Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

 

 

 

 

 

Εγώ κι ο Γ.Ζ. στις 8/7/79, ημέρα Κυριακή, ανεβήκαμε το απόγευμα στη Σπηλιά.

Μία από τις εισόδους στο (τότε) δάσος, πηγαίνοντας προς Σπηλιά.

Ήταν οι μέρες που απομακρύνονταν και τα τελευταία μηχανήματα του εργοταξίου, αφού είχε ολοκληρωθεί η φάση εκβάθυνσης της Σπηλιάς (είχαν μόλις τελειώσει και τα έργα στήριξης των ναΐσκων, έργα που προέκυψαν εξαιτίας αυτής της εκβάθυνσης), και δε θα επέστρεφαν πριν από τον Απρίλιο του 1980.

Αριστερά το τοιχίο με τις αγκυρώσεις. Δεξιά, στο σωρό πίσω από το ιερό του Αγίου Νικολάου, με τις πέτρες να έχουν παλαιόθεν  καλυφθεί από σταλαγμιτικό υλικό, σημειώνεται με βέλος το καλώδιο που τροφοδοτούσε τους μεγάλους προβολείς στο βάθος της Σπηλιάς.

Έτσι, τριγυρίσαμε με την ησυχία μας και παρατηρήσαμε πολλές λεπτομέρειες. Μάλιστα, εκείνη τη φορά πρωτομπήκα στο βυζαντινό μνημείο, αφού κάποιοι είχαν παραβιάσει τη μέχρι τότε κλειδωμένη με λουκέτο πόρτα.

Δύο απόψεις από τον (υποτιθέμενο) 'Αγιο Σπυρίδωνα.

Κατόπιν ανηφορίσαμε στο βουνό, πήγαμε στην Πίριζα για νερό, και κατηφορίσαμε προς Μεγάλη Μαυρηνόρα. Ο σκοπός μας ήταν να διανυκτερεύσουμε στο ύπαιθρο και το πρωί να κατέβουμε στη Νέα Μάκρη για καμιά βουτιά. (Ήταν μια γνώριμή μας διαδρομή, όμως τις άλλες φορές την ολοκληρώναμε στο φως της ημέρας).

Δυστυχώς, οι περισσότερες φωτογραφίες από τα τοπία της Πεντέλης είναι μετά τις πυρκαγιές (όμως κρατήστε αυτή, γιατί μπροστά σε ό,τι ακολούθησε μια χαρά δάσος ήταν). Πριν, οι δύο βραχώδεις κορυφές της Μεγάλης Μαυρηνόρας εξείχαν ως νησίδες σε θάλασσα πυκνότατου δάσους (στο χάρτη του Kaupert, τέλη 19ου αι., αναγράφεται ως Μεγάλο Μαυροβούνι, ενώ αλλού απαντάται κι ως Μ. Μαυρονόρα).

Αφού παρακάμψαμε τη Μεγάλη Μαυρηνόρα από τα βόρεια και ανατολικά, στις 22:30 βρήκαμε ένα μικρό ξέφωτο σε μια πλαγιά τριγυρισμένη από ράχες, πραγματική "χούνη", νοτιοανατολικά του Αγίου Πέτρου. Είχε μια μεγάλη ριζιμιά πλάκα, κι αποφασίσαμε να ξαπλώσουμε πάνω της. Δειπνήσαμε στο φεγγαρόφωτο (ήταν η προτεραία της πανσελήνου), και μετά το σχετικό κουβεντολόι προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε. Ήταν αδύνατον: απ' το βάθος της χούνης άρχισε ν' ακούγεται μεγάλο κοπάδι γίδια με πολλά κουδούνια. Μάταια περιμέναμε να περάσουν. Μια νομίζαμε πως απομακρύνονταν και μια ότι πλησίαζαν. Μια φορά ήμαστε τόσο βέβαιοι πως θα ξεπροβάλουν από τους γύρω θάμνους ώστε σηκωθήκαμε. Τίποτε. Ήταν πολύ εκνευριστικό. Η επαπειλούμενη νυχτερινή συνάντηση με κάνα δυο μαντρόσκυλα δεν ήταν ό,τι καλύτερο. Έτσι πέρασε όλη η νύχτα και μόνο κατά το χάραμα σταμάτησαν ν' ακούγονται. Τότε ο Γ. αποκοιμήθηκε. Εγώ είχα ξαγρυπνήσει για τα καλά, κι αναθεμάτιζα την ατυχία μας.

Ξαφνικά άκουσα κάποιον να γελάει δυνατά λίγο ψηλότερα από 'μάς. Ακούστηκε πάλι τόσο κοντά, που προετοιμάστηκα για ανεπιθύμητη επαφή. Ησυχία. Σκέφτηκα ότι θα ήταν τίποτε λαθροκυνηγοί που επέστρεφαν.

Γρήγορα ανέτειλε ο ήλιος και ξύπνησε τον Γ. Του είπα για τα γέλια και, πάνω που αστειευόμαστε τρώγοντας το πρωινό μας, μήπως δηλαδή κοιμήθηκα λίγο κι ήταν όνειρο, ακούστηκε (όπως φάνηκε, πάλι απ' την ίδια κατεύθυνση) μια φλογέρα. Ως κάτοχος μουσικής παιδείας, το μόνο που μπορώ να σχολιάσω είναι πως αυτός που έπαιζε ήταν τελείως αστοιχείωτος είτε το αυλούμενο ήταν τόσο ξένο στα αυτιά μου ώστε παρέμενε ακατανόητο. Πολύ σύντομα η φλογέρα σίγησε.

Αυτή τη φορά δεν ήταν όπως πριν, που είχα ακούσει μόνο εγώ τα γέλια, και συμφωνήσαμε απόλυτα ως προς το τι ακούστηκε. Έτσι, εγκαταλείφθηκαν τα περί πιθανού ονείρου και υποθέσαμε ότι κοντά στη ράχη περνούσε κάποιος δρόμος, που δεν είχαμε παρατηρήσει ερχόμενοι λόγω του σκότους. Παρότι ήταν εκτός πορείας, αποφασίσαμε να πάμε και να δούμε. Φτάσαμε στη ράχη, βγήκαμε και από πίσω, και όχι μόνο δεν υπήρχε δρόμος αλλά ήταν πραγματικός λόγγος.

Ιδού η περιοχή που μας είχε τόσο εντυπωσιάσει, απογυμνωμένη πια να διασχίζεται από δασικούς δρόμους, ώστε οι πάσης φύσεως καταστροφείς να έχουν άνετη πρόσβαση ακόμη και στα πιο απομονωμένα σημεία.

Δεν είχαμε τι άλλο να κάνουμε και, πριν σηκωθεί πολύ ο ήλιος, στραφήκαμε προς τη Νέα Μάκρη. Δεν είχαμε προλάβει να περπατήσουμε πέντε λεπτά, κι όπως σταθήκαμε να εξετάσουμε κάτι μαυρισμένες από την πολυκαιρία πέτρες (αν δηλαδή ήταν ερείπια κάποιου καλυβιού), στην απέναντι ράχη (μεγάλη απόσταση − ευτυχώς ο Γ. είχε δυνατή φωνή) βγήκε κάποιος και μας ρώτησε αν είχαμε δει τα γίδια του. Του φωνάξαμε ό,τι ξέραμε και φύγαμε. Αυτό ήταν όλο.

Όταν το επόμενο βράδυ τα διηγήθηκα στον Χ.Σ., με κοίταξε παραξενεμένος και μου είπε: «Δηλαδή, μου λες ότι παραλίγο να συναντηθείς με τον Πάνα;» Μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μου είχε περάσει από το μυαλό, αλλά τώρα ήταν φανερό πως υπήρχαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία: ο Πάνας που παρέσυρε τα κοπάδια και τα έκανε να γυρίζουν τις νύχτες, που έπαιζε τον αυλό του, που με το γέλιο του έκανε τους βοσκούς να τρέμουν.

Τι μπορεί να πει κανείς γι' αυτή την ιστορία; Ο ενθουσιώδης της "πατρώας θρησκείας" δεν έχει καμία αμφιβολία πως ήταν ο Παν αυτοπροσώπως. Ο ορθολογιστής αμφισβητίας αντιλέγει πως ήταν μια σειρά συμπτώσεων από περιστατικά, όχι κατ' ανάγκην σχετιζόμενα. Το κοπάδι δηλαδή, αντί να πάει στη στάνη να κοιμηθεί, τριγύριζε για τους δικούς του γίδινους λόγους, όσο για τα γέλια και τη φλογέρα κάλλιστα θα μπορούσαν να βρίσκονται κι άλλοι στο βουνό, όπως ακριβώς ήμαστε κι εμείς.[1] Επομένως, κανένα μυστήριο.

Ως μια μέση οδό, θα προσφύγουμε στον Γιουνγκ: παρατηρώντας παρόμοιες εμπειρίες τόσο των ασθενών του όσο και δικές του, κατέληξε πως υπάρχουν «συμπτώσεις μεστές νοήματος», λες και κάποια συνθετική-ενορχηστρωτική δύναμη χρησιμοποιεί ό,τι έχει ανά χείρας τη συγκεκριμένη στιγμή και στέλνει μηνύματα σε εύθετους αποδέκτες. Ονόμασε τη θεωρία του συγχρονικότητα και την όρισε ως συνύπαρξη στο χώρο και στο χρόνο συμβάντων χωρίς αιτιατή σύνδεση αλλά με νοηματική σχέση (αν βέβαια υπάρχει κάποιο υποκείμενο να τη διαπιστώσει). Στην περίπτωσή μας δηλαδή, αν ο Πάνας δεν ήταν εύκαιρος, μας παρουσιάστηκε ένα εκ των ενόντων αντιπροσωπευτικό ακριβέστατο "σκίτσο" του με την υπογραφή του. Όμως δεν ήταν ούτε τυπική συγχρονικότητα, αφού έλειπε η αναγκαία προϋπόθεση: να αναφέρουμε τον Πάνα μια στιγμή πριν εκδηλωθεί η "επιβεβαίωση", ή έστω να τον είχαμε "μελετήσει" σε κάποιο παρελθόντα χρόνο. (Περισσότερα για τη συγχρονικότητα εδώ).

Ας μου συγχωρηθεί η σύνθεση της ποιμενικής εκδοχής του 'Αμλετ με τις Πάνειες προεκτάσεις.

Αν εδώ εμπλακούμε σε "θεολογικές" διενέξεις θα αναλωθούμε στα επουσιώδη, στο γράμμα αντί στο πνεύμα. Ο μύθος του Πάνα είναι υπαρκτός, και δεν έχει σημασία αν αναφέρεται σε προσωπική οντότητα ή σε προσωποποίηση μιας ασύλληπτης υπόστασης (ακόμη και "κατασκευασμένης" στα βάθη του φυλετικού ασυνείδητου ως αντανάκλαση ορισμένου επίπεδου συνείδησης). Είτε έτσι είτε αλλιώς, πλάστηκε για να μεταφέρει πληροφορίες σ' ένα κόσμο που τις είχε ανάγκη ώστε να ερμηνευθεί.

Όμως, σ' ένα διαφορετικό κόσμο, εν έτει 1979, το σημαντικότερο είναι το γιατί μας συνέβη: από άσκοπη ιδιοτροπία ενός απρόσωπου σύμπαντος ή είχε βαθύτερο νόημα; Να η δυσκολία: ποιος θα δώσει τη σωστή ερμηνεία;

Από εδώ και πέρα η υπόθεση γίνεται προσωπική, αλλά πριν σταματήσω θα προσθέσω ακόμη κάτι: ενώ επιφανειακά η προσχεδιασμένη διανυκτέρευσή μας δεν απέβλεπε πουθενά πέρα απ' αυτή την ίδια, από κάτω υπήρχε μια μη ομολογημένη κοινή πρόθεση: η σκόπιμη έκθεσή μας σε ασυνήθιστες για 'μάς συνθήκες με την ελπίδα να συμβεί κάτι μεταμορφωτικό: το επόμενο πρωί να μην είμαστε πια οι ίδιοι.[2] Η φύση του αναμενόμενου ήταν εντελώς αόριστη, κι έτσι πρέπει να υπογραμμιστεί πως οι συμπτώσεις δε συνέβησαν σε κάποιους πού επικαλέστηκαν τον Πάνα, ίσα-ίσα το αντίθετο: εμείς δεν είχαμε ιδέα ούτε πριν αλλά ούτε και μετά πήγε εκεί το μυαλό μας.

Αυτή η ιστορία ως προς τη δομή της είναι τυπικό υπόδειγμα των ιστοριών της Πεντέλης:[3] συντίθεται από στοιχεία που, ενώ σε διαφορετικές συνθήκες θα περνούσαν απαρατήρητα ως ανάξια προσοχής, στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο δημιουργούν ερωτηματικά. Αυτά κατά κανόνα παραμένουν αναπάντητα, και οι μάρτυρές τους δεν έχουν τίποτε άλλο από την αίσθηση ότι κάτι εξαιρετικό συνέβη. Ακόμη και στις ελάχιστες περιπτώσεις που η εμπειρία είναι σαφώς αλλόκοσμη (π.χ. βλέπω ένα πράσινο ανθρωπάκι), συνήθως δεν υπάρχει κανένα ίχνος πέρα απ' αυτό που άφησε στη συνείδηση του μάρτυρα. Πώς από φευγαλέες εντυπώσεις να χτιστεί κάτι με την απαίτηση να είναι στέρεο; Ούτε το φαινόμενο είναι κατά βούληση επαναλήψιμο, για να παρατηρηθεί σύμφωνα με την εργαστηριακή δεοντολογία. Ορισμένοι επιστρέφουν ξανά και ξανά στον τόπο που τους σαγήνεψε, ελπίζοντας κάθε φορά να βρουν τις απαντήσεις. Όμως, πώς να γίνει αυτό, όταν τα ερωτήματα τίθενται σε ένα επίπεδο και οι απαντήσεις ανήκουν σε άλλο;

Έτσι, ως θιασώτης της "αποφατικής θεολογίας", περισσότερο θα ασχοληθώ  με το τι δεν είναι τα όσα λέγονται για την Πεντέλη, και έχω την πρόθεση να αφαιρέσω το εξωτερικό πέπλο τουλάχιστον.


[1] Οπωσδήποτε, η παρουσία φλογέρας δεν ήταν και τόσο εξωτική, αφού πρώτα-πρώτα ο Χ.Σ. −που σκέφτηκε τα περί Πάνα− πήγαινε από χρόνια στην Πεντέλη, και πάντα είχε μαζί του ένα παρόμοιο πνευστό από την πλούσια συλλογή του, όντας φλαουτίστας. (Ένα κατάλληλου μεγέθους τού χρησίμευσε στις 15/2/79 για να ξεσυρτώσει το παραπόρτι της κεντρικής πύλης και να μπει στον περιφραγμένο χώρο εν ώρα εξελίξεως των έργων).

Αλλά και γέλια πολλών ειδών έχω ακούσει, όπως π.χ. ενός τύπου με εντούρο που έκανε συνεχώς κύκλους μπροστά στο παλιό ημιτελές καταφύγιο της Πίριζας γελώντας ηλίθια, ενώ εγώ ήμουν αμήχανος (και αφανής) πάνω στη στέγη.

[2] Να σημειώσουμε για τους επίδοξους κυνηγούς συγκινήσεων: δε γίνεται να πας ομάδι για νυχτέρι στο βουνό με φωταψίες, αγριοφωνάρες, συσκευές αναπαραγωγής ήχου, κ.λπ. και να έχεις την απαίτηση να συμβεί κάτι μοναδικό. Γιατί τότε επιβάλλεται η καθημερινότητα στο ασυνήθιστο και όχι το αντίθετο.

[3] Υποθέτω, και κάθε ιστορίας ανεξαρτήτως τόπου, αρκεί να συμβαίνει έξω από την καθημερινότητα.