Κι όμως, είναι αυταπόδεικτο ότι τα όνειρα επιτελούν κάποια λειτουργία, και μάλιστα σημαντική, ειδάλλως γιατί να περνάμε το 7% του συνολικού χρόνου ζωής μας ονειρευόμενοι; Και, πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι, ενώ κατά τη διάρκεια του ύπνου ΒΚ (του καθεαυτό ύπνου δηλαδή) η κατανάλωση ενέργειας –υπό μορφή γλυκόζης– από τον εγκέφαλο μειώνεται σημαντικά, κατά τη διάρκεια του παράδοξου ύπνου (των ονείρων, δηλαδή) αυτή αυξάνεται σε επίπεδα τουλάχιστον ίσα με εκείνα ενός ξύπνιου εγκεφάλου που βρίσκεται σε πλήρη εγρήγορση; Μια τέτοια δαπάνη χρόνου και ενέργειας από πλευράς εγκεφάλου δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί σε κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό.
Αλλά, δεν είναι μόνο η κατανάλωση χρόνου και ενέργειας που οδηγεί στο παραπάνω συμπέρασμα, υπάρχει και κάτι ακόμα, πολύ πιο ενδεικτικό. Όπως έχουν δείξει ποικίλες μελέτες και μετρήσεις βιολογικών παραμέτρων, αυτό που κάνει ο ύπνος (ύπνος ΒΚ) είναι να προετοιμάζει το έδαφος για την έλευση των ονείρων (παράδοξος ύπνος). Διά στόματος καθηγητή Jouvet και πάλι (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ):
Μια από τις λειτουργίες του ύπνου είναι να προετοιμάσει τις ενεργειακές συνθήκες που είναι απαραίτητες για την εμφάνιση του ονείρου: ελάττωση της κεντρικής θερμοκρασίας (δηλαδή μείωση της ενεργειακής ζήτησης), ελάττωση της κατανάλωσης του οξυγόνου και δημιουργία ενεργειακών αποθεμάτων υπό μορφή γλυκογόνου, που αποθηκεύεται στα κύτταρα της γλοίας. Όταν –και μόνο τότε– (ο τονισμός των λέξεων είναι του συγγραφέα) έχει επιτευχθεί ικανοποιητικό επίπεδο ενεργειακών αποθεμάτων, το όνειρο μπορεί να επέλθει και να καταναλώσει αυτά τα αποθέματα, ακολουθώντας μεταβολικές οδούς πιθανόν διαφορετικές από τις οδούς της εγρήγορσης. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η ονειρική συνείδηση καταναλώνει μια ποσότητα ενέργειας πιο σημαντική από εκείνη που καταναλώνει η εν εγρηγόρσει συνείδηση. Γι' αυτό όλες οι παρεμβάσεις που αυξάνουν την ενεργειακή ζήτηση του εγκεφάλου (υπερθερμία, πυρετός) ή μειώνουν την προσφορά (υποξία, ισχαιμία) καταστέλλουν την εμφάνιση του ονείρου, αλλά μπορούν να αυξήσουν την εγρήγορση ή τον ύπνο. Η υποχρέωση να ανανεωθούν τα ενεργειακά αποθέματα κατά τη διάρκεια του ύπνου βραδέων κυμάτων εξηγεί, αναμφίβολα, αλλά όχι κατά αποκλειστικότητα, γιατί τα συστήματα που ευθύνονται για την ονειρική δραστηριότητα δεν μπορούν να λειτουργούν παρά μόνο με περιοδικό τρόπο...
...Συμπερασματικά, ο ύπνος βραδέων κυμάτων (καθεαυτό ύπνος) προετοιμάζει με πολλούς τρόπους τις απαραίτητες συνθήκες για την εμφάνιση του παράδοξου ύπνου (όνειρα). Η εμφάνισή του μαρτυρεί, κάθε στιγμή, αφενός την απουσία διέγερσης των συστημάτων της εγρήγορσης και μια σχεδόν ουδέτερη θερμοκρασία περιβάλλοντος, που επιτρέπει τη μείωση του μεταβολισμού, και αφετέρου τη δραστηριότητα του συμπαθητικού συστήματος και της θερμοκρασίας του εγκεφάλου, καθώς επίσης και τη δημιουργία αποθεμάτων ενέργειας. Αυτές οι διαδικασίες φαίνονται απαραίτητες για την κινητοποίηση των χολινεργικών γεφυρο–προμηκικών νευρώνων που ευθύνονται για τον παράδοξο ύπνο.
Με άλλα λόγια, δεν «ονειρευόμαστε όταν κοιμόμαστε», κοιμόμαστε για να, ή τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό για να ονειρευόμαστε! Γεγονός που και πάλι δείχνει το πόσο σημαντικά είναι τα όνειρα για τον εγκέφαλο μας.
Το ερώτημα, λοιπόν, γίνεται ακόμη πιο κεφαλαιώδες: γιατί ονειρευόμαστε;
"Όνειρο", του Ολλανδού ζωγράφου M. C. Esher. |
Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί κατά καιρούς: το όνειρο που εκτονώνει τα απωθημένα μας (όνειρο ψυχανάλυσης κατά Froyd), το όνειρο που μετατρέπει την πρόσφατη μνήμη σε μακροπρόθεσμη, το όνειρο που φέρνει «σε επαφή» το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου με το αριστερό, και πάει λέγοντας. Όπως είπαμε, οι υποθέσεις στις οποίες βασίστηκαν οι θεωρίες αυτές είτε δεν επαληθεύθηκαν είτε αποδείχθηκαν εσφαλμένες.
Μια πιθανή εξήγηση είχε φανεί αρχικά να δίνει η θεωρία που διατύπωσαν το 1983 οι Crick και Mitchison, βασιζόμενοι σε μία τροποποίηση της υπόθεσης που είχε προτείνει παλαιότερα ο Robert (ο νομπελούχος βιολόγος Francis Crick ήταν ο άνθρωπος που, μαζί με τον James Watson, αποκάλυψε το 1959 τη δομή του DNA). Η θεωρία αυτή ήθελε το όνειρο να αποτελεί ένα είδος «γομολάστιχας» που σβήνει επιλεκτικά όλες τις άχρηστες για τον εγκέφαλο πληροφορίες και αναμνήσεις – τα «παράσιτα» που, αν αφήνονταν εγγεγραμμένα, θα κατέκλυζαν το σύστημα και θα το οδηγούσαν σε ακαμψία και κατάρρευση. Το όνειρο, λοιπόν, θεωρήθηκε ως μία διαδικασία λήθης που διευκολύνει την περαιτέρω μάθηση, με την όλη θεωρία να συνοψίζεται σε: «ονειρευόμαστε για να ξεχνάμε». Πειράματα σε ποντίκια, στα οποία είχε επιβληθεί στέρηση του παράδοξου ύπνου (στέρηση δηλαδή των ονείρων, με αφύπνιση όποτε το ΗΕΓ και το ΗΜΓ κατέγραφαν σχετική δραστηριότητα), έδειξαν μείωση της ικανότητας μάθησης όταν το προς αφομοίωση έργο ήταν σχετικά σύνθετο.
Φαινόταν ότι, επιτέλους, είχε βρεθεί μια άκρη· ώσπου ανάλογες μελέτες έγιναν και σε ανθρώπους που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα και, άρα, στερούνταν ονείρων. Τα αποτελέσματα; Τζίφος. Όπως σημειώνει ο Michel Jouvet (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «Εάν, στο ζώο, υπάρχει σχέση ανάμεσα στον παράδοξο ύπνο και στη μάθηση, πρέπει να παραδεχτούμε ότι τέτοια σχέση δεν μπορεί να παρατηρηθεί στον άνθρωπο. Η χορήγηση βενζοδιαζεπινών (αγχολυτικά), που διαταράσσουν λίγο το όνειρο, επιφέρει, μερικές φορές, σημαντικές διαταραχές της μνήμης, ενώ οι ΙΜΑΟ (αντικαταθλιπτικά που αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου ΜΑΟ), που καταστέλλουν εντελώς το όνειρο, δεν επιφέρουν καμιά διαταραχή της μνήμης».
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε πλήρες σκοτάδι όσον αφορά τις λειτουργίες του ονείρου;
Ίσως όχι. Αυτό που πλέον γίνεται αντιληπτό από τους διάφορους μελετητές είναι ότι οι όποιες λειτουργίες των ονείρων δεν μπορούν να στριμωχτούν μέσω πειραμάτων που οδηγούν σε πορίσματα του τύπου «ναι–όχι», «άσπρο–μαύρο». Τα τελευταία χρόνια, μία καινούρια θεώρηση για τα όνειρα κερδίζει συνεχώς έδαφος μεταξύ των νευροβιολόγων, ενισχυόμενη διαρκώς και από νέες παρατηρήσεις. Ναι, φαίνεται ότι τα όνειρα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις διαδικασίες της μάθησης και της αφομοίωσης, όχι όμως με τον απλοϊκό ρόλο της «γομολάστιχας» των Crick και Mitchison, αλλά με έναν πολύ πιο σύνθετο, δυναμικό, ίσως και κάπως τρομακτικό τρόπο. Ας δούμε κάποια δεδομένα που στηρίζουν τη θεώρηση αυτή.
Και πρώτα–πρώτα, γιατί τα ομοιόθερμα είδη (θηλαστικά, πτηνά) ονειρεύονται, ενώ τα ποικιλόθερμα (ψάρια, ερπετά, αμφίβια) όχι; Πειστική απάντηση στο ερώτημα φαίνεται να δίνει η παρατήρηση ότι, ενώ τα τελευταία διατηρούν την ικανότητα να αναγεννούν τους νευρώνες τους καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους, η ικανότητα αυτή (νευρογένεση) παύει στα ομοιόθερμα λίγο μετά τη γέννηση (μετά τον τρίτο μήνα στον άνθρωπο – η περαιτέρω μεγέθυνση του εγκεφάλου οφείλεται σε αύξηση του μεγέθους των νευρώνων, όχι σε αύξηση του αριθμού τους). Με άλλα λόγια, ενώ στα ψάρια, στα αμφίβια και στα ερπετά υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας νέων περιοχών του εγκεφάλου ανάλογα με τις ανάγκες του ζώου, στα θηλαστικά και στα πτηνά η δυνατότητα αυτή λείπει. Εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα ανάπλασης των οσφρητικών –και μόνο– νευρώνων στα θηλαστικά, καθώς και μία ήπια νευρογένεση που παρατηρείται στα πτηνά εποχιακά, κατά τις περιόδους αναπαραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι τα ζώα που δεν ονειρεύονται έχουν τη δυνατότητα να εγγράφουν και να σβήνουν δεδομένα ή να εντυπώνουν τρόπους αυτοματοποιημένης συμπεριφοράς μέσω δημιουργίας νέων νευρώνων στον εγκέφαλο τους. Εμείς οι άνθρωποι, όμως, όπως και όλα τα είδη που ονειρεύονται, στερούμαστε τη δυνατότητα αυτή, οπότε οι όποιες αναπροσαρμογές μπορούν να γίνουν αποκλειστικά και μόνο σε επίπεδο διασύνδεσης των ήδη υπαρχόντων εγκεφαλικών νευρώνων (για την ακρίβεια, μετά την εφηβεία, χάνουμε κάμποσες χιλιάδες νευρώνων καθημερινά – ευτυχώς διαθέτουμε μερικά δισεκατομμύρια). Τα όνειρα, λοιπόν, φαίνεται να έχουν κάποια σχέση με την οργάνωση των πληροφοριών στον εγκέφαλο, δηλαδή με τις διαδικασίες της μάθησης και της αφομοίωσης.
Μία άλλη σημαντική παρατήρηση έχει να κάνει με το ότι, όπως έδειξαν καταγραφές της ονειρικής εγκεφαλικής δραστηριότητας μέσω του ΗΕΓ, καθώς και των ταχέων οφθαλμικών κινήσεων (REM) μέσω του ΗΜΓ, οι κυματομορφές (patterns κυμάτων) που παρατηρούνται μεταξύ ατόμων της ίδιας γενιάς ποντικιών ή μεταξύ ανθρώπων μονοζυγωτών διδύμων (διδύμων που διαθέτουν ίδιο DNA και μοιάζουν σαν «δυο σταγόνες νερό») κατά τη διάρκεια των ονείρων είναι όμοιες. Πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ένα γενετικό συστατικό στα όνειρα, ότι αυτά αποτελούν πεδίο έκφρασης της γενετικής μνήμης κάθε ατόμου.
Από την άλλη, οι ονειρικές περιπέτειες που βιώνουμε κάθε νύχτα διαδραματίζονται συχνά σε χώρους του οικείου μας περιβάλλοντος, με το όλο σκηνικό να συμπληρώνεται από πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις της καθημερινότητας μας. Τα όνειρα, δηλαδή, ενσωματώνουν σε μεγάλο βαθμό γεγονότα της ξύπνιας μας ζωής. Μία μελέτη που έγινε σε δείγμα 400 ονειρικών αναμνήσεων διαφορετικών ατόμων αποκάλυψε ορισμένες σημαντικές ιδιομορφίες στον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία αυτά της ξύπνιας ζωής αναδύονται στα όνειρα. Η μελέτη επικεντρώθηκε στην ανάδυση γεγονότων όχι παλαιότερων των 15 ημερών. Από τις 400 ονειρικές αναμνήσεις που εξετάστηκαν, οι 130 συγκεντρώθηκαν υπό συνθήκες καθημερινής ζωής, ενώ οι 270 κατά τη διάρκεια ταξιδιών στο εξωτερικό ή αμέσως μετά από αυτά. Τα αποτελέσματα ήταν ενδιαφέροντα.
Υπό συνθήκες καθημερινότητας, ενώ γενικά τα γεγονότα που ενσωματώνονται στα όνειρα είναι τα πιο πρόσφατα και υπάρχει μία ομαλή μείωση στην ανάδυση παλαιότερων στοιχείων της ξύπνιας ζωής, παρατηρείται μία αυξημένη συχνότητα ενσωμάτωσης γεγονότων που έχουν βιωθεί 8 εικοσιτετράωρα πριν. Η ίδια περίοδος των 8 εικοσιτετραώρων αποτυπώνεται και στις καταγραφές των ονειρικών αναμνήσεων κατά τη διάρκεια ταξιδιών.
Η εξήγηση που δίνεται σε σχέση με το σημαντικό, όπως φαίνεται, για τα όνειρα διάστημα των 8 ημερών είναι η εξής (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «H παρακάτω υπόθεση επιτρέπει να εξηγήσουμε, ανά πάσα στιγμή, τη σημαντική κορυφή των κατά 8 ημέρες παλαιών αναμνήσεων, η οποία παρατηρείται στις συνθήκες της καθημερινής ζωής, και τη χρονική περίοδο των 7–8 ημερών που είναι απαραίτητη για να ενσωματωθεί ένα νέο σκηνικό στο ονειρικό περιεχόμενο. Μπορούμε πράγματι να υποθέσουμε ότι η διαδικασία του ονείρου χρησιμοποιεί δύο είδη αναμνήσεων. Η πρώτη ανάμνηση, που στερείται της παραμέτρου του χώρου, έχει σχέση με τα πιο πρόσφατα γεγονότα. Αυτή η ανάμνηση, υπεύθυνη για τα «ημερήσια υπολείμματα», εξασθενεί γρήγορα (6–7 ημέρες). Η δεύτερη ανάμνηση, που έχει ως παράμετρο το χώρο, παραμένει λανθάνουσα στο ονειρικό σκηνικό για 6–7 ημέρες και είναι υπεύθυνη των αναμνήσεων του περιβάλλοντος.» Γεγονός που δείχνει ότι τα βιώματα της ξύπνιας ζωής δεν κλωθογυρίζουν τυχαία και χαοτικά στα όνειρα μας, αλλά ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα άλλα δεδομένα, έχουν οδηγήσει, όπως είπαμε, τους νευροβιολόγους σε ένα καινούριο μοντέλο για τις λειτουργίες του ονείρου. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι φάσεις του ονείρου αντιστοιχούν σε περιόδους κατά τις οποίες ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τα ερεθίσματα και τις εμπειρίες που έχουν εντυπωθεί κατά την ξύπνια ζωή, συγκρίνοντας τα με ήδη παγιωμένα πρότυπα συμπεριφορών και παραδοχών, με τα στοιχεία δηλαδή που καθορίζουν την προσωπικότητα του ατόμου. Ανάλογα με το περιεχόμενο του ονείρου, κατά τη διαδικασία αυτή επέρχεται μια σύγκρουση μεταξύ των υπό επεξεργασία ερεθισμάτων και του γενετικά προγραμματισμένου μέρους της προσωπικότητας (εξ ου και το γενετικό συστατικό στο ΗΕΓ και το ΗΜΓ κατά τη διάρκεια των ονείρων). Όπως το θέτει ο καθηγητής Jouvet (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ): «...Ο γενετικός προγραμματισμός είναι ο νόμος και δεν υπάρχει λόγος να διερευνήσουμε όλα τα γεγονότα που διήγειραν τον εγκέφαλο. Αναμφισβήτητα, σε ορισμένες περιπτώσεις ο προγραμματισμός διευκολύνει τη διαδικασία μάθησης, εάν ενδυναμώνει μερικά τμήματα της προσωπικότητας που αφορούν την ιδιοσυγκρασία. Σε άλλες περιπτώσεις, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα· μπορεί να καταστείλει ή να διαγράψει ορισμένα συναπτικά κυκλώματα που έχουν αποκτηθεί επιγενετικά (από το περιβάλλον), εάν αυτά αντιτίθενται στην τυπολογία...»
Με απλά λόγια, τα όνειρα φέρονται να λειτουργούν ως ένα δυναμικό φίλτρο, μέσα από το οποίο περνούν τα ερεθίσματα της ξύπνιας ζωής. Εφόσον τα ερεθίσματα συμφωνούν με τα ήδη εδραιωμένα πρότυπα ιδιοσυγκρασίας και συμπεριφοράς, αυτά ενδυναμώνονται και αφομοιώνονται. Εφόσον όχι, αποδυναμώνονται ή διαγράφονται. Τα όνειρα, δηλαδή, δρουν ως ένας φρουρός της προσωπικότητας και της ατομικότητας μας, υποβοηθώντας συγχρόνως και την επιλεκτική μάθηση.
Το κατά πόσο το παραπάνω μοντέλο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα μένει να αποδειχθεί. Μια τέτοια απόδειξη θα ήταν οπωσδήποτε αρκετά δύσκολη, αφού θα προϋπέθετε ιδιαίτερα πολύπλοκα πειράματα, με εξάλειψη πλήθους αστάθμητων παραγόντων και μακροχρόνιο, λεπτομερή έλεγχο των συμμετεχόντων σε αυτά. Διαισθητικά, πάντως, οι περισσότεροι άνθρωποι συσχετίζουμε τα όνειρα με την προσωπικότητα και την ατομικότητα. Και, μιας και το έφερε η κουβέντα, πώς αντιμετώπιζε η σοβιετική KGB τους αντιφρονούντες του καθεστώτος; Κλείνοντας τους σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Και, τι έπαιρναν οι αντιφρονούντες εκεί; Μα, παράγωγα φαινοθειαζίνης και αναστολείς ΜΑΟ, που καταστέλλουν τα όνειρα. Και, πώς έβγαιναν, έπειτα από χρόνια, οι πρώην αντιφρονούντες από τα ιδρύματα αυτά; Δεκτικοί, πολύ δεκτικοί στις ιδεολογίες και με ισοπεδωμένη προσωπικότητα.
Στα όνειρα θα επανέλθουμε στην πορεία της ενότητας, καθώς η βιολογική τους προσέγγιση, με την οποία ασχοληθήκαμε ως εδώ, είναι φανερό ότι καλύπτει και εξηγεί μέρος μόνο των εκφάνσεων τους. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, η προσέγγιση αυτή ώστε να απαντηθούν τα ερωτήματα που σχετίζονται με την εκπληκτική πολυμέρεια του ονειρικού φάσματος ή με τη βίωση ολοκληρωμένων και λογικοφανών –κινηματογραφικών, πολλές φορές– σεναρίων μέσα από αυτό. Τα όνειρα αποτελούν ένα πραγματικό θαύμα της ύπαρξης, πηγάζοντας απευθείας από τις ρίζες της υπόστασης μας. Σκεφτείτε το λίγο: κάθε νύχτα ξυπνάμε (ναι, πραγματικά ξυπνάμε – θυμηθείτε τα όσα είδαμε σε σχέση με την ενεργοποίηση του ονειρευόμενου εγκεφάλου και τις κινήσεις οπτικής εξερεύνησης στην αρχή των ονείρων) σε καινούρια φασματικά περιβάλλοντα, συναλλασσόμαστε με ονειρικά ή υπαρκτά πρόσωπα, βιώνουμε γοητευτικές ή και εφιαλτικές καταστάσεις, καταφέρνουμε αδιανόητα για την ξύπνια μας ζωή πράγματα. Ποιοι; Εμείς, οι άνθρωποι της καθημερινότητας· του σούπερ μάρκετ και των προϊόντων αδυνατίσματος.
Αυτή η φαντασμαγορία των ονείρων, ωστόσο, θα ήταν λάθος να επισκιάσει τη σημασία όσων η βιολογική διερεύνηση έχει αποκαλύψει ή εικάζει σε σχέση με αυτά. Γιατί η άποψη των νευροβιολόγων ότι κατά τη διάρκεια των ονείρων το εδραιωμένο τμήμα της προσωπικότητας αξιολογεί και φιλτράρει τις αναμνήσεις της ξύπνιας ζωής, είναι από μόνη της θεμελιώδους σημασίας. Και, στην παραδοχή ότι ένας γενετικά προγραμματισμένος μηχανισμός μπορεί να «χτενίζει» κατά τη διάρκεια των ονείρων τα βιώματα του ξύπνιου μας εαυτού, έχοντας τη δυνατότητα να υποβαθμίζει ή να διαγράφει αυτά που έρχονται σε αντίθεση με τα πρότυπα της προσωπικότητας μας, ενδυναμώνοντας και αφομοιώνοντας παράλληλα εκείνα που την ενισχύουν, μπορεί να κρύβεται η εξήγηση για συνηθισμένες καταστάσεις της καθημερινής μας ζωής. Αλήθεια, θυμάστε τότε που είχατε βιώσει το εντελώς αλλόκοτο εκείνο γεγονός; Θυμάστε που αρχικά σας είχε φανεί πέρα για πέρα ανεξήγητο; Και, θυμάστε που μετά από λίγο καιρό το είχατε πλέον σχεδόν ξεχάσει, αποδίδοντας το σε κάποια πιθανή παρανόηση από μέρους σας;
Αν όλα αυτά –που, με μικρές παραλλαγές, υιοθετούνται από την πλειοψηφία των ασχολούμενων με τα όνειρα νευροβιολόγων– ισχύουν έστω και εν μέρει, τότε η πύλη των ονείρων αποτελεί ταυτόχρονα και το φρουρό αλλά και την κερκόπορτα της προσωπικότητας μας. Μία κερκόπορτα από την οποία κάθε νύχτα περνούν τροποποιήσεις αντιλήψεων, ενισχύσεις συμπεριφορών και διαγραφές βιωμάτων, για τις οποίες η συνείδηση και η λογική μας δε ρωτήθηκαν ποτέ.
Αλλά, ας αφήσουμε για λίγο στο σημείο αυτό τη μεγάλη νυκτερινή σκηνή του υποσυνειδήτου. Ελάτε μαζί για μια βόλτα στους δρόμους της πόλης. Εκεί, όπως θα διαπιστώσετε, υπάρχει μπόλικο υλικό για όνειρα.
|