βολικές συμπτώσεις, με αποτέλεσμα να αρχίσεις να βρίσκεις ότι ετούτος ο Κόσμος δεν είναι για σας. Διαισθάνεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά και διαπιστώνεις ότι, παρά το γεγονός ότι ζεις μια ζηλευτή ζωή, θέλεις να επιστρέψεις εκεί απ' όπου ήρθες. Χρειάζεται τώρα να σας απαριθμήσω πόσους αρχετυπικούς συμβολισμούς περικλείει η περιπέτεια σας; Σκέτος μεσαιωνικός μύθος! Και συνδυάστε το με αυτό που σας είπα ήδη, ότι δηλαδή η Γη δεν μπορεί να είναι κούφια για μια ντουζίνα λόγους, κι αν ήταν, αυτό δε θα μπορούσε με τίποτα να κρατηθεί μυστικό."

 

Η ζαλάδα μου χειροτέρευε και μου ήταν πολύ δύσκολο να συγκεντρώνομαι, έκανα όμως μια τελευταία προσπάθεια να επιβληθώ και ρώτησα ειρωνικά:

 

"Εσύ τότε τι είσαι; Πλάσμα της φαντασίας μου;"

 

"Θα μπορούσα να είμαι ένα ανθρώπινο ον που κατοικεί κάτω από την επιφάνεια του Πλανήτη ή κάποιο «καλό πνεύμα» που διαβιεί κάτω από την επιφάνεια του μυαλού σου. Διαλέγεις και παίρνεις" μου απάντησε στο ίδιο ειρωνικό ύφος.

 

Ένιωσα το νου μου να σταματάει. Τα λόγια του είχαν τη δύναμη να εισχωρούν στην ψυχή μου και να μορφοποιούνται σε σκοτεινούς συνειρμούς που δεν είχα τη δύναμη να αρνηθώ και που απειλούσαν να με αποσπάσουν από την πραγματικότητα και να με παρασύρουν σε δρόμους που δεν ήθελα να βαδίσω. Συνειδητοποιούσα τώρα πόσο βαθειά είχα αγαπήσει την χώρα των Εκουαραλεμάνεν και ξανάνιωσα έντονα την επιθυμία να φύγω αμέσως από το δωμάτιο και να τρέξω στους σαγηνευτικούς κήπους και στις πετρώδεις ακρογιαλιές που βρέχονταν από τις σκοτεινές υπόγειες θάλασσες, παρέα με το αλμούου και το κορίτσι μου, αλλά η θέληση είχε αποστραγγιστεί από μέσα μου. Ήθελα να του φωνάξω ότι δεν πίστευα γρι από όλες αυτές τις αμπελοφιλοσοφίες και ότι δε θα ζητούσα ποτέ ξανά να φύγω από την καινούρια μου Πατρίδα μα η φωνή μου δεν έβγαινε, λες και κάθε ενεργητικότητα με είχε οριστικά εγκαταλείψει. Τελικά κατόρθωσα να ρωτήσω ξέπνοα μία μόνο από τις δεκάδες απορίες που στροβιλίζονταν στο μυαλό μου.

 

"Αν είναι έτσι, τότε γιατί και εγώ και ο Λάκης ζούμε το ίδιο όνειρο;" Η ίδια μου η φωνή μου φάνηκε ότι ερχόταν από κάπου μακριά, κάπου από τον γιγάντιο στρόβιλο στον οποίο είχε μεταμορφωθεί ολάκερη η Πλάση, μια Πλάση που δεν ήταν αληθινή μα ούτε και ψεύτικη, αλλά κάτι πέρα από την κατανόηση των ανθρώπων. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και ο στροβιλισμός κόπασε, για να αντικατασταθεί αμέσως από μια νέα μορφή αποπροσανατολισμού. Όλο το δωμάτιο φάνηκε να διαστέλλεται και να καμπυλώνεται σα να το κοιτούσα μέσα από παραμορφωτικό φακό. Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη και κοίταξα γύρω μου σα χαμένος, προσπαθώντας μάταια να συνειδητοποιήσω το τι μου συμβαίνει. Ο Λάκης είχε λουφάξει και έπαιζε με τα νύχια του. Γύρισα το βλέμμα μου στον Κουλ και τότε εκείνος, σα να περίμενε το σύνθημα, έδωσε καθυστερημένα μια λακωνική απάντηση στην τελευταία μου ερώτηση.

 

"Δεν είναι πολύ δύσκολο να εξηγηθεί αυτό."

 

Τα λόγια του είχαν κάτι το αλλόκοτο και γούρλωσα τα μάτια μου, προσπαθώντας να διακρίνω καλύτερα το ύφος του. Η αλλοίωση της οπτικής αντίληψης από την οποία υπέφερα παραμόρφωνε το στόμα του δίνοντας μου την εντύπωση ότι χαμογελούσε σατανικά, αλλά τα μάτια του με κοιτούσαν πολύ σκεπτικά, σχεδόν λυπημένα.

 

Ύστερα με κατάπιε το σκοτάδι.

 

Δηλαδή όχι το σκοτάδι, μάλλον το κενό. Δεν αισθανόμουν τίποτα, δεν κινούμουν και δεν ένιωθα κανένα συναίσθημα. Απλά υπήρχα, έξω από τον χώρο, έξω από τον χρόνο. Κάποια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό μια θολή και απόμακρη σκέψη, ότι ο –να δεις πώς τον έλεγαν– ο Κουλ, με είχε ναρκώσει με κάποιο τρόπο. Το όνομα μού φάνηκε πολύ μακρινό, σα να το είχα ακούσει πολύ παλιά, σε κάποια αδιάφορη συζήτηση, και η όλη σκέψη δεν είχε καθόλου συναισθηματικό υπόβαθρο, σα να αφορούσε κάποιον άλλο κι όχι εμένα. Σιγά–σιγά όμως άρχισε να αντιδρά το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Δε μου άρεσε το ότι με είχαν ναρκώσει και αποφάσισα ότι έπρεπε να σπάσω τα δεσμά της νάρκης και να ανακτήσω άμεσα τις αισθήσεις μου. Προσπάθησα να νιώσω το σώμα μου αλλά ήταν αδύνατον. Έπειτα προσπάθησα να αφουγκραστώ κάποιον ήχο. Τίποτα. Ήταν σα να ήμουν ένα ασώματο πνεύμα που παράδερνε σ' ένα Κόσμο χωρίς διαστάσεις. Άρχισε να μου περνάει από το νου ότι ήμουν πεθαμένος. Η ιδέα αυτή δε μου φάνηκε καθόλου απωθητική και είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι μαζί της, όταν συνειδητοποίησα ότι μπορούσα να πιάσω κάποια υποψία βόμβου η δόνησης. Εστίασα όλη μου την προσοχή σ' αυτή την αίσθηση ώσπου άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη, παίρνοντας τελικά τη μορφή ενός ενοχλητικού, μακρόσυρτου ήχου που μου ήταν απόμακρα οικείος. Ταυτόχρονα ήρθε και το σκοτάδι, όχι το σκοτάδι της ανυπαρξίας αλλά αυτό των κλειστών βλεφάρων. Βρέθηκα και πάλι στο σώμα μου, μόνο που το αισθανόμουν απίστευτα παγωμένο και κοκκαλωμένο, τόσο που μου ήταν αδύνατον να κάνω και την παραμικρότερη κίνηση. Η πρώτη μου ανησυχία άρχισε να γίνεται πανικός που αγωνίστηκα να τον καταστείλω πριν γίνει ανεξέλεγκτος. Κάτι έπρεπε να κάνω για να ξαναπάρω τον έλεγχο του κορμιού μου και αποφάσισα να συγκεντρωθώ στην προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου. Μετά από κάμποσα δύσκολα δευτερόλεπτα, τα κατάφερα τελικά, αλλά τα ξανάκλεισα αμέσως γιατί με έπιασε ίλιγγος. Άφησα να περάσει λίγη ακόμα ώρα πριν τα μισανοίξω προσεκτικά, σκιάζοντας τα με τα χέρια μου. Το μέρος ήταν μισοσκότεινο αλλά δεν άργησα να αντιληφθώ ότι βρισκόμουν στο δωμάτιο μου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. Αμέσως μου ήρθε η σκέψη ότι αυτός ο κατεργάρης ο Κουλ, για κάποιο δικό του λόγο, μας είχε ναρκώσει και μας είχε μεταφέρει στις κατοικίες μας. Αποπειράθηκα να σηκωθώ αλλά ήταν πολύ δύσκολο να συντονίσω τα μέλη μου. Το πρώτο πράγμα που είχα σκοπό να κάνω, μόλις συνερχόμουν κάπως, ήταν να τον πάρω τηλέφωνο, και σκεπτόμουν χαιρέκακα ότι αν δεν είχε κάποια πολύ καλή δικαιολογία θα τα άκουγε από την καλή. Είχα ήδη αρχίσει να πλάθω στο μυαλό μου την κατσάδα που θα του έσουρνα, όταν η επίγνωση της κατάστασης μου με χτύπησε σαν κεραυνός.

 

Το κρεβάτι στο οποίο ήμουν ξαπλωμένος δεν ήταν το αιθέριο κρεβάτι που με ανασήκωνε πάντοτε ανάλαφρα και προσαρμοζόταν στις κινήσεις του σώματος μου στέλνοντας ένα μυρωμένο χλιαρό αεράκι να με τυλίξει και να με βυθίσει σε ανάλαφρο ύπνο. Όχι, ήταν απλά το τριζάτο ξύλινο κρεβάτι του φοιτητικού μου διαμερίσματος. Και το ενοχλητικό βουητό που είχα ακούσει μέσα στη βύθιση μου δεν ήταν άλλο από το ελαττωματικό μοτέρ του ψυγείου μου.

 

Το σοκ της έκπληξης έσπασε εντελώς τα δεσμά της νάρκης κι αμέσως πετάχτηκα όρθιος. Σαν τρελός άρχισα να τρέχω πάνω–κάτω ανοιγοκλείνοντας όποια πόρτα έβρισκα μπροστά μου, αδυνατώντας να δεχτώ αυτό που μου έλεγαν οι αισθήσεις μου. Αφού είχα κάνει μερικές φορές τον γύρο της γκαρσονιέρας μου, άνοιξα τελικά την μπαλκονόπορτα και βρέθηκα στο μικρό μπαλκονάκι μου που έβλεπε στον ακάλυπτο. Χάραζε, και στο πορτοκαλοχρυσό φως της αυγής μπορούσα να δω την τόσο γνώριμη θέα, το κλουβί με τα πράσινα παπαγαλάκια του απέναντι διαμερίσματος, την απλώστρα της φοιτήτριας που έμενε λίγο πιο πέρα, τα λεωφορεία που τα κρύσταλλα τους αντανακλούσαν τον πρωινό ήλιο. Όχι, δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά αμφιβολία για το πού βρισκόμουν...

 

Ξαναμπήκα μέσα και κάθισα στο κρεβάτι, που με υποδέχτηκε με τον, τόσο γνώριμο, στεναγμό διαμαρτυρίας. Έπιασα το κεφάλι μου με τα δυο μου χέρια και προσπάθησα να αντιμετωπίσω τον κυκεώνα από ασύνδετες σκέψεις που παρήλαυναν με ταχύτητα πολυβόλου στο σαστισμένο μου μυαλό αλλά δεν τα κατάφερα. Η θύμηση της Αλέσσα έγινε ένας τρομερός πόνος που μου έσκιζε τα σωθικά θάβοντας οποιαδήποτε άλλη σκέψη ή συναίσθημα

 

Ο πόνος δυνάμωνε, δυνάμωνε, δυνάμωνε... Η ζάλη ξανάρθε και οι σκέψεις, από τις πιο φρόνιμες και λογικές μέχρι τις πλέον τρελές, διαδέχονταν η μια την άλλη με φρενήρη ταχύτητα. Ένιωσα να βυθίζομαι στην παραφροσύνη αλλά αυτό δε με πείραξε καθόλου. Το ίδιο το σύμπαν δε γνωρίζει καμία λογική και τα άστρα χορεύουν τρελούς χορούς χωρίς μέτρο ή ρυθμό. Ας γινόμουν ένα μαζί τους – γιατί όχι; Μία μόνο ιδέα με συγκράτησε από του να υποκύψω σε μια υστερική απάθεια που θα με απήλλασσε μια και καλή από τον πόνο που γεννά η αυταπάτη της λογικής, η ιδέα πως, αν έβαζα τα δυνατά μου, ήταν ακόμα δυνατό να ξαναβρώ τον υπόγειο παράδεισο που με τόση αφροσύνη είχα τολμήσει να αμφισβητήσω. Αν ήθελα να ξαναδώ το φως της καρδιάς μου, έπρεπε να συγκρατηθώ και να σκεφτώ λογικά.

 

Και πρώτα–πρώτα, πώς θα μπορούσα να ερμηνεύσω τα γεγονότα; Μέχρι κάποιου σημείου, τουλάχιστον, μπορούσα να μαντέψω το τι είχε συμβεί. Ο Κουλ μάς είχε ναρκώσει και, με κάποιο τρόπο, είχε εκτελέσει την επιθυμία που είχαμε εκφράσει να επιστρέψουμε στον τόπο μας. Μας είχε κάνει το χατίρι, αλλά γιατί είχε ενεργήσει τόσο απροειδοποίητα; Γιατί δεν το είχε συζητήσει μαζί μας; Μήπως είχε χρειαστεί να δράσει μυστικά ακόμα και από την ίδια του τη Ράτσα, για την δική μας προστασία; Μήπως απλώς μας δοκίμαζε για να δει αν προτιμάμε τον δικό μας Κόσμο ή τον δικό του; Μήπως μας παρακολουθούσε με κάποιο τρόπο, οπότε θα μπορούσα ίσως να έρθω σε επικοινωνία μαζί του; Και η ελπίδα αυτή θα αποδεικνυόταν άραγε μια πηγή δύναμης που θα με βοηθούσε να κατορθώσω το ακατόρθωτο, ή μήπως ένας καγχασμός του Απείρου για το ανθρωπάκι που τόλμησε να αμφισβητήσει τα κάγκελα του κελιού του; Προσπάθησα να αποφασίσω αν σκεφτόμουν συνετά ή παραλογιζόμουν, μέχρι που έχασα κάθε έλεγχο των σκέψεων και των πράξεων μου. Θα πρέπει να έφτασα στο ντελίριο γιατί, όταν συνήλθα, ήμουν γυμνός στην μπανιέρα μου με το κρύο νερό να τρέχει στο κεφάλι μου προκαλώντας μου απέραντη ανακούφιση. Για το πώς είχα βρεθεί εκεί δεν είχα ιδέα, θα πρέπει μάλλον να ήταν μια ενστικτώδης πράξη άμυνας. Ένιωσα κάπως πιο δυνατός τώρα και μπόρεσα να επιβάλω κάποια τάξη στο χάος του μυαλού μου. Αποφάσισα ότι είχα χρέος στον εαυτό μου να προσπαθήσω να διεκδικήσω μια δεύτερη ευκαιρία, τώρα που γνώριζα για την Κούφια Γη και θα μπορούσα να αφιερώσω και όλη μου τη ζωή, αν χρειαζόταν, για να την ξαναβρώ. Ήταν μάλιστα πολύ πιθανό να είχα βοήθεια και από Αυτούς, ίσως από τον Κουλ και σχεδόν σίγουρα από την Αλέσσα μου. Ένιωσα το ηθικό μου να αναπτερώνεται. "Ναι," μονολόγησα, "υπάρχει ακόμα ελπίδα, αρκεί να συγκρατηθείς και να ενεργήσεις με σύνεση. Κάνε τώρα αυτό που πρέπει, ηρέμησε και έλα σε επαφή με τους δικούς σου. Τόσους μήνες λείπεις, θα πρέπει να βρεις μια καλή δικαιολογία μαζί με τον Λάκη...."

 

Μήνες; Για μια στιγμή...

 

Μα τότε, ποιος πλήρωνε το ηλεκτρικό; Το ψυγείο μου, τουλάχιστον, λειτουργούσε. Κι έπειτα, τι γύρευαν τα πράγματα μου στο διαμέρισμα; Δεν τα είχαν μαζέψει οι γονείς μου; Δεν τα είχε παραδώσει ο ιδιοκτήτης, που θα του χρωστούσα τόσα νοίκια; Γιατί η γιούκα στη γλάστρα δίπλα στο κρεβάτι μου ήταν καταπράσινη; Ποιος την πότιζε;

 

Μια τρομερή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου, πολύ τρομερή για να την εκφράσω με λόγια. Πετάχτηκα έξω από την μπανιέρα, γλίστρησα, και θα έσπαζα το κεφάλι μου αν δεν προλάβαινα να αρπαχτώ από το πόμολο της πόρτας. Σηκώθηκα όπως–όπως και έτρεξα στο γραφείο μου. Εκεί, που βρισκόταν ένα ηλεκτρονικό ξυπνητήρι.

 

Ένα ξυπνητήρι που έδειχνε επιπλέον ήμερα και μηνά. Κοίταξα...

 

Δεκαπέντε Αυγούστου, επτά και τρία λεπτά πρωινή ώρα. Μα ναι, ήταν το πρωινό που είχαμε ξεκινήσει, ή που θα ξεκινούσαμε, την απόπειρα διείσδυσης στο εσωτερικό της Γης, από εκείνο το μοναστήρι στον Υμηττό...

 

Για δεύτερη φορά εκείνο το εφιαλτικό πρωινό, τα άστρα με προσκάλεσαν να ενωθώ μαζί τους στον ατέλειωτο χορό τους που περιγελά βουβά κάθε λογική που θα μπορούσε να σκαρφιστεί η οποιαδήποτε ασήμαντη, θνητή οντότητα, και για δεύτερη φορά τούς το αρνήθηκα.

 

Κάλυψα τα μάτια μου με τις παλάμες μου σε μια μάταιη απόπειρα να κλάψω. Μίσησα τον εαυτό μου που δεν έχυσε ούτε δάκρυ.

 

Μη μπορώντας να βρω καταφύγιο στην τρέλα ή στο κλάμα, ξανάνοιξα τα μάτια μου και προσπάθησα να αντιμετωπίσω την εξωφρενική πραγματικότητα. Αρπάχτηκα από την ισχνή ελπίδα να διαψεύσω το πιστό μου ξυπνητήρι, δώρο των γονιών μου όταν εγκαταστάθηκα στην Πρωτεύουσα ξεκινώντας τη φοιτητική μου σταδιοδρομία και, ταυτόχρονα, διακριτική υπενθύμιση εκ μέρους τους ότι η επιτυχία στην ζωή μου περνούσε μέσα από την καλή μου σχέση με τον Χρόνο. Με είχε ξυπνήσει, ούτε και ξέρω πόσες φορές μέχρι τώρα, υπενθυμίζοντας μου, χωρίς περιστροφές, ότι είχε έρθει η ώρα να πιάσω το βιβλίο ή να πάρω τον δρόμο για το Πανεπιστήμιο. Ποτέ του δεν είχε λαθέψει και ούτε μου είχε περάσει απ' το μυαλό να το αμφισβητήσω, μα τώρα διψούσα και για την πιο μικρή ελπίδα ότι μπορούσα ακόμα να βασίζομαι σε μια αντικειμενική Πραγματικότητα, ενιαία για όλα τα όντα. Έτσι, τηλεφώνησα στην υπηρεσία του ΟΤΕ που λέει την ώρα. Το μόνο που κατάφερα ήταν να διαπιστώσω ότι το ξυπνητήρι μου πήγαινε ένα λεπτό μπροστά... Ξανακάθισα στο κρεβάτι μου που δεν παρέλειψε κι αυτή τη φορά να τρίξει, φιλικά ελπίζω, και έμεινα αρκετή ώρα έτσι, αυτή τη φορά εντελώς άδειος από κάθε σκέψη, από κάθε συναίσθημα. Κάποια στιγμή ο Ήλιος που ανέβαινε στον ουρανό τρύπωσε από το παράθυρο και με χτύπησε στο πρόσωπο. Τι ηλίθιος που ήμουν να πιστέψω ότι είχαν περάσει έξι μήνες από την τελευταία φορά που τον αντίκρισα, σε έξι μήνες το καλοκαίρι γίνεται καταχείμωνο, ενώ τώρα ο βασιλιάς του ουρανού επεδείκνυε όλη του την δύναμη στην αφυδατωμένη Αθήνα.

 

"Κάνει τον νταή," σκέφτηκα, "αλλά δεν θα αργήσει πολύ η μέρα που θα ξυπνήσω και θα βρω τον ορίζοντα καλυμμένο με σύννεφα. Την επόμενη μέρα θα έχει ίσως και πάλι καύσωνα, αλλά το καλοκαίρι δε θα είναι πλέον το ίδιο, μετά από εκείνη την πρώτη συννεφιασμένη αυγή, όπως συμβαίνει με την πρώτη ρυτίδα στο μέτωπο του εφήβου ή την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά ενός νέου. Ο Χρόνος δε σταματά, δεν σέβεται ούτε την πιο ιερή στιγμή ούτε την μεγαλύτερη Αποκάλυψη, και έκανα την αναπόφευκτη σύγκριση του κύκλου της ζωής μου με την αλληλουχία των τεσσάρων Εποχών του έτους. Εγώ βρισκόμουν μόλις στην αρχή του δικού μου καλοκαιριού και μπορούσα να ελπίζω σε πολλά, όμορφα χρόνια πλήρους ακμής, μέχρι να σημάνει η ώρα που και η ζωή μου θα έμπαινε στο φθινόπωρο της. Η άνοιξη όμως, αυτή η μαγική περίοδος της ξεγνοιασιάς και της άκοπης ανάπτυξης, η εποχή που η εφηβεία μεταλλάσσει με αργούς και γλυκούς ρυθμούς στην διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και την καταξίωση, είχε περάσει για μένα οριστικά. Συνειδητοποίησα με απόλυτη βεβαιότητα ότι αν και οι μεγάλες χαρές της ζωής μου ήταν ακόμη μπροστά, κάτι το πολύ σημαντικό είχε για πάντα χαθεί, αφήνοντας πίσω του ένα κενό που θα πάσχιζα μάταια να καλύψω με χρήματα και κατακτήσεις. Αλλά πάλι, για μένα ο Ένας και Μοναδικός Χρόνος είχε μετασχηματισθεί σε ένα πλήθος από χρόνους που ο καθένας τους αναιρούσε τους υπόλοιπους. Ίσως, πριν ακόμα σωθεί οριστικά ο δικός μου χρόνος, να διασταυρωνόμουν ξανά με κάποιον άλλο, μακρινό αλλά γνώριμο, και να κατάφερνα να ξεγλιστρήσω σε αυτόν, σαν τραίνο που αλλάζει γραμμή. Η Αλέσσα θα με περίμενε εκεί, νέα και όμορφη όσο ποτέ, και θα σμίγαμε για πάντα, όχι πλέον έρμαια αλλά αφέντες της Μοίρας μας."

 

Απότομα όπως είχε έλθει, η ποιητική διάθεση με εγκατέλειψε και άρχισα να κλωθογυρίζω στο μυαλό μου αυτά που είχε πει ο Κουλ στην τελευταία μας κουβέντα. Μάντευα ότι κάπου ανάμεσα στα λόγια του θα πρέπει να κρυβόταν κάποια φράση κλειδί, που θα με βοηθούσε να κατανοήσω τα όσα μου συνέβαιναν. "Δεν υπάρχει Κοίλη Γη" είχε αποφανθεί και διαισθανόμουν ότι είχε πει την αλήθεια. Αλλά τότε; "Τι νόημα έχει να συζητάμε για το σχήμα του Πλανήτη αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν δέκα διαστάσεις, όταν εμείς γνωρίζουμε μόνο τρεις;" Δέκα διαστάσεις! Κανένα ανθρώπινο μυαλό δεν είναι πλασμένο για κάτι τέτοιο, θα τρελαινόταν αμέσως αν μπορούσε να τις συλλάβει έστω και για μια φευγαλέα στιγμή. Ή μήπως αυτό είναι λάθος; Μήπως αυτοί οι περιορισμοί αφορούν μόνο την Συνείδηση; Μήπως θα έπρεπε να σταματήσω να ταυτίζομαι μαζί της; Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στον ανθρώπινο νευρικό ιστό, αινιγματικά μορφώματα που μοιραζόμαστε με τα ζώα, πιο σκοτεινά βέβαια από τη Συνείδηση αλλά και πιο ανθεκτικά. Θυμήθηκα το δίλημμα που μου είχε θέσει: "Είμαι κάτοικος του εσωτερικού του Πλανήτη ή του μυαλού σου;" Και είχε προσθέσει: "Εσύ αποφασίζεις." Βαθειά μέσα μου, άρχιζα να κατανοώ. Μόλις κατόρθωνα να βρω τη δύναμη θα κατέγραφα την απίστευτη περιπέτεια μου με όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορούσα. Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν θα ανέτρεχα όλο και πιο συχνά στις σημειώσεις μου και θα έφερνα στο νου μου, ξανά και ξανά, τα λόγια του φίλου μου. Ίσως, μάλιστα, κάποια μέρα...

 

Μα προς το παρόν η καρδιά μου ήταν συντρίμμια. Θα έπρεπε να μάθω να ζω χωρίς εκείνη αλλά θα κρατούσα για πάντα τη μορφή της, την αφή των μακριών της μαλλιών, την απαλή μυρωδιά του λαιμού της. Και πώς να κρατήσω την εικόνα της, όταν η θύμηση της με έκαιγε σαν οξύ; Ωραία τα είχε καταφέρει ο Κουλ!... Μας είχε στείλει πίσω, σώους και αβλαβείς και μας είχε αφήσει ακέραιες και τις αναμνήσεις μας. Αλλά με τι θυσία! Δεν είχα πια ταυτότητα, δεν ήμουν ένα πρόσωπο, ήμουν δυο, πολλοί... Έπρεπε όμως πάση θυσία να σταματήσω να το σκέφτομαι γιατί υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από την παραφροσύνη.

 

Και καλά θα έκανα να σταματήσω εντελώς να παραπονιέμαι. Πίσω από την χιμαιρική αναζήτηση της Κούφιας Γης είχα αποζητήσει την Μύηση, και μου είχε δοθεί. Τώρα πλήρωνα το τίμημα, και αφού δεν είχα σπάσει ακόμα, μάλλον θα τα κατάφερνα τελικά. Στη σκέψη αυτή ένα απρόσμενο κύμα αισιοδοξίας με κατέκλυσε, ζεστό σαν τον Αυγουστιάτικο Ήλιο. Μισοδιαισθανόμουν και μισοκατανοούσα ότι η οπτική γωνία που θα επέλεγα για να δω και να ερμηνεύσω την περιπέτεια μου θα καθόριζε και το μέλλον μου, και κανείς δε θα μπορούσε να με συμβουλεύσει σ' αυτό. Ήταν μια απόλυτα προσωπική επιλογή και το σύμπαν θα ανταποκρινόταν σ' αυτήν. Έπρεπε είτε να δεχτώ ότι είχα ζήσει μια συγκλονιστική κι αλλόκοτη περιπλάνηση σε έναν άλλο Κόσμο και μετά, με κάποιο τρόπο, είχα ταξιδέψει πίσω στο Χρόνο κουβαλώντας μαζί μου και τις αναμνήσεις της εμπειρίας μου, είτε ότι όλα ήταν ένα όνειρο που είχα ονειρευτεί από χθες μέχρι σήμερα, οπότε θα συνέχιζα να ζω την ζωούλα μου χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να αλλάξω τίποτα σ' αυτή. Και γιατί όχι; Γιατί να μη δεχόμουν ότι ήταν μόνο ένα έντονο όνειρο και τίποτα περισσότερο; Ο Κουλ θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το Υπερεγώ μου και η Αλέσσα να είναι απλά ένα σύμβολο της Άνιμα που, απ' ό,τι λένε οι ψυχολόγοι, κρύβουμε όλοι μέσα μας.

 

Αλλά καθώς έκανα αυτές τις σκέψεις το σαγόνι μου άρχισε να συσπάται ανεξέλεγκτα και τα μάτια μου γέμισαν από τα πολυπόθητα δάκρυα. Έτρεξα αμέσως στο μπάνιο και ήρθα αντιμέτωπος με τον Καθρέφτη. Τρέμοντας από οργή με τον ίδιο τον εαυτό μου, του έδωσα φωναχτά μια υπόσχεση, μιλώντας με το περιφρονητικό ύφος που θα επεφύλασσα και για τον Υπουργό Παιδείας εάν ποτέ μου δινόταν η δυνατότητα να του πω ένα χεράκι. Κατάλαβα ότι στα χρόνια που θα έρχονταν θα χρειαζόταν να έρθω ξανά και ξανά αντιμέτωπος με τον εαυτούλη μου και την αγάπη του για βολικές εξηγήσεις, σε μια μονομαχία διάρκειας που θα έκρινε το μέλλον μου. Μια μονομαχία που εγκαινιάστηκε με την πολεμική μου διακήρυξη.

 

"Άκου να σου πω, δειλέ, θέλω να καταλάβεις ότι αγαπώ την Αλέσσα και τον Κόσμο της. Δεν ξέρω το πώς, αλλά οι καρδιές μας παραμένουν ακόμα ενωμένες και δεν θα σου επιτρέψω ποτέ πια να προδώσεις αυτή την αγάπη με τις γελοίες αμφιβολίες σου. Πρόσεξε κακομοίρη μου γιατί είμαι ικανός να κατεβάσω μονορούφι ένα ποτήρι βενζίνη. Εγώ δεν έχω πια πολλά πράγματα να χάσω και θα έχω τη χαρά να σε βλέπω να ψοφολογάς βγάζοντας από το στόμα σου αφρούς. Κατάλαβες;..." Άπλωσα το χέρι μου στα τυφλά, γράπωσα ένα μπουκάλι, δεν ξέρω τι ακριβώς, και το εκσφενδόνισα με όλη τη δύναμη στον καθρέφτη. Αστόχησα, και το μπουκάλι διαλύθηκε στον τοίχο δημιουργώντας ένα μεγάλο λεκέ από όπου δεκάδες σταγόνες άρχισαν να κυλούν αργά προς το πάτωμα.

 

Νιώθοντας ξαλαφρωμένος αλλά και κάπως γελοίος, επέστρεψα στο δωμάτιο μου. Για μια ακόμα φορά πρόβαλλε επιτακτικά η ανάγκη να πάρω άμεσες αποφάσεις για την πορεία που θα ακολουθούσα, πράγμα όμως που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ένιωθα το μυαλό μου μουδιασμένο και ανίκανο να συγκεντρωθεί στον κυκεώνα από ιδέες, αποφάσεις και συμπεράσματα που διεκδικούσαν την προσοχή μου. Ένα μόνο μετρούσε για μένα εκείνη την ώρα, ο απέραντος πόνος που μου γεννούσε η απώλεια της Εδέμ στην οποία βρισκόμουν μέχρι πριν από λίγο, και όπου είχα αφήσει Αυτή που τώρα αισθανόμουν τόσο πολύ κοντά μου ενώ ήξερα πως ολόκληρο το σύμπαν είχε μπει ανάμεσα μας. Αλέσσα! Για μια ακόμα φορά αναρωτήθηκα για τι μπορεί να ήταν. Ή, μάλλον, τι μπορεί να ήταν για μένα. Μια προβολή του Υποσυνειδήτου μου ή ένα ανθρώπινο πλάσμα, όπως εγώ; Αλλά αμφέβαλλα αν είχε κάποια άξια αυτός ο διαχωρισμός. Εγώ τι ήμουν, σε τελική ανάλυση; Τι ομοιότητες είχα με τον εαυτό μου των δέκα χρόνων, για να μην πω με τον εαυτό μου μέχρι πριν λίγες μέρες, ή ακόμα και λίγες στιγμές νωρίτερα; Θα ήμουν άραγε ο ίδιος αν κάποιος μου έπαιρνε όλες τις αναμνήσεις μου ή αν είχα μεγαλώσει σε κάποιο άλλο, διαφορετικό περιβάλλον; Ερωτηματικά που με είχαν απασχολήσει και άλλοτε, μόνο που τότε μπορούσα ακόμα να τους κρυφτώ στην παλιά, καλή καθημερινότητα και να έχω την πολυτέλεια να παίζω μαζί τους κατά βούληση, πιστεύοντας ότι αφορούν μόνο θεωρητικές καταστάσεις. Μα, να που τώρα είχα αποτολμήσει να περιπλανηθώ μακριά από τον Κόσμο μου και τα ερωτηματικά αυτά κόντευαν να με κάνουν κομμάτια. Και μάλλον αυτή θα πρέπει να ήταν η σωστή πορεία, να κομματιαστώ σε πολλά «πιστεύω», σε πολλές αντικρουόμενες εκδοχές της πραγματικότητας, ώστε να μπορέσω να διεκδικήσω μια νέα ενότητα, πέρα από τις λέξεις. Κάποτε είχα διαβάσει ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο για την Θεωρία της Απροσδιοριστίας και θυμόμουν ότι όταν ένα σωματίδιο κάνει ένα κβαντικό άλμα αντιμετωπίζει μια σειρά από πιθανές καταστάσεις και απαιτείται κάποιος «παρατηρητής» για να «αποφασίσει» ποια από αυτές θα ισχύσει σαν «πραγματική», ώστε το σωματίδιο να μπορέσει να προχωρήσει από το Παρόν προς το Μέλλον. Τότε μου είχαν φανεί όλα μπερδεμένες θεωρίες αλλά τώρα το σωματίδιο ήμουν εγώ και το κβαντικό άλμα είχε γίνει δύο φορές, μία προς κάποιον άλλο Κόσμο και μία προς τα πίσω, στον Κόσμο από όπου είχα ξεκινήσει. Και έπρεπε εγώ να παίξω και τον ρόλο του παρατηρητή και να αποφασίσω σε ποιο από τα πιθανά μέλλοντα θα συνέχιζα από δω και πέρα. Η προοπτική με γέμισε με δέος και ένιωσα ότι κάτι τέτοιο ήταν πολύ πάνω από τις δυνάμεις μου.

 

Αλλά υπήρχε και κάποιος άλλος συσχετισμός, μια πιο παλιά ανάμνηση που γρατζουνούσε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου, και φαινόταν να δένει με περίεργο τρόπο με την όλη κατάσταση. Χρειάστηκε να σκαλίσω για λίγο μέχρι να αναδυθεί στο μυαλό μου η «Φαντασία», το γνωστό αριστουργηματικό καρτούν του Ντίσνεϋ που είχε αποσπάσει τόσα και τόσα βραβεία στο παρελθόν. Από την πρώτη κιόλας φορά που το είχα δει κάτι με είχε ενοχλήσει έντονα, κάτι που δεν είχα μπορέσει, ή δεν είχα θελήσει, να προσδιορίσω μέχρι τώρα. Τώρα καταλάβαινα ότι αυτό το «κάτι» ήταν οι ζωντανές φλόγες που χόρευαν με πολλή χάρη στο ρυθμό της μουσικής και ενώνονταν σε μία μεγάλη, ενιαία φλόγα, για να χωριστούν ξανά με ανεμελιά σε πολλές μικρές φλογίτσες, χωρίς να διατηρούν κάποια συγκεκριμένη ατομική υπόσταση. Και συνειδητοποιούσα ότι ήταν αυτή η πρωτεϊκή εναλλαγή που είχε κάνει τότε το στομάχι μου να σφιχτεί, ίσως γιατί είχε μιλήσει στις κληρονομικές μου μνήμες, τις θαμμένες στα βάθη των ενστίκτων μου. Και να που τώρα εγώ κι η Αλέσσα χορεύαμε, εκόντες άκοντες, ένα παρόμοιο, απόκοσμο χορό που μπορούσε είτε να μας ενώσει σε μία και μόνη οντότητα, με μένα να μένω στο φως της Συνείδησης κι αυτή να κρύβεται στα σκοτάδια του Ασυνειδήτου, είτε να μας χωρίσει σε δύο διαφορετικά όντα, ενωμένα μόνο με τα δεσμά της αγάπης. Και αντιλήφθηκα το κολοσσιαίο έργο που είχα μπροστά μου αν ήθελα να προχωρήσω πιο πέρα, το να μπορέσω δηλαδή να συλλάβω αυτή την εντελώς νέα αντίληψη της πραγματικότητας όπου εγώ κι αυτή, ο Κουλ και ο Λάκης, ακόμα και ο καθηγητής της Αναλυτικής Χημείας, δεν έχουμε καμία αντικειμενική υπόσταση πέρα από μια φευγαλέα αντανάκλαση στους άπειρους χρόνους που ρέουν ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις. Αυτό βέβαια ήταν εντελώς πέρα από τις δυνατότητες κάθε ανθρώπινου όντος αλλά μου έμενε μία αρκετά βάσιμη ελπίδα. Ήμουν σίγουρος πως κι άλλοι άνθρωποι είχαν σκοντάψει στα ίδια ερωτήματα στο διάβα των αιώνων. Οι περισσότεροι από αυτούς αρπάχτηκαν τρομαγμένοι από μία και μόνο «απάντηση» και κρυφτήκαν από όλες τις άλλες, αλλά θα υπήρξαν και λίγοι που τόλμησαν να πουν όλη την αλήθεια στον εαυτό τους. Θα πρέπει να ζουν και τώρα κάποιοι από αυτούς, κάποιοι που κατάφεραν να βαδίσουν στο αδιανόητο κενό ανάμεσα στους εαυτούς και τους Κόσμους, και που, δεν μπορεί, θα έχουν αφήσει κάποια χνάρια, βιβλία–πινακίδες ή μνημεία–φάρους, για να καθοδηγούν αυτούς που θέλουν να βαδίσουν στους ίδιους δρόμους.

 

Σε μένα έμενε να ψάξω. Τώρα είχα μια ιδέα για το τι θα αναζητούσα και η ζωή ήταν ακόμα μπροστά μου.

 

Πήρα το στύλο μου και το μπλοκάκι που σημείωνα τις καθημερινές μου υποχρεώσεις με την ιδέα να σκιτσάρω ένα γενικό περίγραμμα του προγράμματος που θα ακολουθούσα από εδώ και πέρα, αλλά αποδείχτηκε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου απλό. Μυριάδες συμβατικές υποχρεώσεις ανακατεύονταν με τα σχέδια μου και ανακάλυψα πως τουλάχιστον οι πιο ενθουσιώδεις από τις ιδέες που κατέβαζα ήταν πρακτικά ανεφάρμοστες. Άτιμη κοινωνία, που δεν μας αφήνεις να δραπετεύσουμε στα όνειρα μας! Αλλά καμιά αράχνη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι έφαγε όλα τα έντομα που πιάστηκαν στον ιστό της. Έτριξα τα δόντια μου. Εγώ θα πάλευα, και θα γλίτωνα. Μάλιστα!

 

Είχα απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό κάνοντας σχέδια για σπάνια βιβλία και ταξίδια στην Κεντρική Ασία και τη Νότιο Αμερική, που έπαψα να αισθάνομαι τον ανυπόφορο πόνο που μου γεννούσε η ανάμνηση της Αλέσσα, και κατάφερα βαθμιαία να γίνω κύριος του εαυτού μου. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αισιόδοξης διάθεσης ήταν βέβαια απλό ντοπάρισμα που θα περνούσε αργότερα, αλλά για την ώρα μου αρκούσε. Ο ενθουσιασμός και το μαχητικό μου πνεύμα όλο και φούντωναν όσο περνούσε η ώρα, ώσπου ένα παρατεταμένο χτύπημα του κουδουνιού μου με επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. Πετάχτηκα όρθιος, πολύ σοκαρισμένος για να κάνω οτιδήποτε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα αποφύγει έστω και να σκεφτώ οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο, πιστεύοντας κατά βάθος ότι ήμουν ακόμα συνδεδεμένος με τους Εκουαραλεμάνεν και πως, όσο παρέμενα απομονωμένος, υπήρχε πάντα η δυνατότητα να γίνει κάτι και να ξαναβρεθώ εκεί, έτσι δεν είναι περίεργο που μου πέρασε από το μυαλό ότι αυτός που χτυπούσε δε θα πρέπει να ήταν άλλος από τον Κουλ, που είχε λυπηθεί το μαρτύριο μου κι ερχόταν να με πάρει πίσω. Νιώθοντας την καρδιά μου να παίζει ταμπούρλο, σα να με είχαν πιάσει επ' αυτοφώρω να αντιγράφω από τα σκονάκια που έκρυβα στα μανίκια μου, πάτησα το κουμπί του θυροτηλεφώνου και ταυτόχρονα άνοιξα την εξώπορτα μου κι αφουγκράστηκα. Μπόρεσα έτσι να ακούσω καθαρά τα βήματα του πρωινού επισκέπτη να διασχίζουν τον διάδρομο, τέσσερα πατώματα πιο κάτω, και να σταματούν μπροστά από το ασανσέρ. Αμέσως μου διαλύθηκε κάθε αμφιβολία για την ταυτότητα του επισκέπτη μου: κανένας άλλος από αυτόν που είχε ξεκινήσει όλη αυτή την ιστορία, τον αδιόρθωτο φίλο μου Λάκη.

 

Για κάποιο λόγο τον είχα λησμονήσει εντελώς, σα να άνηκε κι αυτός στον Υπόγειο Κόσμο, μαζί με τον Κουλ και την Αλέσσα. Ολότελα αιφνιδιασμένος, άκουγα το ασανσέρ να ανεβαίνει και σκεφτόμουν πυρετικά, προσπαθώντας να αποφασίσω ποια τακτική θα υιοθετούσα. Το βασικό δίλημμα ήταν, για άλλη μια φορά, το αν η εμπειρία μου ήταν κατά οποιοδήποτε τρόπο υποκειμενική, οπότε ο Λάκης δεν θα ήξερε τίποτα σχετικά, ή αντικειμενική, οπότε, οπότε...; Αποφάσισα ότι το πιο φρόνιμο θα ήταν να περιμένω την δική του αντίδραση, αποφεύγοντας να εκτεθώ πρώτος. Ας έκανε αυτός την πρώτη κίνηση. Τη στιγμή που έπαιρνα αυτή την απόφαση η πόρτα του ανελκυστήρα άνοιξε και ιδού! Ο πιο ωχρός Λάκης που είχα δει ποτέ μου, με σακίδιο στον ώμο και ιμιτασιόν ορειβατικά παπούτσια, έκανε την εμφάνιση του. Μα βέβαια! Ήταν η μέρα που είχαμε ορίσει να πραγματοποιήσουμε το μεγάλο μας εγχείρημα, κι ο φίλος μου είχε τιμήσει το ραντεβού του... Η ζαλάδα μού ξανάρθε απότομα, πιο έντονη από ό,τι προηγουμένως αλλά κατάφερα να την κρύψω.

 

Μπήκε αμίλητος και κάθισε κάπως απότομα στο κρεβάτι μου, που διαμαρτυρήθηκε με ένα θυμωμένο "σκρεεετς!" Εγώ κάθισα απέναντι του στην καρέκλα του γραφείου μου και περίμενα, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Μείναμε έτσι για λίγη ώρα, χωρίς να μιλάμε. Ένιωσα ανακούφιση για αυτή του την αδράνεια, που μου έδινε περισσότερο χρόνο να σκεφτώ, αλλά ταυτόχρονα κατάλαβα ότι ο αυτοέλεγχος που με τόση προσπάθεια είχα κατακτήσει προηγουμένως είχε πάει περίπατο. Η ζαλάδα επανήλθε και έκανε το μυαλό μου ένα μπερδεμένο κουβάρι από πονεμένες μνήμες, ανεφάρμοστες ιδέες κι αναπάντητα ερωτήματα, και δε βοηθούσε και πολύ να βλέπω τον κολλητό να καπνίζει αμίλητος χωρίς να κοιτάζει καν προς το μέρος μου. Αυτή η αυτιστική του εσωστρέφεια θα σήμαινε ίσως κάτι εάν επρόκειτο για κάποιον άλλον άνθρωπο, αλλά για τον Λάκη αποτελούσε μάλλον τυπική συμπεριφορά και συνήθως δεν υποδήλωνε τίποτε περισσότερο από απλή αμηχανία. Το είχε συνήθειο να έρχεται απρόσκλητος στο διαμέρισμα μου ή να με παίρνει τηλέφωνο και να περιμένει από μένα να κάνω κουβέντα, έτσι δεν μπορούσα να βγάλω και πολλά συμπεράσματα για το τι είχε στο μυαλό του αυτή τη φορά, τη στιγμή μάλιστα που η ζάλη μου είχε εξελιχθεί σε κανονικό ψυχοσωματικό μπλακ άουτ και πάλευα με τα δόντια για να μη σωριαστώ στο πάτωμα. Διαπίστωνα από πρώτο χέρι το πόσο είναι ανυπόφορο για το ανθρώπινο μυαλό να μην υπάρχει μία απόλυτη, γραμμική χρονική ακολουθία σαν πεδίο αναφοράς, και σκέφτηκα πικρόχολα ότι, την επόμενη φορά που θα έπεφτε στα χέρια μου κάποιο διήγημα Επιστημονικής Φαντασίας με θέμα τα ταξίδια στο Χρόνο, δε θα ήμουν και τόσο καλόβολος αναγνώστης.

 

Κι ο φίλος μου όμως δε φαινόταν να είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, έτσι όπως κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, κοιτάζοντας στο κενό σα χαμένος. Συνειδητοποίησα πως αμφότεροι είχαμε ανάγκη από λίγη χαλάρωση. Βολεύτηκα λοιπόν πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου κι αποφάσισα να αφιερώσω λίγα λεπτά στο να συλλογιστώ κάπως πιο οργανωμένα την όλη κατάσταση, τελικά όμως αφαιρέθηκα και κατέληξα να χαζεύω τη θέα του καπνού που έβγαινε από το τσιγάρο του Λάκη. Τον παρακολουθούσα να ανεβαίνει λικνιστικά και να σχηματίζει ένα πεπλατυσμένο συννεφάκι με ακαθόριστο σχήμα που απλωνόταν ακόμη περισσότερο, μέχρι που χανόταν στο χώρο, και έπιασα τον εαυτό μου να κάνει κοσμικούς παραλληλισμούς ανάμεσα στην φύση της πραγματικότητας και στον καπνό του τσιγάρου. Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έγινε κατά κάποιο τρόπο κολλώδης, οι στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη με σουρεαλιστική βραδύτητα, και χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να πείσω τον εαυτό μου να σηκωθεί και να ετοιμάσει, όπως το απαιτούσε το πρωτόκολλο, δύο φραπέδες με γάλα και μπόλικα παγάκια. Όταν τα κατάφερα τελικά, απόθεσα τον ένα δίπλα στον Λάκη που, περιέργως, ούτε καν του έριξε μια ματιά και συνέχιζε να καπνίζει αρειμανίως με το βλέμμα πάντα το κενό. Ήταν ολοφάνερο ότι κάτι τον έτρωγε, και αυτό θα μπορούσε να είναι η ίδια εμπειρία που είχα ζήσει κι εγώ, αλλά θα μπορούσε και να είναι απλώς η αναποφασιστικότητα του να ξεκινήσει την εκτέλεση του σχεδίου που είχαμε καταστρώσει. Είχε μεγάλη σημασία το τι από τα δυο συνέβαινε αλλά, για κάποιο περίεργο λόγο, ένιωσα να αδιαφορώ πλήρως και σύντομα ξαναπορροφήθηκα από τις καμπύλες του καπνού και τις υποτιθέμενες σχέσεις τους με τους κρυμμένους νόμους του σύμπαντος. Πέρασε έτσι κάμποση ώρα, μέχρι που με έπιασε άγχος ότι ο φράπες μου ζεσταινόταν και σύντομα δεν θα πινόταν πια, όταν όμως προσπάθησα να κατεβάσω μια γουλιά η μυρωδιά του καφέ μού έφερε αμέσως ναυτία κι έτσι τον ξανάφησα κάτω. Κατέγραψα χωρίς σχόλια το πόσο αλλόκοτη ήταν αυτή η αντίδραση του στομαχιού μου στον απαραίτητο πρωινό φραπέ και άρχισα πάλι να περιεργάζομαι τον Λάκη, το τσιγάρο του και τα σχήματα του καπνού. Θα πρέπει να ήμουν αρκετά κοντά στη Νιρβάνα όταν, εντελώς ξαφνικά, ο εγκέφαλος μου ξέφυγε από τη χαύνωση και ξανάρχισε να σκέπτεται φυσιολογικά. Υπήρχε κάτι το αταίριαστο στην εμφάνιση του φίλου μου, κάτι που είχα καταγράψει από την πρώτη στιγμή αλλά, σαστισμένος όπως ήμουν από το σοκ της ξαφνικής του επίσκεψης, δεν του είχα δώσει την πρέπουσα σημασία. Τώρα που τον κοίταζα πιο χαλαρά, πρόσεξα τα γένια δύο ημερών στα μάγουλα καθώς και τα γνωστά μπιμπίκια στο μέτωπο του και θυμήθηκα το πόσο πολύ περιποιόταν τον εαυτό του από τότε που τα 'χε φτιάξει με την ξανθιά Εκουαραλεμάνεν, βοηθούμενος φυσικά από την υπέροχη τεχνολογία της υπόγειας Φυλής. Με αλοιφές και αποστάγματα είχε καταφέρει να κάνει ένα λείο και ροδαλό προσωπάκι χωρίς ίχνος μπιμπικιού ενώ δεν παρέλειπε να ξυρίζεται κάθε πρωί χρησιμοποιώντας, όπως κι εγώ, έναν κύλινδρο καλυμμένο με κάποιο οργανικό υλικό που ξεκολλούσε ανώδυνα τα γένια. Τότε; Τι συμπέρασμα μπορούσε να βγει από αυτό;

 

Όσο περνούσε η ώρα ξανάρχισα να κλίνω περισσότερο προς την εκδοχή να ήταν η όλη ιστορία μια φαντασίωση μου. Από την άλλη, αρκούσε να φέρω μια στιγμή στη σκέψη μου την Αλέσσα για να πλημμυρίσει το μυαλό μου από ένα σωρό ολοζώντανες λεπτομέρειες, όπως το σχήμα των χεριών της, το γουργουριστό της γέλιο, τον τρόπο που ρουφούσε τους χυμούς της, το ζεστό χάδι της... "Όχι αγοράκι μου" είπα στον εαυτό μου τελικά. "Υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα είναι δύο εξ ίσου λαθεμένες επιλογές και όποια από τις δυο και να διαλέξεις θα χάσεις τη μισή αλήθεια. Έχεις μπλέξει, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι άνθρωποι, σε ένα ψευτοδίλημμα που δημιουργείται όταν προσπαθείς να χρησιμοποιήσεις σχετικές εκφράσεις της καθημερινότητας, όπως το «αληθινό» και το «ψεύτικο», σα να είναι απόλυτοι, μαθηματικοί όροι. Πρέπει να εφεύρεις μια νέα Γλώσσα που να μπορεί να περιγράψει αυτά που έζησες, και ίσως αυτά που έχουν ζήσει επίσης εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι. Το ότι δεν υπάρχει καμία τέτοια Γλώσσα πρέπει να ευθύνεται για όλο αυτό το φοβερό μπέρδεμα παγκοσμίως, με τις αναρίθμητες αντικρουόμενες θεωρίες και σέκτες. Μην πέσεις κι εσύ στην ίδια παγίδα. Χαλάρωσε τώρα, οι απαντήσεις θα έρθουν αργότερα, θα κερδηθούν με κόπο από την έρευνα που θα κανείς. Προς το παρόν αρκέσου απλά να καταγράψεις οτιδήποτε σου συνέβη και σου συμβαίνει ακόμα, αν θέλεις ποτέ να την ξαναδείς." Ωραία λοιπόν, θα τα παρατούσα προς το παρόν και θα άρχιζα να κρατώ σημειώσεις. Ξαφνικά μου κατέβηκε η ιδέα να δημοσιεύσω την όλη ιστορία, με την δομή μάλιστα φανταστικής ιστορίας. Ίσως κάποιοι να πρόσεχαν την ιστοριούλα και να επεδίωκαν να έρθουν σε επαφή μαζί μου. Όσο το συλλογιζόμουν τόσο μου άρεσε η ιδέα αν και, σκέφτηκα με ένα πικρό χαμόγελο, οι περισσότεροι που θα με διάβαζαν δεν θα έβγαζαν γρι από αυτή την μπερδεμένη υπόθεση. Καλά όλα αυτά, αλλά τι έπρεπε να γίνει τώρα; Βασάνισα για λίγο το μυαλουδάκι μου και ξαφνικά μου ήρθε μια έκλαμψη.

 

Μα βέβαια, ήταν προφανές, πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα;

 

Ο Λάκης, ο Λάκης είχε έλθει για να ανέβουμε στον Υμηττό, να ξεκινήσουμε την αναζήτηση μας. Όλα θα ξανάρχιζαν από την αρχή! Μόνο που τώρα είχα και την πολύτιμη πείρα, αφού ήξερα τι θα συναντούσαμε. Άρχισα να σκέφτομαι το πόσο πιο ομαλά θα διαμορφωνόταν η περιπέτεια μας, φανταζόμουν την έκπληξη του Εφημέριου–Φύλακα όταν θα του υπεδείκνυα πρώτος εγώ το πού κρυβόταν ο μηχανισμός που άνοιγε την είσοδο για την υπόγεια γαλαρία και γελούσα με την αναμενόμενη αμηχανία του Κουλ, όταν θα του φανέρωνα ένα σωρό πράγματα σχετικά με τον Κόσμο του. Η μονομαχία μου με τον Μάγο θα ήταν τώρα πολύ πιο εύκολη, χωρίς τα ταπεινωτικά χτυπήματα από το παλιοραβδί του, αφού ήξερα πλέον την πηγή της δύναμης μου και θα τον διέλυα αμέσως, χωρίς να του δώσω καιρό να επιτεθεί. Το πιο ωραίο όμως ήταν όταν θα συναντιόμουν με την Αλέσσα, θα την άρπαζα στην αγκαλιά μου, θα την κοίταζα στα μάτια και θα της έλεγα: "Κούκλα μου, δε με ξέρεις ακόμα αλλά η Μοίρα μάς επιφυλάσσει να γνωρίσουμε μαζί μια μεγάλη Αγάπη..." Ο ενθουσιασμός μου μεγάλωνε και ήμουν έτοιμος να βουτήξω τον Λάκη από τον γιακά και να ξεκινήσουμε μια ώρα αρχύτερα, όταν ένιωσα την χαρακτηριστική αίσθηση μουδιάσματος στην κοιλιά μου, που σήμαινε ότι κάτι δεν υπολόγιζα σωστά. Κατάλαβα ότι είχα παραπάρει φορά και είχα αφήσει την φρόνηση μου να πάει περίπατο. Τώρα που το ξανασκεφτόμουν, με ζώσαν οι αμφιβολίες.

 

Θα μπορούσε άραγε να εγγυηθεί κανείς ότι ο εφημέριος της εκκλησίτσας στο βουνό ήταν όντως Φύλακας των Υπόγειων Κόσμων; Κι αν ήταν, τι με έκανε εμένα να πιστεύω ότι θα έπρεπε και να γνωρίζει τον τρόπο της εισόδου σ' αυτούς; Και αν όλα αυτά ήταν αλήθεια, δε θα έπρεπε να έχει στη διάθεση του κάποιο μυστικό συναγερμό, όπως, ας πούμε, να πιάσει το ρολόι του με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο; Κάποιος συνεργάτης του θα καλούσε τότε το τοπικό Αστυνομικό Τμήμα και θα κατήγγειλε ότι είδε κάποιους να προπηλακίζουν τον ιερέα, πιθανόν για να ληστέψουν το ναό. Τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμα χειρότερα, αν οι Υπόγειοι είχαν κάποιους συνεργάτες στην Ασφάλεια ή στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, πράγμα που θεωρούσα σχεδόν βέβαιο. Τότε θα έφτανε και δεύτερο τηλεφώνημα στο Τμήμα, από κάποια ζόρικη Υπηρεσία, όπως την Αντιτρομοκρατική ή την Υπηρεσία Προστασίας Υψηλών Προσώπων, που θα έλεγε ότι τα άτομα που καταγγέλθηκε ότι βιαιοπραγούσαν κατά του ιερέα πιθανόν να την ενδιέφεραν πολύ. Το είδος δηλαδή του τηλεφωνήματος που θα μετέτρεπε έναν βαριεστημένο Αστυνομικό Διευθυντή σε ζηλωτή του Καθήκοντος. Θα κατέφθαναν τότε δυο–τρία τζιπ της Αστυνομίας μαζί με μισή ντουζίνα περιπολικά και θα άρχιζαν τα «Βγείτε αμέσως έξω, με τα χέρια ψηλά. Είστε περικυκλωμένοι...» Την συνέχεια, κάπου μεταξύ Ασύλου Φρενοβλαβών και Κορυδαλλού, δεν ήθελα ούτε να την σκέφτομαι. Μα, σε τελική ανάλυση, κατοικούνταν άραγε στα αλήθεια το εσωτερικό του Πλανήτη; Ο Κουλ όχι μόνο το είχε διαψεύσει αλλά μας είχε βεβαιώσει ότι δεν υπάρχει καθόλου κενός χώρος μέσα στη Γη, κάτι που είχε φανεί τότε σαν κακόγουστο αστείο, αλλά μήπως τελικά είχε δίκιο; Μήπως θα έπρεπε να ψάξουμε αλλού να βρούμε τους κόσμους των ονείρων μας; Θα μπορούσαμε, φυσικά, να πεταχτούμε ως το εκκλησάκι και να κάνουμε μια έρευνα στα μέρη που θυμόμουν, αλλά όχι τώρα, τώρα ήμουν πολύ ταραγμένος και είχα άλλα, πιο επείγοντα πράγματα να κάνω. Θυμήθηκα τις σαρανταποδαρούσες που είχα κλείσει στο γυάλινο βάζο και χαμογέλασα. Δεν θα είχα ποτέ το κουράγιο να απειλήσω κάποιον άγνωστο μου άνθρωπο ότι θα τον έβαζα να τις καταπιεί ζωντανές, θα φαινόταν αμέσως ότι μπλοφάρω. Στην πρώτη ευκαιρία θα τις άφηνα ελεύθερες στο απέναντι χάλασμα από όπου τις είχα μαζέψει, να συνεχίσουν τις ζωούλες τους. Θυμήθηκα ότι ίσως όντα που έβλεπαν τον Άνθρωπο σα σαρανταποδαρούσα να έσκυβαν πάνω από τη Γη τη στιγμή αυτή, και θα έπρεπε να βρεθεί λίγη κατανόηση, λίγος οίκτος και για τα ταπεινά πλάσματα του σύμπαντος.

 

Άλλωστε ο Ήλιος είχε ανεβεί πλέον ψηλά και η ευκαιρία να τσακώσουμε τον ιερέα μετά την Θεία Λειτουργία είχε χαθεί. Οπότε, τι έπρεπε να κάνω τώρα; Η διάθεση μου διέγραφε κυκλικές διαδρομές, από την απελπισία στην παραίτηση κι από κει στον ενθουσιασμό, για να ξαναπέσει μετά από λίγο ξανά στην απελπισία. Ήταν καιρός να σπάσω αυτόν τον φαύλο κύκλο και να σκεφτώ καθαρά. Αλλά πώς στην ευχή να το κάνω αυτό, όταν το μέλλον είχε γίνει παρελθόν και το παρελθόν μέλλον; Χωρίς να καταλάβω το πώς, είχα κάνει ένα βήμα έξω από την καθημερινότητα και είχα μπλεχτεί στο δίχτυ των παράλληλων πραγματικοτήτων, των παράλληλων Χρόνων. Τώρα λοιπόν, σαν έξυπνη μελισσούλα που ήμουν, δε θα σπαταλούσα όλη μου την ενέργεια με το να χτυπιέμαι στο Δίχτυ, το μόνο που θα κατάφερνα έτσι θα ήταν να μπλεχτώ ακόμη περισσότερο. Όχι, θα μάζευα τις δυνάμεις μου και θα μελετούσα την κατάσταση. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα να κάνω την κίνηση μου. Όσο για τώρα, μόνο απόλυτα θετικές ενέργειες που θα βελτίωναν κάπως την κατάσταση, έστω και έμμεσα. Και μπορούσα να σκεφτώ μόνο ένα σχέδιο που να εγγυάται τέτοιο αποτέλεσμα.

 

Αλλά, αλλά πονούσε που να πάρει η οργή, η θύμηση της πονούσε, έκαιγε την καρδιά μου. Μέχρι πριν από λίγες ώρες την είχα ακόμα στην αγκαλιά μου, και τώρα... Για μία ακόμα φορά ένιωσα τον πόνο να με τρελαίνει, αλλά ακόμη και μέσα σ' αυτό το καμίνι η αλήθεια ήταν παρούσα, ψυχρή και αντικειμενική, και συνειδητοποίησα ότι η απόφαση μου να φύγω από τον Κόσμο της ήταν η μόνη σωστή. Η συνεχεία της προσωπικής μου ιστορίας μπορούσε να εκτυλιχθεί μόνο εδώ, στη ρημαδιασμένη Ελλάδα των φοιτητικών μου χρόνων, μέχρι να είμαι έτοιμος να ανοίξω πανιά και να βαστήξω στιβαρά το τιμόνι. Προς το παρόν...

 

Η μέρα είχε προχωρήσει και μας περίμενε το στέκι μας στην Πλατεία Κολωνακίου. Έσπασα τη σιωπή και μίλησα στον Λάκη για το αγαπημένο μας φαγάδικο με τους περιποιημένους φραπέδες και τα κλαμπ σάντουιτς, καθώς και για τους κολλητούς που θα συναντούσαμε εκεί. Θα το ρίχναμε έξω όλη την ημέρα, υπήρχαν στην άκρη κάτι οικονομίες ειδικά για περιστάσεις σαν κι αυτή. Και το βράδυ το πρόγραμμα θα είχε Παραλιακή και χάι μπαράκια γεμάτα από ψηλά, ιλουστρασιόν κορίτσια με δήθεν ακατάδεχτο ύφος και μπόλικο τουπέ.

 

Όταν τελείωσα, ο Λάκης, για πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει, γύρισε προς το μέρος μου. Μου έριξε ένα κάπως εξεταστικό βλέμμα και μετά σηκώθηκε αργά. Δεν πήγε προς την πόρτα όπως περίμενα αλλά προς το ντουλάπι της κουζίνας, εκεί που ήξερε ότι φύλαγα τα θλιβερά απομεινάρια της κάβας μου, ένα δηλαδή και μοναδικό μπουκάλι με ξεθυμασμένο ουίσκι κάποιας φτηνής μάρκας. Αμίλητος γέμισε ένα νεροπότηρο ως τη μέση και το κατέβασε μονορούφι, πράγμα που ήταν εκπληκτικό γιατί πάντα γέμιζε το ποτήρι του με παγάκια και μετά περίμενε να λειώσουν πριν το πιει, ώστε να αραιωθεί το πότο από μόνο του. Καθώς κατέβαζε το χλιαρό ουίσκι έκανε ένα μορφασμό αηδίας και μόρφασα κι εγώ μαζί του άθελα μου, μαντεύοντας την απαίσια γεύση του σε συνδυασμό με το άδειο στομάχι. Έπειτα ξαναγέμισε το ποτήρι του και το ξανακατέβασε μονορούφι, χωρίς να μορφάσει και πολύ αυτή τη φορά.

 

Πολύ περίεργα ήταν όλα αυτά. Όχι μόνο δεν τον είχα δει να πίνει έτσι, και μάλιστα πρωινιάτικα, αλλά ήταν και η πρώτη φορά που του πρότεινα να πάμε στο στέκι μας και αυτός αδιαφορούσε. Κανονικά αυτή ήταν μια πρόταση στην οποία δεν μπορούσε να αντισταθεί, σε βαθμό που μας είχε απαγορεύσει να του το αναφέρουμε σε περιόδους που είχε διάβασμα, γιατί παρασυρόταν και μας ακολουθούσε. Το πράγμα ήταν πολύ παράξενο και αποφάσισα να μην ξανανοίξω το στόμα μου αλλά να περιμένω να μου μιλήσει πρώτος αυτός.

 

Και άργησε λίγο, αλλά τελικά μίλησε. Μόλις και μπορούσα να αναγνωρίσω τη φωνή του, γιατί ήταν περισσότερο βραχνή από ποτέ, ακόμη και από τότε που είχε ξενυχτήσει διαβεβαιώνοντας μας πως έπρεπε οπωσδήποτε να βγάλει καμιά τρακοσαριά σελίδες από κάποιο δύσκολο μάθημα και το πρωί μάς ομολόγησε πως, μετά από δύο πακέτα τσιγάρα και καμιά δεκάρια καφέδες, το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να διαβάσει εικοσιπέντε σελίδες από το μάθημα και ένα τόμο κόμικς.

 

Όταν εξάντλησε τα ισχνά αποθέματα του απαράδεκτου ποτού μου, με κοίταξε απολογητικά και καθάρισε τον λαιμό του.

 

"Άσε ρε κολλητέ," είπε σα να 'χε μόλις κάνει εγχείρηση αφαίρεσης αμυγδαλών, "είδα χθες βράδυ ένα όνειρο..."

 

 

 

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΕΛΟΣ

 ΑΜΑΝ ΠΙΑ!

 

ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ

 

 

(Μέρος Α')    (Μέρος Β')

 

 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ