ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

Βαθειά, πολύ βαθειά... (Μέρος Β')

 

(Μέρος Α')    (Μέρος Γ')

 

Πρέπει να προχωρήσαμε μισή ώρα, ίσως όμως πολύ λιγότερο. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να κοιτάξει ρολόι. Είναι σίγουρο πως κι ο φίλος μου σκεφτόταν το ίδιο πράγμα μ' εμένα, πως ήταν δηλαδή ώρα να γυρίσουμε πίσω. Στο κάτω–κάτω βρισκόμαστε σε ένα συνηθισμένο τούνελ, από αυτά που, σύμφωνα με τις παραδόσεις, υπάρχουν άφθονα στη στοιχειωμένη Αττική. Το θέμα ήταν πως κανείς μας δεν ήθελε να το προτείνει πρώτος και περιμέναμε κι οι δυο μας μια αφορμή, αφού δεν πιστεύαμε ότι θα έβγαινε τελικά κάτι το χειροπιαστό από αυτή την πρόχειρη εξερεύνηση. Το υγρό κρύο του περιβάλλοντος είχε αρχίσει να μας περονιάζει για τα καλά, και θα αποτελούσε από μόνο του, όχι μόνο αφορμή αλλά κι αιτία για εσπευσμένη επιστροφή, όταν, μετά από μια ελαφριά στροφή, μας αποκαλύφθηκε το τέλος της στοάς. Το τέλος τουλάχιστον για μας, αφού εκφυλιζόταν σε μια στενή σχισμή που στένευε τόσο πολύ ώστε θα ήταν αδύνατο να προχωρήσουμε, αν και οι φακοί μας δεν έδειχναν να σταματάει εντελώς.

 

Ανακουφισμένοι αλλά και απογοητευμένοι αποφασίσαμε πως δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνουμε από το να επιστρέψουμε. Κάναμε μια πρόχειρη εξερεύνηση ολόγυρα, έτσι, για την τιμή των όπλων, που δεν αποκάλυψε τίποτε. Τότε θυμήθηκα τις φωτογραφικές μας μηχανές, που βρίσκονταν ξεχασμένες στα σακίδια μας, και ετοιμαστήκαμε να βγάλουμε μερικές ηρωικές πόζες, έτσι όπως ήμασταν λασπωμένοι, ιδρωμένοι και ελαφρά ματωμένοι, από περιστασιακές καραμπόλες με τα τοιχώματα της στοάς. Αποδείχτηκε όμως αδύνατον, αφού οι μπαταρίες των μηχανών μας ήταν εντελώς άδειες, ίσως από την υγρασία του μέρους, αν και ήταν περίεργο το ότι οι μπαταρίες των φακών μας δούλευαν μια χαρά. Βρίζοντας την κακοτυχία μας και την απρονοησία μας να μην πάρουμε εφεδρικές μπαταρίες πήραμε τον δρόμο του γυρισμού.

 

Προχωρούσαμε τώρα με πιο σίγουρο βήμα και με λιγότερες προφυλάξεις. Δεν ήταν και λίγο αυτό που είχαμε πετύχει. Λέγαμε ότι θα επιστρέφαμε περισσότερο έτοιμοι για μια πραγματική εξερεύνηση, αν και κατά βάθος γνωρίζαμε πως ούτε εμείς θα είχαμε το κουράγιο ούτε οι φύλακες του μέρους την έλλειψη στοιχειώδους φρόνησης, και μάλλον η μικρή μας περιπέτεια θα έμενε τελικά μια όμορφη ανάμνηση. Εμείς όμως δεν θέλαμε να το βλέπουμε έτσι. Αρχίσαμε να κάνουμε σχέδια για αποστολές που θα μας πηγαίναν πολύ πιο μακριά από αυτή την πρώτη φορά. Ο Λάκης άρχισε πάλι να μιλά για το αγαπημένο του θέμα, τη Σπηλιά του Νταβέλη στην Πεντέλη και τα αινιγματικά, χαμένα της τούνελ, όπως τα είχε περιγράψει ένας Έλληνας συγγραφέας, ο Γιώργος Μπαλάνος. Εγώ πάλι θυμήθηκα κάτι άλλες ανήλιαγες στοές, κάπου στη Λαμία, αν δε με απατά η μνήμη μου. Ο Καναδός συγγραφέας Τζων Ράιμερ είχε εντυπωσιαστεί κι αυτός από την αντίθεση ανάμεσα στην αυγουστιάτικη ζέστη της Ρουμελιώτικης υπαίθρου με το σκοτεινό, παγερό εσωτερικό τους. Η συζήτηση είχε φουντώσει για τα καλά όταν ένιωσα το χέρι του Λάκη να σφίγγει το δικό μου σαν τανάλια. Δε ξέρω γιατί, αλλά ένιωσα τις τρίχες της πλάτης μου να σηκώνονται, πριν ακόμα ακολουθήσω το βλέμμα του φίλου μου και αντικρίσω κι εγώ το μαύρο, ακίνητο μάτι του Αγνώστου που μας κοίταζε τυφλά, λίγα μέτρα πιο πέρα. Όταν είχαμε πρωτοκάνει τη διαδρομή δεν ήταν εκεί, δε θα μπορούσε να είναι χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί. Μείναμε για αρκετά δευτερόλεπτα εντελώς ακίνητοι να κοιτάμε ένα μεγάλο σκοτεινό άνοιγμα που έχασκε στα τοιχώματα του τούνελ, πιο σκοτεινό από το ίδιο το σκοτάδι, νεύοντας μας να το διαβούμε, και ν' αφήσουμε για πάντα πίσω μας τον Κόσμο του Ανθρώπου.

 

Συγχωρείστε μου το θεατρικό ύφος, προσπαθώ όμως να περάσω στο χαρτί ατόφια τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν καθώς αντίκριζα κάτι που δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, και που αποτελούσε την εκπλήρωση κάθε προσδοκίας μας και, ταυτόχρονα, ζωντάνεμα των πιο ζοφερών τρόμων της ψυχής μας. Την Πύλη μέσα στην Πύλη, που αποκαλύπτεται πάντα ηθελημένα, για μία μόνο φορά στη ζωή του κάθε Ερευνητή.

 

Πρώτος μίλησε ο Λάκης: "Ρε μεγάλε, ετούτο δεν ήταν εδώ προηγουμένως." Η φωνή του ήταν άτονη και βραχνή, φανερώνοντας τα αισθήματα του πολύ καλύτερα από τα ίδια τα λόγια του. Κατέβαλα προσπάθεια να απαντήσω όσο το δυνατόν πιο ανέμελα, προσπαθώντας να τονώσω το ηθικό και των δυο μας, αλλά η φωνή μου ακούστηκε σαν κρόασμα κοράκου που είναι στα τελευταία του.

 

"Όχι."

 

Ξανάπεσε σιωπή. Καθόμουν εκεί, μην τολμώντας να κουνηθώ ή να μιλήσω, μέχρι που ένιωσα ότι αν δεν έκανα κάτι για να σπάσω τη γητειά που μας κρατούσε αιχμάλωτους, θα πέθαινα.

 

Με τις «Υπηρεσίες εφησυχασμού» του μυαλού μου να δουλεύουν στο φουλ, άρχισα να πλησιάζω το άνοιγμα. Το κάθε κύτταρο του μυαλού μου εκλιπαρούσε βουβά να πρόκειται για ένα ασήμαντο άνοιγμα και τίποτα παραπάνω... Έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να κοιτάξει από μακριά, με το φως του φακού μου στραμμένο στο... πάτωμα της στοάς. Επαναλαμβάνοντας από μέσα μου ότι «εγώ δεν είμαι δειλός» πίεσα τον εαυτό μου να σηκώσει το φακό από τα πόδια μου και να φωτίσει τα μαύρα σκοτάδια του ανοίγματος. Για δεύτερη φορά μέσα σε ένα λεπτό μου κόπηκε η ανάσα.

 

Φώτιζα ένα φαινομενικά άπατο πηγάδι με διάμετρο περί τα δυόμισι μέτρα. Σκαλισμένη στα τοιχώματα του ήταν μια ελικοειδής σκάλα που κατέβαινε προς το Έρεβος, ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Έστρεψα αργά το φακό προς το πάνω μέρος του πηγαδιού. Συνεχιζόταν για καμιά δεκαπενταριά μέτρα πάνω μας και σταματούσε απότομα σε μια αδρά λαξευμένη οροφή. Συνειδητοποίησα ότι ο Λάκης μού μιλούσε εδώ κι αρκετή ώρα, κλαψουρίζοντας σα μωρό που θέλει τσίσα του και τραβώντας μου το μανίκι. Με ρωτούσε τι έβλεπα αν και δεν έδειχνε την παραμικρή διάθεση να δει κι ο ίδιος. Ο λαιμός μου ήταν κατάξερος, έτσι τραβήχτηκα πίσω και τον έσπρωξα ελαφρά προς το άνοιγμα. Με κοίταξε με ένα παραπονεμένο βλέμμα, σα να εξαρτώταν από μένα το τι θα έβλεπε. Μετά έσκυψε μπροστά και έμεινε εκεί για δύο λεπτά, χωρίς να λέει το παραμικρό. Όταν γύρισε προς το μέρος μου έτρεμε ελαφρά, όπως άλλωστε κι εγώ.

 

"Τι κάνουμε τώρα;" είπαμε κι οι δυο, σχεδόν ταυτόχρονα. Ήταν ώρα για ένα συμβούλιο. Από το συμβούλιο εκείνο δε βγήκε και κανένα σπουδαίο πόρισμα. Πώς να βγει, όταν και οι δυο είμαστε ταραγμένοι και φοβισμένοι πέρα από αυτά που θεωρούσαμε σαν τα όρια μας; Όταν μιλούσαμε με βραχνή και άχρωμη φωνή χωρίς να λέμε τίποτα; Όταν φοβόμαστε να ομολογήσουμε τη δειλία μας και, ταυτόχρονα, μας ήταν αδύνατο να στρέψουμε την πλάτη σε κάτι που ήταν τόσο συχνά στο παρελθόν πόθος και άπιαστο όνειρο, και για το οποίο είχαμε ρισκάρει τόσο πολύ; Τέλος πάντων, το γενικό συμπέρασμα ήταν ότι θα μπαίναμε και μετά «βλέποντας και κάνοντας». Σε καμία περίπτωση όμως, διαβεβαιώσαμε ο ένας τον άλλο, δε θα αργούσαμε πάνω από μισή ώρα σ' εκείνα τα έγκατα. Κοιταχτήκαμε με βλέμμα που έλεγε όσα δεν τολμούσαμε να πούμε με λόγια και μπήκαμε, πρώτα ο Λάκης κι έπειτα εγώ.

 

Τα σκαλοπάτια αποδείχτηκαν πολύ μικρά. Να συμπληρώσω μήπως «πολύ μικρά για ανθρώπινα πόδια»; Δεν ξέρω, πάντως δυσκόλευαν αρκετά το κατέβασμα, σε συνδυασμό με την κλίση της σκάλας, που ήταν λίγο μεγαλύτερη από το κανονικό. Στην αρχή περπατούσαμε πολύ αργά και επιφυλακτικά, με τους φακούς μας να φωτίζουν ίσα μπροστά μας, χωρίς να τολμάμε να αρθρώσουμε λέξη και χωρίς να σηκώσουμε το κεφάλι να τολμήσουμε μια μακρινή μάτια. Πόσο θα ήθελα να αποδεικνυόταν ότι δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε, να ήταν φραγμένο το πέρασμα ή να αποδεικνυόταν αδιέξοδο... Αλλά η ελικοειδής σκάλα συνέχιζε και συνέχιζε, χωρίς τελειωμό. Σύντομα έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου και έπιασα τον εαυτό μου να μη θυμάται πού ήταν και τι γύρευε εκεί. Υπήρχε μόνο το ατελείωτο κατέβασμα, σκαλοπάτι σκαλοπάτι, χωρίς τίποτα να σπάει τη μονοτονία. Θυμάμαι ότι η ατμόσφαιρα ήταν απροσδιόριστα δυσάρεστη, σα να ήταν ταυτόχρονα παγερή και δυσάρεστα ζεστή. Πνιγηρή είναι ίσως η κατάλληλη λέξη. Δε φαινόταν να υπάρχει όμως έλλειψη οξυγόνου ή κάποια οσμή που να υποδηλώνει παρουσία επικίνδυνων αερίων. Όχι, κάτι τέτοιο θα ήταν μια αλλαγή σ' ένα Κόσμο απόλυτης, άχρονης ακινησίας. Κατέβαινα και κατέβαινα, πόσο, μία ώρα, δύο; Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα. Κάθε λογική σκέψη είχε αποστραγγιχτεί από μέσα μου και δεν παραξενεύτηκα όταν διαπίστωσα ότι ο Λάκης είχε φτάσει σ' ένα μικρό πλάτωμα και είχε γύρει στο πάτωμα σε μια παράξενη στάση, σα να εξέταζε κάτι. Εκνευρισμένος μάλλον παρά παραξενεμένος, άρχισα να του λέω να συνεχίσει. Η φωνή μου βγήκε απόκοσμη, μακρινή, και ο σύντροφος μου δεν έδειξε να με αντιλαμβάνεται καθόλου. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι κάτι κίτρινες λάμψεις, σα φλας – τώρα, μέσα στο μυαλό μου η έξω, θα σας γελάσω. Έπειτα βυθίστηκα σε ένα ύπνο χωρίς όνειρα.

 

-------------------

 

Ακριβώς όπως συμβαίνει στις ταινίες, συνήλθα αργά, χωρίς να συνειδητοποιώ που βρίσκομαι. Στην αρχή πίστεψα πως είμαι στο κρεβάτι μου και παρακοιμήθηκα, στήνοντας τον Λάκη στο ραντεβού που είχαμε ορίσει την προηγούμενη μέρα. Αλλά το ταβάνι που αντίκριζαν τα μάτια μου δε θα μπορούσε ποτέ να ανήκει σε ένα συνηθισμένο ελληνικό σπίτι. Κατά πρώτον δεν ήταν επίπεδο, υπήρχε ένα σημείο κοντά σε μια άκρη του δωματίου που το ταβάνι χαμήλωνε έντονα. Από εκείνο το σημείο ανυψωνόταν προς κάθε κατεύθυνση με μία χαριεστάτη δισδιάστατη καμπύλη που, για κάποιο λόγο, μου θύμισε απόμακρα λουλούδι. Έπειτα, το υλικό του μου ήταν ολωσδιόλου άγνωστο. Ήταν ημιδιαφανές, θυμίζοντας ταυτόχρονα πλαστικό, γυαλί και πολύτιμο λίθο. Από κάπου μέσα του διαχεόταν ένα υπέροχο, απαλό φως που έκανε το υλικό αυτό να λαμπυρίζει με φανταστικές, κρεμώδεις φούξια και ουρανί ανταύγειες. Όχι, δεν ήταν το ταβάνι μου αυτό, κάποιο όνειρο έβλεπα πάλι. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα φιλότιμα να ξανακοιμηθώ για να ξυπνήσω κάτω από ένα φυσιολογικό ταβάνι, αλλά ήταν μάταιος κόπος.

 

Σιγά–σιγά οι αναμνήσεις των τελευταίων γεγονότων άρχισαν να γίνονται αντιληπτές. Ω Θεέ μου, ήταν δυνατόν να έχουν συμβεί τέτοια πράγματα; Ξανάνοιξα τα μάτια μου και τα ξανάκλεισα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, με ένα κομμάτι του μυαλού μου να με βεβαιώνει οργισμένα πως όλα αυτά ήταν ένα ολοφάνερο όνειρο, βγαλμένο από την ζωηρή φαντασία μου, και ένα άλλο κομμάτι να παραθέτει ψυχρά γεγονότα και συσχετισμούς που δεν ήταν δυνατό να αγνοήσω. Στο τέλος δεν μπορούσα να κρύψω άλλο την αλήθεια από τον εαυτό μου, και, κάθιδρος, άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου. Το απόκοσμο ταβάνι ήταν πάντα εκεί.

 

Βρισκόμουν σε ένα δωμάτιο με παράξενο σχήμα. Όλοι οι τοίχοι ήταν ακανόνιστες καμπύλες από κάποιο ασπριδερό υλικό που θύμιζε, στο χρώμα και την υφή, σταλακτίτη. Το πάτωμα ήταν ολότελα καλυμμένο με ένα άσπρο, χρυσαφί χαλί (λέω «χαλί» ελλείψει καλύτερης λέξης) με απλά, καμπύλα σχέδια στο χρώμα του κρόκου. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν απρόσμενα ελκυστικό, δημιουργώντας μια αίσθηση αισιοδοξίας. Μέσα από αυτό το «χαλί» έβγαινε ένα μυρωδάτο, δροσερό ρεύμα αέρα, που με γέμιζε με τα πιο υπέροχα συναισθήματα. Αυτό το πετύχαινε χωρίς να έχει την χαρακτηριστική αίσθηση του παραισθησιογόνου. Δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς είμαι τόσο σίγουρος, αλλά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως το αποτέλεσμα αυτό επιτυγχανόταν με κάποιο θαυμαστό τρόπο, ολότελα άγνωστο στον Έξω Κόσμο. Παρατηρώντας προσεκτικά τους τοίχους διαπίστωσα πως άλλαζαν πολύ αργά σχήμα, σαν μια κουρτίνα που κυματίζει με πολύ αργό ρυθμό. Για κάποιο άγνωστο λόγο, αυτό όχι μόνο δε μου φάνηκε τότε παράξενο, αλλά το βρήκα πολύ φυσικό.

 

Στην ερώτηση του κατά πόσο μπορούσα ν' ακούσω κάποιον ήχο, έχω αντικειμενική δυσκολία να απαντήσω. Έστησα αυτί χωρίς να διακρίνω τον παραμικρό ήχο. Ωστόσο... ναι, υπήρχε κάτι, σα μουσική ή πολύ γρήγορη ομιλία ολόγυρα μου. Την άκουγα όταν χαλάρωνα ή, μάλλον, την αντιλαμβανόμουν με κάποιο τρόπο, μη με ρωτήσετε πώς. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν κάτι που ούτε κατά προσέγγιση δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε. Όχι μόνο δεν ένιωθα τον παραμικρότερο φόβο, αλλά, αντίθετα, επιθυμούσα με όλη μου την ψυχή να μη χρειαστεί να βγω ποτέ από εκεί μέσα. Η σκέψη και μόνο να στερηθώ το δωμάτιο μου με γέμιζε άγχος. Όπως όμως είπα ήδη, αυτό δε συνέβαινε επειδή μου χορηγούσαν κάποιου είδους παραισθησιογόνο αλλά χάρις σε κάποια θαυμαστή τεχνολογία που εξαφάνιζε κάθε κούραση και κάθε φόβο και με άφηνε ευδιάθετο σα να είχα κοιμηθεί ώρες και να είχα δει τα πιο όμορφα όνειρα.

 

Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν μια κυλινδρική καμπίνα, με θολωτή κορυφή που έφτανε περίπου στα δυόμισι μέτρα (το δωμάτιο είχε ύψος, στο ψηλότερο σημείο του, γύρω στα τρεισήμισι μέτρα). Όταν πλησίαζα από μία συγκεκριμένη κατεύθυνση άνοιγε αθόρυβα μια πόρτα και αποκαλυπτόταν μια λεκάνη και ένας νιπτήρας. Ο νιπτήρας είχε μια βρύση, αρκετά όμοια με αυτές που είχα δει σε καλά ξενοδοχεία, με ζεστό και κρύο νερό. Η λεκάνη είχε ένα αυτόματο σύστημα, που δεν μπόρεσα να εντοπίσω, και το μόνο που είχα να κάνω ήταν να απομακρυνθώ λίγο, αφού την είχα χρησιμοποιήσει. Ξέχασα να πω πως υπήρχε και ντουζιέρα, στερεωμένη στη βρύση, που έδινε νερό με μεγάλη πίεση. Κάθε φορά που έκανα ντουζ, ένα ζεστό ρεύμα αέρα ερχόταν και με τύλιγε από το πουθενά, με αποτέλεσμα να στεγνώνω ταχύτατα. Το εσωτερικό της τουαλέτας ήταν φτιαγμένο από κάποιο θαμπό ασημί Μέταλλο, που μου θύμιζε Τιτάνιο. Μύριζε πάντα μια όμορφη, ελαφρά καυστική μυρωδιά, την πηγή της οποίας στάθηκε αδύνατο να ανακαλύψω, και φωτιζόταν με τον ίδιο τρόπο όπως και το υπόλοιπο δωμάτιο. Έξω από την καμπίνα υπήρχε στερεωμένος ένας κυκλικός πάγκος που την έκλεινε ολόγυρα, εκτός από το μέρος που βρισκόταν η πόρτα. Κάτω από τον πάγκο υπήρχαν πέντε ή έξι σωλήνες που εισχωρούσαν στο πάτωμα. Πάνω του βρίσκονταν κάτι παράξενα γυάλινα δοχεία, σα μεγάλοι δοκιμαστικοί σωλήνες, που στερεώνονταν σε ειδικές θήκες και επικοινωνούσαν με τους σωλήνες που υπήρχαν από κάτω. Τα δοχεία αυτά ήταν μισογεμάτα από διαφορά υγρά, κυρίως από δύο διαφανή, το ένα από τα οποία ήταν πόσιμο νερό, ένα πράσινο υγρό στο χρώμα της μέντας, και ένα σε κεράσι χρώμα. Σύντομα κατάλαβα πως αυτά τα άγνωστης σύστασης υγρά αποτελούσαν την τροφή μου. Και αποδείχθηκε μια εύπεπτη, πεντανόστιμη, αναζωογονητική τροφή, που με τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τις γνωστές τροφές που είχα δοκιμάσει μέχρι τότε. Δε βαρυστομάχιαζα ποτέ και μου πρόσφερε μια σύντομη σε διάρκεια αλλά πολύ έντονη γευστική ικανοποίηση που κατέληγε πάντα σε μια αρωματική επίγευση, ανάλογη με το μείγμα που επέλεγα κάθε φορά. Αυτή η τροφή και το δροσερό νερό καθώς και ο τρόπος που μου παρεχόταν ήταν το πιο παράξενο μέρος της υπέροχης φυλακής μου, αν εξαιρέσει κανείς τη Φωνή.

 

Η Φωνή μπήκε τόσο γλυκά στη ζωή μου που σύντομα ένιωθα δέος για το πόσο φτωχές ήταν οι εμπειρίες μου μέχρι τότε. Άρχισε από την πρώτη στιγμή που βρήκα τις αισθήσεις μου, αλλά δε μου προκάλεσε φόβο, ούτε καν ξάφνιασμα. Η διαδικασία ξεκινούσε με μια αλλαγή σε ένα κομμάτι του τοίχου, που αποκτούσε ξαφνικά μια μπλου ελεκτρίκ ανταύγεια. Το μέρος του τοίχου που άλλαζε ήταν διαφορετικό την κάθε φορά, πάντα όμως βρισκόταν στην άκρη του οπτικού μου πεδίου. Εγώ γυρνούσα και προσηλωνόμουν σ' αυτή τη μπλε λάμψη και... Πώς να περιγράψω το απερίγραπτο; Μια ανταλλαγή γινόταν ανάμεσα σ' εμένα και σ' Αυτό, που όμως δεν ήταν με λέξεις ή με εικόνες ή με ανταλλαγή ιδεών. Ήταν μια εξοικείωση, σα να έσπερνε στην Ψυχή μου σπέρματα νοημάτων κι εμπειριών, που βλάσταιναν γρήγορα, πλουτίζοντας με με ιδέες και βιώματα που ήταν, ταυτόχρονα, και δικά μου και ξένα. Δεν ξέρω πώς γινόταν, ξέρω όμως πως ένα μέρος του εαυτού μου ανταποκρινόταν πλήρως, κατά κάποιο τρόπο θέτοντας «ερωτήσεις» και κατανοώντας τις «απαντήσεις». Η ανταλλαγή αυτή όμως δεν περνούσε μέσα από τη συνείδηση. Όσο κι αν προσπαθήσω είναι αδύνατο να το βάλω σε λόγια, κάτι σα να τρέφεσαι χωρίς να βάζεις μπουκιά στο στόμα σου. Πιο εύκολο είναι να περιγράψω τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου, που εγώ ονόμασα «Η Φωνή». Πρώτα–πρώτα ήξερα πώς να χειριστώ την τουαλέτα ή τα δοχεία με το παράξενο φαγητό, ή μάλλον, καθοδηγήθηκα κατά κάποιο τρόπο στην ανακάλυψη της χρήσης τους σα να υπήρχε μια πολύ παλιά ανάμνηση μέσα μου. Ουφ, όπως και να το διατυπώσω είναι αδύνατο να το κάνω σαφές, μιας και δεν υπάρχει κάτι ανάλογο στον Κόσμο μας. Ή μήπως υπάρχει, τελικά; Όπως και να 'χει, ήταν κάτι που με γέμιζε ασφάλεια και αυτοπεποίθηση, και όταν χρειάστηκε να βγω από το Δωμάτιο δεν ένιωσα τελείως χαμένος.

 

Αργότερα συνειδητοποίησα πως δεν κοιμήθηκα καθόλου κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στο Δωμάτιο. Ούτε και νύσταξα καθόλου. Είχα όμως όνειρα, ονειροφαντασίες, δεν είμαι σίγουρος. Θυμάμαι καλειδοσκόπια ονειρικών σκηνών, στα οποία αφηνόμουν με μεγάλη ευχαρίστηση, διατηρώντας όμως την κάθε στιγμή τη συνείδηση μου. Έβγαινα και ξανάμπαινα στους ονειρικούς Κόσμους κατά βούληση, μ' ένα τρόπο που μου φαινόταν οικείος και, ταυτόχρονα, ολωσδιόλου πρωτόγνωρος. Πρέπει να έμεινα μία ή δύο μέρες έτσι, αλλά δεν έχω ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην αίσθηση του χρόνου όταν είμαι σ' ένα δωμάτιο με υπέροχες αύρες, τρώω γευστικά υγρά που με γεμίζουν ζωντάνια, μιλώ χωρίς λέξεις με τους τοίχους και ονειρεύομαι χωρίς να κοιμάμαι. Ήταν ένας μικρός Παράδεισος σας λέω, και σα γνήσιος Παράδεισος είχε και το φιδάκι του, που δεν ήταν άλλο από μια ανησυχία που μεγάλωνε, αργά στην αρχή, γρηγορότερα κατόπιν, μέχρι που δεν μπορούσα πια να την παραμερίσω.

 

Πού ήμουν; Τι είχε συμβεί; Πού να ήταν ο Λάκης; Ποια θα ήταν η μοίρα μας; Αυτά τα πολύ εύλογα ερωτήματα έρχονταν, ολοένα και πιο βασανιστικά, να με βγάλουν από τη Νιρβάνα μου. Στο τέλος δε με άφηναν να απολαύσω πια την υπέροχη φιλοξενία των άγνωστων όντων, στων οποίων την διάθεση ήμουν πλέον, θέλοντας και μη. Και το Δωμάτιο, λες και αντιλήφθηκε την αλλαγή στην διάθεση μου, ανταποκρίθηκε. Αθόρυβα μια πόρτα άνοιξε στον τοίχο και ξανάκλεισε πίσω μου, μόλις τη διάβηκα.

 

Βρέθηκα φάτσα με φάτσα με το Λάκη. Τον αγκάλιασα σφιχτά, όπως μόνο τη Λένα έχω αγκαλιάσει, μ' αγκάλιασε κι αυτός το ίδιο θερμά και μείναμε έτσι για λίγο χωρίς να μιλάμε. Μετά η γλώσσα μας πήγε ροδάνι. Είχε κι αυτός παρόμοιες εμπειρίες μ' εμένα, σε ένα Δωμάτιο παρόμοιο με το δικό μου, απ' όπου κι αυτός είχε βγει πριν από λίγο. Αφού ανταλλάξαμε εμπειρίες αρχίσαμε να κοιτάμε γύρω μας. Κατά κάποιο τρόπο η μυστηριώδης συνομιλία μας με τον... Τοίχο μάς είχε προετοιμάσει για το τι μας περίμενε πέρα από αυτόν, κι έτσι νιώθαμε μια εξοικείωση με τον μεγάλο χώρο σε σχήμα λουκουμά, όπου βρισκόμασταν τώρα. Όταν έφτασε η ώρα να συναντηθούμε επιτέλους με τα άγνωστα Όντα αυτού του Κόσμου, νιώσαμε κάτι σαν ειδοποίηση, σαν κάλεσμα, και σταματήσαμε την κουβέντα μας. Μια αόρατη πόρτα άνοιξε και μπήκε κάτι που θα μπορούσε να ήταν Άνθρωπος, θα μπορούσε όμως και να μην ήταν.

 

Ήταν αρσενικός, τουλάχιστον δύο μέτρα και είκοσι ψηλός, λεπτός και κατάξανθος. Τα γλαυκά του μάτια εξέπεμπαν καλοσύνη κι ευφυΐα σε τέτοιο βαθμό, που τον ρώτησα, χωρίς να σκεφθώ, αν είναι Άγγελος. Δεν ήταν, μας είπε, παρά ένας απλός κάτοικος ενός Κόσμου που, ηθελημένα, μένει κρυφός από τον δικό μας. Είχε ένα όνομα που δε θα μπορούσαμε να προφέρουμε, εμείς όμως θα μπορούσαμε να τον λέμε Κουλουκουμανάν. Όταν συνήλθαμε από τη σαστιμάρα μας ανοίξαμε το στόμα μας να τον ρωτήσουμε καμιά δεκάρια χιλιάδες απορίες που είχαμε πρόχειρες, αυτός όμως μας έκανε νόημα να καθίσουμε πρώτα. Κοιτάξαμε να βολευτούμε στο πάτωμα, αφού καθίσματα δεν υπήρχαν πουθενά, πάνω όμως που σκεφτόμουν πως σ' αυτό τουλάχιστον ο Κόσμος μας υπερείχε από τον δικό τους, το πάτωμα ανυψώθηκε από μόνο του, σχηματίζοντας μια αναπαυτικότατη θέση, κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του πισινού μου. Κάθε φορά που κουνιόμουν αυτό το ψευδοκάθισμα προσαρμοζόταν στην καινούρια μου στάση, λες και διάβαζε τη σκέψη μου. Φοβερή τεχνολογία, σας λέω. Έτσι καθισμένοι περισσότερο από αναπαυτικά, ακούσαμε την διήγηση του Κουλ, όπως τον φωνάζαμε, για χάριν (μεγάλης) συντομίας. Σε τι γλώσσα; Εδώ σας θέλω! Σύντομα συνειδητοποίησα πως καταλάβαινα και μπορούσα να μιλήσω θαυμάσια τη Γλώσσα του, ή, μάλλον, μια απλοποιημένη απόδοση της, όπως μας πληροφόρησε. Πώς; Ο Τοίχος, μας απάντησε, χαμογελώντας πονηρά. Το δεχτήκαμε στωικά και αφοσιωθήκαμε στη διήγηση.

 

Βρισκόμασταν στο Εσωτερικό της Γης, σε μεγάλο βάθος, κάπου εικοσιέξι χιλιόμετρα από την Επιφάνεια. Μας είχαν οδηγήσει εδώ, αφού πρώτα μας νάρκωσαν με την προχωρημένη Τεχνολογία τους. Όπως πολύ σωστά είχαμε υποθέσει, η Γη είναι κούφια σαν τα κεφάλια των βουλευτών μας και φωτίζεται εσωτερικά από τις ενέργειες ενός μικρού Ήλιου. Πολλές Φυλές ανθρωποειδών όντων την κατοικούν, τα περισσότερα από τα οποία είναι έλλογα. Ο Πολιτισμός ο οποίος είχαμε την εξαιρετική τύχη να μας βρει και περιθάλψει, ήταν αναμφισβήτητα ο ανώτερος. Οι Εκαουαραλεμάνεν, όπως θα μπορούσαμε να τους αποκαλούμε εμείς, εμφορούνται από ανώτερες αρχές και ιδανικά, και είναι αφοσιωμένοι στην Τέχνη και την Επιστήμη. Η διάρκεια ζωής στο εσωτερικό της Γης επιμηκύνεται για λόγους που είναι κατανοητοί αλλά δεν ήταν του παρόντος να αναλυθούν. Τέλος, δεν είχαμε τίποτα να φοβόμαστε για την τύχη που μας επιφύλασσαν. Αυτά ήταν όλα κι όλα που μπορούσαν να μας πουν προς το παρόν. Σιγά–σιγά θα μαθαίναμε πολύ περισσότερα. Μόλις τελείωσε την σύντομη ενημέρωση του αρχίσαμε να τον βομβαρδίζουμε με ερωτήσεις, όμως ο Κουλ χαμογελούσε και μας διαβεβαίωνε ότι, αν και δεν ήταν ακόμα η ώρα, σύντομα θα μαθαίναμε πολύ περισσότερα. Παρ' όλες τις διαμαρτυρίες μας ήταν ανυποχώρητος. Σε μία μόνο ερώτηση απάντησε, αν και με αινιγματικό τρόπο. Ο Λάκης του πέταξε πως θα έπρεπε να εξηγηθούν οι λόγοι της αβρότητας με την οποία μας υποδεχόταν, αφού στο κάτω–κάτω δεν είμαστε προσκεκλημένοι τους αλλά εισβολείς. Ο Κουλ, αντί να χαμογελάσει και να πει «Αργότερα, αργότερα», τον κοίταξε έντονα στα μάτια για λίγο και απάντησε: "Κατά πρώτον, σας το είπα ήδη ότι είμαστε πολιτισμένη Ράτσα, έτσι δεν είναι; Έπειτα... δε θα 'πρεπε να το ρωτάτε εσείς αυτό!"

 

"Τι, τι εννοείς;" Τραύλισε ο Λάκης κι ο "Εσωγήινος" απάντησε μ' ένα πονηρό χαμόγελο: "Έλληνες δεν είστε;" Και με αυτή την ερώτηση–απάντηση η συνομιλία μας διακόπηκε. Μας οδήγησε σε ένα νέο δωμάτιο και μας είπε πως θα έπρεπε να μείνουμε για λίγο εκεί. Ο λόγος, μας εξήγησε, ήταν το πολιτιστικό σοκ, με το οποίο θα βρισκόμαστε αντιμέτωποι, και του οποίου οι συνέπειες θα έπρεπε οπωσδήποτε να μετριαστούν με το χρόνο και την... υπνοπαιδεία του ομιλούντος Τοίχου. Με αυτά τα λόγια μας άφησε μόνους στη νέα μας κατοικία, που, χάριν της ανακολουθίας που χαρακτηρίζει τη Νεοελληνική Γλώσσα, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω «φανταστική» η και...«αφάνταστη».

 

Ήταν μία μεγάλη αίθουσα με καμπύλους τοίχους, που διατρεχόταν σε όλο το ύψος τους από αυλακώσεις και προεξοχές. Το ταβάνι βαθούλωνε προς τα μέσα, δημιουργώντας μια απρόσμενα ευχάριστη αίσθηση. Οι τοίχοι έβγαζαν κάτι αρωματισμένους ατμούς, ενώ ακουγόταν ένα ανεπαίσθητο και εξαιρετικά ευχάριστο σφύριγμα. Ο φωτισμός ήταν διάχυτος, μια υποψία προς το βιολετί, και το πάτωμα, φτιαγμένο από ένα πλαστικό, χρώματος κρεμ, δημιουργούσε αναπαυτικότατα καθίσματα, κάθε φορά που πλησιάζαμε τον πισινό μας. Το κλου όμως ήταν μια παράξενη γυάλινη σφαίρα, στερεωμένη στο κέντρο του χώρου, με διάμετρο γύρω στα δυο μέτρα. Στο εσωτερικό αυτής της σφαίρας έκαιγε συνέχεια μια κιτρινωπή φλόγα, ζεσταίνοντας και φωτίζοντας ολόγυρα με ένα τρόπο πολύ ανώτερο από οποιαδήποτε συνηθισμένη φωτιά. Το τι τροφοδοτούσε αυτή την αλλόκοτη φλόγα στάθηκε αδύνατο να το ανακαλύψουμε, αλλά μήπως μπορούσαμε να κατανοήσουμε και τίποτα από αυτό τον Κόσμο που μέχρι χθες ήταν για μας ένα αβέβαιο όνειρο και που, τώρα πλέον, αποτελούσε μια απίστευτη Πραγματικότητα; Κάτι από την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε αυτή η high tech σόμπα με έκανε να νιώθω ξανά πιτσιρίκος. Ήταν σα να βρισκόμουν σε μια άχρονη διάσταση, σε ένα μέρος που ήταν πάντα «Εκεί», και η καθημερινή ζωή που ζούσα έμοιαζε να μην είναι παρά μια ιστορία που διηγόμουν και τίποτα παραπάνω. Όπως και για τα τόσα άλλα θαύματα που ζούσαμε, έτσι και για αυτό κάθε περιγραφή είναι φτωχή. Εμένα πάντως μου αρκούσε που το ζούσα και δε θα άλλαζα την εμπειρία μου με τίποτα. Κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωθε και ο Λάκης, γιατί τον έπιασα πολλές φορές αφηρημένο να ονειροπολεί, αλλά δεν το συζητήσαμε καθόλου, ίσως γιατί κατανοούσαμε κι οι δυο ότι ήταν κάτι το πολύ προσωπικό, κάτι που κανείς μας δε θα μπορούσε ποτέ να μοιραστεί με κάποιο άλλο ανθρώπινο πλάσμα.

 

Πρέπει να μείναμε καμιά τριανταπενταριά ώρες σ' αυτό το δωμάτιο. Αυτή τη φορά κοιμηθήκαμε κι οι δυο μας αρκετές ώρες και, εγώ τουλάχιστον, ξύπνησα πολύ φρέσκος. Είχα ονειρευτεί μπερδεμένα όνειρα, και όταν ξύπνησα δεν ένιωσα καθόλου αποπροσανατολισμένος. Θυμήθηκα αμέσως το πού βρισκόμουν και συνειδητοποίησα πως δεν αισθανόμουν καμία ιδιαίτερη έκπληξη ή ανησυχία, λες και η απίστευτη περιπέτεια μας ήταν κάτι για το οποίο ήμουν προετοιμασμένος από τότε που γεννήθηκα. Όταν ξύπνησε κι ο Λάκης αρχίσαμε να συζητάμε και να ανταλλάσσουμε απόψεις για το τι μπορεί να μας επεφύλασσε το μέλλον. Στην αρχή μιλούσαμε χαμηλόφωνα και με υπονοούμενα, γιατί μας πέρασε από το μυαλό ότι μας παρακολουθούσαν. Σύντομα όμως αντιληφθήκαμε το μάταιο του πράγματος κι αρχίσαμε να μιλάμε ανοιχτά. Κανείς μας δε φοβόταν και, όντας και οι δυο μας φοιτητές, με λιγοστούς φίλους και με τις οικογένειες μας στην Επαρχία, δεν υπήρχε άμεσος φόβος να αντιληφθεί κανείς την εξαφάνιση μας. Θέλαμε να μάθουμε τα πάντα γι' αυτό τον αχανή Κόσμο και τα Όντα που τον κατοικούσαν. Μιλούσαμε, μιλούσαμε, και δε χορταίναμε να περιγράφουμε τα μοναδικά συναισθήματα που νιώθαμε, συναισθήματα που μόνο η επαφή με το Άγνωστο μπορεί να γεννήσει στην Ανθρώπινη Ψυχή. Οι κύλινδροι ήταν εκεί να μας θρέψουν και να μας ξεδιψάσουν αλλά, αν υπήρξε κάποιου είδους «τηλεπαθητική εκμάθηση», εμείς τουλάχιστον δεν την αντιληφθήκαμε. Στο τέλος μια αόρατη πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Κουλ.

 

Αφού ανταλλάξαμε μερικές τυπικότητες μας υποσχέθηκε να μας πει περισσότερα αυτή τη φορά, αφού έλαβε τις διαβεβαιώσεις μας πως δε θα τον διακόπταμε καθόλου.

 

"Όπως σας έχω ήδη δηλώσει, βρισκόμαστε στο εσωτερικό του Πλανήτη μας. Η Γη, κύριοι, είναι πράγματι κούφια και το εσωτερικό της αποτελεί κατοικία για πολλά είδη, ζωικά και φυτικά, καθώς και για έλλογα, ανθρώπινα Όντα, ήδη από την αυγή της εμφάνισης του είδους μας στη Γη. Το γεγονός αυτό έχει αποκρύβει από τους Ανθρώπους της Επιφάνειας για πολλούς λόγους, ο κυριότερος από τους οποίους είναι η επιθυμία μας να αφήσουμε τον Κλάδο του ανθρώπινου είδους που κατοικεί στο εξωτερικό μέρος του Πλανήτη να αναπτυχθεί απερίσπαστος και να δημιουργήσει τον δικό του Πολιτισμό. Η βιόσφαιρα μας είναι ένα γιγαντιαίο σύμπλεγμα από κοιλότητες, που οι περισσότερες συνδέονται μεταξύ τους. Αυτή η αχανής και, σε μεγάλο βαθμό, ανεξερεύνητη Ζώνη αρχίζει σε βάθος εικοσιπέντε περίπου χιλιομέτρων από την επιφάνεια και εκτείνεται μέχρι τα σαράντα περίπου χιλιόμετρα. Από πάνω μας βρίσκεται η Λιθόσφαιρα και έπειτα μια Ζώνη με ημίρρευστα και ρευστά υλικά, κυρίως Μαγνήσιο, Πυρίτιο και Αργίλιο. Το μέρος αυτό της Γήινης Σφαίρας είναι λίγο–πολύ γνωστό στους επιστήμονες σας, που έχουν λανθασμένα συμπεράνει ότι αποτελεί απόδειξη ότι το εσωτερικό του Πλανήτη μας αποτελείται αποκλειστικά από διάπυρα υλικά σε μεγάλη πίεση. Δεν είναι όμως έτσι. Μετά τα δεκαοχτώ περίπου χιλιόμετρα βάθος η θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει, μέχρι που φτάνει ξανά τους τριάντα περίπου βαθμούς μέση θερμοκρασία. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για αυτό, όπως το γεγονός ότι στην περιοχή των μεγάλων θερμοκρασιών παράγεται ενέργεια από την πολύ αυξημένη τριβή ανάμεσα στις τεκτονικές πλάκες της Λιθόσφαιρας και την υποκείμενη Ζώνη από ελαφρά Μέταλλα. Ο κύριος λόγος όμως είναι άλλος και σχετίζεται με έννοιες που η επιστήμη σας μόλις και αρχίζει να συνειδητοποιεί. Η υπεργεωμετρία του Πλανήτη μας είναι τέτοια που η Ενέργεια του συγκεντρώνεται ανομοιόμορφα, υπερθερμαίνοντας το υπέδαφος σε βάθος δεκαπέντε χιλιομέτρων και αφήνοντας δροσερό το εσωτερικό, μέχρι το βάθος των πενήντα χιλιομέτρων περίπου. Οι έννοιες αυτές δεν μπορούν ακόμα να γίνουν κατανοητές από εσάς, για αυτό θα συνεχίσω την περιγραφή με σύντομες μόνο εξηγήσεις. Μία μόνο παρατήρηση θα κάνω εδώ, γιατί είναι πολύ μεγάλης σημασίας: Ο Πλανήτης μας δείχνει να έχει εξ αρχής κατασκευαστεί ειδικά για να φιλοξενήσει Ζωή, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην επιφάνεια του. Δεν έχουμε αποδείξεις γι' αυτό αλλά πάρα πολλές ενδείξεις.

 

Στο λαβυρινθώδες κοίλωμα όπου κατοικούμε, και που εμείς ονομάζουμε Εσώσφαιρα, υπάρχουν ποτάμια, λίμνες και θάλασσες καθώς και φως! Το φως αυτό προκύπτει από δύο ξεχωριστούς μηχανισμούς. Ο ένας, μικρότερος σε ένταση, είναι το πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο, που δημιουργείται όταν η τεράστια συμπίεση που δέχονται ορισμένα ορυκτά του μεταλλικού θόλου που μας περιβάλλει τα διεγείρει ενεργειακά, με αποτέλεσμα να παράγουν φωτεινή ενέργεια. Η άλλη πηγή φωτός σχετίζεται με την ηλεκτρομαγνητική ενέργεια που δημιουργούν πυρηνικές αντιδράσεις του πυρήνα της Γης. Η ενέργεια αυτή ταξιδεύει σε συχνότητες που δεν αλληλεπιδρούν με τα υλικά του κατώτερου τμήματος του Πλανήτη, με αποτέλεσμα να μην εξασθενούν μέχρις ότου φτάσουν στο θόλο της Εσώσφαιρας. Εκεί, ορισμένα από τα πετρώματα απορροφούν μέρος της ενέργειας, διεγείρονται και παράγουν φως. Έτσι έχουμε αρκετό φως για να ζούμε άνετα και να καλλιεργούμε και αρκετά φυτά, από αυτά που βρίσκονται και στην Επιφάνεια. Ο συνδυασμός των δυο αυτών πηγών φωτός μάς δίνει πορτοκαλί και καναρινί αποχρώσεις με πρασινωπές ανταύγειες. Έχουμε και σύννεφα, που δεν λείπουν ποτέ από τον Ουρανό μας, αν μπορώ να τον πω έτσι, και που έχουν πάντα μια γκρι–μολυβί απόχρωση. Το συνολικό αποτέλεσμα θα σας δυσκολέψει αρκετά έως ότου το συνηθίσετε, σε καμία όμως περίπτωση δε θα το βρείτε, πιστεύω, δυσάρεστο ή καταθλιπτικό. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ δεν έχουμε ημέρα και νύχτα, ο φωτισμός είναι συνεχής, γεγονός που θα αποδιοργανώσει το εσωτερικό σας ρολόι, τουλάχιστον στην αρχή.

 

Κάτω από τις γιγαντιαίες κοιλότητες που αποτελούν τον Κόσμο μας, τα πετρώματα αλλάζουν βαθμιαία σύσταση και περιέχουν κυρίως βαρεία Μέταλλα, όπως το Χρώμιο και το Σίδηρο. Υπάρχουν κι εδώ κοιλότητες με σημαντικά μικρότερες διαστάσεις, είναι όμως ακατοίκητες λόγω της πολύ μικρής ποσότητας ελεύθερου Οξυγόνου και της θερμοκρασίας που ανεβαίνει σταδιακά μέχρι που φτάνει τους τέσσερις με πέντε χιλιάδες βαθμούς της δικής σας κλίμακας Κελσίου, όπου πλέον τα πάντα βρίσκονται σε ρευστή κατάσταση, στον Πυρήνα της Γης.

 

Η απομόνωση των Ανθρώπων που κατοικούν στην Επιφάνεια από τις ανθρώπινες Φυλές που κατοικούν στο εσωτερικό άρχισε πριν από αρκετές δεκάδες χιλιάδες χρόνια. Τα Αρχεία μας δεν είναι πολύ σαφή ως προς τις αιτίες αυτού του κοσμοϊστορικού γεγονότος. Θα πρέπει να ήταν επακόλουθο ενός είδους Κοσμικού Πολέμου που διεξάγεται ανάμεσα σε ασύλληπτες για μας Αστρικές Οντότητες που έχουν αναμειχθεί με τη δημιουργία της Ζωής στη Γη. Ένα από τα αποτελέσματα του πολέμου αυτού ήταν και ο διαχωρισμός της Πρωτεύουσας μορφής των γηγενών Ανθρωποειδών όντων σε επιμέρους Ράτσες, που ακολούθησαν στο εφεξής διαφορετικούς δρόμους. Ο διαχωρισμός αυτός είναι σε μερικές περιπτώσεις ατελής και επιδέχεται γεφύρωσης, όπως στην περίπτωση της δικής μας με τη δική σας Ράτσα. Στις περισσότερες περιπτώσεις όμως ο διαχωρισμός είναι πλήρης και αγεφύρωτος. Το μεγαλύτερο μέρος των Ανθρωποειδών της εποχής εκείνης ακολούθησε μία δική του, ανεξάρτητη πορεία, χωρίς να συντάσσεται τελεσίδικα με καμία από τις δυο μεγάλες εμπόλεμες Παρατάξεις, και επέλεξε σαν τόπο διαμονής του την Επιφάνεια. Αυτό ήταν μέρος μιας Συμφωνίας, που κατέστησε δυνατή την συνέχιση της Ζωής στον Πλανήτη μας. Οι όποιες επιδράσεις των Αστρικών οντοτήτων στην μοίρα αυτού του Κλάδου είναι περιορισμένες και ακολουθούν αυστηρούς κανόνες προσέγγισης. Πραγματοποιούνται κυρίως έμμεσα, μέσω των άλλων Ανθρώπινων Φύλων, που ζουν στο Εσωτερικό και που, έχοντας αμετάκλητα συμμαχήσει με κάποια από τις Εξωανθρώπινες Ράτσες, συνάρτησαν πλέον απόλυτα την μοίρα τους με την μοίρα των Εξωγήινων. Όπως θα μαντεύετε, ο Κλάδος που παρέμεινε αδέσμευτος είναι το γνωστό σας κομμάτι της Ανθρωπότητας που ζει απομονωμένο, χωρίς καμία επαφή με τους υπόλοιπους Κλάδους που κατοικούν στην Εσώσφαιρα. Η δική μου Φυλή έχει προσχωρήσει σε μία από τις αντίμαχες Παρατάξεις, και έχει συνάψει σχέσεις με μία Διαστρική Φυλή οντοτήτων που, έχοντας βασικά ανθρώπινη μορφή, υπήρξαν οι κύριοι δημιουργοί του Ανθρώπου και του Πολιτισμού του, «πλάθοντας» τον Άνθρωπο «κατ' εικόνα και ομοίωση τους» και ευνοώντας πάντα την άνοδο του από τα σκοτάδια της άγνοιας στο φως της γνώσης. Εμείς σας θεωρούμε αδέλφια μας και, καθώς σταθήκαμε πάντοτε στο πλευρό σας, είμαστε υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για τη δημιουργία των θρύλων περί Αγγέλων ανάμεσα σας, αν και το φαινόμενο αυτό έχει κι άλλες όψεις, μερικές από τις οποίες έχουν να κάνουν με την ψυχολογία σας, ενώ μερικές που είναι σκοτεινές δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε ούτε κι εμείς. Ναι, βοηθήσαμε πάντα τη Φυλή σας, από την πρώτη ήδη Εποχή που ακολούθησε το μεγάλο διαχωρισμό του Ανθρώπου σε Συμμάχους και Αδέσμευτους, η μάλλον, το πιο σωστό είναι να πω ότι προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε, γιατί οι καλές μας προθέσεις δεν συνοδεύτηκαν πάντοτε από το ανάλογο αποτέλεσμα. Από τότε βέβαια έχουμε διδαχθεί πολλά...

 

Στο εσωτερικό του Πλανήτη μας ζουν κι άλλες Φυλές, με μερικές από τις οποίες είμαστε σύμμαχοι, ενώ ορισμένες είναι εχθροί μας. Εδώ θα πρέπει να τονίσω ότι οι εκούσιες ενώσεις με τα Όντα από το Διάστημα δεν έχουν να κάνουν μόνο με επιλογή της μίας από τις δύο Παρατάξεις αλλά αφορούν σε συγκεκριμένη εξωγήινη Ράτσα. Αν λάβουμε τώρα υπ' όψιν μας το γεγονός ότι ακόμη κι ανάμεσα στις πιο κοντινές, συμμαχικές Ράτσες εκδηλώνονται πολύ μεγάλες διαφορές, γίνεται κατανοητό ότι κι ανάμεσα στους συμμαχικούς Κλάδους του Ανθρώπου υπάρχουν ασυμβατότητες, μεγαλύτερες ή μικρότερες, που απαγορεύουν την παρατεταμένη επαφή ανάμεσα μας. Το ίδιο βέβαια ισχύει και ανάμεσα στους εχθρικούς σε μας Κλάδους, σε αρκετά μεγαλύτερο μάλιστα βαθμό. Αυτή η αμοιβαία άπωση είναι ίσως ο βασικότερος λόγος που η εχθρική Παράταξη δεν έχει επικρατήσει πλήρως στη Γη. Εμείς προσπαθούμε να διατηρήσουμε κάποια συνοχή μεταξύ μας και να έχουμε κοινή δράση στα πλαίσια της Συμμαχίας μας, ζούμε όμως σε μία πολύ παράξενη Εποχή, ώστε ακόμη κι ανάμεσα στα μέλη της ίδιας μας της Φυλής αναπτύσσονται τάσεις που δεν είναι εύκολο να συμβιβαστούν.

 

Τι γνωρίζουμε για τα Όντα που ήρθαν από αποστάσεις αδιανόητες για να αναμειχθούν με το Πεπρωμένο αυτού του Πλανήτη; Πολύ λίγα πράγματα είναι σίγουρα, και οι γνώσεις μας αφορούν κυρίως τους δικούς μας Συμμάχους, που τυχαίνει ναι βρίσκονται πιο κοντά στην Ανθρωπότητα από ό,τι οι άλλες Ράτσες, για τις οποίες οι γνώσεις μας είναι περιορισμένες και αβέβαιες. Σε σύγκριση με τον Άνθρωπο τα Όντα αυτά είναι θεοί. Οι δυνάμεις, οι γνώσεις, οι δυνατότητες τους είναι γαλαξιακής, ίσως και υπεργαλαξιακής εμβέλειας. Ο Άνθρωπος όμως, και περισσότερο ο αδέσμευτος Κλάδος του που παρέμεινε στην Επιφάνεια, κατέχει μία εξαιρετικά πολύτιμη δυνατότητα, που τη στερούνται οι ίδιες οι Αστρικές Φυλές που τον δημιούργησαν: Έχει τη δυνατότητα της Επιλογής και μπορεί να κινηθεί σε Χώρους απαγορευμένους στους Δημιουργούς του, από την ίδια τους τη φύση. Η δυνατότητα αυτή είναι το πιο μεγάλο ατού που διαθέτουμε και αποτελεί, ίσως, το λόγο για τον οποίο δημιουργηθήκαμε. Η λέξη «Δημιουργία» μάλλον δεν είναι η πιο σωστή εδώ, η λέξη «Γέννηση» ταιριάζει καλύτερα, κι αυτό επειδή τα Όντα αυτά δε μας έπλασαν από το μηδέν αλλά άφησαν κάτι από τον εαυτό τους να ζυμωθεί με τη Γη και να αποτελέσει μέρος μας. Ναι, είμαστε παιδιά αυτού του Πλανήτη, αλλά κάτι από τη Φύση μας μας ενώνει με Άστρα και Διαστάσεις για τα οποία δεν έχουμε καμία συνειδητή γνώση. Θα προσέξατε ίσως πως χρησιμοποίησα τον πληθυντικό όταν αναφέρθηκα στους Δημιουργούς μας. Ο λόγος είναι πως πάνω από μία Ράτσες έχουν αναμειχθεί σ' αυτήν, και μάλιστα κι από τις δυο αντίθετες Παρατάξεις. Στο θέμα αυτό δεν έχουμε πραγματικές γνώσεις αλλά μόνο εικασίες που θα τις συζητήσουμε κάποια άλλη φορά. Και κάτι ακόμα. Μόνο ο δικός σας Κλάδος διατηρεί ακέραια την Ελευθερία των επιλόγων του. Εμείς έχουμε χάσει ένα μεγάλο μέρος της Ελευθερίας αυτής, κερδίζοντας σαν αντάλλαγμα τη δυνατότητα να ζούμε πολύ περισσότερο και να κατέχουμε μυστικά και γνώσεις που είναι απρόσιτα για σας. Επίσης συμμετέχουμε ενεργά στο Μεγάλο Πόλεμο που διεξάγεται ανάμεσα στη Ράτσα που επιλέξαμε σα σύμμαχο και σε Όντα που, και μόνο η σκέψη τους, γεννά τη φρίκη. Η ένωση μας με τους εξωγήινους δεν έχει ολοκληρωθεί, γι' αυτό και υπάρχουν μερικές επιλογές που μπορούμε να κάνουμε ελεύθερα στο μέλλον, ακόμα όμως κι έτσι η πορεία μας δεν μπορεί να αντιστραφεί. Η νίκη της Παράταξης μας θα είναι και δική μας νίκη, και η ήττα της δική μας ήττα, τελεσίδικα. Υπάρχουν ανθρώπινοι Κλάδοι που έχουν προχωρήσει πολύ στη συμμαχία τους με άλλες Ράτσες, οι δυνάμεις αυτών των ανθρωποειδών είναι πιο εκτεταμένες από τις δικές μας, ευτυχώς όμως το ίδιο ισχύει και για τις αδυναμίες τους.

 

Η Ράτσα με την οποία έχουμε συμμαχήσει, αγαπητοί μου εξερευνητές, δεν σας είναι άγνωστη. Τη γνωρίζετε μέσα από αυτό που εσείς αποκαλείτε «Μυθολογία» και, συγκεκριμένα, «Ελληνική Μυθολογία». Είναι οι Αρχαίοι Έλληνες θεοί, που, με το πέρασμα των αιώνων, τυποποιήθηκαν με τα ονόματα που τους ξέρετε, Δίας, Ποσειδών, Πλούτων, Απόλλων, Ερμής, Ήρα, Αφροδίτη, Αθηνά και, δε χρειάζεται να τους αναφέρω όλους, έτσι δεν είναι; Άτομα με τις δικές σας ανησυχίες θα πρέπει να έχουν εντρυφήσει τουλάχιστον στις εξωτερικές όψεις αυτής της θαυμάσιας Κληρονομιάς του παρελθόντος σας. Βλέπετε, αν και ο διαχωρισμός ανάμεσα στην Επιφάνεια και το Εσωτερικό της Γης έγινε από πολύ παλιά, τα περάσματα δεν έκλεισαν αμέσως, ούτε και οι επαφές ανάμεσα στους Κλάδους του Ανθρώπου σταμάτησαν με μιας. Θαυμάσιοι Πολιτισμοί άνθισαν στην Επιφάνεια, που τα κατάλοιπα τους ζουν ακόμα στους θρύλους της Ατλαντίδας και της Μου. Οι δημιουργοί εκείνων των μεγάλων Πολιτισμών όμως έκαναν ένα ολέθριο σφάλμα, που κανείς, ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε κι εμείς, μπορέσαμε να το αντιληφθούμε έγκαιρα. Γνωρίζοντας για τις εξωανθρώπινες Ράτσες, τις κάλεσαν να επέμβουν άμεσα σε ορισμένες διαδικασίες της Ζωής στη Γη, και πράγματι κάποιες ανταποκρίθηκαν. Αυτό όμως δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό από τους κανόνες του Κοσμικού Παιχνιδιού που δέσμευαν τη δημιουργία του Ανθρώπου. Άλλες Φυλές από τα Άστρα επενέβησαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ολοσχερή καταστροφή των Πολιτισμών αυτών. Οι επιζώντες τους είχαν μόνο δύο επιλογές, ή την μετακίνηση τους στο Εσωτερικό και την διατήρηση των γνώσεων και των προνομίων τους, ή την παραμονή τους στην Επιφάνεια και το σταδιακό χάσιμο των δυνάμεων τους. Όλες οι εξωγήινες Φυλές απομακρύνθηκαν πλέον οριστικά από τη Γη. Τελευταίοι αποσύρθηκαν οι αντιπρόσωποι της Ράτσας των Όντων με τα οποία εμείς έχουμε συμμαχήσει. Αυτοί δεν είχαν ανακατευτεί άμεσα με την εξέλιξη σας, γι' αυτό τον λόγο και ο Πολιτισμός που έλαμψε στην Αρχαία Ελλάδα δεν έσβησε απότομα και τραυματικά αλλά σταδιακά, όταν τα Όντα που τον ενέπνεαν έπαψαν να επικοινωνούν μαζί σας. Και αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να συμβεί γιατί η επίδραση τους, ακόμα και έμμεση, είχε φτάσει στον μέγιστο βαθμό και δεν μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς να καταλήξει στην καταστροφή σας. Έτσι η Κληρονομιά του παρελθόντος έσβησε σιγά–σιγά και μεταλλάχθηκε σε θρύλους και παραδόσεις. Οι Άνθρωποι της Επιφάνειας αφέθηκαν να δημιουργήσουν τον δικό τους Πολιτισμό, με λίγες μόνο παρεμβάσεις από τους Κλάδους του Εσωτερικού και ακόμα λιγότερες από τις Φυλές των Άστρων. Έμειναν μόνο ορισμένοι θεματοφύλακες της Γνώσης της Ιστορίας του Ανθρώπου και της θέσης που κατέχει στην ευρύτερη εξέλιξη του Πλανήτη μας. Και αυτοί επίσης έχουν επαφές και συμμαχίες με τον ένα ή τον άλλο από τους εσωτερικούς Κλάδους και διαδραματίζουν ένα ρόλο που υπαγορεύεται από άτεγκτους κανόνες. Ελέγχονται με τρόπους που δεν είναι του παρόντος να περιγράψω και η ποινή για οποιαδήποτε παρεκτροπή, εκούσια ή και ακουσία, είναι ο θάνατος ή η αναπηρία, σωματική και ψυχική. Αυτοί φυλάσσουν και τις πύλες που οδηγούν στο εσωτερικό της Γης, καθώς και κάθε μορφή γνώσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποκάλυψη των εσωτερικών Πολιτισμών. Νομίζω πως η παρουσία σας εδώ, μαρτυρά μια προχωρημένη, αν και αποκλειστικά διαισθητική, επίγνωση αυτών των μηχανισμών.

 

Όπως ανέφερα ήδη, όλες οι εξωγήινες Φυλές έχουν αποχωρήσει από τη Γη, με μία και μόνη εξαίρεση. Υπάρχει ένα υβριδικό πλάσμα, ας πούμε κατά τα τρία τέταρτα εξωγήινο και κατά το ένα τέταρτο ανθρώπινο, που παρέμεινε. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι' αυτό, ένας από τους οποίους είναι το ότι αποτέλεσε ένα από τα πρώτα «πειράματα» για τη δημιουργία του Ανθρώπου και έχει «δεθεί» με τον Πλανήτη με τρόπους που δεν κατανοούμε απόλυτα. Οι Νόμοι πάντως που εξασφαλίζουν την προστασία μας από εξωανθρώπινες παρεμβάσεις είναι πολύ αυστηροί – μόνο με τη συγκατάθεση μας μπορεί να υπάρξει Επαφή. Ο Νόμοι αυτοί επέβαλαν στο πλάσμα αυτό, που ανήκει στην εχθρική για μας Παράταξη, ένα είδος θανάτου. Λέω «ένα είδος» γιατί οντότητες σαν κι αυτή είναι ουσιαστικά αθάνατες. Έτσι, ο θάνατος του δεν είναι τελειωτικός και μοιάζει κάπως με βαθύ ύπνο. Κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα, που κρατούν αιώνες, ο ύπνος του είναι τόσο βαθύς που δεν ξεχωρίζει από αληθινό θάνατο. Κάποτε όμως το πλάσμα ριγά κι ανασαλεύει στον ύπνο του, σα να ονειρεύεται. Τότε οι πολυάριθμοι ακόλουθοι του, υβριδικές Ράτσες, Άνθρωποι και Εξωγήινοι ταυτόχρονα, μας πολεμούν με λυσσά, προσπαθώντας να απελευθερώσουν τον Αφέντη τους από τη μοίρα του. Πρόκειται για απαίσια, υδρόβια όντα, επειδή και η Ράτσα του πλάσματος που υπηρετούν είναι υδρόβια και το ίδιο το πλάσμα είναι θαμμένο σε ένα κοίλωμα, στον πιο βαθύ πυθμένα του Ωκεανού. Όλοι ανεξαιρέτως οι Κλάδοι του Ανθρώπου τους πολεμούν, ασχέτως σε ποια Παράταξη ανήκουν. Οι χειρότεροι μάλιστα εχθροί τους είναι κάποιοι Άνθρωποι που έχουν ενωθεί με μια Φυλή συμμαχική με τη Φυλή του πλάσματος. Αν και ο Κοσμικός Πόλεμος είναι γενικός και μας αφορά όλους, είναι ταυτόχρονα, πώς να το πω, ένας Ψυχρός Πόλεμος, σαν κι αυτόν που διεξαγόταν ανάμεσα στο δικό σας ΝΑΤΟ και το Ανατολικό Μπλοκ, ένας πόλεμος με κανόνες. Με τους ακολούθους όμως αυτού του απαίσιου όντος ο πόλεμος είναι τόσο θερμός, όσο δεν πάει άλλο. Στην αρχή η νίκη φαινόταν απλή υπόθεση, δεν είχαμε παρά να εξοντώσουμε τους Ανθρώπινους υπηρέτες του πλάσματος και των, μερικά αθάνατων, υβριδικών όντων που αποτελούν την ακολουθία του. Δυστυχώς αυτό αποδείχτηκε μεγάλο λάθος, γιατί, όσους και να σκοτώναμε, άλλοι τόσοι, σπρωγμένοι από κάποια μυστηριώδη επιρροή του πλάσματος ή από κάποιο Κοσμικό Νόμο που δεν αντιλαμβανόμαστε, προσχωρούσαν στη λατρεία του. Έτσι αρκούμαστε πλέον να ελέγχουμε τους ακολούθους του πλάσματος όσο καλύτερα μπορούμε και να περιορίζουμε την εξάπλωση της λατρείας του.

 

Και τώρα, λίγα λόγια για το Εσωτερικό της Γης και τους κατοίκους του. Πολλές Ράτσες κατοικούν εδώ, ξέρουμε τις περισσότερες αλλά ίσως όχι κι όλες. Υπάρχουν πλάσματα που αντιστοιχούν στους Γίγαντες που περιγράφουν οι μυθολογίες σας, σε Νάνους, σε Γοργόνες και σε Νεράιδες, άλλα που περιγράφονται στους θρύλους σας και άλλα που σας είναι εντελώς άγνωστα. Όλοι όμως, ανεξαιρέτως, οι έλλογοι κάτοικοι της Εσώσφαιρας είναι μεταλλάξεις του βασικού Ανθρώπινου Κλάδου, που πραγματοποιήθηκαν άλλοτε αργά και άλλοτε απότομα, σα συνέπεια των συμμαχιών μας με τις διάφορες εξωγήινες Ράτσες που προσφέρθηκαν. Οι μεταλλάξεις αυτές θα μπορούσαν να περιγραφούν σαν βιολογικές ή σαν υπερφυσικές και έξω από τους νόμους της Ύλης, όπως τουλάχιστον τους ξέρουμε εμείς. Ο διαχωρισμός αυτός όμως είναι επιφανειακός, θέλω να πω ότι υπάρχει ένα βαθύτερο πλαίσιο αναφοράς που κι εμείς μόλις πρόσφατα αρχίσαμε να κατανοούμε, το οποίο περιγράφει και εξηγεί τη βιογεωμετρία των γήινων πλασμάτων και τους τρόπους που αυτή μπορεί να αλλαχθεί. Οι Κλάδοι που έχουν προκύψει απ' αυτή τη διαδικασία, ανεξάρτητα από τις όποιες ομοιότητες στην εξωτερική τους εμφάνιση, ανήκουν, χωρίς εξαίρεση, σε μία από τις δύο Παρατάξεις που μάχονται για επικράτηση στο Γαλαξία. Αυτή και μόνο η επιλογή μάς καθιστά φίλους και συμμάχους ή εχθρούς κι αντιπάλους. Έτσι, υπάρχουν εχθρικοί και φιλικοί Γίγαντες, εχθρικοί και φιλικοί Νάνοι, και το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες από τις βασικές παραλλαγές. Για τα δικά σας μάτια οι διαφορές ανάμεσα σε συμμάχους και αντιπάλους είναι σχεδόν αθέατες, για μας όμως είναι τόσο φανερές που δεν αφήνουν περιθώρια λάθους. Οι φιλικοί Γίγαντες, για παράδειγμα, είναι από τις πιο θαυμάσιες Φυλές που ανέδειξε η Ανθρώπινη Ράτσα. Είναι πολύ σοφά όντα και εξαιρετικά δυνατά. Δυστυχώς είναι λίγοι και ο πληθυσμός τους μειώνεται, αργά αλλά σταθερά. Οι εχθρικοί πάλι Γίγαντες είναι πιο μικρόσωμοι και κουτοί αλλά εξαιρετικά ανθεκτικοί. Οι συνήθειες τους είναι τόσο αποτρόπαιες που λίγοι από μας έχουμε το κουράγιο να παρακολουθήσουμε προβολές από ορισμένες δραστηριότητες τους. Οι φιλικοί Νάνοι πάλι είναι τρομεροί τεχνίτες και φοβεροί γλεντζέδες, οι θρύλοι που έχετε γι' αυτούς είναι κατά βάση αληθινοί. Υπάρχουν κάποια πλάσματα, σχεδόν διαφανή, με μεγάλα μαύρα μάτια. Είναι εσωστρεφής Φυλή και δεν έχει καταγραφεί ποτέ περίπτωση επίθεσης τους σε κάποιο άλλο πλάσμα. Κι όμως, είναι τόσο κακά, τόσο αποτρόπαια κακά, που δεν υπάρχουν λέξεις να περιγραφούν. Το Κακό είναι ανάσα και νερό γι' αυτά. Έχουν το συνήθειο να σε κοιτάζουν μουλωχτά με τα μεγάλα, κακοσχηματισμένα, υγρά τους μάτια, χωρίς να κάνουν τίποτα, και νιώθεις την παγωνιά της Κόλασης να χύνεται στην καρδιά σου. Μόνο οι φιλικοί Γίγαντες, με τη σοφία που τους χάρισε ο σύμμαχος τους, ένα πανάρχαιο, μεμονωμένο Ον που κάποτε λάτρεψαν οι δικοί σας Κέλτες, δεν τα φοβούνται. Καμία Φυλή ωστόσο δεν φτάνει την Κακία που εκπέμπουν οι ακόλουθοι του υδρόβιου, φυλακισμένου στη Γη πλάσματος. Εδώ δεν πρόκειται για εγκεφαλική κατάσταση, αλλά για βιολογική. Τα ίδια δεν αντιλαμβάνονται τη φρίκη που αντιπροσωπεύουν γιατί είναι ένα με αυτή. Είναι άμυαλα και άκαρδα, μυαλό και καρδιά τους είναι το απέθαντο πλάσμα που έχει απορροφήσει σχεδόν όλη τους την υπόσταση. Πρέπει να σας πω εδώ πως μία από τις δυνατότητες που αποκτούν όσες Φυλές ενώνονται απόλυτα με εξωγήινους, είναι να μπορούν να αλλάζουν τη μορφή του σώματος τους, μέσα σε ορισμένα πλαίσια, βέβαια. Όχι μόνο αυτό αλλά μπορούν να εισχωρούν σε σώματα άλλων Ανθρώπων ή και ζώων και να ενεργούν μέσα από αυτά. Έτσι, για παράδειγμα, μη σας κάνει εντύπωση να σας πω πως τη φρούρηση του πλάσματος για το οποίο σας έκανα λόγο την έχουν αναλάβει Άνθρωποι–δελφίνια. Αλλά ας τελειώσω την ξενάγηση μου με κάτι ονειρικά ωραίο, τη Φυλή των..., άσε, θα προσπαθήσω να σας μάθω το όνομα τους κάποια άλλη φορά. Τα όντα αυτά χαμογελούν σπάνια, και πάλι όμως θλιμμένα. Τραγουδούν όμως, και το Τραγούδι τους σου σκίζει την καρδιά, γιατί έχει μέσα του όλα τα παλιά πράγματα, όλα τα όνειρα που έκανε κάποτε η Ράτσα μας. Και το Τραγούδι αυτό θεραπεύει το νου και το σώμα και διώχνει τα σημάδια του Χρόνου. Είναι κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί, θα έχετε όμως την ευκαιρία να το ζήσετε. Και υπάρχουν ακόμα πολλές, πολλές Φυλές. Σε παλιότερες εποχές οι επαφές μας με τους άλλους Κλάδους ήταν συχνές, για λόγους όμως που στο μεγαλύτερο μέρος τους μας διαφεύγουν, όσο πάει και ελαττώνονται. Παρ' όλα αυτά έχουμε κάποιους πρέσβεις από τους κοντινότερους Κλάδους και θα γνωρίσετε μερικούς. Δε μένουν πολύ, τους βρίσκουμε και μας βρίσκουν κι αυτοί εξ ίσου ανυπόφορους."

 

Σε αυτό το σημείο ο Κουλ αμφιταλαντεύτηκε, σα να μην ήξερε πώς να συνεχίσει. Πήγε να αρχίσει μια πρόταση, μετά δίστασε για λίγο, σα να μετάνιωσε ή σα να επρόκειτο να πιάσει κάποιο δύσκολο θέμα. Τελικά φάνηκε σα να πήρε κάποια δύσκολη απόφαση, και συνέχισε.

 

"Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι κάτοικοι, διστάζω να τους χαρακτηρίσω ανθρωποειδείς, εξωτερικά όμως θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι... αν και όχι όλοι. Αλλά ας εξηγηθώ. Σας είπα ότι κάτω από την Ζώνη της Εσώσφαιρας, που αποτελεί το κατοικημένο μέρος του εσωτερικού της Γης, υπάρχει μια ακατοίκητη Ζώνη από σπηλαιώδεις κοιλότητες, που δίνουν βαθμιαία τη θέση τους στο ημίρρευστο μάγμα του Πυρήνα. Η θερμοκρασία εκεί είναι υψηλή και το Οξυγόνο λιγοστό. Η περιοχή είναι όντως ακατοίκητη, αλλά αυτό αφορά τη φυσιολογική ζωή της Γης. Θα ξέρετε..." εδώ μας κοίταξε και τους δύο με εξεταστικό ύφος, "ότι οι μορφές ζωής του Πλανήτη μας, παρόλο που φαίνονται τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, είναι πρακτικά ταυτόσημες στη Βιοχημεία τους. Οι χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν στα κύτταρα είναι εξειδικευμένες και δείχνουν ότι η Ζωή στη Γη είχε μια κοινή προέλευση. Πάρτε για παράδειγμα τις βάσεις που δομούν το γενετικό κώδικα σε κάθε κύτταρο πάνω στη Γη. Ή τα αμινοξέα που σχηματίζουν τις πρωτεΐνες. Ή το γεγονός πως μόνο τα ζάχαρα με δεξιόστροφη οπτική ισομέρεια μπορούν να αφομοιωθούν από οποιαδήποτε μορφή ζωής πάνω στη Γη ενώ τα ζάχαρα με αριστερόστροφη οπτική ισομέρεια ή δεν αφομοιώνονται καθόλου ή αποτελούν δηλητήρια. Υπάρχουν πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα. Φαντάζομαι ότι τα γνωρίζετε όλα αυτά, αφού είναι ήδη από χρόνια γνωστά στην Επιστήμη σας, έτσι δεν είναι;"

 

Γνωστά; Χα! Ναι, ήταν γνωστά σε μένα, που είχα διαβάσει κάμποση Βιολογία, αλλά όχι και στον Λάκη, που με κοίταξε μ' ένα βλέμμα όλο απελπισία. Αλλά καλά να πάθει, ενώ εγώ τον έπρηζα να ανοίξει και κανένα βιβλίο πάνω στις Φυσικές Επιστήμες, αυτός τα μόνα βιβλία που άνοιγε ήταν Φάνταζι, ιστορίες Τρόμου, Ουτοπικής Αρχαιολογίας η τίποτα βιβλία για Ούφο, σαν κι αυτόν!

 

"Φυσικά και τα ξέρουμε. Συνέχισε." Πέταξα στον Κουλ, χαμογελώντας από μέσα μου.

 

"Μέχρι πριν λίγα χρόνια λοιπόν," συνέχισε εκείνος κοιτώντας τον Λάκη αβέβαια "δε γνωρίζαμε καμία περίπτωση πλασμάτων που να μην ανήκουν στο Κύμα της Ζωής του γνωστού μας, γήινου τύπου, μέχρι που αντιληφθήκαμε ότι τα κατώτερα στρώματα που σας έλεγα προηγουμένως κατοικούνται από δύο τουλάχιστον μορφές ζωής εντελώς άγνωστης προέλευσης. Η μία αφορά κάποια πλάσματα με ανθρωποειδή εμφάνιση, μικρόσωμα, με σκληρό, κόκκινο δέρμα –ή ό,τι έχουν τέλος πάντων αντί για δέρμα– ουρά και κερατά. Αν πήγε κάπου το μυαλό σας σας καταλαβαίνω. Είναι όντως αινιγματική η ομοιότητα τους με τους δαίμονες των θρύλων σας. Είναι εντελώς ακατανόητο το πώς επιβιώνουν σε τόσο θερμό περιβάλλον, γεμάτο δηλητηριώδεις ουσίες. Μία μόνο φορά μπορέσαμε να πιάσουμε ένα τέτοιο πλάσμα, μέσω ενός ρομπότ μας, που είχε σταλεί εκεί γι' αυτό το σκοπό. Το αιχμαλωτισμένο πλάσμα διαλύθηκε πολύ γρήγορα, σα να ήταν από πάγο και έλιωσε. Δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε μας είναι γνωστό. Όλο του το σώμα αποτελούταν από μεγάλα, ενιαία τμήματα, σα παζλ. Τα χεριά του, ας πούμε, ή τα μάγουλα του δεν είχαν κυτταροειδή δομή αλλά έμοιαζαν σαν κομμάτια από κάποιο ζωντανό πλαστικό. Φαίνεται πως τα πλάσματα αυτά μας κατασκοπεύουν, ανακαλύψαμε την παρουσία τους σε εικονο–αρχεία που καταγράφονται αυτόματα από κάμερες που έχουμε τοποθετήσει στην επικράτεια μας, ώστε να καταχωρηθούν κατόπιν σαν ιστορικά ντοκουμέντα. Απλά δεν τα είχαμε αντιληφθεί νωρίτερα, ίσως λόγω της γενικότερης ομοιότητας τους με την πληθώρα άλλων ανθρωποειδών τύπων που κυκλοφορούν στη Μεσόσφαιρα, αν και το πιθανότερο είναι πως είχαν καμουφλαριστεί ώστε να μην τραβούν την προσοχή. Τι είναι όμως αυτά τα όντα; Καμία από τις απαντήσεις που σκεφτήκαμε δεν είναι ικανοποιητική.

 

Αν δεχτούμε ότι αφορούν κάποιο άλλο, ολότελα διαφορετικό είδος ζωής, κάποιο προγενέστερο πείραμα ίσως ή και κάποια γηγενή, αυτόχθονη μορφή, τότε γιατί αυτή η εξωτερική ομοιότητα με τον Άνθρωπο, που είναι δημιούργημα των Λαών που ήρθαν από τα Άστρα; Δεν μπορούμε να το μαντέψουμε, εκτός κι αν απλά χρησίμευσαν σαν εξωτερικό πρότυπο στους δημιουργούς μας, που εμπνευστήκαν και για μας ένα παρόμοιο σχήμα. Κι αυτή η υπόθεση όμως, εκτός από παρατραβηγμένη είναι και προβληματική, αφού και τα Όντα που μας δημιούργησαν έχουν περίπου τη δική μας μορφή, τόσο εξωτερικά όσο κι εσωτερικά. Και το αίνιγμα έγινε πολύ βαθύτερο όταν, μετά από εντατική έρευνα, ανακαλύψαμε μια δεύτερη μορφή ζωής που κατοικεί στα έγκατα της Γης, μαζί με τα ανώνυμα δαιμονάκια.

 

Εδώ πρόκειται για ένα είδος ολωσδιόλου άγνωστο, που άλλοτε έχει τη μορφή γιγαντιαίου γυμνοσάλιαγκα και άλλοτε μοιάζει με ζωντανό άνεμο. Τα έχουμε παρατηρήσει με κάμερες–ρομπότ να μεταλλάσσουν από πλάσματα με σχετικά στέρεη δομή σε κάτι που μοιάζει με γοργά κινούμενη, αέρια μάζα, ικανή να διαπερνά συμπαγείς βράχους. Ουρλιάζουν, γρυλίζουν ή κλαψουρίζουν διαρκώς αλλά δεν τα έχουμε δει ποτέ να τρώνε, να μάχονται ή να αλληλεπιδρούν με τα ανθρωπόμορφα πλάσματα, με τα οποία συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο. Οποιαδήποτε ερώτηση σχετικά με αυτά τα πλάσματα μένει αναπάντητη, δεν έχουμε ιδέα για το ποιος τα δημιούργησε και γιατί, τι ρόλο παίζουν εφόσον είναι νοήμονα, ή, έστω, για οτιδήποτε που να αφορά τις ζωτικές τους λειτουργίες. Όταν ανακαλύψαμε πως η κατώτερη Ζώνη κατοικείται, πολλαπλασιάσαμε, όπως ήταν φυσικό, τις αποστολές ρομπότ ειδικά προορισμένων για τέτοιου είδους έρευνα, αφού η Τεχνολογία μας δεν επαρκεί ακόμα για την κατασκευή ειδικών οχημάτων που να μας επιτρέπουν να στείλουμε Ανθρώπους εκεί κάτω. Οι απώλειες ακόμα και των πιο προηγμένων ρομπότ–ερευνητών είναι έτσι κι αλλιώς μεγάλες, όμως τα ατυχήματα είναι αφύσικα πολλά. Συνεργαστήκαμε με τους συμμαχικούς μας Κλάδους και κατασκευάσαμε εξαιρετικά ανθεκτικά ρομπότ, ο χρόνος παραμονής τους όμως στην κατώτερη Ζώνη μειώνεται αντί να αυξάνει. Υποψιαζόμαστε ότι τα πλάσματα ευθύνονται γι' αυτό, αν και ο τρόπος που παρεμβαίνουν παραμένει μυστήριο, αφού οι βλάβες φαίνονται σαν συνηθισμένες. Ταυτόχρονα, μία εκτεταμένη έρευνα στα αρχεία των φιλικών αλλά και των εχθρικών Κλάδων απέτυχε να ρίξει έστω και λίγο φως στο μυστήριο που καλύπτει αυτά τα δυο είδη. Έτσι, το μόνο που έχουμε είναι μια σειρά από φωτογραφίες και τρισδιάστατες καταγραφές, καθώς και οι εγγραφές των δαιμονικών ήχων που βγάζουν οι γιγάντιοι γυμνοσάλιαγκες.

 

Πρόσφατα ένα εντελώς διαφορετικό είδος, ανθρωποειδών ως προς την εμφάνιση όντων, ήρθε να προστεθεί στα όσα ήδη ξέραμε. Η παρουσία τους έγινε σταδιακά αισθητή και η πρώτη εντύπωση ήταν πως είχαμε να κάνουμε με έναν ακόμα από τους πολλούς Κλάδους στους οποίους έχει διασπαστεί η Φυλή μας. Γρήγορα αντιληφθήκαμε την πλάνη μας, γιατί πρόκειται για κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τον Άνθρωπο. Στην εμφάνιση μοιάζουν με πολύ ψηλούς άντρες, με ύψος που φτάνει τα δυόμισι περίπου μέτρα, και είναι πάντα ντυμένοι με μαύρα και άσπρα, περιποιημένα ρούχα. Μερικές φορές φορούν μαύρα γυαλιά, άλλοτε έχουν μικρά, στενά μάτια, σα σχισμές, που μοιάζουν σαν ψεύτικα, αφού δίνουν την εντύπωση ότι δεν εστιάζουν σε κάποιο εξωτερικό αντικείμενο, σα να είναι τυφλά. Υπάρχει και η τρίτη περίπτωση, η πιο τρομακτική για μας, που εμφανίζονται να έχουν έξι ζευγάρια μάτια, διατεταγμένα ανά τρία ζευγάρια, ένα πάνω ένα κάτω, σε κάθε πλευρά του προσώπου τους. Σε αυτή την περίπτωση δεν ξεχωρίζει ασπράδι και κόρη, τα μάτια είναι απλώς μικρές μαύρες σχισμές. Έχουν προτεταμένο μέτωπο και τριγωνικό πρόσωπο. Επιμένω στην εμφάνιση τους γιατί υπάρχει η περίπτωση να τους δείτε κι εσείς και αν συμβεί κάτι τέτοιο θέλω να μας το πείτε αμέσως.

 

Δυστυχώς αποδείχτηκε, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ανώτερο από τις δυνάμεις μας το να ελέγξουμε τις κινήσεις τους. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται ξαφνικά και περιφέρονται μόνοι, σε ζευγάρια η σε τριάδες. Κάνουν ερωτήσεις αλλά δεν απαντούν ποτέ σε ερωτήσεις που τους θέτουν. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αναφορές για πρόκληση εκ μέρους τους σωματικών βλαβών, αν και υπάρχει πάντοτε κάτι το επίφοβο πάνω τους, σαν συγκεκαλυμμένη απειλή. Πιστεύουμε ωστόσο πως έχουν κάποιους περιορισμούς και μάλλον βρισκόμαστε σε καλό δρόμο ως προς την ανάπτυξη των κατάλληλων τεχνικών ώστε να τους ελέγξουμε. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αντιληφθούμε την προέλευση τους, που δυστυχώς επιβεβαίωσε τους χειρότερους φόβους μας. Πρόκειται για εξωγήινα όντα, είτε με κοινή είτε με διαφορετική μεταξύ τους προέλευση, που δεν είχαν ανακατευτεί μέχρι τώρα στην Ιστορία αυτού του Πλανήτη, γι' αυτό και δε δεσμεύονται απόλυτα από τις Συνθήκες που αφορούν στην απομόνωση μας από άλλες Ράτσες. Το σώμα με το οποίο έρχονται, ή πρέπει να πω «εκδηλώνονται» στη Γη, δεν είναι το αληθινό τους, αυτό που έχουν στους Τόπους όπου γεννήθηκαν, αλλά μία απαραίτητη μεταμφίεση προκείμενου να υπάρξουν και να λειτουργήσουν στον Κόσμο μας, ένας συγκερασμός, ούτως ειπείν, της ανθρώπινης μορφής με την δική τους. Αντανακλά δηλαδή κάτι από την πραγματική τους υπόσταση. Φτάνουν εδώ περνώντας κάποια ανοίγματα ανάμεσα στους Κόσμους, κάποιες αφρούρητες Πύλες, κι αυτό είναι κάτι το πολύ ανησυχητικό αφού αυτά τα όντα σε καμία περίπτωση δεν είναι συμβατά με την Κοσμική Παράταξη στην οποία εμείς ανήκουμε."

 

Σε αυτό το σημείο ο Κουλ κοντοστάθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στον άδειο τοίχο. Καταλάβαμε πως είχε για λίγο χαθεί στις σκέψεις του και δεν τολμήσαμε να τον διακόψουμε. Σε λίγο ξανάρχισε να μιλά, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο για την διακοπή.

 

Είναι πάρα πολλά αυτά που μπορούμε να σας πούμε αλλά είναι πολύ περισσότερα αυτά που δε γνωρίζουμε, και αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολύ σοβαρές εξελίξεις, σχετικά με τις οποίες βρισκόμαστε στο σκοτάδι. Οι επαφές με τους εξωγήινους συμμάχους μας είναι πια αραιές κι αυτό ισχύει για όλους τους Ανθρώπινους Κλάδους με τους οποίους διατηρούμε σχέσεις. Κάτι σαν πέπλο έχει πέσει ανάμεσα σε μας και τις εξωγήινες Ράτσες που τόσο πρόθυμα μας καθοδηγούσαν στο παρελθόν. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τους εχθρικούς μας Κλάδους, αυτό είναι ένα ακόμη θέμα για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι. Η Φυλή μας έχει φτάσει σε κάποια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας της, αν και δεν μπορούμε να μαντέψουμε ποια μορφή θα πάρει η Κρίση που έρχεται. Ας αφήσουμε όμως αυτό το θέμα, εσείς δεν είστε ακόμη έτοιμοι και θα έχουμε στο μέλλον όσο χρόνο θέλουμε για λεπτομερέστερες αναλύσεις και πληροφορίες. Υπάρχουν πιο επείγοντα θέματα να σας απασχολήσουν αφού πολύ σύντομα θα σας επιτραπεί να κινηθείτε ελεύθερα στους χώρους κυριαρχίας μας, έτσι είναι απαραίτητο να μάθετε όσο μπορείτε περισσότερα για το νέο σας σπίτι. Πέρα από τον Άνθρωπο και τα προβλήματα του, υπάρχει η αιώνια Φύση που έχει προικίσει τον Κόσμο μας με αμέτρητα θαύματα. Θα τα γνωρίσετε και θα δικαιολογήσετε την αγάπη που νιώθουμε για το μέρος που επιλέξαμε να ζήσουμε. Συναρπαστικά είδη ζώων και φυτών μοιράζονται τον Κόσμο μας, ορισμένα που μοιάζουν με τα είδη που υπάρχουν στην Επιφάνεια και αλλά που είναι εντελώς διαφορετικά.

 

Από χρόνους αμνημόνευτους ζει στο Εσωτερικό του Πλανήτη μας μια φαντασμαγορία μοναδικών πλασμάτων, τόσο φυτών όσο και ζώων. Αν και έχουμε βοηθήσει να διατηρηθούν τα περισσότερα από αυτά σε ειδικά διαμορφωμένες και προστατευμένες περιοχές, έχουν μείνει σχετικά λίγα στους χώρους των πόλεων μας. Βλέπετε, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον δικό σας Πολιτισμό, χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο για να ζήσουμε άνετα. Είναι βέβαια γεγονός ότι ελέγχουμε τον πληθυσμό μας πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι εσείς, οι ανάγκες όμως σε τροφή, πρώτες ύλες και στέγη μάς υποχρέωσαν να γίνουμε πραγματιστές και να θυσιάσουμε ένα μεγάλο μέρος από την αρχέγονη ομορφιά. Έτσι, θα δείτε σχετικά λίγα φυτά και ζώα να ζουν ανάμεσα μας. Από αυτά ξεχωρίζει το Αλμούου, ένα μεγάλο θηλαστικό που το αντίστοιχο του δεν υπάρχει στην Επιφάνεια. Είναι πανέξυπνα και ευαίσθητα ζώα, με νοημοσύνη που υπερβαίνει αυτή του δελφινιού. Τα χρησιμοποιούμε σαν υποζύγια και σαν πολεμιστές με δική τους συγκατάθεση, αλλά κατά τα άλλα είναι ανεξάρτητα και κυβερνώνται από δικούς τους νόμους. Μας αγαπούν και τα αγαπάμε, και είναι πιο συνηθισμένο να σκοτώσουμε κάποιον δικό μας παρά κάποιο μέλος αυτού του είδους. Για τα υπόλοιπα είδη δεν θα σας μιλήσω τώρα, θα σας αφήσω όμως μια συσκευή τρισδιάστατης προβολής, που συνοδεύεται από σύστημα αναπαραγωγής οσμών και ήχων. Το σύστημα αυτό θα σας βοηθήσει να εξοικειωθείτε σε μεγάλο βαθμό με την οικολογία των πόλεων μας καθώς και των εκτεταμένων αγριότοπων όπου η άγρια ζωή διατηρείται σχεδόν αυτούσια, όπως ήταν πριν τον ερχομό του Ανθρώπου. Να ξέρετε πάντως ότι κανένα από τα είδη που κατοικούν ανάμεσα μας δεν είναι επικίνδυνο και θα μπορείτε να τα περιεργαστείτε άφοβα, όταν τα συναντήσετε. Θα βρείτε ό,τι πληροφορία θέλετε στη συσκευή που θα σας αφήσω, εγώ θα ήθελα να προσθέσω κάτι ακόμα για τη ζωή στη Μεσόσφαιρα.

 

Υπάρχει ένας ακόμα πολύ σοβαρός λόγος για τον περιορισμένο αριθμό ζωικών και φυτικών ειδών που μοιράζονται το οικοσύστημα μας. Ο λόγος αυτός είναι οι ελεγχόμενες συνθήκες διαβίωσης που έχουμε επιβάλλει στο άμεσο περιβάλλον μας. Θα έχετε ακούσει και διαβάσει σε παλιότερες διηγήσεις για περιστατικά όπου άνθρωποι από την Επιφάνεια είχαν τυχαία συναπαντήματα με όντα από τη Μεσόσφαιρα που περιπλανήθηκαν ως τα μέρη σας. Οι ιστορίες αυτές πολύ συχνά μιλούν για τέρατα, πιο συχνά από ό,τι θα δικαιολογούσαν ο φόβος και η άγνοια σας για τη Ζωή κάτω από την Επιφάνεια. Όπως συμβαίνει συνήθως, οι θρύλοι, πέρα από τον καθαρά ψυχολογικό παράγοντα, δομήθηκαν γύρω από μια αντικειμενική, απτή πραγματικότητα. Τα όντα που κατοικούν στο εσωτερικό της Γης, εκτός του ότι είναι ασυνήθιστα για σας, πολύ συχνά είναι όντως τέρατα. Αυτό οφείλεται στην πολύ αυξημένη ραδιενέργεια σε σχέση με τον έξω Κόσμο και στις μεταλλάξεις που προκαλεί. Η ραδιενέργεια προέρχεται από τα ραδιενεργά ορυκτά που αφθονούν εδώ, και κυρίως το Ραδόνιο. Το γνωρίζετε το Ραδόνιο, έτσι δεν είναι;"

 

Πολύ τη χάρηκα αυτή την ερώτηση. Εγώ που σπούδαζα στο Φυσικό ήξερα πολύ καλά τι είναι το Ραδόνιο, ο Λάκης όμως που σπούδαζε Δημοσιογραφία δεν είχε μυρωδιά. Ερευνητής να σου πετύχει!

 

"Ένα ραδιενεργό, Ευγενές Αέριο είναι. Άσε, θα σου εξηγήσω αργότερα" του πέταξα βιαστικά όταν με κοίταξε απορημένος, και έκανα νόημα στον Κουλ να συνεχίσει τη διήγηση.

 

"Λοιπόν, η Ζωή εδώ έχει προσαρμοστεί σε αυτές τις συνθήκες, συχνά γεννιούνται μεταλλαγμένα ζώα και φυτά, που όμως τις πιο πολλές φορές είναι στείρα, ανίκανα να δώσουν απογόνους, κι έτσι το Οικοσύστημα εξυγιαίνεται από μόνο του. Αυτή η κατάσταση έχει βέβαια και την θετική της πλευρά. Η Εξέλιξη εδώ είναι πολύ πιο γοργή και προχωρεί με άλματα, εκεί που στην Επιφάνεια προχωράει σημειωτόν. Τα είδη εδώ δεν είναι στατικά αλλά δυναμικά, καθώς η ραδιενέργεια φέρνει συνέχεια στο φως νέες παραλλαγές, οι περισσότερες από τις οποίες είναι βέβαια θνησιγενείς, ορισμένες όμως είναι καλύτερα προσαρμοσμένες στο περιβάλλον, ικανότερες να αντιμετωπίσουν τη μάχη της επιβίωσης. Οι μεταλλάξεις αυτές είναι γόνιμες και πολλαπλασιάζονται εις βάρος των παλαιότερων μορφών. Εδώ μπορεί κανείς να δει τη θεωρία του Δαρβίνου σας να επιβεβαιώνεται σχεδόν μπροστά στα μάτια του. Μιλάμε φυσικά για τη θεωρία στην γενικότητα της και όχι στις επί μέρους διατυπώσεις της, που, συνηθέστατα, είναι λανθασμένες. Όλοι οι ανθρώπινοι κάτοικοι της Μεσόσφαιρας έχουμε πολύ αυξημένη αντοχή στη ραδιενέργεια, κυρίως χάρη σε κυτταρικούς μηχανισμούς που βασίζονται σε ενζυμικές αντιδράσεις επιδιόρθωσης του DNA. Σίγουρα θα ξέρετε τι είναι το DNA, ή μήπως όχι;"

 

"Και βέβαια ξέρουμε", πετάχτηκε με ενθουσιασμό ο Λάκης, που επιτέλους άκουγε έναν επιστημονικό όρο που του ήταν κάπως οικείος. Αν και αμφιβάλλω αν ήξερε κάτι περισσότερο, πέρα από τον ίδιο τον όρο.

 

"Μπράβο. Χαίρομαι που έχω να κάνω με μορφωμένους ανθρώπους" συνέχισε ο Κουλ, κάπως ειρωνικά. "Έλεγα λοιπόν για τις αυξημένες αντοχές στη ραδιενέργεια που έχουμε εμείς, οι κάτοικοι του εσωτερικού, σε σχέση με σας που ζείτε έξω. Ακόμα κι έτσι όμως, η ραδιενέργεια που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στο εσωτερικό της Γης μάς πέφτει πάρα πολλή. Στους πρώτους αιώνες του Αποικισμού δημιουργήθηκαν πολλοί μεταλλαγμένοι από το είδος μας, και κάποιοι από αυτούς ήταν σε θέση να φέρουν στη ζωή απογόνους που, αν και δύσμορφοι, ήταν σχετικά υγιείς. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν σαν παρίες, έξω από τις Κοινωνίες μας, αποδιωγμένοι από αυστηρούς νόμους, που προέβλεπαν άμεση εκτέλεση σε όσους παραβίαζαν την καραντίνα που τους είχαμε επιβάλει. Ναι, έχουμε κι εμείς σκοτεινές σελίδες στην Ιστορία μας... Αργότερα μάθαμε να φτιάχνουμε κλειστούς θολούς και να ελέγχουμε το περιβάλλον μας και τα ένστικτα μας. Πετύχαμε έτσι να έχουμε σχεδόν μηδενική ραδιενέργεια στις πόλεις μας και οι τερατογενέσεις έπεσαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Με τον καιρό βρήκαμε στις καρδιές μας αρκετή συμπόνοια και ενδιαφερθήκαμε για τα αδέλφια μας, προσπαθώντας να επανορθώσουμε την αδικία. Οι ομάδες των μεταλλαγμένων συνανθρώπων μας, που τόσο βάρβαρα τους είχαμε εγκαταλείψει στη μοίρα τους, αρνήθηκαν να επανενταχτούν σε μια Κοινωνία που στο παρελθόν τους είχε κυνηγήσει και, μερικές φορές, σκοτώσει. Έμαθαν να επιβιώνουν μόνοι τους και δημιούργησαν παράξενες κοινωνικές δομές, αν και δε θα μπορούσε κανείς να τους χαρακτηρίσει πολιτισμένους, με τον τρόπο τουλάχιστον που το εννοούμε εμείς. Είναι με αυτές τις διαρκώς μετακινούμενες ομάδες, που έχουν πραγματοποιηθεί οι πιο πολλές επαφές από τον Κλάδο σας, αν και σ' αυτές θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα συναπαντήματα με τα ζώα της Μεσόσφαιρας, μεταλλαγμένα και μη.

 

Όταν λοιπόν δημιουργήσαμε κλειστά συστήματα και εξασφαλίσαμε συνθήκες απαλλαγμένες από υπερβολική ραδιενέργεια, παρατηρήθηκε ένα εντελώς ανεξήγητο φαινόμενο: Η μεγάλη πλειοψηφία ζωικών και φυτικών ειδών που βρέθηκαν στις προστατευμένες περιοχές άρχισε να φθίνει σε ζωντάνια, κάτι που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί από κανένα γνωστό βιολογικό μηχανισμό. Τα ζώα πιο πολύ, αλλά και τα φυτά σε μικρότερο βαθμό, φαινόταν σα να είχαν χάσει την όρεξη για ζωή. Ζευγάρωναν λιγότερο, έτρωγαν λιγότερο, δεν τραγουδούσαν και δεν έπαιζαν σχεδόν καθόλου και γενικά φερόταν σα να βρισκόταν σε μόνιμη κατάθλιψη. Τελικά, μη μπορώντας να κατανοήσουμε το φαινόμενο, τα μετακινήσαμε και τα αφήσαμε να ζήσουν έξω από τις πόλεις μας. Ευτυχώς αρκετά από τα ανώτερα είδη ζώων και από τα πλέον χρήσιμα για μας φυτά δεν είχαν πρόβλημα με αυτή την αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης τους και προσαρμόστηκαν μια χαρά στη ζωή κοντά μας. Μη ζητήσετε εξηγήσεις για αυτό το αλλόκοτο φαινόμενο. Σας είπα, δεν έχουμε ιδέα. Η μόνη προσέγγιση που ρίχνει φως στα γεγονότα είναι η άποψη πως η δημιουργία της ζωής στη Γη συντελέστηκε για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, στα πλαίσια του οποίου το είδος μας παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο. Το μέλλον θα δείξει αν αυτή η ανθρωποκεντρική εξήγηση ευσταθεί. Όσο για σήμερα, αρκετές πληροφορίες σας έδωσα, δε νομίζετε;"

 

Εγώ είχα μείνει τόσο αποσβολωμένος όσο μπορεί να φανταστεί ο καθένας, ο Λάκης όμως φάνηκε πιο σκληρό καρύδι. Με κάπως ψιλή φωνή είναι αλήθεια, φώναξε τον Κουλ, που είχε αρχίσει να αποχωρεί και έκανε σαφές πως ήθελε μερικές επείγουσες απαντήσεις. Ο άλλος έκανε ένα βαριεστημένο νεύμα.

 

"Με συγχωρείς Κουλ αλλά, να, αναφέρθηκες στον Κόσμο σου και τον αποκάλεσες «το νέο μας σπίτι». Εγώ, ξέρεις, έχω το σπίτι μου στο Παγκράτι, κοντά στου Ζωγράφου, δίπλα στην Φοιτητική Εστία, και θα ήθελα να επιστρέψω εκεί, αν και όχι αμέσως, βέβαια..."

 

Αφελής που είναι αυτός ο Λάκης μερικές φορές! Αφελής αλλά... μπράβο του. Ένιωσα ξαφνικά ένα χαρακτηριστικό ρούφηγμα στο στομάχι. Πολύ σωστή ερώτηση. "Λες;..." σκέφτηκα.

 

"Α, μάλιστα! Βέβαια, πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε αυτό το ζήτημα, αν και θα περίμενα πως είναι μάλλον περιττή κάθε εξήγηση επί του θέματος." Μας κοίταξε και τους δύο επίμονα για λίγα δευτερόλεπτα και ένιωσα το ρούφηγμα στο στομάχι να επιδεινώνεται ραγδαία γιατί το ύφος του μου θύμισε τους προπονητές των ομάδων μας, όταν προσπαθούν να δικαιολογήσουν ήττες στην έδρα τους.

 

"Λοιπόν, είναι μάλλον προφανές πως έχουμε μερικούς πολύ καλούς λόγους να μην επιθυμούμε καθόλου την επιστροφή σας στο... Παγκράτι ή και στην Καλαμάτα ή οπουδήποτε αλλού στην Επιφάνεια. Έχετε δει και έχετε μάθει πράγματα που, αν ανακοινωνόταν στον πολιτισμό σας, θα προκαλούσαν απίστευτο χάος και στη δική σας αλλά και στη δική μας κοινωνία. Πράγμα που σημαίνει βεβαίως, πως με κανένα τρόπο δε θα ρισκάρουμε οποιαδήποτε μελλοντική επαφή σας με άλλους συνανθρώπους σας. Και είναι εντελώς μάταιο να με διαβεβαιώσετε για την καλή σας πίστη. Μάταιο, αφ' ενός γιατί δεν μπορείτε ούτε εσείς οι ίδιοι να εμπιστευτείτε τους εαυτούς σας, πόσο μάλλον εμείς, και αφετέρου γιατί η επαναφορά σας στην Επιφάνεια θα σήμαινε για σας σίγουρο θάνατο ή και κάτι χειρότερο. Να σας εξηγήσω πώς έχει το πράγμα.

 

Όταν εισχωρήσατε σε απαγορευμένη περιοχή, στο τούνελ κάτω από την Εκκλησία, θέσατε σε λειτουργία ένα σύστημα παρακολούθησης που έχει αποδέκτες τόσο εμάς όσο και ένα σωρό άλλους Κλάδους που ζουν στο Εσωτερικό, τόσο συμμαχικούς όσο και εχθρικούς. Οι Πύλες προς την Επιφάνεια ελέγχονται, βλέπετε, από όλους τους ενδιαφερόμενους και, σαν αποτέλεσμα συμφωνιών που έχουμε κάνει μεταξύ μας, διέπονται από πολύ αυστηρό πρωτόκολλο για κάθε είσοδο ή έξοδο. Όταν σας ναρκώσαμε και σας κουβαλήσαμε εδώ, πέρα από τους όποιους δικούς μας λόγους, σας σώσαμε τη ζωή. Σας ανέφερα ήδη τους ισχυρούς δεσμούς φιλίας που νιώθουμε για σας, φιλίας που δε συμμερίζεται κανένας άλλος Κλάδος. Αν δε σας είχαμε εδώ, μαζί μας, θα ήσασταν κιόλας νεκροί, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες. Έχουμε το δικαίωμα να σας κρατήσουμε εδώ, και μπορείτε να αισθάνεστε απόλυτα ασφαλείς, αλλά έξω από την επικράτεια μας μπορείτε να μετακινηθείτε μόνο με δική μας συνοδεία, και πάλι με σχετική μόνο ασφάλεια. Για την Επιφάνεια ούτε λόγος. Θα σας σκότωναν ή θα πείραζαν τα μυαλά σας χωρίς κανένα οίκτο."

 

Σε αυτό το σημείο ένιωσα τον εγωισμό μου να υπερνικά την φρονιμάδα και την καλή κρίση που κατά γενική ομολογία με χαρακτηρίζουν. Όλ' αυτά που άκουγα έμοιαζαν τόσο πολύ με φτηνό σασπένς του προηγούμενου αιώνα ώστε, όχι μόνο δε μου προκαλούσαν κανένα φόβο, αλλά και με έκαναν να φουντώσω από επιθετικότητα.

 

"Δηλαδή, Κουλ" τον έκοψα με φωνή όλο ειρωνεία "τι θα μας κάνουν; Θα μας «καθαρίσουν»;"

 

Ο Κουλ γέλασε σιγανά με τρόπο που με έκανε να ανατριχιάσω ελαφρώς. "Όχι απαραίτητα. Σχεδόν σίγουρα όχι. Δε μας αρέσουν τέτοιες λύσεις γιατί γεννούν υποψίες. Μπορώ όμως να σκεφτώ διάφορα εναλλακτικά σενάρια, όπως για παράδειγμα ο ένας από τους δυο σας να μαχαιρώσει τον άλλο, μπροστά σε πολύ κόσμο, και μετά να αυτοκτονήσει. Ή ο ένας να πάθει καρκίνο κι ο άλλος να εκδηλώσει συμπτώματα σχιζοφρένειας. Κάποιος από τους δυο σας να βιάσει μια κοπέλα, να συλληφθεί και να καταδικαστεί σε πολλά χρόνια κάθειρξη. Ο άλλος μπορεί να είναι συνεργός, να καταδικαστεί επίσης και να σκοτωθεί στη φυλακή από κάποιον ισοβίτη. Υπάρχει ακόμα το AIDS, μια σειρά από βολικά δυστυχήματα, και διάφοροι άλλοι, πιο σύνθετοι και πιο σατανικοί τρόποι να σας κλείσουνε το στόμα. Έχουν δοκιμαστεί όλ' αυτά κατ' επανάληψη. Μετά από όσα έχετε ήδη δει, αμφιβάλλετε πως μπορούμε να ελέγξουμε πλήρως το νου και το σώμα οποιουδήποτε συνηθισμένου ανθρώπου, με περισσή ευκολία;"

 

Δεν ήταν τόσο αυτή η ανατριχιαστική απαρίθμηση πένθιμων προοπτικών όσο ο ψυχρός τρόπος με τον οποίο είχε μιλήσει ο Κουλ που μου ξανάφεραν στην επιφάνεια τις αρετές της σύνεσης και της φρονιμάδας, οι οποίες με προέτρεψαν να ζαρώσω στη θέση μου και να καταπιώ τη γλώσσα μου.

 

"Άλλωστε πρέπει να σας πω" συνέχισε απτόητος, "πως δεν θα ήταν και τόσο εύκολο να σας βγάλουμε στην Επιφάνεια, ακόμα κι αν το θέλαμε. Η είσοδος που χρησιμοποιήσατε ήδη μπαζώθηκε από μία Υπηρεσία κάποιου Υπουργείου σας και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πλέον"

 

Ήταν η σειρά του Λάκη να γίνει Τούρκος.

 

"Τι έκανε λέει; Τα καθίκια!! Και με ποια δικαιολογία παρακαλώ;"

 

"Με καμία απολύτως." Δήλωσε αφοπλιστικά ο Κουλ.

 

"Μα η περιοχή είναι δασική έκταση, ανήκει σε Μοναστήρι και επιπλέον έχει χαρακτηριστεί Αρχαιολογικός Χώρος" επέμεινε ξεροκέφαλα ο Λάκης.

 

"Ε, και λοιπόν; Ξέρετε καλύτερα από εμένα ότι, ειδικά στην Πατρίδα σας, ελάχιστοι ασχολούνται στα σοβαρά με τέτοια θέματα και, συνήθως, για ελάχιστο χρόνο." Η φωνή του Κουλ ήταν τώρα φορτωμένη με καταφρόνια και δεν τον αδικώ για αυτό. "Σε λίγο καιρό θα βγάλουμε στην επιφάνεια κανένα σκάνδαλο γύρω από κάποια ασημαντότητα της Τηλεόρασης και το θέμα θα ξεχαστεί παντελώς. Κι αυτό το έχουμε δοκιμάσει..."

 

"Καλά, δε χρειάζεται να μου υπενθυμίζεις το ότι είμαστε ηλίθιοι" απάντησε πικρόχολα ο Λάκης, ζοχαδιασμένος από το αφοπλιστικό ύφος του Κουλ.

 

"Το θέμα αυτό θα το συζητήσουμε μια άλλη φορά" συνέχισε εκείνος με πιο συμβιβαστικό τόνο. "Προς το παρόν θέλω να κατανοήσετε πως, σχετικά με το θέμα του γυρισμού σας στο σπίτι σας, τα πράγματα είναι απλά. Πρώτα–πρώτα δε θέλουμε να ξαναβρεθείτε με τους ανθρώπους της Επιφάνειας, για τους λόγους που ήδη εξήγησα. Δεύτερον, δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε, ακόμη κι αν το θέλαμε, αφού έχουμε κλείσει την είσοδο που χρησιμοποιήσατε και η οποία ελεγχόταν κυρίως από εμάς, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εισόδους–εξόδους που ελέγχονται από άλλους Λαούς, που σίγουρα σας προτιμούν νεκρούς. Και τρίτον, ακόμα κι αν θέλαμε και μπορούσαμε να σας γυρίσουμε πίσω, θα βρισκόσαστε στο νεκροτομείο ή με σαλεμένα τα λογικά σας ή χωμένοι σε καμία φυλακή πριν καλά–καλά το καταλάβετε. Εν ολίγοις, ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε και ούτε είναι για το καλό σας. Δείξατε ευφυΐα και θάρρος με το να προσπαθήσετε να διαβείτε το απαγορευμένο σύνορο. Σας συγχαίρω για αυτό αλλά θα πρέπει να δεχτείτε πως όλα έχουν ένα τίμημα, που θα πρέπει να πληρώσετε. Θα έλεγα πως είστε εξαιρετικά τυχεροί που βρίσκεστε ζωντανοί στα χέρια μας και θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω ότι θα μας βρείτε ιδιαίτερα φιλικούς, και την καινούρια σας πατρίδα εξαιρετικά συναρπαστική ώστε ο πόνος σας για αυτά που χάσατε να είναι πολύ λιγότερος από τη χαρά για όλα αυτά που σας περιμένουν. Λοιπόν, τι λέτε;"

 

Τι να λέγαμε; Είχαμε καταπιεί τη γλώσσα μας. Ο Κουλ ξανασηκώθηκε να φύγει, και πάλι ο Λάκης τον σταμάτησε. "Ε, ξέχασες να μας αφήσεις εκείνη τη συσκευή που μας είπες." Το μυαλό του Λάκη εξακολουθούσε να λειτουργεί, σε αντίθεση με το δικό μου, που τα είχε φτύσει τελείως. Μεγάλο σκάνδαλο!

 

"Τη συσκευή σας την άφησα ήδη. Μην ψάχνετε, δεν πρόκειται για υλικό αντικείμενο. Καιρός να αρχίσετε να εξοικειώνεστε με την ψυχοτρονική τεχνολογία. Έχετε πάρει ήδη μια γεύση, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, μην ανησυχείτε, θα σας φανερωθεί μόνη της, όταν θα το ζητήσετε. Υπάρχει όμως κάτι άλλο που πράγματι ξέχασα να σας το δώσω." Με αυτά τα λόγια έβαλε το χέρι του στην κελεμπία που φορούσε (πώς αλλιώς να τη χαρακτηρίσω;) και τράβηξε δύο τετράδια και δύο στύλο BIC!

 

"Αυτά σίγουρα σας είναι οικεία, αφού προέρχονται από κάποιο χαρτοπωλείο της Αθήνας. Θα είναι μια πρώτης τάξης χαλάρωση για τα νεύρα σας αν αφιερώσετε κάποιο χρόνο να καταγράψετε το χρονικό της περιπέτειας που ζείτε. Αργότερα αυτή η καταγραφή θα σας είναι ανεκτίμητη. Σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Και τώρα, φίλοι μου, αν τελειώσανε οι ερωτήσεις, θα μου επιτρέψετε να αποχωρήσω."

 

Αυτή τη φορά κανείς μας δεν τον σταμάτησε. Πλησίασε τον τοίχο, ένα άνοιγμα δημιουργήθηκε από το πουθενά και έκλεισε πίσω του. Μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο. Για πολλή ώρα δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Τι να λέγαμε; Τα μυαλά μας είχαν μουδιάσει, σαν όλα αυτά που είχαμε ακούσει και ζήσει να μην ήταν τίποτα περισσότερο από μια θεατρική παράσταση. Είχαμε σε τέτοιο βαθμό εθιστεί από τα τόσα διηγήματα που είχαμε διαβάσει, που ήταν πέρα από τις δυνάμεις μας το να αξιολογήσουμε την πραγματικότητα που ζούσαμε! Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο Λάκης, που είχε και ρέντα.

 

"Βρε για κοίτα. Μας τα έλεγε ο Πούλος και 'μεις τον καρπαζώναμε!"

 

Αναφερόταν σε ένα φίλο μας, ονόματι Γιάννης, που είχε αυτοανακηρυχθεί «ερευνητής» και μας είχε ταράξει στο παραμύθι, για αυτό και τον φωνάζαμε «Πούλο». Και να που τώρα ζούσαμε μια τόσο απίστευτη περιπέτεια, που οι ψευτιές του φαινόταν να βρίσκονται μέσα στα πλαίσια της λογικής, θεμελιωμένες σε πραγματικές εμπειρίες." Το Σύμπαν είναι τρελό," αποφάνθηκα "ή τουλάχιστον μεθυσμένο!" Σιγά–σιγά η γλώσσα μας λύθηκε και άρχισε να πηγαίνει ροδάνι. Απ' όλα τα απίστευτα που είχαμε ζήσει, το πιο ανεξήγητο ήταν ότι όχι μόνο είχαμε κατανοήσει αλλά και είχαμε μιλήσει μια εντελώς άγνωστη Γλώσσα, με περισσότερη ευχέρεια ακόμα κι από τη μητρική μας. Και όμως, τώρα που ο Κουλ είχε φύγει, μας ήταν εντελώς αδύνατο να αρθρώσουμε ή να θυμηθούμε έστω και μια λέξη από τη Γλώσσα αυτή. Κάναμε πολλές προσπάθειες αλλά το μόνο που μπορούσαμε να ανασύρουμε από τη μνήμη μας ήταν μια λέξη, ή κομμάτι λέξης, που μας φαινόταν ότι επαναλαμβανόταν συνέχεια, κάτι σαν «ελιγιου» η «ελνιιου» η «εγλιγιουου» ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, με την προσθήκη του γράμματος «μι» κάπου στο ενδιάμεσο, αν και στάθηκε αδύνατο να βρούμε πώς ακριβώς συνδυαζόταν. Όταν ο ενθουσιασμός μας καταλάγιασε αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε την κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν, καθώς και τα όσα είχαμε διδαχθεί για την πραγματική Ιστορία της παρουσίας του Ανθρώπου στη Γη. Αυτό ήταν κάτι πολύ πάνω από τις δυνάμεις μας, έτσι καταφύγαμε κι οι δυο μας στη μοναδική διέξοδο που μας δινόταν για να αποφύγουμε να σκεφτούμε σοβαρά και, ταυτόχρονα, να διατηρήσουμε αλώβητο τον αυτοσεβασμό μας. Βυθιστήκαμε σε ένα βαθύ, μακάριο ύπνο! Η άρνηση πάντως του να σκεφτούμε πραγματικά τα όσα μας είχε αποκαλύψει ο Κουλ κράτησε πολύ περισσότερο από εκείνο τον ύπνο. Ακόμα και όταν περπατήσαμε σε απόκοσμα τοπία και είδαμε πανάρχαιους θρύλους να αποκτούν σάρκα και οστά, εξακολουθήσαμε να αρνιόμαστε, υποσυνείδητα, τις ίδιες μας τις εμπειρίες. Διαπιστώσαμε ότι οι αντοχές του Ανθρώπινου Κλάδου στον οποίο ανήκουμε, ενός Κλάδου που κυριολεκτικά ζει σε θερμοκοιτίδα, είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Ακόμα και η περιβόητη ηλιθιότητα που μας χαρακτηρίζει δεν είναι παρά μια μισο–ηθελημένη αντίδραση μας στο ασύλληπτο Σύμπαν και στην θέση μας σ' αυτό. Είχαμε κάνει ένα μεγάλο βήμα, ο Λάκης κι εγώ, και προσπαθούσαμε τώρα να κλείσουμε τα μάτια στην Εικόνα που μας είχε αποκαλυφθεί, μόνο που αυτό δε θα μπορούσε να διαρκέσει για πάντα. Αλλά ας συνεχίσω την αφήγηση των γεγονότων χωρίς να προτρέχω.

 

Ξυπνήσαμε περίπου ταυτόχρονα. Είχαμε κάνει κι οι δυο μας έναν αναζωογονητικό και –μάλλον ανεξήγητα– χωρίς όνειρα ύπνο. Οι κύλινδροι της τροφής ήταν γεμάτοι με παγωμένα, χλιαρά και ζεστά υγρά που ανέδιδαν υπέροχες ευωδιές. Φάγαμε, ή μάλλον ήπιαμε με όρεξη, και μετά μπλοκάραμε! Αρχίσαμε να λέμε ανοησίες, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από την τρομακτική ανατροπή που είχε συντελεστεί σε κάθε τι το οικείο, σε κάθε τι το απτό. Μιλήσαμε για τη διακόσμηση του δωματίου μας, για το ντύσιμο του Κουλ, φτάσαμε να συζητάμε μέχρι και για τις εξετάσεις μας στο Πανεπιστήμιο! Το πράγμα είχε καταντήσει γελοίο, όταν ο Λάκης κατέβασε μια θαυμάσια ιδέα. Τα μπλοκάκια που μας είχε δώσει ο Κουλ και η προτροπή του να κρατήσουμε ένα είδος ημερολογίου ήταν ό,τι έπρεπε για να αρχίσουμε να προσεγγίζουμε τα απίστευτα γεγονότα που ζούσαμε, πριν η κατάσταση ξεφύγει τελείως από τον έλεγχο μας.

 

Άρχισα να γράφω το χρονικό της περιπέτειας μας, μιας περιπέτειας που, δεν είχα αμφιβολία για αυτό, μας κατέτασσε πολύ πιο ψηλά από τους μεγάλους εξερευνητές που είχα θαυμάσει –και ζηλέψει– στα πυρετικά μου ξενύχτια συντροφιά με τα βιβλία μου. Ήξερα πως και η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια μετρούσε και προσπάθησα να μην παραλείψω απολύτως τίποτε από τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις εμπειρίες μου. Όπως το περίμενα, το γράψιμο μού έκανε πολύ μεγάλο καλό και με βοήθησε να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου και να προσαρμοστώ καλύτερα στο παρόν. Παρ' όλα αυτά, έπιασα κατ' επανάληψη τον εαυτό μου αφηρημένο να ζωγραφίζει καρτουνάκια σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τα γεγονότα. Αλλά ήταν πολύ αργά πια για αυτό...

 

Κάποτε το γράψιμο τελείωσε και επιφυλάχτηκα να το εμπλουτίσω αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες. Ο Λάκης έγραφε ακόμα μετά μανίας και σκέφτηκα πως δεν θα ήταν σωστό να τον διακόψω. Άρχισα να στύβω το μυαλό μου προσπαθώντας να θυμηθώ τη Γλώσσα που είχα καταλάβει και μιλήσει με τόση ευχέρεια πριν από λίγες μόνο ώρες αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να με πάρει πάλι ο ύπνος.

 

Με ξύπνησε ο Λάκης. Είχε κι αυτός τελειώσει τις σημειώσεις του και μου εξομολογήθηκε πως η σιωπή του έδινε στα νεύρα. Συνειδητοποιήσαμε κι οι δυο τότε το πόσο σημαντικοί ήμασταν πλέον ο ένας για τον άλλο, σε ένα Κόσμο που είχε γίνει ξαφνικά σκοτεινός κι απέραντος. Σκεφτήκαμε να συγκρίνουμε τις σημειώσεις μας αλλά τελικά αποφασίσαμε πως είχε έρθει η ώρα να αναζητήσουμε τη συσκευή για την οποία είχε κάνει λόγο ο Κουλ. Αρχίσαμε να κοιτάμε ολόγυρα, μη ξέροντας το τι ακριβώς ψάχναμε, όταν ξάφνου ο τοίχος χάθηκε από μπροστά μας και τη θέση του πήρε ένα τοπίο που θα έκανε κάθε σκηνοθέτη ταινιών Επιστημονικής Φαντασίας να εκστασιαστεί.

 

Κοιταχτήκαμε απορημένοι αλλά είχαμε πλέον αρχίσει να συνηθίζουμε στα θαύματα και αφήσαμε για κάποια άλλη φορά τη διερεύνηση της λειτουργίας του κρυφού μηχανισμού. Εκεί μπροστά μας υπήρχε ολοζώντανη η εικόνα του μυστηριώδους εσωτερικού της Γης που έχει εμπνεύσει αμέτρητους θρύλους και που η σαγήνη του μας είχε ρίξει σε αυτή την τρελή περιπέτεια. Πλησιάσαμε λίγο για να δούμε καλύτερα, όταν το τοπίο κινήθηκε μαζί μας, σα να βρισκόμαστε μέσα του! Είχαμε πιστέψει πως επρόκειτο για κάτι σα γιγαντοοθόνη αλλά αυτό το αόρατο Κάτι, που ο Κουλ είχε αποκαλέσει αδιάφορα «συσκευή» ξεπερνούσε κατά πολύ και την πιο τραβηγμένη φαντασίωση μας. Έχοντας ήδη λάβει κάποια δείγματα της τεχνολογικής υπεροχής των Ανθρώπων που μας φιλοξενούσαν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι περισσότερο από τα επιτεύγματα της Philips και της Sony αλλά το σύστημα που είχε τεθεί στην υπηρεσία μας παρέπεμπε πιο πολύ στη Μαγεία παρά στην Τεχνολογία...

 

Φάγαμε ώρες και ώρες κοιτώντας, ερευνώντας αυτό τον καινούριο Κόσμο. Ώρες και ώρες, και όμως ήταν αδύνατο να χορτάσουμε την περιέργεια μας που φούντωνε ολοένα και πιο πολύ την κάθε στιγμή που περνούσε. Θυμάμαι ότι ήθελα πολύ ώρα να πάω στην τουαλέτα αλλά δάγκωνα τα χείλη μου και κρατιόμουν, μέχρι που δάκρυσα. Θέλαμε να σταματήσουμε να κοιτάμε, καθώς τα μυαλά μας πονούσαν από τον χείμαρρο των εικόνων, των ήχων, των οσμών και των γεύσεων που τα κατέκλυζαν, αλλά ήταν τελείως αδύνατον. Γιατί η Γη κρύβει στα σπλάχνα της αμέτρητα θαύματα, άγνωστα κι αδιανόητα για τους κατοίκους της επιφάνειας της, και η «συσκευή», όπως την είχε αποκαλέσει ο οικοδεσπότης μας, είναι, ίσως, το μεγαλύτερο θαύμα από όλα. Συσκευή; Μάλλον το ίδιο το Τρίτο Μάτι των Αποκρυφιστών!

 

Με τη βοήθεια αυτής της αόρατης μηχανής μπορούσαμε να «κινηθούμε» κατά βούληση οπουδήποτε στο χώρο, σα να ήμασταν παντοδύναμα πνεύματα, με μονή εξαίρεση τα ιδιωτικά και κάποια από τα δημοσιά κτίρια. Στη διάθεση μας ήταν όλη η επικράτεια των Εκαουαραλεμάνεν –μια έκταση περίπου όσο η Ισπανία, η Γαλλία, η Γερμανία και οι Κάτω Χώρες μαζί– και το στρώμα της ατμόσφαιρας της, που το ύψος του κυμαίνεται από τα δυο μέχρι τα επτά περίπου χιλιόμετρα. Η μηχανή, αν μπορώ να την αποκαλέσω έτσι, είναι ένα είδος software που επεκτείνει δραματικά τις ιδιότητες του Τοίχου, ο οποίος αποτελεί με τη σειρά του μια εξαιρετικά σύνθετη συσκευή που έχει την δυνατότητα να μπορεί να επικοινωνεί απ' ευθείας με το ανθρώπινο μυαλό. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη πλάκα όμως είναι το ότι δεν μεταδίδει μόνο οπτικά ερεθίσματα. Ακούς, μυρίζεις, γεύεσαι και ακουμπάς τα πάντα, ακριβώς σα να βρίσκεσαι με το σώμα σου εκεί. Ένιωσα κρύο και ζέστη, αισθάνθηκα τον άνεμο και τη βροχή, μύρισα λουλούδια και γεύτηκα καρπούς ακούγοντας τις κραυγές απίστευτων πουλιών με φόντο τον παφλασμό των κυμάτων σε κατάμαυρες θάλασσες που δεν έχουν αντιφεγγίσει ποτέ το φως του Ήλιου. Έτρεξα, κολύμπησα, αιωρήθηκα και πέταξα ώσπου ένιωσα ναυτία και ίλιγγο. Η μηχανή ανταποκρίνεται στη βούληση. Πριν καν συνειδητοποιήσεις κάποια επιθυμία σου, αυτή την εκτελεί. Δε χρειάστηκε να καταβάλουμε καμία συνειδητή προσπάθεια, η μηχανή προσαρμόστηκε αμέσως στα μυαλά μας και μας υπέδειξε το πώς έπρεπε να τη χειριστούμε. Υπάκουε εξ ίσου τις επιθυμίες και των δυο μας, εκτελώντας πότε τη μια και πότε την άλλη, με μια ιεράρχηση που την αντιλαμβανόμαστε κι οι δυο αλλά που είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί λεκτικά. Μπορούσαμε να ζουμάρουμε οπουδήποτε θέλαμε και να μεγαλώνουμε την εικόνα όσο τραβούσε η όρεξη μας. Όταν συνέχισα να μεγεθύνω ένα εξωτικό φυτό, προσπαθώντας να δω μέχρι πού φτάνουν οι δυνατότητες της, έφτασα στο σημείο να βλέπω μέχρι και τους πυρήνες των κυττάρων του! Ανάλογα με την όρεξη μας ακούγαμε ολοκάθαρα το πέταγμα μικροσκοπικών εντόμων, δοκιμάζαμε αλλόκοτες γεύσεις και νιώθαμε σε όλο μας το σώμα το άγγιγμα της βροχής. Η πλέον χρήσιμη λειτουργία της όμως ήταν το ότι απαντούσε σε κάθε νοερή μας ερώτηση σχετικά με αυτά που αντίκριζαν τα μάτια μας. Ένας χείμαρρος από στοιχεία και πληροφορίες διοχετευόταν στα πεινασμένα μυαλά μας και μας πρόσφερε ανεκτίμητη βοήθεια ώστε να μη σαλτάρουμε τελείως. Υπήρχαν και περιορισμοί βέβαια, η μυστηριώδης συσκευή αρνιόταν να μεταδώσει συνομιλίες ανθρώπων ή να μας επιτρέψει να «χαϊδέψουμε» υπέροχες κατάξανθες καλλονές, αλλά αυτό ήταν κάτι το απολύτως δικαιολογημένο και δε μας χάλασε καθόλου το κέφι. Μόλις συνήλθαμε από το πρώτο ξάφνιασμα και καταλάβαμε τις δυνατότητες που μας δίνονταν ξεχυθήκαμε μπροστά.

 

Στην αρχή κινούμαστε αδιάκοπα, σα μεθυσμένα ορτύκια, κοιτάζοντας τα πάντα –ζώα, φυτά, σπίτια, ανθρώπους– ώσπου νιώσαμε ότι, αν δεν ερευνούσαμε με κάποιο σύστημα, θα τρελαινόμαστε. Αποφασίσαμε πως η πρώτη μας προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι η κοινωνία της οποίας αποτελούσαμε πλέον μέρος. Μπήκαμε σε δημόσια κτίρια και σε εικονοαρχεία, κάτι σαν τη δική μας τηλεόραση, όπως θα είναι, ίσως, διακόσια τόσα χρόνια στο μέλλον. Ακούσαμε πολιτευτές να αγορεύουν και ποιητές να απαγγέλουν ποιήματα. Με κάποια περίεργη αλχημεία η Γλώσσα τους μας ήταν και πάλι οικεία, λες και τη μιλούσαμε από τα γεννοφάσκια μας. Είδαμε, ακούσαμε, διαβάσαμε και σύντομα μας έπιασε δέος. Η Χωρά των Εκαουαραλεμάνεν, που σημαίνει «οι Άνθρωποι της Εκαουάρ» ή «Αυτοί που έρχονται από την Εκαουάρ», είναι μια εξαιρετικά πολιτισμένη Χωρά, σε βαθμό που θα μπορούσε να είναι η Ουτοπία για τους βαρβαρικούς και απολίτιστους ανθρώπους που συνωθούνται στην επιφάνεια του Πλανήτη, μακάριοι μέσα στην άγνοια και την αδιαφορία τους. Δεν υπάρχουν αρρώστιες, εκτός ίσως από ψυχικές, δεν υπάρχει αδικία ή έγκλημα. Οι άνθρωποι είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία ευθείς και δίκαιοι, αν και έχουν ελαττώματα και μικροκακίες. Η Τεχνολογία βρίσκεται σε ύψη ασύλληπτα για μας, με χαρακτηριστικό δείγμα αυτή την ίδια τη συσκευή που χρησιμοποιούσαμε. Οι πρώτες ύλες υπάρχουν σε ανεξάντλητες ποσότητες και είναι πολύ εύκολο να εξορυχθούν, εκτός από κάποια σπάνια Μέταλλα, που τα προμηθεύονται με διύλιση του νερού των θαλασσών τους ή τα εισάγουν από άλλες περιοχές. Εκεί όμως που είναι άπιαστοι είναι η Ενέργεια. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα άφθονα ραδιενεργά Μέταλλα που κρύβει η Γη στα σπλάχνα της, είχαν όμως την τεχνολογία να μην αφήνουν ραδιενεργά κατάλοιπα. Τώρα πλέον έχουν αφήσει πίσω τους κάθε συμβατική μέθοδο που θα μπορούσε να κατανοήσει ο υπανάπτυκτος Κλάδος από τον οποίο καταγόμαστε. Χρησιμοποιούν την υπερκρυσταλλική δομή του Πλανήτη, μια σύνθετη έννοια που εκφράζει το σχήμα του, τη διάταξη των υλικών καθώς και το σύνολο των ηλεκτρομαγνητικών και βαρυτικών του υποπεδίων, συν ορισμένες ακόμη μεταβλητές που η επιστήμη μας αγνοεί. Όλα αυτά συνθέτουν μια ενιαία μαθηματική έκφραση που υποδεικνύει συγκεκριμένα σημεία στα οποία, αν τοποθετηθούν κρύσταλλοι καθορισμένης σύστασης, διεγείρονται, με αποτέλεσμα την παραγωγή άφθονης δωρεάν ενέργειας δίχως ρύπους και οικολογική επιβάρυνση. Το πεδίο της Γης είναι κατά κάποιο τρόπο ενιαίο με το υπερπεδίο ολόκληρου του Ηλιακού Συστήματος, πράγμα που σημαίνει πως η ενέργεια που μπορεί να αντληθεί με αυτό τον τρόπο είναι πρακτικά ανεξάντλητη.

 

Οι πόλεις τους είναι εξαιρετικά ομοιόμορφες και πολύ ευχάριστες στο μάτι. Αποτελούνται από γραφικότατα σπιτάκια με κυρτούς τοίχους και στέγες, σχεδόν σφαιρικά στο σχήμα. Αυτά είναι πάντοτε άσπρα, με μικρή συμμετοχή άλλων χρωμάτων, και κολλητά το ένα στο άλλο, έτσι ώστε να σχηματίζονται οικοδομικά συμπλέγματα που θυμίζουν τσαμπιά. Ανάμεσα τους υπάρχουν φιδογυριστά στενά δρομάκια, γεμάτα μαγαζάκια και φωτισμένα με περίεργα φώτα. Κενοί χώροι δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου, ενώ τα διάφορα μέρη της πόλης ενώνονται με μεγάλες υπόγειες λεωφόρους, στις οποίες κινούνται αθόρυβα μεγάλα οχήματα. Η κυκλοφορία στην επιφάνεια διεξάγεται κυρίως με μεγαλόσωμα ζώα, κάτι σαν υπερμεγέθη καγκουρό, με μεγάλα όμως μπροστινά πόδια, έτσι που διατηρούν μια ημιόρθια στάση που δε θυμίζει κανένα από τα γνωστά είδη της Επιφάνειας. Τα ζώα αυτά είναι τα Αλμούου, για τα οποία μας έκανε λόγο ο Κουλ. Μετά από αρκετές ώρες παρατήρησης συνειδητοποιήσαμε πόσο αλλόκοτα είναι και πόσο εκπληκτική θέση κατέχουν στην κοινωνία των Εκουαραλεμάνεν. Ήταν ολοφάνερο πως πρόκειται για πανέξυπνα όντα και πως διαθέτουν κάποιες τηλεπαθητικές ικανότητες. Είναι απόλυτα αφοσιωμένα στον συγκεκριμένο Ανθρώπινο Κλάδο, τον οποίο υπηρετούν πιστά, αλλά μόνο όταν πρόκειται για καλούς σκοπούς. Έτσι, εκτός από το να είναι θαυμάσια υποζύγια εκτελούν και χρέη αστυνομικών, κάτι σαν τους δικούς μας σκύλους που περιφρουρούν τυφλούς μικροπωλητές, αλλά εδώ η δικαιοδοσία τους φτάνει μέχρι τη σύλληψη και ακινητοποίηση ανθρώπων όταν αυτοί διαπράττουν συγκεκριμένα αδικήματα! Ο πιο σημαντικός όμως ρόλος τους είναι ότι παρέχουν κάποιο είδος προστασίας ενάντια σε κάποια αδιευκρίνιστη επιβουλή, που, απ' ότι συμπεραίναμε, θα πρέπει να είχε σχέση με αυτόν τον περίεργο πόλεμο για τον οποίο μας είχε μιλήσει ο Κουλ. Όταν στρέφαμε την προσοχή μας σε κάποιο από αυτά τα πλάσματα έδειχνε να το αντιλαμβάνεται, ενώ αρκετές ήταν οι φορές που εστίαζαν τα πανέμορφα, μαύρα μάτια τους κατευθείαν απάνω μας.

 

Ανάμεσα στις πόλεις υπάρχουν ελάχιστα κτίσματα, κυρίως μικρές αγροικίες και κάποια δημόσια κτίρια. Οι εκτάσεις αυτές αποτελούνται από καλλιεργημένους αγρούς και άγρια φύση σε ίση περίπου αναλογία. Ελάχιστοι δρόμοι τις διατρέχουν, άλλοι υπέργειοι και άλλοι υπόγειοι. Στους ουρανούς πετούν αρκετά οχήματα που θυμίζουν αεροπλάνα χωρίς φτερά ή ελικόπτερα χωρίς έλικες, με τα οποία διεξάγεται κυρίως η κυκλοφορία. Μπορούν να προσγειώνονται και να απογειώνονται από οπουδήποτε, αν και αυτό γίνεται κυρίως σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Τα οχήματα αυτά είναι δημόσια, μπορεί κάποιος να τα ενοικιάσει αλλά όχι και να τα αποκτήσει, πράγμα που ισχύει ακόμα και για τα πλέον εξέχοντα μέλη της κοινωνίας τους. Αυτό όμως που μας τράβηξε την προσοχή ήταν μία άλλη κατηγορία μεγάλων, αργοκίνητων και άχαρων ιπτάμενων οχημάτων, που τα βαφτίσαμε «ιπτάμενες μαούνες». Είναι γεμάτα στόμια και λεπτές προεξοχές, σαν κεραίες, και δεν έχουν πιλότους η επιβάτες. Πετούν παντού διαγράφοντας κύκλους, αλλάζοντας αργά ύψος. Έχουν απόλυτη προτεραιότητα έναντι των επιβατηγών και εξυπηρετούν πολλούς σκοπούς. Είναι ηλεκτρονικά μάτια που καταγράφουν τα πάντα, πάνω, κάτω και γύρω τους, και η διεισδυτική τους ματιά μπορεί να διαπεράσει πολλά μέτρα ακόμη και σε συμπαγή υλικά. Δεν έχουν όμως καμιά σχέση με σενάρια τύπου «Big Brother». Η παρακολούθηση που επιτελούν δεν έχει να κάνει με τους πολίτες που κινούνται αμέριμνοι από κάτω. Πρώτα–πρώτα μελετούν διαρκώς τις αυξομειώσεις των πληθυσμών μιας σειράς από είδη μικροοργανισμών και εντόμων. Ανιχνεύεται επίσης σε μόνιμη βάση η σύσταση της ατμόσφαιρας και η περιεκτικότητα της σε διάφορους ρύπους, φυσικούς και μη. Οι μηχανές αυτές μπορούν να παρεμβαίνουν και να μειώνουν τους πληθυσμούς των μικροοργανισμών ή τις συγκεντρώσεις των συστατικών της ατμόσφαιρας, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο, σε συνεργασία με επίγειους σταθμούς. Και πάλι όμως η κύρια λειτουργία τους φαίνεται να είναι κάποιο είδος παρακολούθησης ενός «κάτι» που μας διέφευγε, μια άγρυπνη επόπτευση και παρέμβαση που αφορούσε κάποια ύπουλη απειλή που προερχόταν από τους πανίσχυρους εχθρούς αυτού του θαυμάσιου Λαού και που μπορούσε να πάρει μορφές που σε μας ήταν τελείως ακατανόητες.

 

Έξω από τις πόλεις τους βρίσκονται τα περισσότερα από τα μεγάλα κτίρια, αποθήκες, εργοστάσια, στάδια διαφόρων αθλημάτων, και μουσεία. Ο Λάος αυτός λατρεύει τα μουσεία κάθε είδους και είμαστε σίγουροι ότι πάμπολλα από τα χαμένα έργα τέχνης των Ανθρώπων της Επιφάνειας φυλάσσονταν εδώ. Παρακολουθώντας την καθημερινή ζωή των Εκουαραλεμάνεν συνειδητοποιούσαμε ολοένα και περισσότερο τις πολύ σημαντικές ομοιότητες αλλά και τις πολύ σημαντικές διαφορές που έχουμε σε όλα τα επίπεδα. Πάρτε για παράδειγμα το πιο δημοφιλές τους άθλημα. Διεξάγεται σε μεγάλα στάδια, όπου δυο ομάδες αγωνίζονται η μια εναντίον της άλλης, όπως ακριβώς συμβαίνει και με εμάς. Παρόλο όμως που είναι εξαιρετικά δημοφιλές, δε μεταδίδεται ποτέ οπτικά παρά μόνο από το ραδιόφωνο. Οι παίχτες βρίσκονται τοποθετημένοι ο καθένας σε μια ατομική, κυκλική περιοχή, κρατούν μεγάλα ραβδιά και κυνηγούν ένα μικρότερο κομμάτι ξύλου, που πρέπει να προωθηθεί προς την αντίπαλη περιοχή χωρίς να ακουμπήσει στο έδαφος. Κάτι δηλαδή ανάμεσα στο μπάσκετ, το βόλεϊ και το... ξυλίκι, που έπαιζα όταν ήμουν μικρός. Αλλά οι ομάδες δεν έχουν παίχτες ή, ίσως θα έπρεπε να το διατυπώσω αλλιώς, δεν έχουν οπαδούς. Αυτό επειδή οι παίχτες στο κάθε παιχνίδι επιλέγονται με κλήρο ανάμεσα στους οπαδούς! Συγκεντρώνονται βαθμοί και υπάρχουν διαιτητές, αλλά κανένας από τους αγώνες που διεξάγονται δεν έχει την παραμικρή επίδραση στην κατάκτηση του πρωταθλήματος! Αυτό που συμβαίνει είναι το εξής: Στο τέλος κάθε σαιζόν οι ομάδες μαζεύονται ανά δυο σε διαφορετικούς χώρους. Εκεί υπάρχει μια μεγάλη μεταλλική επιφάνεια που στερεώνεται κάθετα σε ράγες στο έδαφος από ένα υδραυλικό μηχανισμό που της επιτρέπει να κινείται μπρος–πίσω με μεγάλη ευκολία. Ίσος αριθμός παιχτών τοποθετούνται εκατέρωθεν της και αρχίζουν να τη σπρώχνουν ο ένας προς την κατεύθυνση του άλλου. Νικητής ανακηρύσσεται αυτός που θα την σπρώξει μέχρι κάποιο σημείο προς τη μεριά των αντιπάλων. Οι νικητές του κάθε γύρου αναμετρώνται μεταξύ τους σε επόμενα ματς, μέχρι να βγει ο υπερνικητής. Μη μπορώντας να κατανοήσουμε τον ρόλο που έπαιζαν όλα τα προηγούμενα παιχνίδια με το ξύλο, ρωτήσαμε σχετικά τον Κουλ, σε μία από τις επόμενες συναντήσεις μας, για να λάβουμε την απάντηση πως δεν έπαιζαν κανένα βαθμολογικό ρόλο αλλά εμψύχωναν τις ομάδες και αύξαναν το αίσθημα ομοψυχίας μεταξύ των παιχτών–οπαδών. Εδώ ας βάλουμε τρία θαυμαστικά κι αλλά τόσα ερωτηματικά...

 

Σε πολλούς τομείς οι υλικές αλλά και οι κοινωνικές τους δομές θυμίζουν τις αντίστοιχες δικές μας, αν προσπαθήσει κανείς να τις φανταστεί σε ένα μέλλον διακόσια με τριακόσια χρόνια από σήμερα. Σε πολλά σημεία όμως ο πολιτισμός τους έχει τραβήξει παράξενους δρόμους, που μας ήταν ακατανόητοι και μας γεννούσαν το δέος. Το πλέον άμεσα φανερό δείγμα διαφορετικότητας είναι ο τρόπος με τον οποίο διατρέφονται. Γενικά προτιμούν τις υγρές μορφές τροφίμων, όπως άλλωστε είχαμε ήδη διαπιστώσει. Τα τρόφιμα αυτά παρασκευάζονται από διάφορες επιχειρήσεις που βρίσκονται, όλες ανεξαιρέτως, κάτω από το έδαφος. Κάθε νοικοκυριό διαθέτει ένα σύστημα επιλόγων που αναλαμβάνει να μεταφέρει το είδος και την ποσότητα που επιλέγεται κατευθείαν στον τόπο κατανάλωσης, μέσω ενός απίστευτου δικτύου από σωλήνες που διατρέχουν τις πόλεις και την ύπαιθρο και ενώνουν το κάθε οίκημα με μυριάδες διαφορετικούς προορισμούς. Δεν πρόκειται όμως για απλούς σωλήνες, αλλά για σωληνωτές κατασκευές με αρκετό πάχος, μέσα στο οποίο βρίσκονται και λειτουργούν εξαιρετικά εξελιγμένα συστήματα χημικής, βιολογικής και φυσικής επεξεργασίας των υγρών που διακινούνται μέσα σε αυτές! Έτσι τα τρόφιμα παρασκευάζονται και υφίστανται διάφορες επεξεργασίες καθώς διοχετεύονται προς την κατανάλωση. Εδώ η μαγειρική συνίσταται στην επιλογή διαφόρων συστατικών που αναμιγνύονται σε χρόνο και θερμοκρασίες της επιλογής του ενδιαφερόμενου. Τα κάθε λογής λύματα τώρα ταξιδεύουν από οχετούς και υπονόμους, υφιστάμενα διάφορες αλλαγές από τους μηχανισμούς του δικτύου και –προς μεγάλη μας έκπληξη και φρίκη– ενώνονται και ανακατεύονται με τις ουσίες που χρησιμοποιεί το σύστημα παράγωγης τροφίμων!! Μπλιαχ και πάλι μπλιαχ!. Ευτυχώς για μας που υπάρχουν και στερεά τρόφιμα που παρασκευάζονται με πιο συμβατικούς τρόπους. Ενεργώντας με σύνεση και κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας ο Λάκης κι εγώ αποφύγαμε να ερευνήσουμε τις πρώτες ύλες παρασκευής τους, για καλό και για κακό.

 

Κάτω από αυτές τις απίθανες εγκαταστάσεις βρίσκονται αποθήκες και εργοστάσια και, ακόμα πιο κάτω, υπάρχουν άδειοι χώροι που είναι τίγκα σε συστήματα συναγερμού και άμυνας. Οι πληροφορίες για τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται εκεί καθώς και η φύση του πιθανού εχθρού ήταν ταμπού για τη συσκευή διερεύνησης που χρησιμοποιούσαμε. Όπως μάθαμε αργότερα, το όλο θέμα όχι μόνο είναι απόρρητο για την πλειοψηφία των πολιτών αλλά και αποφεύγεται σα θέμα συζήτησης. Πολύ λίγοι κατεβαίνουν εκεί κάτω και πάντοτε λαμβάνοντας πολλές προφυλάξεις. Κατανοούσαμε πως όλα αυτά αφορούσαν τον μυστηριώδη τους πόλεμο, συνήθως «ψυχρό» αλλά ενίοτε «θερμό» και, για μια φορά, μακαρίσαμε την τύχη μας που είμαστε παιδιά μιας Κοινωνίας πιο πρωτόγονης αλλά και πιο ανέμελης μέσα στην άγνοια της.

 

Βιαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την εξερεύνηση σε αυτούς τους ημιαπαγορευμένους τόπους, που μας προκαλούσαν ένα ακαθόριστο αίσθημα ανησυχίας αναμεμιγμένης με κατάθλιψη. Υπήρχαν τόσα και τόσα θαύματα στις πόλεις και στα όμορφα, πολύχρωμα δάση, στις λίμνες και στις θάλασσες που στόλιζαν αυτή την υπόγεια χώρα ώστε να υποβιβάζουν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία των παραμυθάδων της Επιφάνειας στο επίπεδο μιας ρηχής κοινοτυπίας. Σύντομα αφήσαμε τα ανθρώπινα έργα και στραφήκαμε στη Φύση που μας αποκαλυπτόταν και που ήταν για μας ένας συγκερασμός γνωστών και ολότελα ανοίκειων, σχεδόν εξωγήινων μοτίβων. Ήμασταν και οι δύο αγγιγμένοι μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής μας από το τρομερό σοκ που είχαμε δεχτεί. Δέος και θαυμασμός είχαν εκτοπίσει σχεδόν κάθε άλλο συναίσθημα από μέσα μας. Σχεδόν! Στο κάτω–κάτω αυτά τα συναισθήματα είναι απολύτως αναμενόμενα από την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, θα τα ένιωθε ακόμα κι ο πλέον χοντρόπετσος συμπολίτης μας, ίσως ακόμα και κάποιοι από τους πολιτευτές μας. Δεν ήταν όμως κανένα από τα επιτεύγματα αυτού του Πολιτισμού που έκαναν να αναβλύσουν δάκρυα από τα μάτια μας, δάκρυα που μάταια προσπαθήσαμε να κρύψουμε ο ένας από τον άλλο, ούτε και τα απίστευτα ζώα και φυτά που γέμιζαν αυτή την κρυμμένη γη με τα χρώματα και τους ήχους τους. Τουναντίον, ήταν κάτι που ενώ στην καθημερινή μας ζωή, πίσω στην μισοξεχασμένη Αθήνα, δεν θα μας προκαλούσε τίποτε περισσότερο από κάποια διάθεση για ευνοϊκά σχόλια, εδώ πραγματικά μας συγκλόνισε: Πάνω σε ένα χαμηλό λόφο καλυμμένο από χαμηλή, σκουροπράσινη βλάστηση, καταμεσής της Πρωτεύουσας τους και λουσμένο στο κεχριμπαρί φως ενός ουρανού χωρίς αστέρια και ήλιο, στεκόταν ένας μεγαλοπρεπής Αρχαιοελληνικός Ναός αττικού ρυθμού, πλαισιωμένος με σειρές από αγάλματα μαρμάρινα, χάλκινα και χρυσά, αγάλματα που όμοια τους υπήρχαν στις μουσειακές αίθουσες τις αφιερωμένες στον Αρχαίο Πολιτισμό της χωράς μου, σε κάθε μεγάλη πόλη της Επιφάνειας.

 

(Μέρος Α')    (Μέρος Γ')

   


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ