Αύγουστος 2007

 

Στις 16/8/2007, λοιπόν, έμελλε να καεί ξανά για πολλοστή φορά η Πεντέλη, ακολουθώντας τη μοίρα τόσων άλλων δασικών εκτάσεων της πατρίδας μας μέσα στο ίδιο καλοκαίρι.

 

Τα συναισθήματα μας θα τα κρατήσουμε για τους εαυτούς μας. Εκείνο, όμως, που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ότι, δίχως την παραμικρή διάθεση υπερβολής και λαμβάνοντας υπόψη τις πυρκαγιές του 1998 και του 2000, είναι αξιοπερίεργο το πώς η Πεντέλη άντεξε τόσο, πώς δηλαδή πέρασαν επτά ολόκληρα χρόνια δίχως το βουνό να καεί ενδιάμεσα. Η φετινή πυρκαγιά ήταν πλήρως αναμενόμενη. Γιατί, δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει το ακόλουθο γράφημα προκειμένου να αντιληφθεί εκείνα που θα έπρεπε να θεωρούνται προφανή από τους πάντες:

 

 

Στρέμματα καμένης ελληνικής γης, από το 1922 ως τις μέρες μας. Το γράφημα δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή", φύλλο 19ης Αυγούστου 2007.

 

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, λοιπόν, σχεδόν κάθε χρονιά που προκηρύσσονται εκλογές οι εκτάσεις καμένης γης πολλαπλασιάζονται σε σχέση με τις ενδιάμεσες περιόδους. Γιατί; Μα, επειδή παράγοντες, υποπαράγοντες και παραγοντίσκοι επιδίδονται σε πλειοδοσία υποσχέσεων αποχαρακτηρισμού καμένων εκτάσεων από δασικών, υπό την προϋπόθεση φυσικά να εκλεγούν στην εξουσία. Ναι, ασφαλώς και είναι διεφθαρμένοι, σίγουρα όμως όχι τόσο διεφθαρμένοι όσο οι «απλοί πολίτες–νοικοκυραίοι» που πιέζουν για την απόσπαση τέτοιων υποσχέσεων, οι οποίοι είναι και πολύ περισσότεροι.

 

Στην Πεντέλη θα ξαναφυτρώσουν πεύκα. Λιγότερα απ' ό,τι πριν, αλλά πάντως θα ξαναφυτρώσουν. Και θα επιστρέψουν και αρκετά από τα μικρά και μεγάλα ζωάκια του δάσους. Όμως, θα καταδιώκονται από τη μοίρα που προοιωνίζεται το προηγούμενο γράφημα. Ο μοναδικός τρόπος για να ξεφύγουν από τη μοίρα αυτή και να μην καούν ζωντανά (τα πεύκα, όπως και όλα τα δέντρα, δεν είναι ο κορμός, η πρασινάδα και η σκιά τους, είναι ζωντανοί οργανισμοί, που μάλιστα διαχωρίζονται σε αρσενικού και θηλυκού γένους) θα ήταν αν κάθε υγιώς σκεπτόμενος πολίτης, κάθε ηθικά ακέραιος πολιτικός και κάθε αξιόπιστος κρατικός/κοινωνικός φορέας αγωνιζόταν αδιάκοπα και αμείλικτα για την εξάλειψη των λόγων και των κινήτρων που πυροδοτούν την πλειοψηφία των πυρκαγιών στη χώρα μας. Γι' αυτό και είμαστε απαισιόδοξοι.

 

 

Ομίχλης συνέχεια...

 

Δεν είχαμε προσχεδιάσει τίποτα. Όταν, όμως, τρεις από την παρέα βρεθήκαμε να συζητάμε έξω από τη σπηλιά ένα συννεφιασμένο απομεσήμερο του περασμένου Μαρτίου, και ενώ η κορυφή του βουνού ήταν καλυμμένη από πυκνή ομίχλη, κάποιος έριξε την ιδέα: ήταν ιδανική ευκαιρία για μια επίσκεψη στους χώρους του πρώην σταθμού τηλεπικοινωνιών, στην κορυφή της Πεντέλης.

 

Είχαν περάσει μερικά χρόνια από την τελευταία μας επίσκεψη εκεί. Στο μεταξύ, οι πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε ως προς τη φύλαξη του μέρους ήταν αντιφατικές. Σε δύο προηγούμενες απόπειρες κάποιου από την παρέα, ο οποίος είχε προσεγγίσει την κορυφή με αυτοκίνητο, ένας φύλακας είχε ξεπροβάλει πίσω από την πύλη και με ιδιαίτερα στυφό ύφος τον είχε αποπέμψει. Σε μία άλλη περίπτωση, κάποιος γνωστός γνωστού είχε αναγκαστεί να δώσει μακροσκελείς εξηγήσεις σε δύο αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν προφανώς κληθεί εκεί από τον αγέλαστο φύλακα. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, υπήρχαν και διηγήσεις άλλων, οι οποίοι είχαν προσεγγίσει στην κορυφή δίχως να τους ενοχλήσει κανείς.

 

Τώρα, λοιπόν, η ομίχλη παρείχε ιδανική κάλυψη για μία εξόρμηση στην κορυφή, ο δρόμος προς την οποία παρέμενε σπαρμένος με προειδοποιητικές πινακίδες που απαγόρευαν την προσέγγιση, παρά την απενεργοποίηση του σταθμού και την απομάκρυνση των «πιάτων» του τον Ιούνιο του 2004 (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΙΟΥΝΙΟΥ 2004). Αξιοποιώντας την ευκαιρία, λίγη ώρα αργότερα, έπειτα από αργόσυρτη πορεία μέσα στην ομίχλη και με τις συζητήσεις στο αυτοκίνητο να περιστρέφονται γύρω από αστείες πεντελικές περιπέτειες του παρελθόντος, φτάναμε μπροστά στην πύλη του πρώην σταθμού. Παρκάραμε και κατεβήκαμε. Ένα άλλο αυτοκίνητο βρισκόταν σταματημένο εκεί, και προς στιγμήν ετοιμαστήκαμε να δώσουμε εξηγήσεις, διακρίνοντας αχνά έναν σκουφοφορεμένο τύπο να στέκεται έξω από αυτό και να μας παρατηρεί.

 

"Συγγνώμη, λειτουργούν τα RADAR;" ρώτησε χαρωπά και αθώα ο "Someone Else", παίρνοντας ύφος Γιαπωνέζου τουρίστα και εισπράττοντας ταυτόχρονα τα επικριτικά βλέμματα του γράφοντα και του "Saturnius", οπαδών της τακτικής του «δε μιλάμε, δε λαλάμε, αν ο άλλος δεν κάνει την πρώτη κίνηση».

 

"Ε, όχι, η βάση έχει κλείσει από το χίλια εννιακόσια ενενήντααααα..." απάντησε κάπως σαστισμένα ο σκουφοφορεμένος, σε τόνο ανθρώπου που προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι που είχε διαβάσει κάπου – ίσως στο site. Στο μεταξύ, είχε πλησιάσει προς το μέρος μας, και μπορούσαμε τώρα να διακρίνουμε ότι δεν επρόκειτο για τον σπαστικό φύλακα αλλά για έναν καλοσυνάτο νεαρό, συνοδευόμενο από μία κοπέλα.

 

"Α, καλά, ευχαριστούμε" αποκρίθηκε ευγενικά ο "Someone Else", και γνέφοντας σε αποχαιρετισμό ξεκινήσαμε να βαδίζουμε προς τους χώρους του πρώην στρατιωτικού σταθμού τηλεπικοινωνιών.

 

Τα ερειπωμένα κτίρια, μέσα στην ομίχλη, συνέθεταν ένα παρακμιακό αλλά ταυτόχρονα πανέμορφο σκηνικό, που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί φόντο ταινίας μυστηρίου.

 

 

Κατευθυνθήκαμε πρώτα προς το κτίριο των κοιτώνων και του χώρου εστίασης του εγκαταλελειμμένου σταθμού. Το εσωτερικό του ανέδιδε ακόμα εντονότερη την αίσθηση της ερήμωσης.

 

 

Και ήταν εκεί που εξοργιστήκαμε, αισθανόμενοι ηλίθιοι για τις προηγούμενες μας ανησυχίες και προφυλάξεις μήπως και γινόμασταν αντιληπτοί από κανένα φύλακα.

 

Ο λόγος;

 

Το δάπεδο του κτιρίου –και των περισσότερων άλλων κτιρίων του πρώην σταθμού, όπως θα διαπιστώναμε στη συνέχεια– ήταν κυριολεκτικά στρωμένο με απορρίμματα κατσικιών.

 

Ένα χαλί από απορρίμματα κατσικιών κάλυπτε το δάπεδο του κτιρίου. Στη βεράντα, τα υπολείμματα κάποιου άτυχου ζώου κείτονταν παραπεταμένα ανάμεσα στα απειράριθμα απορρίμματα. Μακάβριο, μα και μελαγχολικά συμβολικό.

 

Τόσο απαγορευμένη ήταν, λοιπόν, η προσέγγιση στο χώρο, ώστε κάποιος γιδοβοσκός της Πεντέλης είχε μετατρέψει τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του πρώην σταθμού σε στάνη. Ο ίδιος ή κάποιος συνάδελφος του χρησιμοποιούσε συστηματικά και τη σπηλιά –αρχαιολογικό χώρο, υποτίθεται– ως χειμαδιό, μερικά χρόνια παλιότερα. Και να σκεφτεί κανείς ότι στη χώρα μας η βόσκηση σε βουνά απαγορεύεται διά νόμου. Πόσο μάλλον στην Πεντέλη, η χλωρίδα της οποίας, εκτός από την αδηφάγο όρεξη των κατσικιών, έχει να αντιμετωπίσει και τις πληγές που άφησε πίσω της η τελευταία πυρκαγιά.

 

Οπότε, έχουμε και λέμε: ναι μεν η πρόσβαση στην κορυφή του βουνού απαγορεύεται για τους επισκέπτες που επιθυμούν να ανέβουν ως εκεί και να χαρούν τη θέα, επιτρέπεται όμως για το γιδοβοσκό και τα γίδια του, που καθημερινά αφανίζουν όσα άτυχα βλασταράκια αναγεννώμενης βλάστησης έχουν την ατυχία να βρεθούν στο διάβα τους, τα οποία και συστηματικά αφοδεύουν εντός των κτιρίων του πρώην σταθμού. Αυτό θα πει φύλαξη!

 

Δε γνωρίζουν για την κατάσταση αυτή οι διάφοροι «ιθύνοντες» και «αρμόδιοι» της Πεντέλης, που κατά καιρούς εμφανίζονται στην τηλεόραση να ομιλούν με στόμφο περί της «προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος»; Ή, μήπως, δε γνωρίζουν για το όργιο λαθραίας λατόμησης μαρμάρου (οι άδειες λατόμησης στο βουνό έχουν ανακληθεί από το 1977) που λαμβάνει χώρα εδώ και δεκαετίες στην Πεντέλη, με τους αποθρασυμένους κλέφτες να ανατινάζουν και να αποσπούν με την άνεση τους όγκους μαρμάρου, ανεβοκατεβαίνοντας ανενόχλητοι το βουνό με φορτωτές και φορτηγά; Δε γνωρίζουν;

 

Φουρκισμένοι από τις σκέψεις αυτές, κατευθυνθήκαμε προς το κτίριο όπου παλιότερα βρίσκονταν εγκατεστημένες οι ηλεκτρογεννήτριες του σταθμού. Το εσωτερικό του ήταν πλέον απογυμνωμένο, με μόνα δηλωτικά της προηγούμενης χρήσης του ένα διάγραμμα ηλεκτροδότησης και μια κενή εργαλειοθήκη, κρεμασμένα σε έναν τοίχο.

 

 

Βγήκαμε έξω και ξεκινήσαμε να βαδίζουμε προς τα κτίρια που βρίσκονταν ψηλότερα. Τότε ήταν που για πρώτη φορά, μέσα στην πυκνή ομίχλη, διακρίναμε ότι έξω από ορισμένες εγκαταστάσεις άναβαν φώτα.

 

 

Συνεχίσαμε να προχωράμε, συζητώντας μεγαλόφωνα και δίχως να προσπαθούμε να αποκρύψουμε την παρουσία μας. Μετά τα «επισκεπτήρια» των γιδιών που είχαμε συναντήσει προηγουμένως, πολύ θα θέλαμε να συναντούσαμε και κανένα φύλακα. Όμως, τελικά, καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στους χώρους του πρώην σταθμού, φύλακας δεν εμφανίστηκε. Πιθανώς τα φώτα είχαν ανάψει αυτόματα, μέσω χρονοδιακόπτη ή φωτοκυττάρου. Ίσως, πάλι, να τα είχε ανάψει προηγουμένως κάποιος που μετά είχε αποχωρήσει, ή και να άναβαν μόνιμα, μέρα–νύχτα.

 

Μέσα από ένα στενό άνοιγμα, περάσαμε στο μεγάλο υπόστεγο που παλιότερα στέγαζε τον εξοπλισμό τηλεπικοινωνιών του σταθμού. Το υπόστεγο ήταν άδειο πια, και μόνο σε μια γωνιά του παρέμεναν λίγα ξεχαρβαλωμένα, παλιάς τεχνολογίας μηχανήματα.

 

 

Καθώς ετοιμαζόμασταν να τραβήξουμε μερικές ακόμη φωτογραφίες, μέσα στο μισοσκόταδο, αντιληφθήκαμε δύο φιγούρες να έχουν εισχωρήσει στο υπόστεγο από το άνοιγμα που είχαμε χρησιμοποιήσει κι εμείς και να πλησιάζουν αργά προς το μέρος μας. Ήταν μια σουρεαλιστική σκηνή, αντάξια της όλης ομιχλώδους περίστασης. Λίγες στιγμές αργότερα αναγνωρίζαμε ότι επρόκειτο για το νεαρό ζευγάρι που είχαμε συναντήσει προηγουμένως στην πύλη του πρώην σταθμού. Τότε μας είχαν δώσει την εντύπωση ότι ετοιμάζονταν να αναχωρήσουν, φαίνεται όμως ότι η δική μας άφιξη εκεί τους είχε ενθαρρύνει να παραμείνουν και να εξερευνήσουν το χώρο. Πιθανώς μας είχαν ακολουθήσει όλη αυτή την ώρα, εντοπίζοντας έτσι και το μικρό άνοιγμα που οδηγούσε στο εσωτερικό του υποστέγου.

 

Φύγαμε από το υπόστεγο χωρίς να πιάσουμε κουβέντα, και ανεβαίνοντας μια σειρά από τσιμεντένια σκαλοπάτια κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα. Όμως, η κατάσταση δυσκόλεψε απρόσμενα. Όλη αυτή την ώρα νιώθαμε κάποιες σποραδικές ριπές ανέμου, προφυλασσόμασταν ωστόσο από τα κτίρια και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του εδάφους. Τώρα, καθώς πλησιάζαμε προς το εκκλησάκι, το οποίο βρίσκεται κτισμένο στο ψηλότερο σημείο της Πεντέλης, βρεθήκαμε εντελώς εκτεθειμένοι σε έναν παγωμένο, θυελλώδη άνεμο, έντασης 9–10 μποφόρ, ικανό να παρασέρνει, όχι μόνο αντικείμενα, αλλά ακόμα και τις λέξεις που προσπαθούσαμε να ανταλλάξουμε μεταξύ μας.

 

Η πόρτα του εκκλησιδίου ήταν ορθάνοιχτη. Μέσα επικρατούσε νηνεμία, όμως ο θυελλώδης άνεμος που χτυπούσε με ορμή το θόλο του τρούλου προκαλούσε έναν βροντερό βόμβο, προσδίδοντας έμπρακτο νόημα στις έννοιες «στοιχεία της φύσης» και «καταφύγιο». Στο εσωτερικό του εκκλησιδίου αυτού είχε τοποθετηθεί παλιότερα ένα κοντέινερ με μηχανήματα τηλεπικοινωνιών. Τώρα, ο χώρος ήταν άδειος, με μοναδικά υπολείμματα μερικά σπιράλ καλωδίων αφημένα στο δάπεδο.

 

Λιγοστές αχτίδες φωτός εισέρχονταν από τις χαραμάδες του φραγμένου με πέτρες παραθύρου του Ιερού.

 

Αφού ξαποστάσαμε για λίγο, βγήκαμε έξω, και κλείνοντας κύκλο κατευθυνθήκαμε για άλλη μια φορά προς την περιοχή όπου προηγουμένως είχαμε δει να ανάβουν φώτα, σκοπεύοντας μετά να αποχωρήσουμε.

 

Διαφόρων ειδών κεραίες και αναμεταδότες υψώνονταν εκεί γύρω.

 

 

Την παράσταση, όμως, έκλεβε ένας αρθρωτός μεταλλικός πυλώνας που δέσποζε από μακριά, με την κορυφή του να χάνεται μέσα στην ομίχλη.

 

 

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχαμε, επρόκειτο για κάποιου είδους αναμεταδότη – άποψη που είχαμε αποδεχτεί, καθώς μας είχε φανεί αρκετά λογική.

 

Όμως, δεν πρόκειται για αναμεταδότη. Το ποια είναι η λειτουργία του αναγραφόταν με σαφήνεια σε μία παρακείμενη πινακίδα.

 

 

Με απλά λόγια, πρόκειται για έναν προηγμένης τεχνολογίας δέκτη, ικανό να παρακολουθεί ταυτοχρόνως μεγάλο εύρος συχνοτήτων και να καταγράφει ακόμη και πολύ ασθενείς εκπομπές ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, αν κανείς κρίνει από τα 14,5 εκατομμύρια ευρώ του κόστους του (σε τιμές 2004).

 

Καθώς διαβάζαμε την πινακίδα αυτή, πληροφορίες, παρατηρήσεις και γεγονότα συνενώνονταν σκιαγραφώντας μια ευρύτερη εικόνα, σε όψεις της οποίας είχαμε σκοντάψει από παλιά.

 

Και πρώτα–πρώτα θα πρέπει κανείς να θυμηθεί ότι, όπως έχουμε αναφέρει, το εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα, στο εσωτερικό του οποίου βρισκόταν παλιότερα κρυμμένο το κοντέινερ με τα μηχανήματα τηλεπικοινωνιών, υπαγόταν στη δικαιοδοσία ελληνικών στρατιωτικών υπηρεσιών – της ΕΥΠ συγκεκριμένα, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες (ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ). Στις μέρες μας, λοιπόν, το κοντέινερ εκείνο έχει μεν απομακρυνθεί, όμως λίγα μέτρα μακρύτερα υψώνεται ένας πυλώνας με πανάκριβο εξοπλισμό παρακολούθησης συχνοτήτων. Και, μπορεί στην ενημερωτική πινακίδα να αναγράφεται ότι ο εξοπλισμός αυτός λειτουργεί υπό την εποπτεία της «Ελληνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων» (ΕΕΤΤ), ασφαλώς όμως οι χειριστές του δεν είναι τίποτα ταχυδρομικοί υπάλληλοι. Προφανώς, τον εξοπλισμό αυτό παρακολούθησης χειρίζεται κάποια υπηρεσία εθνικής ασφάλειας, ενδεχομένως η ΕΥΠ.

 

Η ίδια η ύπαρξη της ενημερωτικής πινακίδας είναι, πάντως, από μόνη της άξια απορίας. Εφόσον η πρόσβαση στην κορυφή της Πεντέλης απαγορεύεται σύμφωνα με τις ταμπέλες που παραμένουν τοποθετημένες στα πλάγια του δρόμου που οδηγεί ως εκεί, σε ποιους ακριβώς απευθύνεται η πινακίδα αυτή; Στον τσοπάνη και τα γίδια του; Και από την άλλη, γιατί τόση προθυμία για ενημέρωση; Αφού η περιοχή είναι στρατιωτική, όπως αναγράφεται σε άλλη προειδοποιητική πινακίδα, και δεδομένου ότι εδώ μιλάμε για ένα εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών, προς τι η (επι)σήμανση της λειτουργίας του;

 

Σε σχέση με τα ερωτήματα αυτά, μπορούμε να υποθέσουμε δύο πιθανές εξηγήσεις: είτε η τοποθέτηση της πινακίδας οφείλεται σε γραφειοκρατικού τύπου ασυνεννοησία μεταξύ εμπλεκόμενων υπηρεσιών είτε η πινακίδα τοποθετήθηκε ως άλλοθι, για την περίπτωση που η λειτουργία του συγκεκριμένου συστήματος παρακολούθησης τηλεπικοινωνιών γινόταν ευρέως γνωστή και προκαλούσε αντιδράσεις.

 

Ο πυλώνας, όπως φαίνεται από μακριά την ημέρα.

 

Α, και θυμηθήκαμε και εκείνη την εσπευσμένη και φαινομενικά ανεξήγητη επιχείρηση εκκένωσης της Πεντέλης από επισκέπτες την Καθαρή Δευτέρα του 2005. Γράφαμε στις ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΜΑΡΤΙΟΥ 2006 ότι πέρα από την ημερολογιακή ταύτιση δεν υπήρχε κάποιο άλλο στοιχείο που να συνδέει την εκκένωση του βουνού με την υπόθεση των τηλεφωνικών υποκλοπών, για την οποία, επισήμως, η ελληνική κυβέρνηση είχε λάβει γνώση εκείνες ακριβώς τις ημέρες. Να, λοιπόν, που τώρα ανακύπτει ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο –η λειτουργία στην κορυφή της Πεντέλης του προηγμένου αυτού συστήματος ανίχνευσης τηλεπικοινωνιακών εκπομπών– σε σχέση με την ενδεχόμενη σύνδεση των δύο αυτών υποθέσεων.

 

Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλει κανείς για το ότι ο εν λόγω εξοπλισμός χρησιμοποιείται για τους σκοπούς που αναγράφονται στην ενημερωτική πινακίδα, δηλαδή την προστασία ζωτικών συχνοτήτων από παρεμβολές. Προφανώς η λειτουργία του συστήματος συνδέεται με τέτοιες ανάγκες. Αν, όμως, η εγκατάσταση του στην κορυφή της Πεντέλης συνδυαστεί με τα όσα παρουσιάζονται και αναλύονται στην ενότητα "Πεδία, κύματα, έργα και κεραίες", προκύπτουν και ορισμένοι ενδιαφέροντες συσχετισμοί προς άλλες κατευθύνσεις. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με επίσημες μετρήσεις του πλέον αρμόδιου φορέα, δηλαδή του Μαγνητικού Παρατηρητηρίου Πεντέλης, το γεωμαγνητικό πεδίο της περιοχής διεγείρεται αρκετές φορές κάθε χρόνο σε κατάσταση σφοδρής γεωμαγνητικής καταιγίδας, καθώς και ότι, σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπάρχει ένας παράδοξος συσχετισμός των εξάρσεων αυτών του γεωμαγνητικού πεδίου με τη γένεση σεισμικής δραστηριότητας, συγκεκριμένα στην εγγύς περιοχή της Πεντέλης.

 

Αλλά, υπάρχει και εκείνη η περίεργη ιστορία με το δημοσίευμα περί ηλεκτρομαγνητικού διαύλου, ο οποίος, σύμφωνα με τον ανώνυμο συγγραφέα του σχετικού βιβλίου, συνδέει την περιοχή της Νέας Μάκρης στους πρόποδες της Πεντέλης με το Langley της Virginia των ΗΠΑ. Αξίζει, λοιπόν, να παρατηρήσουμε ότι, ενώ ως τα τέλη της δεκαετίας του 1990 στην κορυφή της Πεντέλης λειτουργούσε ο σταθμός ΝΑΤΟϊκών τηλεπικοινωνιών, αμέσως μετά την παύση λειτουργίας και την απομάκρυνση των «πιάτων» του (ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΙΟΥΝΙΟΥ 2004), στον ίδιο ακριβώς χώρο εγκαταστάθηκε και λειτουργεί το εξελιγμένο σύστημα παρακολούθησης συχνοτήτων που είδαμε. Ενδιάμεσα, δε, στο μικρό εκκλησάκι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρα είχε καμουφλαριστεί, όπως έχουμε συζητήσει, τηλεπικοινωνιακός εξοπλισμός, πιθανότατα της ΕΥΠ.

 

Δορυφορικές φωτογραφίες του σταθμού τηλεπικοινωνιών στην κορυφή της Πεντέλης, πριν και μετά την απομάκρυνση των –οκτώ συνολικά– «πιάτων» του.

 

Και στις τρεις περιπτώσεις, δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με εξειδικευμένου τύπου εγκαταστάσεις τηλεπικοινωνιών, που ταιριάζουν γάντι με την υποτιθέμενη ύπαρξη ηλεκτρομαγνητικού διαύλου. Γιατί, αν πράγματι ένας τέτοιος δίαυλος καταλήγει στην περιοχή της Πεντέλης, πώς θα μπορούσε αυτός να μελετηθεί και ενδεχομένως να αξιοποιηθεί; Θα μπορούσε, άραγε, κάτι τέτοιο να γίνει με την εγκατάσταση ενός προηγμένου και πανάκριβου συστήματος σάρωσης μεγάλου εύρους του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, ικανού να ανιχνεύει και τις πιο ασθενείς εκπομπές;

 

Μα, ναι.

 


 

 

Φεβρουάριος 2007

 

Τη φορά αυτή ήμουν εντελώς άκεφος καθώς περπατούσα στους πρόποδες της Πεντέλης. Δε συνέβαινε τίποτα το συγκεκριμένο, απλώς διάφορα μικροπράγματα της καθημερινότητας των τελευταίων ημερών είχαν συσσωρευτεί, βαραίνοντας τις σκέψεις και τη διάθεση μου.

 

Κανονικά, θα έπρεπε να ήμουν ευδιάθετος. Το χειμωνιάτικο απομεσήμερο ήταν ιδεώδες για ορειβασία, ενώ και η ομίχλη που κάλυπτε το βουνό από ένα σημείο και πάνω δημιουργούσε ξεχωριστή ατμόσφαιρα.

 

 

Επιπλέον, η επίσκεψη μου αυτή δεν ήταν δίχως αντικείμενο. Πρόσφατα ο «Διολίδης» είχε ενημερώσει για την ύπαρξη ενός ιδιότυπου κατασκευάσματος – ενός βωμίσκου, μισοκρυμμένου σε κάποιο σημείο του βουνού. Θεωρητικά, λοιπόν, θα έπρεπε να τρέφω τουλάχιστον κάποια προσμονή. Δεν έτρεφα καμία.

 

Με την ακεφιά μου να επιμένει, και προσεγγίζοντας όλο και περισσότερο τα όρια της ομίχλης, βρέθηκα να σκαρφαλώνω για μία ακόμη φορά στις πλαγιές της Πεντέλης.

 

 

Επιχειρώντας να αναστρέψω την άσχημη μου διάθεση, βάλθηκα να πειραματίζομαι με την καινούρια φωτογραφική μηχανή που είχα αποκτήσει. Την είχα ακριβοπληρώσει και υποτίθεται ότι ήταν σούπερ–ντούπερ, με γυροσκοπικό μηχανισμό σταθεροποίησης εικόνας, ευχέρεια ευκρινούς φωτογράφησης από απόσταση ελάχιστων εκατοστών και δυνατότητα λήψης υπό συνθήκες πολύ χαμηλού φωτισμού.

 

 

Πριν προλάβει η αραχνίτσα να κρυφτεί πίσω από το κυκλάμινο, την είχα φωτογραφήσει με ικανοποιητική ευκρίνεια. Η μηχανή φαινόταν να εκπληρώνει όσα υποσχόταν, όμως και πάλι η διάθεση μου δεν είχε βελτιωθεί. Αντιθέτως, μελαγχόλησα συνειδητοποιώντας ότι η παλιά μου φωτογραφική μηχανή μοιραία θα παροπλιζόταν. Μπορεί οι δυνατότητες της να θεωρούνταν πλέον περιορισμένες, όμως η ηρωική, χιλιογδαρμένη εκείνη φωτογραφική μηχανή είχε σταθεί πραγματικός σύντροφος, έχοντας με συνοδεύσει σε εκατοντάδες εξορμήσεις τα προηγούμενα χρόνια.

 

Με τις εκτός τόπου και χρόνου αυτές σκέψεις και μέσα στην αξιολύπητη μου διάθεση, συνέχισα να ανεβαίνω. Προσπαθούσα να συντονιστώ με το «εδώ» και το «τώρα», όμως ο αρνητισμός που ένιωθα δε με άφηνε.

 

Αφορμή για την αλλαγή στον ψυχισμό μου στάθηκε ένας σχηματισμός από πέτρες, κάτω από ένα πεύκο:

 

 

Βρισκόταν εκεί χρόνια τώρα, και δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Έμοιαζε με οκτάρι ή με το σύμβολο του απείρου στα μαθηματικά (). Η δεύτερη εκδοχή, τη στιγμή εκείνη, έκανε «κλικ» μέσα μου.

 

Συναισθάνθηκα για λίγο την όλη περίσταση: κάποτε, σε έναν γαλαζωπό πλανήτη κάποιου από τους μυριάδες γαλαξίες του Σύμπαντος, ένα πλάσμα –εγώ– ανηφόριζε μοναχικά τις πλαγιές ενός βουνού, όπου ένας σχηματισμός από λευκές πέτρες το είχε κάνει να στοχάζεται περί των ιδιοτήτων του απείρου. Από μόνη της, η σκηνή είχε κάτι το απειρικό.

 

Βαδίζοντας μηχανικά, και απορροφημένος από τις σκέψεις αυτές, όταν μετά από λίγο αντιλήφθηκα ότι είχα πια φτάσει στο τέλος του αρχαίου δρόμου, ήταν σαν επιτέλους να ξύπναγα από λήθαργο, καθώς στη συνείδηση μου έφτανε ένας καταιγισμός από πληροφορίες, διαπιστώσεις και συσχετισμούς. Επί δεκαετίες τώρα ανεβοκατέβαινα τον αρχαίο δρόμο μεταφοράς μαρμάρου που οδηγεί στη σπηλιά, κι όμως, μόλις τώρα συνειδητοποιούσα πραγματικά για πρώτη φορά ότι βάδιζα σε έναν αρχαίο –πανάρχαιο για την ακρίβεια– δρόμο. Δεν ήταν ότι δεν το γνώριζα πριν, τώρα όμως το ένιωθα στην ολότητα της σημασίας του. Επιπλέον, λες και κάποιος συντόνιζε τα σκηνικά ενός θεάτρου, η ομίχλη φαινόταν να ξεκινά ακριβώς από το σημείο όπου ο αρχαίος δρόμος τερμάτιζε. Και σαν επιστέγασμα της όλης σκηνογραφίας, το σημείο αυτό ήταν το προαύλιο της σπηλιάς.

 

 

Μερικά βήματα αργότερα, είχα εισχωρήσει στο στρώμα της ομίχλης. Το τοπίο ήταν ονειρικό, βυθισμένο στη σιγαλιά και καθηλωμένο σε πλήρη ακινησία.

 

 

Λίγο παραπέρα, αχνοφαινόταν η είσοδος της σπηλιάς.

 

 

«Να 'μαι πάλι εδώ» σκέφτηκα.

 

Ήταν αυτό το «εδώ» που πυροδότησε μία ακόμη μικρή έκρηξη μέσα μου. Δεν είχα ποτέ πριν πραγματικά βρεθεί εδώ, συνειδητοποίησα. Εφόσον ο πλανήτης, το Ηλιακό Σύστημα και ο Γαλαξίας βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση, τα πάντα σε τούτη τη Γη –και η σπηλιά μαζί– άλλαζαν διαρκώς θέση. Χωρίς να μεταβάλλονται οι σχετικές τους θέσεις, σε απόλυτες χωρικές συντεταγμένες τα πάντα μετακινούνταν, ταξιδεύοντας αενάως στο χώρο.

 

Και πάλι, αυτό δεν ήταν κάτι που δεν γνώριζα. Το ότι τα ουράνια σώματα κινούνται είναι γνώση του Δημοτικού. Ωστόσο, ήταν σε εκείνο το ομιχλώδες τοπίο που για πρώτη φορά ένιωθα πραγματικά και σε βάθος τη σημασία του γεγονότος. Η σπηλιά είχε μετακινηθεί χιλιάδες χιλιόμετρα από την τελευταία φορά που την είχα επισκεφθεί και καταλάμβανε διαφορετική θέση στο χώρο την κάθε στιγμή που περνούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με το σπίτι μου. Όταν θα επέστρεφα σε αυτό, στην πραγματικότητα θα επέστρεφα κάπου αλλού, όχι στο σημείο απ' όπου είχα ξεκινήσει. Τις νύχτες, καθώς κοιμόμουν, το κρεβάτι μου ταξίδευε στο Σύμπαν. Εγώ, ο ίδιος, μετακινούμουν διαρκώς, καταλαμβάνοντας χώρο όπου πριν από λίγο επικρατούσε διαστημικό κενό. Κυριολεκτικά, πραγματοποιούσα την κάθε στιγμή που περνούσε, από τη γέννηση ως το θάνατο μου, ένα ταξίδι στις κοσμικές απεραντοσύνες, περνώντας από κάθε σημείο του χώρου μία και μοναδική φορά, καταλαμβάνοντας κενό και αφήνοντας πίσω μου κενό.

 

Η αντίληψη μου των πραγμάτων είχε αλλάξει. Όπως όταν κανείς επικεντρώνεται επί ώρα στον ήχο μιας λέξης η λέξη αυτή τείνει να χάσει το νόημα της, έτσι κι εγώ αισθανόμουν ότι, χωρίς να το επιδιώξω, είχα καταφέρει να σπάσω την πραγματικότητα που βίωνα σε πρωτογενή μέρη. Η αίσθηση ότι τα πάντα γύρω μου ήταν σκηνικά ενός θεάτρου είχε επιταθεί.

 

Προχώρησα προς τη σπηλιά σαν να την πλησίαζα για πρώτη και τελευταία φορά. Πάνω ψηλά, τα αχνά περιγράμματα βράχων και δέντρων ενίσχυαν την ονειρικότητα της όλης σκηνής.

 

 

Μερικά μέτρα πριν την είσοδο, σταμάτησα και κοίταξα πίσω. Πρόσεξα ότι –όπως ήταν αναμενόμενο– η ομίχλη σταματούσε λίγο έξω από το μεγάλο κοίλωμα.

 

 

Όποιος κι αν ήταν ο σκηνογράφος, σκέφτηκα χαμογελώντας, η συμβολικότητα των σκηνικών δε θα μπορούσε να γίνει πιο εύγλωττη.

 

Βρισκόμουν τώρα στο διαυγές εσωτερικό της σπηλιάς και κοίταζα προς τα έξω, τον θολό κόσμο της ομίχλης – μια αναπάντεχη αντιστροφή προοπτικής, αφού μέχρι τώρα είχα συνηθίσει να θεωρώ τη σπηλιά «θολό τοπίο» μέσα στην ανιαρή διαύγεια της ρουτίνας του έξω κόσμου.

 

 

Χωρίς να το καταλάβω, είχα καταφέρει να αποσυνδέσω το τμήμα της συνείδησης που με απέτρεπε από το να εστιάζω σε πράγματα που θεωρούνταν κοινά και γνώριμα. Προσέγγιζα, έτσι, το καθετί σαν να το βίωνα για πρώτη φορά. Και, γνωρίζοντας από πείρα ότι η κατάσταση αυτή της συνείδησης δε θα διαρκούσε για πολύ, καθώς σύντομα ο εαυτός μου θα επέστρεφε στη συνηθισμένη του λειτουργία, όπου άξιες προσοχής για τη συνείδηση ήταν μονάχα οι πρακτικότητες που εξυπηρετούσαν την καθημερινή επιβίωση, στράφηκα προς τα ενδότερα της σπηλιάς, σκοπεύοντας να συνεχίσω το συναρπαστικό αυτό παιχνίδι εξερεύνησης και ανακάλυψης.

 

Βγαίνοντας έξω, δεν ήμουν σε θέση να προσδιορίσω ούτε πόση ώρα είχα παραμείνει στο εσωτερικό της σπηλιάς ούτε ποιο ακριβώς ήταν το αντικείμενο των σκέψεων μου όλο αυτό το διάστημα. Αισθανόμουν απλώς ότι είχα συνομιλήσει με κάποια τμήματα του εαυτού μου που υπό συνήθεις συνθήκες παρέμεναν άδηλα, στα όρια της συνείδησης. Και ήταν οξύμωρη αυτή η αίσθηση της συνομιλίας, αφού, στην πραγματικότητα, μέσα μου είχε επικρατήσει σιγή.

 

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς πλέον κατηφόριζα τα μονοπάτια του βουνού.

 

 

Το τοπίο εξακολουθούσε να παραμένει βυθισμένο στη σιωπή, η σιωπή όμως μέσα μου είχε από ώρα διασπαστεί και ο συνήθης «λευκός θόρυβος» των διαφόρων σκέψεων είχε επιστρέψει. Όσο για τη λευκή ανταύγεια της ομίχλης, αυτή τώρα αγωνιζόταν ενάντια στο σκοτάδι της νύχτας που πλησίαζε.

 

 

Όταν, λίγο παρακάτω, διαπέρασα το πέπλο της ομίχλης, τα πρώτα φώτα είχαν ανάψει στην πόλη.

 

 

Κάπου εκεί βρισκόταν και το σπίτι μου.

 

Θα επέστρεφα. Όμως, όπως έπειτα από κάθε έξοδο, θα το έβρισκα σε διαφορετικό σημείο απ' ό,τι το είχα αφήσει.

 

 

ΥΓ. Τον είχα εντοπίσει τελικά το βωμίσκο, στο μέρος όπου είχε υποδείξει ο «Διολίδης» και όπου, σύμφωνα με τον ίδιο, έστεκε επί τρία τουλάχιστον χρόνια τώρα.

 

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά που συναντούσα κάτι τέτοιο στο βουνό. Δύο πανομοιότυπης τεχνοτροπίας τύμβους από μαρμαρόπλακες –τον ένα σε φωτογραφία– είχα δει και κατά το παρελθόν, σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων από τη σπηλιά. Εκείνοι, όμως, ήταν εύκολα ορατοί από μακριά και είχαν διαλυθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα από διερχόμενους επισκέπτες. Ο ένας, μάλιστα, αποτελούταν από 23 στρώσεις, όπως ακριβώς και ο προκείμενος.

 

Σαν κατασκευή, θυμίζει τους πύργους από μαρμαρόπλακες που ξεφύτρωναν την περίοδο 1989–90 στα πλάγια του χωματόδρομου της σπηλιάς. Αλλά, κάτι στην αρτιότητα και την αρμονία της κατασκευής μού έφερε κατά νου και τα σκαλισμένα σύμβολα της Πεντέλης.

 

«Ίρανον»