Τις περισσότερες φορές, όταν συζητάμε για πόλεις τείνουμε να τις φανταζόμαστε ως επίπεδα συμπλέγματα κτιρίων, οδών και δικτύων, που εκτείνονται σε μια δισδιάστατη επιφάνεια, τον λεγόμενο αστικό ιστό. Ξεχνάμε συνήθως ότι ο αστικός αυτός ιστός απλώνεται σε μία ακόμα διάσταση, το ύψος. Και η κάθετη αυτή διάσταση των πόλεων, σε συνδυασμό με το γεγονός της συνήθους αγνόησης της από μέρους μας, έχει μερικά πολύ ενδιαφέροντα παραπροϊόντα όσον αφορά την αίσθηση μας περί αστικού χώρου. Γιατί, θα μπορούσαν, για παράδειγμα, δύο άνθρωποι να βρίσκονται ταυτοχρόνως στο ίδιο ακριβώς σημείο του χάρτη μιας πόλης, δίχως ποτέ να συναντηθούν μεταξύ τους. Οι αστικοί χάρτες, βλέπετε, αγνοούν τη διάσταση του ύψους.
Είναι γοητευτικό το να αναλογιστεί κανείς ότι λίγο πιο πάνω από τους πολύβουους δρόμους της Αθήνας εκτείνεται μια άλλη, σχεδόν έρημη και αχρονική πόλη. Υψίπεδα, διαχωριζόμενα από ενδιάμεσα χάσματα, εκτείνονται σε όλη της την έκταση, ενώ τα καιρικά φαινόμενα –ο ήλιος η βροχή, το χιόνι– επιδρούν ανεμπόδιστα στην εκτεθειμένη και κατακερματισμένη της επιφάνεια. Τι κι αν τα υψίπεδα αυτά τα λέμε ταράτσες, τι κι αν τα χάσματα είναι τα ενδιάμεσα τους κενά, η πόλη αυτή είναι εξίσου υλική και υπαρκτή με την πόλη που περπατάμε καθημερινά. Α, και μη νομίζετε πως κι εκεί δεν υπάρχουν περάσματα, πλατείες, στέκια, ακόμη και λιγοστοί κάτοικοι. Υπάρχουν και παραϋπάρχουν, και ίσως κάποια στιγμή σταθούμε και δούμε κάτι απ' όλα αυτά.
Όμως, βαθιά στα ανθρώπινα ένστικτα, πολύ πιο βαθιά από το «πάνω», απηχείται η αίσθηση του «κάτω». Το γιατί συμβαίνει αυτό θα απαιτούσε μία ολόκληρη ανάλυση, αμφίβολης χρησιμότητας και βαρετής μάλλον υφής. Όλοι το νιώθουμε, οπότε δεν υπάρχει λόγος στο σημείο αυτό να υπερθεματίσουμε. Γεγονός είναι πως εμάς τους ανθρώπους μας αγγίζει πολύ περισσότερο το τι συμβαίνει κάτω από τα πόδια μας παρά το τι διαδραματίζεται πάνω από τα κεφάλια μας. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πιο πολύ διαμαρτυρόμαστε για τις λακκούβες των πεζοδρομίων παρά για το ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση και η φωταγώγηση των πόλεων επιτρέπουν πλέον σε ελάχιστα άστρα να γίνονται ορατά από αυτές.
Όπως και να 'χει, ναι, υπάρχει και μια υπόγεια Αθήνα. Θαμμένη και σιωπηλή κάτω από τα πόδια μας, ξεχασμένη αν και γεμάτη αναμνήσεις, υπάρχει. Υπάρχουν και υπόγεια περάσματα. Ξεχασμένα κι αυτά, φραγμένα σε πολλά τους σημεία, αλλά υπάρχουν. Για την ακρίβεια, υπάρχουν πολλών ειδών «περάσματα» στην Αθήνα. Και, μπορεί η συζήτηση μας εδώ να αφορά κυρίως κάποια άλλα, πολύ πιο παράξενα και σημαντικά «περάσματα», θα ήταν όμως χρήσιμο στο σημείο αυτό να ανοίξουμε μία μεγάλη παρένθεση και να δούμε κάποια από τα εντελώς υλικά και χειροπιαστά υπόγεια περάσματα. Άλλωστε, τελικά τα περάσματα όλων των ειδών είναι πάνω απ' όλα «περάσματα», και σαν τέτοια έχουν την χρησιμότητα να οδηγούν σε συμ–περάσματα, υπόγεια ή μη.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τις περίφημες, σχεδόν μυθικές, υπόγειες στοές της Αθήνας.
Το πρώτο πράγμα που προξενεί εντύπωση σε σχέση με αυτές είναι το γεγονός πως, με την εξαίρεση ίσως της σπηλιάς της Πεντέλης, οι υπόγειες στοές της Αθήνας έχουν κακοποιηθεί όσο κανένα άλλο θέμα έρευνας στην Ελλάδα. Η οργιάζουσα φαντασία, η διάθεση για επινόηση και παραγωγή «μυστηρίων», η συνειδητή εμπορευματοποίηση και εξαπάτηση από πλευράς ορισμένων, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση της αφέλειας και της άγνοιας των πολλών γύρω από ένα θέμα που «τραβάει», έχουν οδηγήσει την όλη αυτή ιστορία πέρα από τα όρια του φαιδρού. Και τι δεν έχει ακουστεί, και τι δεν έχει γραφτεί, και τι δεν έχει προβληθεί στην τηλεόραση σχετικά. Από εισόδους προς την «κούφια Γη» μέχρι μυστηριώδεις «υποχθόνιους» που σουλατσάρουν κάτω από τα πόδια μας. Από εξαφανίσεις ερευνητών μέχρι σκοτεινές αδελφότητες που ξημεροβραδιάζονται στις ανήλιαγες στοές (γι' αυτό και είναι τόσο σκοτεινές οι αδελφότητες αυτές). Από απέραντα συμπλέγματα στοών που εκτείνονται πανταχούθε μέχρι το «μυημένο ιερατείο» που προσπαθεί να μας αποκρύψει την ύπαρξη τους.
Ξέρετε, όμως, ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό; Είναι το γεγονός ότι, παρά τον όλο αυτό ορυμαγδό αερολογίας, κάτω από την Αθήνα εκτείνονται πράγματι αρκετά χιλιόμετρα στοών.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν. Φορέστε αθλητικά παπούτσια, πάρτε φακούς, μπαταρίες, φωτογραφική μηχανή, και πάμε. Τι, δεν τα έχετε εύκαιρα όλα αυτά; Ούτε κι εμείς τα είχαμε όταν –κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1980– ξεκινήσαμε τη διερεύνηση του θέματος των υπόγειων στοών της Αθήνας (εδώ που τα λέμε, ούτε και πολύ μυαλό είχαμε εύκαιρο τότε). Είναι, λοιπόν, απορίας ανάξιο το γεγονός πως, παρότι την εποχή εκείνη είχαμε καταφέρει να περπατήσουμε και να συρθούμε σε κάμποσες στοές, υποστοές και στοΐδια των Αθηνών, ελάχιστες φωτογραφίες από τις σχετικές μας εξερευνήσεις μεριμνήσαμε να τραβήξουμε (δεν υπήρχαν, βλέπετε, και οι βολικές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές).
Πλην αλλ' όμως, μην απογοητεύεστε. Όπως λέει και η παροιμία, «των φρονίμων τα παιδιά ξέρουν κι άλλα μονοπάτια». Πέρα από τις λιγοστές δικές μας φωτογραφίες εκείνης της εποχής, ένας φίλος είχε την ευγενή καλοσύνη να επικοινωνήσει μαζί μας και να μας προσφέρει αρκετές, άριστης ποιότητας, δικές του φωτογραφίες από διάφορα σχετικά σημεία που είχαμε επισκεφτεί. Και, παρότι εμείς θελήσαμε να δημοσιεύσουμε το όνομα του μαζί με τις φωτογραφίες που μας προσέφερε, παρά το γεγονός ότι απειλήσαμε να αμολήσουμε υποχθόνιους εναντίον του, εκείνος προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του, επιλέγοντας το ψευδώνυμο "Cernavus" και θυμίζοντας μας τη γνωστή παροιμία «στου κουφού την πόρτα το σαπούνι σου χαλάς».
Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, την περιήγηση μας στις στοές της Αθήνας κάπως ανάποδα. Αρχικά θα δούμε μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα σχετικά σημεία, και έπειτα, στο τέλος αυτής της ενότητας, θα μιλήσουμε συνολικότερα για το όλο θέμα.
Πάμε.
|