Ο ταξιδιώτης που περνά από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης βρίσκει τον εαυτό του σε μία μικρή πόλη με έντονο τοπικό χρώμα και τουριστική φυσιογνωμία. Κτισμένη στο εσωτερικό του κόλπου του Μεραμπέλλο, την πόλη αγκαλιάζει κατά το μεγαλύτερο μέρος η θάλασσα. Και η βαθυγάλανη θάλασσα κυριαρχεί της μικρής πόλης, αφού, ακόμη και όταν το γαλάζιο δεν είναι άμεσα ορατό, η μυρωδιά της αρμύρας και το αέναο βουητό των κυμάτων δρουν ως διαρκής υπόμνηση των υδάτινων όγκων.
Η πόλη του Άγίου Νικολάου. |
Πρόκειται για το τυπικό δείγμα ελληνικής παραθαλάσσιας πόλης που κανείς θα περίμενε να συναντήσει σε τουριστικά καρτ ποστάλ – έναν τόπο όπου η νωχελικότητα και οι αργοί ρυθμοί ευνοούν τη χαλάρωση και απομακρύνουν τους προβληματισμούς. Εξ ου και οι πολυάριθμοι τουρίστες των θερινών μηνών, ξένοι κατά κύριο λόγο, που περιφέρονται αναζητώντας παραλίες, αξιοθέατα, σουβενίρ και ταβερνάκια. Στην όλη γραφική και σύμφωνη με τα καθιερωμένα εικόνα της πόλης, ωστόσο, υπάρχει μία μικρή εστία παραφωνίας/προβληματισμού, που ίσως κάποιοι επισκέπτες προσέξουν με την άκρη του ματιού ή του μυαλού τους. Αφορά ένα γλυπτό στην ακροθαλασσιά:
Σύμφωνα με τους δημιουργούς του, παριστάνει το κέρας της Αμάλθειας, της αίγας που κατά τη μυθολογία έτρεφε τον Δία όταν, ως βρέφος, η μητέρα του, Ρέα, τον είχε κρύψει σε ένα σπήλαιο της Κρήτης (το Ιδαίο Άντρο) προκειμένου να τον σώσει από τον πατέρα του τον Κρόνο. Ασχέτως, ωστόσο, με τις προθέσεις των δημιουργών, οι περισσότεροι επισκέπτες αναγνωρίζουν στο σχήμα του γλυπτού ένα πλοκάμι. Για την ακρίβεια, ένα αναδυόμενο πλοκάμι με φόντο τη θάλασσα.
Έχουμε, λοιπόν, μία γαλήνια παραθαλάσσια πόλη, στην ακτή της οποίας δεσπόζει ένα γλυπτό που θεωρητικά σχεδιάστηκε ώστε να θυμίζει ένα μυθικό κέρας, αλλά τελικά μοιάζει περισσότερο με αναδυόμενο πλοκάμι.
Τώρα, εκείνη η Αμάλθεια, η τροφός του Δία, δεν ήταν και τόσο απλή κι αθώα ιστορία. Στη μυθολογία, ως Αμάλθεια άλλοτε κατονομάζεται η ίδια η αίγα που έδινε το γάλα της στο παιδί–Δία, και άλλοτε μία Νύμφη που φρόντιζε την αίγα (http://el.wikipedia.org/wiki/Αμάλθεια_(μυθολογία)). Όχι οποιαδήποτε αίγα, πάντως· όπως αναφέρεται (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Ήταν ένα ον, που προξενούσε τρόμο και καταγόταν από τον Ήλιο· οι Τιτάνες τόσο πολύ φοβόνταν και την όψη του μονάχα που η Γη, με παράκληση τους, έκρυψε το ζώο μέσα σε μια σπηλιά στα βουνά της Κρήτης. Αργότερα, όταν ο Δίας πολέμησε εναντίον των Τιτάνων, έκαμε από το δέρμα αυτής της κατσίκας μια πανοπλία. Αυτή η πανοπλία ήταν η "αιγίδα".» Κατά την αρχαιοελληνική κοσμογονία, λοιπόν, ο Δίας, ο μετέπειτα αρχηγός των θεών, είχε τραφεί –κατ' ουσία ανατραφεί– από μία εξωγήινη οντότητα, η θέα και μόνο της οποίας γεννούσε τον τρόμο. Και, μάλιστα, ήταν χάρη στην προστασία/πανοπλία εκείνης της εξωγήινης οντότητας, την αιγίδα, που είχε τελικά καταφέρει να ανατρέψει την κυριαρχία των Τιτάνων. Μέσω αυτής, ο Δίας είχε απαλλαγεί από την τυραννία του πατέρα του και αρχηγού των Τιτάνων, Κρόνου – όπου Κρόνος, βέβαια, ο Χρόνος, που γεννά και καταβροχθίζει τα δημιουργήματα/παιδιά του. Η βασική ιδέα πίσω από την πανάρχαια αυτή παράδοση με τις πολυάριθμες παραλλαγές είναι ενδιαφέρουσα όσο και γοητευτική: ήταν ο ερχομός ενός τρομακτικού όντος από έναν άλλο κόσμο ο καταλύτης εκείνος που είχε οδηγήσει στην ανατροπή των παλαιών θεών της Γης –των Τιτάνων– και, ως επακόλουθο της Τιτανομαχίας, στην ανατολή των νέων, Ολύμπιων θεών.
Αλλά, ας αφήσουμε τη μυθολογία κατά μέρος. Άλλωστε, όπως είπαμε, το γλυπτό στην ακτή του Αγίου Νικολάου θυμίζει περισσότερο πλοκάμι παρά κέρας. Και δεν είναι μόνο το σχήμα του που δημιουργεί την εντύπωση αυτή, αλλά και η θέση του δίπλα στη θάλασσα, σε μία πόλη που, χαρακτηριστικά, φέρει το όνομα του προστάτη αγίου των θαλασσινών.
Περισσότερο από την εκτεταμένη ακτογραμμή ή την ονομασία της, ωστόσο, η στενή σχέση της πόλης με το υγρό στοιχείο καθορίζεται από τη λίμνη που σχηματίζεται στο κέντρο της.
Η λίμνη και το στενό κανάλι που τη συνδέει με τη θάλασσα. |
Η "Βουλισμένη" ή απλά "Λίμνη", όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι, είναι πραγματική λίμνη, και όχι προεκβολή της θάλασσας στη στεριά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1860 το νερό της ήταν γλυκό, ενώ μετατράπηκε σε υφάλμυρο μετά τη διάνοιξη την περίοδο εκείνη ενός καναλιού που τη συνέδεσε με τη θάλασσα του λιμανιού. Μύθοι και θρύλοι την περιέβαλλαν από τα αρχαία ακόμα χρόνια, ήταν δε στα νερά της που πιστευόταν ότι συνήθιζαν να λούζονται οι θεές Αθηνά και Άρτεμις. Όμως, η λίμνη είχε άσχημη γενικά φήμη μεταξύ των κατοίκων. Θεωρούσαν ότι αποτελούσε δίαυλο επικοινωνίας με κακά πνεύματα, ενώ την αποκαλούσαν και "βρωμολίμνη", εξαιτίας της κατά περιόδους άσχημης οσμής των στάσιμων νερών της, πριν αυτά ενωθούν μέσω του καναλιού με τη θάλασσα.
Κυρίαρχο στοιχείο στις διάφορες παραδόσεις είχε αποτελέσει το ασυνήθιστα μεγάλο βάθος της. Τη χαρακτήριζαν άπατη, και ήταν μόλις το 1853 που, έπειτα από βυθομέτρηση (από έναν Άγγλο Ναύαρχο), ο πυθμένας της είχε βρεθεί στα 64 μέτρα. Όσο για τον τρόπο δημιουργίας της, μια παλαιότερη άποψη ήθελε την –περίπου κυκλική και με κάθετα τοιχώματα– λίμνη να έχει σχηματιστεί ως αποτέλεσμα ηφαιστειακής δραστηριότητας, εν αντιθέσει με τη σύγχρονη αντίληψη, που τη θέλει να αποτελεί σημείο εκροής υπόγειου ποταμού. Πάντως, το 1956, μετά από έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, η λίμνη γέμισε νεκρά ψάρια, ενώ τα νερά της υπερχείλισαν και πλημμύρησαν τα γύρω κτίσματα. Το περιστατικό εκείνο οδήγησε ορισμένους στη διατύπωση της άποψης ότι η λίμνη ενδέχεται να επικοινωνεί υπογείως με το νησί της Σαντορίνης, κάπου 130 χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα (στοιχεία για τη λίμνη του Αγίου Νικολάου: http://el.wikipedia.org/wiki/Άγιος_Νικόλαος_Λασιθίου, http://www.explorecrete.com/crete-east/GR-agios-nikolaos-limni.html).
Μέσα σε όλα αυτά, το αρχαίο παρελθόν αποκαλύπτει μία ακόμα, λιγότερο προφανή άλλα πιο ιδιαίτερη σχέση του τόπου με τη θάλασσα και το υγρό στοιχείο. Ο Άγιος Νικόλαος αντιστοιχούσε κάποτε στη λεγόμενη "Λατώ προς Καμάρα" και ήταν λιμάνι της γειτονικής αρχαίας Λατούς (ή "Λατούς Ετέρας"). Από τις δύο αυτές ενωμένες διοικητικά πόλεις είχε ξεκινήσει και διαδοθεί σε όλη την Ελλάδα η λατρεία της θεάς Ειλειθυίας (απαντάται και ως Ελεύθεια, Ελανθώ, Ελειθώ, ή και Λυκινία στη ρωμαϊκή της εκδοχή). Η Ειλείθυια, η οποία φαίνεται ότι αποτελούσε πανάρχαια μινωική θεότητα που ενσωματώθηκε στο κλασικό αρχαιοελληνικό πάνθεο, ήταν η θεά της γέννησης και των ωδινών που συνοδεύουν τον τοκετό. Γίνεται, λοιπόν, εμφανής ο συσχετισμός της λατρείας της Ειλειθυίας με τη θάλασσα, αφού ανέκαθεν οι άνθρωποι ένιωθαν ότι από τη θάλασσα είχε ξεπηδήσει η ζωή στη Γη. Και έτσι, διόλου αναπάντεχα τελικά, η λατρεία της θεάς της γέννησης είχε ξεκινήσει και διαδοθεί από ένα αρχαίο λιμάνι –τον Άγιο Νικόλαο– έναν τόπο κυριαρχίας της θάλασσας–μητέρας της ζωής.
Η ιστορία με τη θεά Ειλείθυια έχει βάθος. Σε κάποιες αρχαίες πηγές γίνεται αναφορά και σε "Ειλειθυίες" –σε πληθυντικό αριθμό θεοτήτων, δηλαδή– γενικά όμως η Ειλείθυια αναφέρεται ως μονήρης θεότητα, το όνομα της οποίας είχε προέλθει από τις ικετευτικές επικλήσεις «ελθέ!», «ελθέ!» των γυναικών που βίωναν τον τοκετό και ζητούσαν τη βοήθεια της. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές και αρκετή σύγχυση μεταξύ των διαφόρων μύθων, το ενδιαφέρον όμως είναι ότι, σύμφωνα με μία τεκμηριωμένη άποψη, η Ειλείθυια και η λατρεία της συνδέονταν με τα Ελευσίνια Μυστήρια, για τα οποία υποστηρίζεται ότι είχαν διαδοθεί στην Αττική από τη μινωική Κρήτη (σχετικά: http://el.wikipedia.org/wiki/Ειλείθυια).
Τα Ελευσίνια Μυστήρια ήταν η μεγαλύτερη, ιερότερη και πιο μυστηριακή τελετουργική γιορτή της αρχαίας Ελλάδας. Αν και τα σωζόμενα στοιχεία είναι λιγοστά (κυρίως λόγω της αυστηρής μυστικότητας που τα περιέβαλλε), γνωρίζουμε ότι κεντρικό θέμα των δρώμενων ήταν ο κύκλος γέννησης – θανάτου. Είναι φανερή η συνάφεια των εννοιών αυτών με τις ιδιότητες που αποδίδονταν στην Ειλείθυια, η οποία εκτός από θεά της γέννησης θεωρούνταν υπεύθυνη και για τις περιπτώσεις θανάτου γυναικών κατά τον τοκετό. Φανερή, επίσης, είναι και η σημασία των συγκεκριμένων συμβολισμών σε κάθε είδους μυητική διαδικασία, αφού κάθε μυούμενος καλείται να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί στον νέο του εαυτό. Μελετητές σημειώνουν την ετυμολογική συνάφεια του ονόματος "Ειλείθυια" με το τοπωνύμιο "Ελευσίς". Και μάλλον δεν είναι τυχαίο το ότι η Ελευσίνα, ο τόπος που είχε επιλεγεί για την τέλεση των μεγάλων Ελευσίνιων Μυστηρίων, βρέχεται από τη θάλασσα (υπήρχαν και τα λεγόμενα «μικρά Ελευσίνια», προεόρτια κατά κάποιον τρόπο, που τελούνταν στις όχθες του Ιλυσσού, δίπλα στο λόφο του Αρδηττού).
Σήμερα, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά απόηχους από ένα λησμονημένο και εν πολλοίς ξένο παρελθόν. Ο περαστικός που κοντοστέκεται μπροστά στο γλυπτό του Αγίου Νικολάου σπανίως έχει την πολυτέλεια να αναρωτηθεί για πολύ σε σχέση με το νόημα του. Αλλά και το γλυπτό, που αν και σχεδιάστηκε ως κέρας θυμίζει πλοκάμι, εκπέμπει περισσότερο στο φάσμα της αλληγορίας παρά σε εκείνο της ορθόδοξης οπτικής.
Ποιος ξέρει, ίσως τελικά, μέσω κάποιου ανεξιχνίαστου μηχανισμού, οι μνήμες ενός τόπου να βρίσκουν τρόπο να μετουσιώνονται και να αποτυπώνονται σε μορφές και σχήματα, ανεξάρτητα από τις συνειδητές δράσεις των ανθρώπων. Μνήμες, που στο αρχαίο λιμάνι του Αγίου Νικολάου η αύρα του δειλινού ουδέποτε έπαψε να αναδεύει.
Σημείωση: Η δορυφορική φωτογραφία της πόλης του Αγίου Νικολάου προέρχεται από το «Google Earth» (http://earth.google.com/), ενώ οι δύο άλλες φωτογραφίες που δε φέρουν το λογότυπο του site, από τις συλλογές http://www.panoramio.com/photo/342008 και http://www.panoramio.com/photo/25806678.
|