Σε βαθιά νερά

 

 

Η ιστορία που ακολουθεί δεν περιγράφει κάποιο τρομερό μυστήριο, είναι όμως αρκετά παράξενη. Διαδραματίστηκε κάπου στη νότια Κρήτη το καλοκαίρι του 1995 σε μια ακτή που ονομάζεται Τράφουλας. Πρόκειται για μια άγρια ακτή με κοφτά βαθιά νερά που κατεβαίνουν με κλίση 90 μοιρών σε βάθη από 30 μέχρι 50 μέτρα. Κατά καιρούς έχω δει εκεί πολύ μεγάλα ψάρια, με αποκορύφωμα ένα τόνο μεγαλύτερο των 200 κιλών.

 

Ασχολούμαι με το ψαροτούφεκο εδώ και αρκετά χρόνια, και σιγά–σιγά ανέπτυξα την ικανότητα να βουτάω βαθιά. Μου αρέσει πολύ να κατεβαίνω σε απότομα νερά, να κοιτώ την επιφάνεια να ξεμακραίνει και να αισθάνομαι ότι πετάω προς το βυθό. Το μέρος αυτό λοιπόν ήταν από τα αγαπημένα μου, αν και η εντατική αλιεία το είχε καταστήσει πολύ μέτριο ψαρότοπο.

 

Ήταν Κυριακή και είχα ξενυχτήσει σχεδόν την προηγούμενη λόγω δουλειάς. Παρόλ' αυτά η θάλασσα πάντα με αναζωογονεί· μόλις έφτασα ένιωσα την κούραση και τη νύστα να εξαφανίζονται. Έπεσα στο νερό γύρω στις 10 το πρωί σε μια αμμουδερή παραλία, και μετά από κολύμπι περίπου μισής ώρας έφτασα στην αρχή του τόπου. Στα αριστερά μου υψωνόταν κατακόρυφος βράχος ύψους περίπου 10 μέτρων που συνέχιζε μέσα στο νερό μέχρι πολύ βαθειά. Ήταν μια ήσυχη μέρα και δε φυσούσε σχεδόν καθόλου, έτσι το γεγονός ότι στο συγκεκριμένο σημείο δημιουργήθηκε ξαφνικά ένας μικρός ανεμοστρόβιλος με παραξένεψε αρκετά. Δεν είμαι αλαφροΐσκιωτος, όμως ένιωσα κάποια παράξενη επιθυμία να απομακρυνθώ, πράγμα που έκανα γρήγορα μιας και στις σπηλιές που σχηματίζονταν στο βράχο δε φαινόταν ίχνος ψαριού. Ξέχασα τελείως το επεισόδιο μετά από λίγο, η μαγεία του βυθού με είχε συνεπάρει, άλλωστε δεν επρόκειτο και για κάτι συνταρακτικό.

 

Ψάρεψα ολόκληρη τη μέρα, με φτωχά αποτελέσματα: Μια μεγάλη καραβίδα και 3–4 ψάρια του μισού κιλού κρέμονταν από το κορδόνι της σημαδούρας. Για να δώσω μια σαφέστερη εικόνα, κουβαλούσα μια σημαδούρα μήκους περίπου 80 εκατοστών, την οποία έσερνα με ένα σπάγκο με βαρίδι στην άκρη. Όταν ήθελα να βουτήξω κάπου, άφηνα το βαρίδι να ακουμπήσει στο βυθό, και έτσι χωρίς τον κίνδυνο να παρασυρθεί η σημαδούρα από το ρεύμα έκανα τη βουτιά μου. Τα ψάρια ήταν περασμένα σε κορδόνι που στη μια του άκρη είχε δεμένο ένα μυτερό σίδερο μήκους περίπου 15 εκατοστών, και χρειαζόταν για να περνά το ψάρι στην πετονιά, ενώ η άλλη άκρη ήταν περασμένη με θηλιά σε κρίκο ατσάλινο, "καραμπίνερ" που έκλεινε με πορτάκι ελατηρίου. Ψαρεύω χρόνια αλλά δεν έχω χάσει ποτέ κάποιο εργαλείο από αυτά που κατά καιρούς κρεμούσα στον κρίκο, ούτε και το κορδόνι με τα ψάρια.

 

Πρέπει να ήθελε περίπου 40 λεπτά μέχρι να σκοτεινιάσει εντελώς. Ο ήλιος ήταν στη δύση του όταν έφτασα ξανά στο σημείο με τον ανεμοστρόβιλο. Εκεί λοιπόν είδα ένα ροφό βάρους περίπου 2,5 κιλών δίπλα στο βράχο να με κοιτά ήσυχος. Άφησα τη σημαδούρα λίγο πιο πέρα και βούτηξα ήρεμα προς το μέρος του. Η βολή βρήκε το ψάρι στο σβέρκο και η βέργα βγήκε από το σαγόνι. Ήταν μια βέργα "ταϊτής", ατσάλινη, πάχους 6,5 χιλιοστών, με φτεράκι μήκους περίπου 5 εκατοστών που ξεκινούσε περίπου 5 εκατοστά από τη μύτη της βέργας και ήταν ελαφρά λυγισμένο στην άκρη, για να ανοίγει όταν το καρφωμένο ψάρι προσπαθούσε να φύγει. Παρόλο που το κτύπημα ήταν καίριο, το ψάρι κατάφερε να σφηνωθεί πρόχειρα σε μια σχισμή. Ήξερα πως δεν υπήρχε περίπτωση να με δυσκολέψει ιδιαίτερα, για να επιταχύνω όμως τη διαδικασία κολύμπησα ως τη σημαδούρα για να πάρω ένα δεύτερο όπλο και να το αποτελειώσω αφού πρώτα άνοιξα το "μουλινέ", ένα καρούλι με σπάγκο που συνδέει την άκρη της βέργας με τη λαβή. Κρέμασα λοιπόν το πρώτο ψαροτούφεκο (από μια θηλιά από σπάγκο που είχα δεμένη στη λαβή) στον κρίκο που ήταν περασμένο και το κορδόνι, και με το δεύτερο όπλο κατευθύνθηκα προς το ψάρι. Δε χρειαζόταν. Φτάνοντας, είδα το ψάρι να κρέμεται ελεύθερο στο νερό, νεκρό, περασμένο στη βέργα. Μάζεψα το σπάγκο του μουλινέ και ετοιμάστηκα να το περάσω στο βελόνι όταν διαπίστωσα πως το κορδόνι με τα ψάρια έλειπε. Υπέθεσα (και είναι η μόνη λογική εξήγηση) πως καθώς πέρασα τη θηλιά του όπλου στον κρίκο, προτού αφήσω το πορτάκι να κλείσει, με κάποιον τρόπο έσπρωξα τη θηλιά του κορδονιού, ξεπερνώντας την από τον κρίκο. Κρέμασα λοιπόν προσεκτικά το όπλο με το ψάρι νεκρό στη βέργα, και άρχισα διερευνητικές βουτιές. Πράγματι, κάποια στιγμή, σε βάθος που σίγουρα ξεπερνούσε αρκετά τα 30 μέτρα, εντόπισα τα ψάρια μου. Έβαλα σημάδια για να μη χάσω το μέρος (από την επιφάνεια δε φαινόταν καν ο βυθός) και πήρα το δεύτερο ψαροτούφεκο ώστε να χτυπήσω κάποιο από τα ψάρια μου από πιο ψηλά, κερδίζοντας 2–3 μέτρα από το βάθος. Μετά θα άνοιγα το μουλινέ και από την επιφάνεια πια θα τραβούσα τη βέργα με τα ψάρια μου με την ησυχία μου. Τα 30 μέτρα δε μου ήταν άγνωστα και πρέπει να βούτηξα αρκετά βαθύτερα μιας και η πίεση που ένιωσα στο σώμα μου, μου ήταν πρωτόγνωρη. Όταν επιτέλους έφτασα σε απόσταση βολής, έριξα, πέτυχα ένα ψάρι (θυμάμαι πως ήταν σαργός) και άνοιξα το μουλινέ για να μην τραβάω, καθώς τα ψάρια θα μου έφερναν αντίσταση δυσκολεύοντας την άνοδο. Όμως, αφού άνοιξε περίπου ένα μέτρο σπάγκος, το μουλινέ κόλλησε, κάπου μπέρδεψε ο σπάγκος, και έπρεπε να τραβήξω πάνω μαζί και τα ψάρια. Είχα ήδη ζοριστεί πολύ και δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια εξέλιξη, άλλωστε και ένα μόνο μικρό ψάρι στο νερό προβάλλει σημαντική αντίσταση, ακόμη περισσότερο σε μεγάλο βάθος. Τα παράτησα όλα και ανέβηκα με αρκετή δυσκολία στην επιφάνεια. Ήταν η πρώτη (και τελευταία) φορά που το συγκεκριμένο μουλινέ κολλούσε, το έχω ακόμη και πρόκειται κατά τη γνώμη μου για ένα από τα πιο ασφαλή στην αγορά (γι' αυτό το είχα επιλέξει άλλωστε).

 

Το άγχος μου ανέβηκε στο κατακόρυφο. Ήταν αργά και έπρεπε να τραβήξω τα ψάρια από πολύ μεγάλο βάθος. Προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου σκεφτόμενος ότι αυτή τη φορά θα είχα να βουτήξω περίπου 3 μέτρα λιγότερο, ένα περίπου μέτρο το μουλινέ που άνοιξε και άλλα δύο η πετονιά της βέργας που είναι διπλωμένη κατά μήκος του όπλου (το οποίο επιπλέει). Όταν όμως σε μια διερευνητική βουτιά είδα το όπλο, με έπιασε δέος. Αν και το μήκος του είναι ένα μέτρο και δέκα εκατοστά, στο βάθος που βρισκόταν φαινόταν πάρα πολύ μικρό. Κατάλαβα αμέσως την ανοησία που είχα κάνει. Το πιο λογικό θα ήταν να σηκωθώ να φύγω αλλά δεν το έκανα. Άρχισα να προσπαθώ να χαλαρώσω για να κάνω μια καλή βουτιά, αλλά πώς να το καταφέρω; Ήταν σχεδόν σκοτάδι και βουτούσα δεύτερη φορά σε βάθος που σίγουρα ήταν έξω από τις δυνατότητές μου. Έμεινα στην επιφάνεια περίπου 10 λεπτά. Λόγω του υπεραερισμού που μου προκαλούσε το άγχος άρχισα να νιώθω μουδιάσματα και τότε ξεκίνησα τη βουτιά. Μια βουτιά ατελείωτη. Έφτασα το όπλο, το έπιασα και άρχισα να ανεβαίνω, να ανεβαίνω. Θυμάμαι που σκεφτόμουνα: Άραγε θα βγω πάνω ζωντανός; Τελικά βγήκα.

 

Άλλη έκπληξη με περίμενε: ο ροφός δεν ήταν εκεί πια. Φαίνεται πως με κάποιον τρόπο, το φτεράκι έκλεισε και το ψάρι γλίστρησε στο νερό. Πώς όμως; Η θάλασσα ήταν λάδι και το ψάρι σίγουρα νεκρό και χτυπημένο στο σβέρκο, με πορεία προς το μυαλό. Η σάρκα στην περιοχή αυτή είναι πολύ σκληρή και τα κοκάλα πολύ χοντρά. Όποιος έχει κάποια εμπειρία από ροφούς και έχει δοκιμάσει να βγάλει βέργα μετά από τέτοια βολή, ιδίως με φτεράκι ανασηκωμένο στην άκρη, ξέρει πόσο δύσκολο είναι. Συνήθως χρειάζεται να λύσει κανείς τη βέργα από την άλλη της άκρη και να την ξεπεράσει από την άλλη μεριά. Έπειτα η βέργα κρεμόταν κατακόρυφα και η βαρύτητα κρατούσε το φτεράκι ανοικτό. Enough is enough σκέφτηκα. Δεν έψαξα να βρω το ροφό, άλλωστε ήταν πια σκοτάδι.

 

Έφτασα σπίτι περίπου δύο ώρες αργότερα, έβαλα την καραβίδα και τα ψάρια στη συντήρηση αφού πρώτα τα καθάρισα, και πήγα για ύπνο. Την επομένη το πρωί άνοιξα το ψυγείο: ψάρια και καραβίδα είχαν χαλάσει. Γιατί άραγε; Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβαζα ψάρια στη συντήρηση χωρίς να χαλάσουν, και το ψυγείο είχε μείνει όλη νύχτα κλειστό, άρα πρέπει να είχε κρατήσει καλή ψύξη.

 

Ξαναπήγα στο συγκεκριμένο μέρος για ψάρεμα την επόμενη άνοιξη, έχοντας αποφασίσει να μετρήσω και το βάθος που βούτηξα. Είχα εν τω μεταξύ αγοράσει ένα βαθύμετρο Casio που μετρά μέχρι 50 μέτρα βάθος και αντέχει μέχρι τα 100. Μετά από μισή ώρα κολύμπι ήμουν εκεί. Για να μη χρειαστεί να επαναλάβω την τρελή βουτιά, απλά έδεσα το βαθύμετρο στο σπάγκο του μουλινέ και το άνοιξα, αφήνοντας τη βέργα να κατέβει με το βάρος της ως το βυθό (δεν υπήρχε καθόλου ρεύμα). Τράβηξα το σπάγκο πάνω και κοίταξα: στην οθόνη υπήρχε η ένδειξη "error!". Γιατί "error!"; Κανονικά θα έπρεπε να δείχνει το μέγιστο βάθος. Όμως οι εκπλήξεις δεν είχαν τελειώσει εδώ. Ψάρεψα περίπου 8 ώρες και το ρολόι εξακολουθούσε να έχει τρελαθεί αλλά ώ του θαύματος! Λίγα μέτρα προτού βγω από το νερό, στα καλά καθούμενα, έφτιαξε. Το συγκεκριμένο βαθύμετρο το κράτησα 4 χρόνια, ποτέ ξανά δε μου έδωσε παρόμοια ένδειξη, αν και αρκετές φορές κατέβηκε (μαζί μου) κάτω από τα 30 μέτρα. Δε μου παρουσίασε ποτέ το παραμικρό πρόβλημα και χάλασε εξαιτίας ενός ρολογά, που όταν του το πήγα για να αλλάξει μπαταρία ξέχασε να βάλει τη φλάντζα στεγανοποίησης, με αποτέλεσμα να γεμίσει θαλασσινό νερό.

 

Θυμάμαι την ιστορία αυτή συχνά: φανταστείτε να βρίσκεστε περίπου μισή ώρα κολύμπι μακριά από τον πλησιέστερο άνθρωπο, με άγρια βράχια να κρέμονται πάνω από το κεφάλι σας, και από κάτω σας να ανοίγεται χάος – πόσου άραγε βάθους; Ο ήλιος να έχει δύσει, τα νερά να είναι μισοσκότεινα και εσείς –σπρωγμένοι από τι;– να αγωνίζεστε να χαλαρώσετε για να παίξετε τη ζωή σας κορώνα–γράμματα σε μια βουτιά που ξεπερνά τις δυνάμεις σας. Και όλα αυτά ενώ έχουν τύχει τόσα παράξενα που σας έχουν κάνει να αισθάνεστε ότι έχετε χάσει τον έλεγχο, ότι εδώ τα πράγματα δεν υπακούν στους γνωστούς νόμους. Να αισθάνεστε τιποτένιοι μπροστά στη δύναμη της φύσης, να νιώθετε καθαρά πως στην πραγματικότητα που έχετε συνηθίσει να ζείτε έχει ανοίξει κάποια ρωγμή, και όμως, παρόλο τον πανικό σας να νιώθετε στο βάθος ελεύθεροι. Να βουτάτε τελικά, ενάντια στη λογική και στο φόβο σας, υπακούοντας σε κάποια φωνή που νιώθετε ότι ξεκινά από βαθειά μέσα σας.

 

Πώς δημιουργήθηκε ο ανεμοστρόβιλος αφού δε φυσούσε; Γιατί έπεσε το κορδόνι με τα ψάρια; Γιατί χάθηκε ο ροφός; Γιατί κόλλησε το μουλινέ; Γιατί χάλασαν τα ψάρια; Γιατί το σήμα "error!"; Γιατί σταμάτησε εν πάση περιπτώσει να λειτουργεί το ρολόι, έστω και μετά από αυτό το "error!", και γιατί έφτιαξε μόνο του λίγο πριν βγω από το νερό; Γιατί τόσα πολλά απίθανα γεγονότα στο συγκεκριμένο τόπο και χρόνο;

 

Φυσικά δε θα μάθω ποτέ, καταλαβαίνω όμως τώρα ότι δεν έχει και τόση σημασία. Αυτό που νιώθω αναπολώντας την ιστορία μου είναι πιο πολύτιμο από τις ίδιες τις απαντήσεις. Συμπτώσεις, θα σκεφτείτε. Μπορεί, αλλά είναι αυτές οι συμπτώσεις τελικά που κάνουν το Σύμπαν μας πιο ενδιαφέρον.

 

 


 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ