ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Γωνίες (μέρος Β')

 

 

Μιλήσαμε πριν για τις βιολογικές δομές που μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε οπτικά τις ευθείες και τις γωνίες. Και είδαμε ότι στον εγκέφαλο υπάρχουν εξειδικευμένοι νευρώνες για τη δουλειά αυτή, που μάλιστα φέρουν και οι ίδιοι συγκεκριμένους προσανατολισμούς στο χώρο. Χρειάζεται, ωστόσο, συχνά κάτι να πάψει να λειτουργεί σωστά προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία, ή ακόμη και την ύπαρξη του.

 

Ενδεικτική είναι η περίπτωση της διαταραχής «αντεστραμμένης ή κεκλιμένης αντιληπτικότητας» («inverted or tilted perception disorder», στην αγγλοσαξονική ορολογία), κατά την οποία οι πάσχοντες μπορεί να βλέπουν τον κόσμο γερμένο λοξά, περιεστραμμένο σε ορθές γωνίες, ή και αντεστραμμένο κατά 180 μοίρες, με το πάνω στη θέση του κάτω, ή το δεξιά παρεκτοπισμένο κατοπτρικά αριστερά και αντίστροφα. Συχνά, η περιστροφή περιλαμβάνει, εκτός από οπτικά, και ακουστικά ή άλλα ερεθίσματα, ενώ συνήθως εκδηλώνεται κατά επεισόδια διάρκειας μερικών λεπτών έως ωρών, χωρίς να λείπουν και μόνιμες περιπτώσεις. Αντίθετα με ό,τι θα φανταζόταν κανείς, η συγκεκριμένη διαταραχή της οπτικής αντίληψης δεν είναι σπάνια, καθώς μπορεί να συνοδεύει συνηθισμένες καταστάσεις, όπως η επιληψία και –κυρίως– η ημικρανία. Ειδικά μεταξύ ατόμων που υποφέρουν από κρίσεις της τελευταίας έχουν καταγραφεί πολύ ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όπως εκείνη κάποιου που, σαν παιδί, βίωνε επεισόδια απότομης κατοπτρικής αντιστροφής του κόσμου, καταλήγοντας να βρίσκει το σπίτι του στην απέναντι πλευρά του δρόμου και στην αντίθετη άκρη του τετραγώνου απ' ό,τι το θυμόταν (http://web.archive.org/web/20080703205044/https://www.migraine-aura.org/content/e27891/e27265/e26585/e48971/e49073/index_en.html – ανάκτηση από "Wayback Machine". Ενδιαφέρουσα είναι και η διαπίστωση ότι ο καλός φωτισμός των αντικειμένων αποτρέπει συνήθως την εκδήλωση της διαταραχής, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από ήπιες μορφές της να μην το γνωρίζουν καν. Είναι και αυτός ένας τρόπος μέσω του οποίου η νυχτερινή πόλη, με τις ασθενικές λάμπες της, μπορεί να αποκαλύπτει πράγματα που στο φως της ημέρας δε γίνονται ορατά (σε σχέση με τα προηγούμενα, και για περισσότερες πληροφορίες γύρω από τη διαταραχή αντεστραμμένης ή κεκλιμένης αντιληπτικότητας: https://www.researchgate.net/publication/6518309).

 

Αποκαλυπτική για τα όσα συζητάμε είναι και μία άλλη κατάσταση, γνωστή ως «σύνδρομο της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» («Alice in Wonderland syndrome» ή εν συντομία «AIWS» – http://en.wikipedia.org/wiki/Alice_in_Wonderland_syndrome). Χαρακτηρίζεται από επεισόδια στρέβλωσης της αντιληπτικότητας, κατά τα οποία κανείς μπορεί να βλέπει τα αντικείμενα υπερβολικά μεγάλα, υπερβολικά μικρά, ή με αλλαγμένες αναλογίες, ώστε ακόμη και το ίδιο του το σώμα να δείχνει παραμορφωμένο (χαρακτηριστικά, με πολύ μακριά μέλη). Παράλληλα συνυπάρχει και αλλοίωση της προοπτικής (π.χ. μπορεί ένας διάδρομος να φαίνεται υπερβολικά στενός και μακρύς, ή ένα μακρινό αντικείμενο να δίνει την εντύπωση ότι απέχει ελάχιστα), ενώ συχνά επηρεάζεται και η αντίληψη του χρόνου, δημιουργώντας την αίσθηση της εξαιρετικά γρήγορης ή εξαιρετικά αργής αλληλουχίας γεγονότων. Σε σπανιότερες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλώνονται και πιο περίπλοκα φαινόμενα, όπως ψευδαισθήσεις αντικειμένων, ακροάσεις ομιλιών ή μουσικής, εμπειρίες επισκέψεων σε άγνωστους τόπους, αίσθηση μη–πραγματικότητας, ακόμη και αίσθηση παρουσίας ενός ορατού ή αόρατου παρά–εαυτού. Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι, ως σύνδρομο, το AIWS αναγνωρίστηκε και πρωτοπεριγράφηκε μόλις το 1955, ενώ ακόμη και στις μέρες μας πολλοί ψυχίατροι μπερδεύουν τις εκδηλώσεις του με τα συμπτώματα της ψύχωσης. Αυτή η σύγχυση εξηγεί και γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι με AIWS αποφεύγουν να μιλήσουν γι' αυτό, με αποτέλεσμα να καταγράφεται ένα μικρό μόνο ποσοστό των συνολικών περιπτώσεων. Γνωρίζουμε ότι καταστάσεις όπως η επιληψία, η λοίμωξη από τον ιό Epstein–Barr και η λήψη ψυχοτρόπων ουσιών όπως το LSD μπορεί να οδηγήσουν σε εκδήλωση AIWS, ωστόσο η μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων σχετίζεται, και πάλι, με κρίσεις ημικρανίας. Μάλιστα, όπως και με τη διαταραχή αντεστραμμένης ή κεκλιμένης αντιληπτικότητας, τα επεισόδια του συνδρόμου εκδηλώνονται συνήθως στο σκοτάδι της νύχτας, πολλές φορές καθώς κανείς ξαπλώνει για να κοιμηθεί. Όσο για τη συχνότητα του, στα παιδιά και στους εφήβους το AIWS θεωρείται σχετικά συνηθισμένο (περισσότερα: http://h2g2.com/dna/h2g2/A56993016, http://www.aiws.info/symptoms, http://www.guardian.co.uk/lifeandstyle/2008/feb/16/healthandwellbeing.familyandrelationships/print).

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας του διηγήματος "Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων", Charles Lutwidge Dodgson, γνωστότερος με το ψευδώνυμο Lewis Caroll, υπέφερε από ημικρανίες, πιθανώς και από κρίσεις επιληψίας. Έχει διατυπωθεί, λοιπόν, η βάσιμη άποψη ότι οι περιπέτειες της νεαρής ηρωίδας του διηγήματος –που είχε τη δυνατότητα να μικραίνει, να γίνεται γιγάντια και να ταξιδεύει σε έναν παράξενο υπόγειο κόσμο, κατοικημένο από αλλόκοτους κατοίκους– ήταν εμπνευσμένες από εμπειρίες του ίδιου του συγγραφέα, απότοκες επεισοδίων AIWS. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο Dodgson, πέρα από συγγραφέας, ποιητής και φωτογράφος, ήταν και βραβευμένος μαθηματικός, διάκονος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, μελετητής της επιστήμης της Λογικής, αλλά και ιδρυτικό μέλος της «Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών» («Society for Psychical Research»), που σκοπό είχε τη διερεύνηση παραφυσικών φαινομένων και «ψυχικών» δυνάμεων. Η οργάνωση αυτή ήταν η πρώτη του είδους της στον κόσμο, λειτουργεί μέχρι σήμερα, και θεωρείται από τις σοβαρότερες, ενώ μέλη της υπήρξαν παγκοσμίως επιφανείς συγγραφείς, ποιητές, επιστήμονες και φιλόσοφοι, όπως ο Arthur Conan Doyle, ο William Butler Yeats, ο Alfred Russel Wallace και ο Carl Gustav Jung (περισσότερα: http://en.wikipedia.org/wiki/Society_for_Psychical_Research). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο ψιλόλιγνος Dodgson, με το βαρύ βάδισμα, την κώφωση από το ένα αυτί και το ήπιο τραύλισμα, ήταν μία πολυσύνθετη προσωπικότητα – αμφιλεγόμενη εν πολλοίς μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, οι οποίοι προβάλλουν διάφορες θεωρίες για τους λόγους της εξαφάνισης τεσσάρων τόμων και επτά σελίδων από το λεπτομερές ημερολόγιο που τηρούσε (περισσότερες πληροφορίες για τα προηγούμενα και αναλυτική βιογραφία: http://en.wikipedia.org/wiki/Lewis_Carroll).

 

Υπάρχουν και διάφορες άλλες νευρολογικές διαταραχές που, άμεσα ή έμμεσα, επηρεάζουν την ικανότητα του εγκεφάλου να αντιλαμβάνεται, να επεξεργάζεται και να ερμηνεύει τις γωνίες. Οι ιατρικές τους παράμετροι είναι εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, και δε χρειάζεται να μας απασχολήσουν περισσότερο εδώ. Η βαθύτερη σημασία τους, άλλωστε, έγκειται αλλού. Καταστάσεις όπως αυτές, μέσα από την αλλόκοτη συμπτωματολογία τους, στην πραγματικότητα αφηγούνται τις περιπέτειες 1300–1500 γραμμαρίων μαλθακής, λευκωπής οργανικής ύλης –του εγκεφάλου μας– καθώς, μέσα από μυριάδες υπολογισμούς και μετασχηματισμούς την κάθε στιγμή, πασχίζει να πλοηγείται σε τρεις διαστάσεις του θεμελιώδους συμπαντικού μεγέθους που ονομάζουμε χώρο, με οδηγούς και φάρους τις κάθε είδους γωνίες.

 

Οι γωνίες των αντικειμένων και της προοπτικής συνθέτουν το αποτύπωμα του χώρου στην αντίληψη μας.

 

Γιατί οι γωνίες αντιπροσωπεύουν όρια. Όρια, τα οποία ο εγκέφαλος αξιοποιεί για να χαρτογραφεί το χώρο, αλλά εκλαμβάνει και σε υποσυνείδητο επίπεδο. Στο ίδιο αυτό υποσυνείδητο επίπεδο, οι γωνίες λογίζονται και ως ακαριαίες αλλαγές κατεύθυνσης/πορείας/κατάστασης. Ενυπάρχουν έτσι συμβολισμοί και συσχετισμοί με βαθύτερες και πιο σύνθετες έννοιες, οι οποίοι ενίοτε αναδύονται και σε καθημερινές μας εκφράσεις. Λέμε, για παράδειγμα, ότι «διαφωνούμε κάθετα» για να υποδηλώνουμε την απολυτότητα της αντίθεσης μας, ή αναφερόμαστε σε «γωνιές» όταν θέλουμε να περιγράψουμε μικρές επικράτειες που αφορίζονται και διαφοροποιούνται από τον περίγυρο τους.

 

Κάπου εδώ φτάνουμε και στον πυρήνα του όλου θέματος. Είναι αυτή η παράξενη, απροσδιόριστη φόρτιση των γωνιών με συναισθήματα, έννοιες και μηνύματα, που τελικά εσωκλείει σε αυτές κάτι περισσότερο από γεωμετρικές ιδιότητες. Προκύπτουν έτσι αδιόρατες αλλά ουσιώδεις επιδράσεις, καθώς το είδος των γωνιών μιας σκηνής και η διάταξη τους στο χώρο προσλαμβάνονται από τον ανθρώπινο εγκέφαλο ως πληροφορίες που, πέραν της χωρικής αντίληψης, εντυπώνονται και σε άλλα επίπεδα. Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του, σχετικό με τις διαφορές μεταξύ λαών στην αντίληψη σχημάτων και χρωμάτων σε εικόνες, ο Rune Pettersson, Σουηδός ειδικός στην «Ιnfology» και καθηγητής «Information Design» (οι δύο όροι είναι παρεμφερείς και αφορούν την κατάλληλη «συσκευασία» της πληροφορίας ώστε αυτή να γίνεται χρηστική) παρατηρεί ότι, όπως έχουν αποκαλύψει ανθρωπολογικές μελέτες, αρκετοί πρωτόγονοι λαοί αποστρέφονται τις εικόνες που περιέχουν ευθείες και γωνίες, ενώ αντιθέτως προτιμούν φυσικά καμπύλα σχήματα, στα πρότυπα των οποίων είναι κτισμένες και οι καλύβες τους (https://www.researchgate.net/publication/227321039). Σημειώνει δε ότι, σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, ήταν γύρω στο 1880 που στην Ευρώπη άρχισε να κυριαρχεί μια γωνιώδης οπτική του κόσμου, διατυπώνοντας και αυτός με τη σειρά του την άποψη ότι η γεωγραφία/τοπογραφία του περιβάλλοντος ασκεί επιρροή στην οπτική αντιληπτικότητα των ανθρώπων.

 

Δε χρειάζεται, βέβαια, κανείς παρά να κοιτάξει τις πόλεις μας, με τις δικές μας «καλύβες», για να κατακλυστεί από αυτή τη «γωνιώδη οπτική του κόσμου». Και θα είχαν ενδιαφέρον οι αντιδράσεις εκείνων των πρωτόγονων με την ενστικτώδη άπωση προς τις γωνίες αν με κάποιον τρόπο βρίσκονταν να τριγυρνούν σε πόλεις όπως η Αθήνα. Εξίσου ενδιαφέρουσες θα ήταν και οι εντυπώσεις του Πυγμαίου της αφήγησης του Turnbull αν ξαφνικά στεκόταν περιτριγυρισμένος από τα πολυώροφα κτίρια της πόλης. Όμως, η πραγματικά αποκαλυπτική εμπειρία θα ήταν κάποιου που, όντας κάτοικος της πόλης και εξοικειωμένος με αυτή, θα κατάφερνε να αποστασιοποιηθεί από τους δικούς του χωρικούς ερμηνευτικούς αυτοματισμούς, ερχόμενος αντιμέτωπος σαν για πρώτη φορά με τους γρίφους των γωνιών του αστικού τοπίου. Αν το κατόρθωνε αυτό, έστω για λίγο, έστω εν μέρει, θα αντίκριζε μια πόλη διαφορετική στη θέση της πόλης που γνώριζε, με το «κοντά», το «πέρα», το «μεγάλο» και το «μικρό» να ζητούν εκ νέου προσδιορισμούς – με αποστάσεις και διαστάσεις, όχι αυτόδηλες, αλλά ακαθόριστες και συγκεχυμένες. Θα ήταν, ασφαλώς, δύσκολο κάτι τέτοιο, καθώς θα προϋπέθετε την επιλεκτική αναστολή μίας από τις βασικές λειτουργίες της συνείδησης. Ωστόσο, δε θα ήταν ανέφικτο. Ο μηχανισμός υπάρχει, και το μόνο που απαιτείται είναι η –έστω και μερική– απενεργοποίηση του.

 

Σε μία ευρείας κλίμακας μελέτη, διάρκειας έξι ετών, ανθρωπολόγοι και ψυχολόγοι θέλησαν να ελέγξουν την υπόθεση ότι το περιβάλλον επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι μαθαίνουμε να αντιλαμβανόμαστε όσα βλέπουμε (περίληψη δημοσιεύεται από το Massachusetts Institute of Technology στη διεύθυνση http://web.mit.edu/allanmc/www/socialperception14.pdf). Υπέβαλαν, έτσι, άτομα διαφορετικών εθνικοτήτων σε ένα απλό τεστ: τους έδειξαν επιλεγμένα, στοιχειώδη γωνιώδη σχήματα, γνωστά για την ιδιότητα τους να δημιουργούν οπτικές απάτες σε ανθρώπους του δυτικού κόσμου, ζητώντας τους να περιγράψουν τι έβλεπαν. Όπως αναμενόταν, οι αποκρίσεις διέφεραν ανάλογα με την καταγωγή, με εκείνες των ανθρώπων που είχαν μεγαλώσει σε μη αστικά περιβάλλοντα να παραμένουν κατά κανόνα ανεπηρέαστες από τις οπτικές απάτες στις οποίες υπέπιπταν οι δυτικοί αστοί. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η μελέτη δε θα πρέπει τελικά να προκαλούν έκπληξη. Κατά λέξη: «Δημοσιοποιήσαμε εδώ μία μελέτη που αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών όσον αφορά την επιρρέπεια σε ορισμένες γεωμετρικές, ή οπτικές απάτες. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι διαφορές αυτές δεν είναι φυλετικές διαφορές. Είναι διαφορές που προκύπτουν από τους ίδιους παράγοντες που ευθύνονται και για τις διαφορές μεταξύ ατόμων όσον αφορά την επιρρέπεια σε οπτικές απάτες, δηλαδή διαφορές στη βιωματική εμπειρία. Τα ευρήματα που δημοσιεύσαμε, και τα ευρήματα άλλων που ανασκοπήσαμε, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε ένα σημαντικό βαθμό μαθαίνουμε να αντιλαμβανόμαστε· ότι παρά την φαινομενικά απόλυτη φύση των προϊόντων της αντίληψης μας, αυτά καθορίζονται από ερμηνευτικές συνήθειες στην αντιληπτικότητα· και ότι διαφορές στις ερμηνευτικές συνήθειες είναι αναμενόμενες μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών. Για όλους τους ανθρώπους η βασική διαδικασία της αντιληπτικότητας είναι ίδια· μόνο τα προϊόντα της διαφέρουν, και διαφέρουν μόνο επειδή αντικατοπτρίζουν διαφορετικές ερμηνευτικές συνήθειες στην αντιληπτικότητα.»

 

Ναι, κατά ένα μεγάλο μέρος, βλέπουμε ό,τι και όπως έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε. Και, ναι, αν κανείς κατάφερνε, φευγαλέα έστω, να κοιτάξει την πόλη απαλλαγμένος από όλη αυτή του την εκπαίδευση, θα έβλεπε μια άλλη πόλη. Αλλά, ακόμη πιο πέρα, και θα αισθανόταν μια άλλη πόλη, καθώς η παύση ερμηνευτικών αυτοματισμών και τυποποιήσεων θα επέτρεπε στη λεπτή συναισθηματική αντήχηση των χωρικών δεδομένων να γίνει αισθητή. Τότε, αυτή θα ήταν μια πόλη όπου τα σχήματα θα συνυφαίνονταν με αισθήσεις και νοήματα, καθώς στην ερμηνεία των γωνιών του χώρου θα εμπλέκονταν από την αρχή κέντρα του εγκεφάλου που τα νευρωνικά κυκλώματα της έως τότε εκπαίδευσης παρέκαμπταν, ως ξένα προς το αντικείμενο. Και τότε, σε έναν τέτοιο ειρμό σχημάτων, αισθήσεων και νοημάτων, ίσως διακρίνονταν, σε συνειδητό πλέον επίπεδο, περιοχές της πόλης με «γεωμετρία» ιδιόμορφη, απόκοσμη και στρυφνή, εν μέσω μιας ακαθόριστης αλλά ανεξίτηλης εντύπωσης από παράξενες γωνίες.

 

Τον όρο «παράξενες γωνίες», με μία πιο ειδική έννοια, είχε καθιερώσει ο συγγραφέας H. P. Lovecraft, κυρίως μέσα από τα διηγήματα του "The Call of Cthulhu" και "The Dreams in the Witch House" (http://www.hplovecraft.com/writings/texts/fiction/cc.asp, http://www.hplovecraft.com/writings/texts/fiction/dwh.asp).

 


 

 

 

Στη Βαβέλ των αστικών τοπίων, οι γωνίες αποτελούν την πλέον κοινή γλώσσα. Και, όπως με κάθε γλώσσα, πολλά μπορεί να λεχθούν, μερικές φορές μέσα από «λέξεις» υπαινικτικές και ασυνήθιστες.

 

Μια τέτοια ματιά στην πόλη θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί για περισσότερο από μερικές στιγμές, καθώς το επακόλουθο σοκ θα επανέφερε σχεδόν ακαριαία τις αποκομμένες γνωστικές λειτουργίες της συνείδησης, μαζί με όλη την προηγούμενη «εκπαίδευση». Σε αυτές τις λίγες στιγμές, όμως, κανείς θα είχε την ευκαιρία, όχι απλώς να δει, αλλά και να βιώσει μια πρωτόγνωρη εικόνα, από μια πραγματική «πόλη των θαυμάτων».

 

Δεν πρόκειται για κάποια υποθετική ή απίθανη δυνατότητα. Γνωστή και πολυμελετημένη μεταξύ των νευρολόγων είναι η παρεμφερής κατάσταση της «συναισθησίας», που χαρακτηρίζεται από παράδοξη διασύνδεση αισθητηριακών οδών και λειτουργιών, κατά τρόπο ώστε π.χ. κάποιος να βλέπει οσμές, να βλέπει ήχους, ή ακόμη και να οσμίζεται μελωδίες. Αυτή η διασύνδεση, εκτός από αισθητηριακά ερεθίσματα, μπορεί να αφορά και σύμβολα ή σύνθετες έννοιες. Έτσι, υπάρχουν συναισθητικοί στους οποίους τα γράμματα και οι αριθμοί γεννούν την αίσθηση χρωμάτων, συναισθητικοί στους οποίους η σκέψη αριθμών συνοδεύεται από προβολή τους σε συγκεκριμένες θέσεις στο χώρο, άλλοι, οι οποίοι ταυτίζουν αριθμούς, γράμματα, ημέρες ή μήνες με διαφορετικές προσωπικότητες, ακόμη και σπανιότερες περιπτώσεις, όπου συγκεκριμένες λέξεις και φωνήματα γεννούν συγκεκριμένες γεύσεις. Μερικές φορές η συναισθησία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα παθήσεων ή λήψης ψυχοτρόπων ουσιών, συχνότερα όμως πρόκειται για μόνιμη, εκ γενετής κατάσταση με ασαφή κληρονομικότητα. Υπολογίζεται ότι περίπου ένας σε κάθε εικοσιτρείς ανθρώπους παρουσιάζει κάποιας μορφής συναισθησία, με τη συχνότητα να αυξάνεται μεταξύ καλλιτεχνών. Όσο για τους συναισθητικούς, συνήθως εκδηλώνουν έκπληξη όταν για πρώτη φορά συνειδητοποιούν ότι οι άλλοι άνθρωποι δε μοιράζονται τις εμπειρίες τους, ενώ συχνά κρατούν την ιδιαιτερότητα τους μυστική για μια ζωή, θεωρώντας την ένα είδος δώρου (περισσότερες πληροφορίες για τη συναισθησία: http://en.wikipedia.org/wiki/Synesthesia, http://el.wikipedia.org/wiki/Συναισθησία, http://www.synesthesia.gr).

 

Ίσως σε όλους τους ανθρώπους να ενυπάρχει κάποιου βαθμού συναισθησία. Στο ψυχολογικό πείραμα του Wolfgang Köhler, οι ερωτώμενοι καλούνται να χαρακτηρίσουν ένα από τα σχήματα της παραπάνω εικόνας με το όνομα "Bouba", και το άλλο με το όνομα "Kiki". Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων απαντά κατά συγκεκριμένο τρόπο. Μπορείτε να επιλέξετε απάντηση, και στη συνέχεια, κάνοντας κλικ στην εικόνα, να δείτε τη σχετική στατιστική (παράθεση από τη σελίδα http://en.wikipedia.org/wiki/File:Booba-Kiki.svg).

 

Οι αναλογίες και οι προεκτάσεις της συναισθησίας σε σχέση με όσα συζητάμε είναι προφανείς. Γιατί, αν λέξεις του κοινού λόγου είναι δυνατόν να συνυφαίνονται με χρώματα ή γεύσεις, τότε και λέξεις της γλώσσας του χώρου θα ήταν δυνατόν να συνυφανθούν με προβολές των αισθήσεων και του νου. Η διαφορά είναι ότι, αντίθετα με τους εκ γενετής συναισθητικούς, των οποίων η ικανότητα είναι έμφυτη, κανείς θα χρειαζόταν να αποεκπαιδεύσει και εμμέσως να επανεκπαιδεύσει τις αντιληπτικές του λειτουργίες προς την κατεύθυνση αυτή, εφαρμόζοντας –στην αρχή τουλάχιστον– σε επίπεδο «software» εκείνα που σε άλλους συντελούνται σε επίπεδο «hardware». Και, όπως γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με υπολογιστές, τέτοιες προσομοιώσεις είναι και εφικτές και ευρέως διαδεδομένες. Αλλά, τι όψη, τι αίσθηση και τι «ηχώ» θα αποκτούσε ο χώρος «ιδωμένος» έτσι... με περιοχές κυριολεκτικά φωτεινές και κυριολεκτικά σκοτεινές, με κοιλάδες μελωδικές και υψώματα δυσώδη, με όγκους τερπνούς και εσοχές επίφοβες... σε ένα είδος συναισθησίας των στοιχειωδών λέξεων του χώρου, δηλαδή των κάθε είδους γωνιών. Γιατί, είπαμε, οι γωνίες αντιπροσωπεύουν όρια. Και, σαν όρια, ορίζουν.

 

Σε μια άκρη της πόλης, ένα από τα τελευταία σπίτια καταλήγει σε οξεία γωνία. Στην κορυφή της έχει τοποθετηθεί ένα προσωπείο. Ο λόγος άγνωστος. Ωστόσο, μέσα στη νύχτα, η όλη σκηνή μοιάζει αλληγορική, γεμάτη νόημα.

 

Υπολογίζονται σε μοίρες οι γωνίες, κατά το αρχαίο μείρομαι, που σημαίνει «μοιράζω». Η λέξη και το νόημα ταυτίζονται σε σχέση με τις μυθολογικές Μοίρες, τις τρεις κόρες του Δία και της Νύχτας. Ταιριαστό, αν κανείς αναλογιστεί ότι είναι σε μοίρες που οριοθετείται ο ανθρώπινος χώρος. Αλλά και ο χρόνος μετρήθηκε από τους ανθρώπους με βάση τις κλίσεις των σκιών και τις μοίρες των γωνιών ανάμεσα σε ουράνια σώματα. Τις ίδιες αυτές γωνίες μετρούν και αναλύουν ως τις μέρες μας οι θιασώτες της αστρολογίας, επιζητώντας την πρόγνωση του ανθρώπινου πεπρωμένου.

 

Οι γωνίες εμπλέκονται παντού, στα έργα αλλά και στη νόηση των ανθρώπων. Μέσω της επεξεργασίας τους ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται σχήματα και αναλογίες, μεγέθη και αποστάσεις, κινήσεις και θέσεις – τελικά, τον κόσμο τον ίδιο. Ζουν εκεί τη δική τους ζωή, σε έναν ζωντανό υπερυπολογιστή που τις πιθανολογεί αδιάκοπα –με σχετική μόνο επιτυχία, όπως είδαμε– στη διαρκή προσπάθεια του να ανιχνεύει το περιβάλλον του. Είναι οι υποκειμενικές και υπό ερμηνεία «εγκεφαλικές» αυτές γωνίες –και εδώ, αξίζει κανείς να θυμηθεί για μία ακόμα φορά την ιστορία με τον Πυγμαίο– που μεταφράζουν την πραγματικότητα στην εικόνα που εμείς έχουμε γι' αυτή. Τροποποιώντας κανείς τους όρους ερμηνείας τους, τροποποιεί τους όρους αποτύπωσης της πραγματικότητας. Θα ήταν δύσκολη και προβληματική μια τέτοια παρέμβαση, καθώς ο «μεταφραστής» λειτουργεί πλήρως αυτοματοποιημένα, έξω από κάθε συνειδητό έλεγχο, και με πρότυπα που βρίσκονται εντυπωμένα βαθιά μέσα μας. Ωστόσο, η επακόλουθη μετάπτωση θα μπορούσε να οδηγήσει πολύ μακριά, πέρα και από τη συναισθησία, πλέον σε μια κατάσταση αλλ–αισθησίας. Το «πώς» ενός τέτοιου εγχειρήματος το σκιαγραφήσαμε αδρά στις παραπάνω γραμμές. Το πότε, ανήκει σε μια άλλη μεγάλη συζήτηση, σημεία της οποίας θίξαμε στην προηγούμενη υποενότητα. Όσο για το πού...

 

Θα μπορούσε κανείς να ξεκινήσει από το σκαλοπάτι κάποιου ξεχασμένου κήπου. Ή, ίσως, από τη γωνία της διασταύρωσης δύο κεντρικών λεωφόρων. Στην πόλη, την επικράτεια των γωνιών, κάθε γωνία έχει μια δική της ιστορία να αφηγηθεί. Στη δική της γλώσσα.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ