ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Νύχτα (μέρος Β')

 

 

Περνώντας μπροστά από τον τυφλό γλύπτη, ο αναζητητής έγνευσε νοερά σε χαιρετισμό. Ήταν παλιοί νυχτερινοί γνώριμοι οι δυο τους, και, παρότι τυφλός, ο τυφλός γλύπτης ήταν βέβαιο ότι ανταπέδιδε κι εκείνος το χαιρετισμό, με τον δικό του νοερό τρόπο.

 

 

Ήταν μία ασυνήθιστη μορφή, την οποία ο αναζητητής όταν είχε πρωτοδεί, από μακριά και μέσα στη νύχτα, είχε περάσει για φιγούρα κάποιου είδους πυροβολητή, λόγω της στάσης και του «μυδραλιοβόλου» που έμοιαζε να κρατά στα χέρια. Διαβάζοντας τη μικρή συνοδευτική πινακίδα στο βάθρο, είχε καταλάβει.

 

 

Το γλυπτό παρίστανε έναν τυφλό γλύπτη εν ώρα δημιουργίας, και, όπως είχε αρχικά υποθέσει και αργότερα επιβεβαιώσει, ήταν έργο ενός γλύπτη που ήταν πράγματι τυφλός, ο ίδιος. Τις φθινοπωρινές νύχτες, οπότε και περνούσε συχνότερα από το σημείο, ο αναζητητής συνήθιζε να στήνει σύντομους, σιωπηρούς διαλόγους με τον τυφλό γλύπτη. Παρότι σύντομοι, σιωπηροί και με τυφλό συνομιλητή, οι διάλογοι εκείνοι προχωρούσαν σε βάθος, καταλήγοντας πάντα να θίγουν ζητήματα θεμελιώδη, δύσκολα συζητήσιμα. Και υπήρχε μια χροιά μυσταγωγίας σε όλα αυτά, αφού το νυχτερινό συναπάντημα με τη σκοτεινή μεταλλική φιγούρα ενός τυφλού γλύπτη, που με τη σειρά της είχε πλαστεί από τα χέρια ενός άλλου γλύπτη δίχως όραση, απέπνεε κάτι το γνήσια μυστικιστικό. Τυφλοί γλύπτες είμαστε όλοι, σκεφτόταν ο αναζητητής, και, σκυφτοί μες στη μεγάλη νύχτα του κόσμου, πασχίζουμε απεγνωσμένα να δίνουμε σχήμα στην εύπλαστη άγνοια με την οποία μας τροφοδοτεί η τυφλότητα μας.

 

Εισέπραττε μια εξαγνιστική αίσθηση καθώς κοίταζε τη βυθισμένη στη νύχτα πόλη, με τα αμέτρητα λαμπυρίζοντα φώτα της. Και, παρά το μύθο που ήθελε τη Νύχτα μητέρα της Απάτης, ένιωθε πως, αν η πόλη είχε φωνή, εκείνες τις προχωρημένες νυχτερινές ώρες θα έλεγε την αλήθεια. Το ίδιο το αστικό τοπίο έμοιαζε πιο απόμακρο αλλά και πιο αληθινό – πιο υπαρκτό, κατά κάποιον περίεργο τρόπο.

 

 

Ξυλογραφίες από τη σειρά "Die Stadt" ("Η Πόλη") του Φλαμανδού ζωγράφου Frans Masereel (1889–1972).

 

Είχε περιπλανηθεί στα δρομάκια της Νέας Υόρκης, της Πράγας, της Σαγκάης, του Καΐρου, του Νέου Δελχί, και πολλών άλλων, ετερόκλητων πόλεων ανά τον κόσμο. Είχε βαδίσει κάτω από ουρανούς πρωτόγνωρους, είχε βρεθεί σε παράξενες γειτονιές, και είχε πιάσει πολύ ασυνήθιστα μηνύματα να πλανώνται στον αέρα. Όμως, η χαρτογράφηση της αισθαντικότητας στην Αθήνα ήταν πάντα μια ξεχωριστή διαδικασία, που επεφύλασσε πολλές εκπλήξεις. Τώρα λοιπόν, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα από τον τυφλό γλύπτη, κοντοστεκόταν μπροστά στο Μουσείο Συναισθημάτων Παιδικής Ηλικίας.

 

 

Ναι, υπήρχε ένα μουσείο παιδικών συναισθημάτων στην Αθήνα, για το οποίο λίγοι γνώριζαν κι ακόμη λιγότεροι ενδιαφέρονταν. Με εκθέματα ευπαθή και ασυνήθιστα όπως τα συναισθήματα, και μάλιστα εκείνα της παιδικής ηλικίας, το μουσείο φαινόταν να απευθύνεται εξίσου σε μελλοντικούς ενήλικες και πρώην παιδιά. Ήταν μια κιβωτός, αξιοποιήσιμη όμως τελικά ως τέτοια μόνο από όσους δεν είχαν επιτρέψει στα εκθέματα να εκπέσουν πράγματι σε μουσειακά είδη. Όσο για τον αναζητητή, εκείνος ήταν πρώην ενήλικας, και η προχωρημένη νύχτα ενίσχυε αυτή του την υπόσταση. Κατά τη δική του άποψη, ένα μουσείο παιδικών συναισθημάτων όφειλε να παραμένει ανοιχτό ορισμένες νύχτες κάθε μήνα. Μήπως, και η νύχτα δεν είχε τον δικό της ιδιαίτερο ρόλο στα παιδικά συναισθήματα; Τώρα που το σκεφτόταν, όλα τα μουσεία, ανεξαρτήτως αντικειμένου, θα έπρεπε να παραμένουν επισκέψιμα κάποιες τουλάχιστον νύχτες. Αρκετοί θα έσπευδαν για μια διανυκτέρευση σε αυτά, αρνούμενοι τον ύπνο, πληρώνοντας ακόμη και υψηλό αντίτιμο για μια τέτοια ευκαιρία να ξεχαστούν και να θυμηθούν μέσα στη νύχτα.

 

Παρασυρμένος από την εναλλαγή εικόνων και συναισθημάτων, ο αναζητητής κατέβαλλε τώρα προσπάθεια προκειμένου να ελέγξει ξανά τις σκέψεις του. Μια σπάνια ησυχία είχε απλωθεί, καθώς στην πόλη δεν κυκλοφορούσαν πια παρά ελάχιστα τροχοφόρα. Με τους δρόμους άδειους και τα περισσότερα φανάρια ρυθμισμένα να αναβοσβήνουν στο προειδοποιητικό πορτοκαλί του κινδύνου, εκείνος είχε πλέον περάσει σε κατάλληλη εσωτερική «τροχιά» για το καθεαυτό εγχείρημα της νυχτερινής εξόρμησης.

 

 

Δε θα μπορούσε να εκφράσει με λέξεις το τι ακριβώς ήταν εκείνο που προσπαθούσε να πετύχει, ακόμη κι αν έπρεπε να το εξηγήσει στον ίδιο του τον εαυτό. Το πλησιέστερο που θα μπορούσε να πει ήταν ότι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, με το βήμα του σε ρόλο γραφίδας, επιχειρούσε να διαγράψει μια μονοκονδυλιά μεταξύ επιλεγμένων σημείων στο πλέγμα της πόλης.

 

Αυτή καθεαυτή η έννοια της μονοκονδυλιάς είχε εξάψει από παλιά το ενδιαφέρον του αναζητητή, καθώς στο βάθος της ένιωθε ότι κρύβονταν λεπτά μυστικά σε σχέση με το Χώρο και τις ιδιότητες του. Παρότι το κατανοούσε λογικά, το γεγονός ότι ένα σχήμα –το ίδιο ακριβώς σχήμα– μπορούσε να σχεδιαστεί μονοκονδυλιά εφόσον η σχεδίαση ξεκινούσε από ορισμένα μόνο σημεία του, ενώ από άλλα όχι, ήταν κάτι που δεν έπαυε να του γεννά μια αίσθηση παραδοξότητας. Είχε ανατρέξει στα μαθηματικά, και συγκεκριμένα στα περί «διαδρομών Euler» («Eulerian paths» – http://en.wikipedia.org/wiki/Eulerian_path), όπου απαριθμούνταν οι σχετικοί κανόνες. Σύμφωνα με αυτούς, ένα σχήμα κλειστό –δηλαδή, με αρχή και κατάληξη της σχεδίασης στο ίδιο σημείο– μπορούσε να σχεδιαστεί μονοκονδυλιά μόνο εφόσον σε κάθε του κορυφή κατέληγε ζυγός αριθμός ακμών, ενώ ένα σχήμα ανοιχτό –όπου, δηλαδή, η σχεδίαση ξεκινούσε και τελείωνε σε διαφορετικά σημεία– εφόσον μονός αριθμός ακμών κατέληγε το πολύ σε δύο του κορυφές.

 

Αυτά όριζαν τα μαθηματικά. Υπήρχαν και διάφοροι άλλοι ενδιάμεσοι κανόνες και επιμέρους κριτήρια, που όμως τελικά δεν είχαν σημασία. Σε κάποιο άλλο Σύμπαν μπορεί να ίσχυαν διαφορετικοί νόμοι, χωρίς και πάλι η ουσία να άλλαζε. Και η ουσία για τον αναζητητή εκείνες τις ώρες ήταν ότι, αν ήθελε να διαγράψει τις διαδρομές που είχε κατά νου –διαδρομές οι οποίες συνέδεαν μεταξύ τους συγκεκριμένα σημεία της πόλης– υπήρχαν μετρημένοι ορθοί συνδυασμοί κίνησης μέσα σε μια απειρία δυνατοτήτων. Ήταν καθαρά θέμα γεωμετρίας – μια αστική μονοκονδυλιά. Και το ζήτημα δεν ήταν μόνο η επιλογή πορείας· υπήρχαν περιπτώσεις που, για την ίδια σχηματικά διαδρομή, το σημείο εκκίνησης από μόνο του καθόριζε το κατά πόσο αυτή θα ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί με ένα μόνο πέρασμα. Πράγμα που σήμαινε ότι μια διαδρομή του είδους στην πόλη μπορούσε να είχε αποτύχει ήδη από το ξεκίνημα της.

 

Αλλά, οι γεωμετρικοί γρίφοι αφορούσαν μία μόνο διάσταση του όλου εγχειρήματος. Η νυχτερινή πορεία ήταν και εσωτερική, αφού οι άξονες της διαδρομής είχαν παραλληλισμούς σε πολλαπλά επίπεδα. Ο δε αναζητητής εφάρμοζε μια αντιστροφή οπτικής, κατά την οποία ήταν το αστικό σκηνικό που μετατοπιζόταν καθώς βάδιζε, ενώ εκείνος παρέμενε σταθερός. Σε κάθε περίπτωση, νοητικά και μη, η διαδρομή ήταν το παν.

 

Ο χρόνος που είχε στη διάθεση του ήταν πια περιορισμένος, καθώς σε λίγο θα ξημέρωνε. Τώρα, τα άστρα είχαν γίνει ένα με την πόλη και οι σιλουέτες των κτιρίων μπερδεύονταν με σκιές. Χόρευε μόνος στη μεγάλη σκηνή της πόλης, αναπνέοντας τη νύχτα ως αντίδοτο της ημέρας. Τα βήματα του ήταν διερευνητικά. Γνώριζε τις νότες αλλά του διέφευγε η μελωδία.

 

 

Όταν ο αναζητητής επέστρεψε σπίτι, το στόμα του είχε στεγνώσει και τα πόδια του πονούσαν μέσα στις μπότες από το πολύωρο περπάτημα. Τη νύχτα είχε πλέον διαδεχθεί ένα βροχερό πρωινό, και έξω από το παράθυρο οι άνθρωποι βιάζονταν να προλάβουν τις δουλειές τους. Δεν είχε καταφέρει να βρει τη σωστή διαδρομή, ωστόσο αισθανόταν ότι είχε σημειώσει πρόοδο. Ήταν κουρασμένος, αλλά και εξαίσια γεμάτος. Η πόλη ταξίδευε και στριφογύριζε μαζί με τη Γη. Και η θεά Νύχτα θα επέστρεφε.

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ