ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 


 

Βαθειά, πολύ βαθειά... (Μέρος Α')

 

(Μέρος Β')    (Μέρος Γ')

 

Καθώς οι πρώτες ακτίνες του ηλίου χρύσιζαν τις πλάγιες του Υμηττού, έριξα μια ματιά στην αγουροξυπνημένη φάτσα του φίλου μου, του Γιάννη του Λάκη, μισοπεριμένοντας κάποιο σημάδι αναποφασιστικότητας, που θα μου έδινε μια καλή δικαιολογία να αναβάλλω, έστω και την τελευταία στιγμή, το μέχρι τρέλας παράτολμο σχέδιο μας. Όμως όχι! Τα τσιμπλιασμένα ματιά του έλαμπαν με τον ίδιο φανατισμό όπως εδώ κι αρκετές βδομάδες τώρα, όταν μου πρωτοανέφερε, δειλά δειλά, την απόφαση του να διεισδύσει, με η και χωρίς εμένα, στον άγνωστο χώρο που, δεν είχε καμιά αμφιβολία γι' αυτό, βρισκόταν κυριολεκτικά κάτω απ' τα ποδιά μας. Έτσι, ποντάροντας στην έμφυτη κλίση μου για τρελές περιπέτειες, με είχε πείσει γι' αυτό το εγχείρημα: Να προσεγγίσουμε το άπιαστο όνειρο τόσων και τόσων ερευνητών, τον μυθικό κόσμο στο εσωτερικό της Κούφιας Γης!

Ξεκινήσαμε λοιπόν σιωπηλοί, βυθισμένοι στις σκέψεις και τις αμφιβολίες μας, χωρίς να τολμά κανείς μας να κοιτάξει τον άλλο στα ματιά. Φορτωμένοι τα φτηνά ορειβατικά μας σακίδια, πήραμε το μονοπάτι που ξεκινούσε από τα τελευταία σπίτια της Ηλιούπολης προς το Βουνό, χωρίς να διαφέρουμε σε τίποτα από τόσους και τόσους νέους που ξεκινούν για μια Κυριακάτικη, κατ' ευφημισμό ορειβατική περιπέτεια, στις χιλιοκαμένες πλάγιες του Τρελού.

Όλα πηγαίναν συμφωνά με το σχέδιο. Δυστυχώς. Προσεγγίσαμε το ξωκλήσι του Αγίου..., και, όπως ακριβώς είχαμε προβλέψει, πετύχαμε τον εφημέριο, τον Παπά..., με τον μοναδικό ψάλτη, στην μέση της Θείας Λειτουργίας. Κανένας άλλος δεν ήταν κοντά, ούτε και είχαμε συναντήσει ψυχή στην σύντομη διαδρομή μας. Ήταν Αύγουστος και η Πλατεία Συντάγματος ήταν έρημη, πόσο μάλλον αυτή η απομακρυσμένη τοποθεσία... Αν και είχαμε συμφωνήσει διαφορετικά, δε μας πήγαινε να διακόψουμε το Μυστήριο. Έπειτα από μια σύντομη συζήτηση, συμφωνήσαμε να περιμένουμε να τελειώσει, έστω και με τον κίνδυνο να έρθει κάποιος ξαφνικά και να πάει όλη η προσπάθεια στράφι. Σταθήκαμε έξω από το Ναό, για να μην επηρεαστούμε ψυχολογικά, και περιμέναμε ρίχνοντας ανήσυχες ματιές στο δρομάκι που οδηγούσε στην σχετικά ερημική τοποθεσία. Η Λειτουργιά τελείωσε νωρίς, φαίνεται πως ο εφημέριος πηδούσε εδάφια. Ο ψάλτης έφυγε πρώτος, χωρίς να μας προσέξει, μιας και είχαμε φροντίσει να κρυφτούμε πίσω από κάτι κυπαρίσσια. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, ένιωσα το χέρι του Λάκη να σφίγγει το δικό μου. "Η τώρα η ποτέ" μουρμούρισε σαν λοχίας Ρέηντζερ στην "Επιχείρηση Άγριες Χήνες". Εμένα μου λες... Αλλά ποτέ κανείς δεν με είχε κατηγορήσει για δειλό, έτσι τον ακολούθησα στο εσωτερικό της Εκκλησιάς.

Ο Παπά..., πήρε μια χαρούμενη έκφραση όταν μας είδε, που έσβησε όμως αμέσως μόλις τραβήξαμε τα πιστολιά που είχαμε κρυμμένα στις τσέπες μας και τον σημαδέψαμε, προσπαθώντας να φαινόμαστε άγριοι και αποφασισμένοι. Ήταν φυσικά πλαστικά παιχνιδάκια, αλλά στο μισοσκόταδο που επικρατούσε ήταν εύκολο να τα περάσει γι' αληθινά Ο φουκαράς έριξε μια ματιά όλο αγωνιά προς τη Βυζαντινή εικόνα του Χρίστου που ήταν ακουμπισμένη στο εικονοστάσι δεξιά του. "Μην ανησυχείς γι' αυτήν, Πάτερ" τον καθησύχασα, "δεν είμαστε ιερόσυλοι." Η διαβεβαίωση μου φάνηκε να τον καθησυχάζει κάπως. "Δεν υπάρχουν χρήματα," είπε με αυστηρή φωνή, "φύγετε τώρα και δεν θα ειδοποιήσω την Αστυνομία." "Χα!" έκανε ο Λάκης, "ούτε κλεφτρόνια είμαστε. Άλλο πράγμα θέλουμε από σένα. Γνωρίζουμε, και είναι μάταιο να το αρνηθείς, πως το ξωκλήσι αυτό είναι μια από τις μυστικές διόδους από τις οποίες το Ιερατείο επικοινωνεί με το εσωτερικό της Γης" "Τιιι;;" έκανε ο άνθρωπος με τόση φυσικότητα που η εμπιστοσύνη μου στην θεωρία του φίλου μου κλονίστηκε.

Ο Λάκης όμως δε μάσησε καθόλου. "Κοιτά, Πάτερ," είπε με το επιθετικό ύφος που θα πήγαινε γάντι σε αρχιεκτελεστή της Μαφίας "είναι σίγουρο πως δεν πρόκειται να παραδεχτείς τίποτα. Είστε πολύ καλοί στο ρόλο της αθώας περιστεράς όλοι εσείς οι μυημένοι, που κρατάτε, με το έτσι θέλω, την Ανθρωπότητα μακριά από την αληθινή Γνώση. Αλλά σας μάθαμε πια! Είσαι σκληρός; Και μεις το ίδιο!" Μ' ένα νεύμα του βγάλαμε ένα μασούρι χοντρό σχοινί απ' τα σακίδια και σε λίγο ο εφημέριος ήταν δεμένος σαν σαλάμι, όπως λένε. "Και τώρα" ξανάρχισε ο Λάκης, "για να μην χάνουμε το χρόνο μας ας περάσουμε στο ψητό. Θέλουμε να μας ανοίξεις την Είσοδο, εδώ και τώρα." Ο άνθρωπος ήταν τρομοκρατημένος τώρα, και έτρεμε σαν το ψάρι, που λένε. Κοιτούσε ποτέ τον ένα και ποτέ τον άλλο, προσπαθώντας να καταλάβει με τι σόι τρελούς είχε μπλέξει. Η αυτό η έπαιζε τέλεια τον ρόλο του. Ήταν φανερό πως είτε δεν μπορούσε είτε δεν ήθελε να ικανοποιήσει το αίτημα μας. "Ωραίααα" έκανε ο Λάκης με ύφος Γκεσταπίτη, που με ανατρίχιασε ελαφρώς, "έχουμε προετοιμαστεί καλά γι' αυτή την περίπτωση, όπως θα δεις. Χα χα χααα." Ωχ! Είχα ελπίσει να μην φτάναμε εκεί, αλλά η αποφασιστικότητα μας και η στάση του αιχμάλωτου μας δεν μας άφηναν αλλά περιθώρια. Το χειρότερο ήταν πως ήμουν εγώ ο εφευρέτης της μεθόδου που θα χρησιμοποιούσαμε για να πείσουμε τον άνθρωπο μας. Και, όπως θα δείτε, η μέθοδος ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική.

Άνοιξα το σακίδιο μου και έδωσα στο Λάκη, πρώτα ένα χωνί και μετά δυο βάζα, το ένα από αδιαφανές και το άλλο από διάφανες πλαστικό. Τα απίθωσε προσεχτικά δίπλα στον κατατρομαγμένο τώρα Παπά..., που προσπαθούσε με κλάψες να μας πείσει ότι δεν είχε μεν ιδέα τι του λέγαμε, είχε όμως γυναικά και παιδιά. Ξέρετε, τα συνηθισμένα. Τον λόγο ξαναπήρε ο Λάκης.

"Υπάρχουν δύο πιθανότητες να μην μιλήσεις. Η μία, αν πράγματι δεν ξέρεις τίποτα. Αλλά ξέρεις, και το ξέρουμε ότι ξέρεις. Και το ξέρεις πως το ξέρουμε, δεν ειν' έτσι; Η άλλη να είσαι υπεράνθρωπος. Μπορεί και να είσαι, αν όμως δεν είσαι..." Με μια αποτρόπαιη γκριμάτσα, έπιασε το αδιαφανές βάζο και το ταρακούνησε. Ένας ανατριχιαστικός ήχος ακούστηκε, καθώς το περιεχόμενο του χτυπούσε στα τοιχώματα. "Σαρανταποδαρούσες!" είπε με ένα φρικαλέο χαμόγελο ο σύντροφος μου. "Δες και μόνος σου." Άνοιξε το βάζο και το κράτησε μπροστά στα ματιά του δύστυχου Παπά. Πραγματικά, έξι μεγάλες σαρανταποδαρούσες προσπαθούσαν ν' αναρριχηθούν στα λεία τοιχώματα, κι όταν λέμε μεγάλες εννοούμε πάνω από είκοσι εκατοστά η κάθε μια, καρπός των πολυήμερων αναζητήσεων μας στα ερειπωμένα σπίτια της περιοχής μας. "Τώρα" συνέχισε, "σ' αφήνω να μαντέψεις τι έχουμε σκοπό να κάνουμε με το χωνί. Μπράβο, βλέπω ότι κατάλαβες!" Κάτι πήγε να ψελλίσει αλλά ο Λάκης τον έκοψε. "Κάτσε, μη βιάζεσαι ν' αποφασίσεις. Υπάρχει και το άλλο βάζο, μην το ξεχνάμε. Το άλλο βάζο, που λες, αλλά δες μόνος σου." Λέγοντας αυτά πήρε και το άλλο βάζο και το παρουσίασε κοροϊδευτικά. "Βδέλλες! Βλέπεις πως έχουν γαντζωθεί στα τοιχώματα; Κι αυτά τα αλλά που αιωρούνται, α, νομίζω πως και πάλι σωστά κατάλαβες. Βλέπεις οι βδέλλες θέλουν τάισμα και το Νεκροτομείο δεν φυλάγεται καθόλου τα βραδιά... Και το υγρό που κολυμπούν, είναι και νερό βεβαία, αλλά όχι μόνο νερό! Αυτό δεν θα σου το αποκαλύψω, θα σ' αφήσω να το γευτείς, αν είσαι τόσο γενναίος." Είχα μείνει έκπληκτος. Αυτός ο φίλος μου ήταν ταλέντο ηθοποιίας. Οι σαρανταποδαρούσες ήταν βεβαία αληθινές, οι βδέλλες όμως και τα «ανθρωπινά» δάχτυλα ήταν από καραμέλα και τα είχαμε αγοράσει από ένα μαγαζί με είδη για φάρσες. Με τόση φυσικότητα που τα έλεγε όμως ο άτιμος, κόντευα και γω ο ίδιος να χεστώ απάνω μου.

Πριν καλά καλά χωνέψει τα όσα απίστευτα άκουγε ο Ιερέας, πήρα εγώ τον λόγο. "Θα μαντέψατε ίσως πως, αν και δεν είμαστε φονιάδες, είμαστε όμως αποφασισμένοι. Θα σας αναγκάσουμε να φάτε το περιεχόμενο και των τριών μπουκαλιών. Ναι, υπάρχει κι άλλο μπουκάλι που θα σας το δείξουμε μόνο αφού θα έχετε καταναλώσει τα δυο πρώτα. Κι αν αυτά που είδατε σας φάνηκαν εφιαλτικά, όταν σας πούμε για το τρίτο βάζο που ετοιμάσαμε για σας, πιστέψτε με, θα σας φανούν βυσσινάδα." Βυσσινάδα; Ούτε και γω ξέρω πως μου είχε έρθει η βυσσινάδα στο μυαλό. "Κάντε μας την χάρη λοιπόν και, κυρίως, κάντε τη χάρη στον εαυτό σας και μιλήστε τώρα. Α, ξέχασα, να σας εξηγήσω πως θα καταλήξει η ιστορία αν δεν μιλήσετε τελικά. Αφού θα σας κεράσουμε και την τρίτη λιχουδιά θα σας λύσουμε, θα φύγουμε και θα σας αφήσουμε αναίσθητο αλλά ζωντανό κι ελεύθερο. Γιατί δεν πρέπει να έχετε καμιά αμφιβολία ότι θα χάσετε τις αισθήσεις σας μόλις σας αποκαλυφθεί το περιεχόμενο του τελευταίου βάζου."

Εδώ σταμάτησα για λίγο, να τον αφήσω να συνειδητοποιήσει καλύτερα τις απειλές μας, και να βολιδοσκοπήσω, όσο μπορούσα, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα. Μου φαινόταν πως το ύφος μου θα ήταν αποκαλυπτικό του γεγονότος ότι όλα αυτά δεν ήταν παρά μία χονδροειδής άπατη, ένα κολλάζ παρμένο από φθηνές κινηματογραφικές παράγωγες και περιοδικά της σειράς, που δεν θα μπορούσε να ξεγελάσει ούτε παιδί. Ο τρόμος όμως που φούντωνε στον φουκαρά που είχα απέναντι μου με έκανε να πιστέψω στον εαυτό μου και στην ευόδωση του σκοπού μας. Στένεψα λίγο τα ματιά μου, όπως είχα δει να κάνει ο Κότζακ και συνέχισα με τραχεία φωνή. "Στην περίπτωση αυτή θα αποδεχτούμε βεβαία την ήττα μας και δεν θα μας ξαναδείτε ποτέ πια. Τουλάχιστον θα είμαστε ήσυχοι ότι αποκλείεται να πάτε στην Αστυνομία, κι αυτό για πολλούς λογούς. Επειδή είμαι σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή είστε λιγάκι θολωμένος, θα σας τους εξηγήσω εγώ. Πρώτα–πρώτα, δεν θα έχετε καμιά απόδειξη αφού θα έχετε, κυριολεκτικά εεε, χωνέψει αυτά τα... πράγματα, τέλος πάντων. Δεύτερον, γιατί θα πρέπει να αποκαλύψετε τι ακριβώς σας βάλαμε να καταπιείτε και, μοιραία, το πράγμα θα φτάσει στις εφημερίδες. Φαντάζεστε τους τίτλους; "Κανίβαλος Ιερωμένος", "Σατανισμός σε ξωκλήσι του Υμηττού" και τα λοιπά... Έπειτα, κι εμείς θα έχουμε ετοιμάσει την δική μας εκδοχή, ίσως καμιά κλοπή Ιέρων Εικόνων η τίποτε μισόλογα για σεξουαλικές παρενοχλήσεις εκ μέρους σας. Πράγματα που καταλαβαίνει η Αστυνομία κι ο Τύπος, δηλαδή, όχι τρέλες για Κούφιες Γες! Όπως βλέπετε, έχουμε προετοιμαστεί για όλα. Σας παρακαλώ πολύ λοιπόν, Πάτερ, μιλήστε να τελειώνουμε." Φούσκωσα από υπερηφάνεια αφού δεν είχα καθόλου υποληφθεί σε ηθοποιία από τον φίλο μου. Και ο κάθιδρος, κατακίτρινος άνθρωπος που μας κοίταζε με γουρλωμένα ματιά ήταν η καλύτερη απόδειξη για το ταλέντο μου.


Ο σατανικός φίλος μου έπιασε το βαζάκι με τις σαρανταποδαρούσες και άρχισε να το ταρακουνά ρυθμικά, με το πιο σαδιστικό χαμόγελο που τον είχα ποτέ δει να παίρνει. Ο ανατριχιαστικός ήχος, σε συνδυασμό με την ήρεμη αποφασιστικότητα που έδειχνε, έσπασαν και τις τελευταίες αντιστάσεις του Παπά, που άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Απτόητος ο αφιλότιμος ο Γιάννης ο Λάκης, άρχισε να πλησιάζει τον εφημέριο μιλώντας αδιάφορα: "Ίσως δεν μας πιστεύεις ακόμα, Πάτερ. Πάει καλά, ας δοκιμάσεις τρεις απ' αυτές τις κούκλες και μετά θα σ' αφήσουμε να το ξανασκεφτείς. Με το χωνί θα πάνε κάτω ζωντανές, αλλά μετά από λίγο θα ψοφήσουν από τα οξέα του στομάχου. Το πολύ πολύ να κανείς λίγο εμετό." Και με τα λογία αυτά πήρε το χωνί και άρχισε να ξεβιδώνει το καπάκι του βάζου. Πρέπει να ομολογήσω πως εκείνες τις στιγμές η πίστη μου στις θεωρίες του πήγε περίπατο. Άρχισα να μας θεωρώ παρανοϊκούς και ετοιμάστηκα μάλιστα να σταματήσω το Λάκη, έτσι και περνούσε από τ' αστεία στα σοβαρά. Έτσι δοκίμασα μεγάλη έκπληξη όταν άκουσα τον αιχμάλωτο μας να λέει: "Εντάξει, καταραμένοι, νικήσατε. Θα σας οδηγήσω εκεί που θέλετε. Το βασίλειο του Κάτω Κόσμου θα γίνει ο τάφος σας!"

Δεν ήταν τόσο αυτά που είπε, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια μπλόφα, μια κίνηση για να κερδίσει λίγο χρόνο. Ήταν ο τόνος της φωνής του που μου προκάλεσε βαθειά κατάπληξη και μ' έκανε να συνειδητοποιήσω τη σοβαρότητα της δήλωσης του. Γιατί το έκπληκτο και φοβισμένο ανθρωπάκι που ψέλλιζε είχε δώσει ξαφνικά τη θέση του σε έναν ψυχρό και δυναμικό άνθρωπο, που μας κοίταζε με κάτι που ήταν πολύ κοντά στο μίσος!

Για λίγο κανείς μας δεν είπε λέξη. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο, όταν ο αιχμάλωτος μας ξαναμίλησε με φωνή γεμάτη κρυμμένη απειλή: "Τι θα γίνει, καλόπαιδα; Χεστήκατε;" Αυτό μας έβγαλε από τη στιγμιαία κατάσταση της απώλειας του ελέγχου. "Δεν είμαστε φοβιτσιάριδες, Πάτερ. Αυτό το αποδείξαμε, νομίζω." Λέγοντας αυτά τα λογία προσπάθησα να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Στο κάτω κάτω το σχέδιο μας είχε μέχρι στιγμής απολυτή επιτυχία. Τον σηκώσαμε και τον κοιτάξαμε ερωτηματικά. Αυτός μας ζήτησε να τον οδηγήσουμε έξω από το Ναό. Προχωρώντας μαζί πήραμε το μονοπάτι ως το πίσω μέρος της Εκκλησιάς. Μας έκανε νόημα να συνεχίσουμε. Λίγο πιο κάτω υπήρχε μια πρόχειρη κατασκευή με πασσάλους και καλάμια που χρησίμευε γι' αποχωρητήριο. Η μύτη μου με πληροφόρησε πως το μέρος ήταν αρκούντως χρησιμοποιημένο. Πλησιάσαμε κι άλλο, κουνώντας το χέρι για να διώχνουμε τις μύγες. Ο Ιερέας μπήκε μέσα και άρχισε να πιέζει με το πόδι του μια μυτερή πετρά, "στολισμένη" με περιττώματα. "Σατανικό", σκέφτηκα. Μετά μας έκανε νόημα να γυρίσουμε πίσω. Ξαναμπήκαμε στην Εκκλησιά, αφού αφιερώσαμε λίγα λεπτά για να σκουπίσουμε τα ποδιά μας. Αηδία, αλλά η είσοδος σε απαγορευμένα μέρη θέλει θυσίες... Ο Εφημέριος πήγε προς τον ηλεκτρικό διακόπτη του τοίχου, αλλά ο Λάκης τον σταμάτησε. "Μην αποπειραθείς να ειδοποιήσεις κανένα. Θα σε σκοτώσουμε σα σκυλί με την πρώτη ένδειξη προδοσίας." Αυτό μάλλον ήταν από τη "Νήσο των πειρατών" που είχαμε δει πριν λίγες μέρες στο βίντεο. Ο Παπάς τού έριξε μια δηλητηριασμένη ματιά αλλά δεν είπε τίποτα. Ανοιγόκλεισε τον διακόπτη τρεις φόρες. Μετά μας έκανε νόημα να τον πάμε ως τον άμβωνα και μας είπε να τον σπρώξουμε δυνατά, προς την έξω μεριά. Κάναμε ό,τι είπε και ο άμβωνας άρχισε να γλιστρά απρόθυμα, στριγκλίζοντας ανατριχιαστικά, πάνω σε κάποιο αθέατο μηχανισμό. Ένα σκοτεινό άνοιγμα αποκαλύφθηκε, είσοδος, όπως ελπίζαμε, σ' έναν Κόσμο τρομερών θαυμάτων...

Είναι προς τιμή του Λάκη το γεγονός πως προχώρησε πρώτος κι έριξε μια διστακτική ματιά στο εσωτερικό. Προσπάθησε να διακρίνει τις διαστάσεις του αλλά το μόνο που φαινόταν ήταν η αρχή μιας σκάλας. Έπειτα θυμήθηκε τους φακούς που είχαμε στα σακίδια μας. Πήρε έναν που έβγαζε διάχυτο φως και τον άναψε. Η ψυχρή λάμψη της λάμπας αλογόνου φώτισε έναν απογοητευτικά μικρό χώρο, χωρίς έπιπλα, απ' αυτούς που βρίσκονται συχνά κάτω από παλιές οικοδομές. Κανένα τούνελ δεν φαινόταν να συνεχίζει από αυτόν και καμιά πόρτα δεν διακρινόταν στους τοίχους. Έριξα μια ματιά στον Εφημέριο, που γελούσε αινιγματικά, σαν Κινέζος μανδαρίνος του Ναού της Αφέγγαρης Νύχτας. Αντί να τρομάξω, εξοργίστηκα. "Κοιτά, Πάτερ" του είπα, "δε ξέρω τι μοίρα μας επιφυλάσσει η περιπέτεια στην οποία εμπλακήκαμε, αλλά τα έχουμε κανονίσει έτσι ώστε το δικό σου μέλλον να είναι συνάρτηση του δικού μας. Γι' αυτό, πρόσεχε." Κι ο Λάκης όμως είχε τσατιστεί. Πήρε το βάζο με τις σαρανταποδαρούσες και το ακούμπησε στο λαιμό του Ιερέα. Αυτός τραβήχτηκε βγάζοντας ένα ξεφωνητό, που μας έκανε και τους δυο να γελάσουμε με κακία. "Πάτερ, σε θέλω πιο σεμνό", του είπε. Αυτός του έριξε μία ακόμα ματιά γεμάτη δηλητήριο. Χωρίς να μιλήσει άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά κι εμείς βιαστήκαμε να τον ακολουθήσουμε.

Αφού είχαμε κατεβεί και οι τρεις, ο Παπάς γύρισε και μας κοίταξε μ' ένα διαπεραστικό βλέμμα. Ένιωσα πολύ άβολα και χαμήλωσα τα ματιά μου γιατί δεν μπορώ να αρνηθώ πως στο βλέμμα αυτό δεν υπήρχε καμιά μνησικακία, παρά μόνο φόβος και, ίσως, λίγη τρυφερότητα. "Ποτέ δεν έχω προχωρήσει πέρα απ' το σημείο αυτό. Δεν μου επιτρέπεται άλλωστε, ο ρόλος μου είναι ρόλος φύλακα. Να ξέρετε, καλόπαιδα, πως θα μπορούσα να έχω ειδοποιήσει χωρίς να πάρετε χαμπάρι, αλλά δεν το έκανα κι ένας Θεός ξέρει μόνο πως θα τους δικαιολογηθώ. Τέλος πάντων, αυτή την ύστατη στιγμή ακούστε τη συμβουλή μου και φύγετε. Αυτό που έχετε στο μυαλό σας είναι πολύ πιο μεγάλο απ' όσο φαντάζεστε. Έχω ακούσει ιστορίες... αλλά δεν είναι της στιγμής. Ακούστε με και φύγετε."

"Αυτό δε γίνεται, Πάτερ" απάντησε ο Λάκης για λογαριασμό και των δυο μας, τη στιγμή ακριβώς που λογάριαζα ν' αρχίσω να ξανανεβαίνω τις σκάλες. Το θάρρος είναι προνόμιο των τρελών, αλλά τι να κάνα; Υποτάχθηκα στη μοίρα μου. Ο άνθρωπος μάς κοίταξε και τους δυο και κούνησε το κεφάλι του. "Και τι σκοπεύετε να κάνετε μ' εμένα, μόλις ανοίξω και την τελευταία πύλη;" μας ρώτησε.

"Σκοπεύαμε να σας τρομάξουμε στο σημείο αυτό" βιάστηκα ν' απαντήσω "αλλά, όπως φαίνεται θα πρέπει να στηριχτούμε στη βοήθεια σας, γι' αυτό θα σας πω την αλήθεια. Θα σας αφήσουμε εδώ, δεμένο με μια αλυσίδα και μ' ένα λουκέτο που λειτουργεί με συνδυασμό, με τέτοιο τρόπο που τα χεριά σας να είναι ελεύθερα. Έχουμε υπολογίσει ότι, το πολύ σε τέσσερεις ώρες, θα έχετε καλύψει όλους τους συνδυασμούς, όποτε θα ελευθερωθείτε. Το πιο πιθανό όμως είναι να το πετύχετε πολύ νωρίτερα, ίσως σε καμιά δυο ωρίτσες. Ο συνδυασμός αποτελείται από τυχαία νούμερα, γι' αυτό θα πρέπει να κάνετε μεθοδική ερευνά. Αν δοκιμάζετε στην τύχη, σύντομα θα αρχίσετε να ξεχνάτε ποιους συνδυασμούς δοκιμάσατε και θα πρέπει να ξεκινήσετε από την αρχή. Αυτό σας το λέω αφ' ενός για να μην ταλαιπωρηθείτε άδικα, αφ' ετέρου για να σας εμποδίσω να βρείτε αμέσως τον συνδυασμό, με μια πετυχημένη δοκιμή. Πώς σας φαίνεται;"

Σ' αυτό το σημείο ο Λάκης μ' έπιασε από το χέρι και με τράβηξε παραπέρα. Άρχισε να με ρωτάει αν ήμουν με τα καλά μου που αποκάλυπτα το τι είχαμε στο νου μας για τον Εφημέριο, ενώ θα έπρεπε να μπλοφάρουμε για να τον τρομοκρατήσουμε όσο γίνεται περισσότερο. Εγώ πάλι είχα τις απόψεις μου.

"Παράτα τα ρε Λάκη. Ο τυπάς μάς ξηγιέται σπαθί. Ας πάμε με τα νερά του. Άσε, θα καθαρίσω εγώ σου λέω." Και μετά γύρισα στον Πάτερ και, κάπως εκνευρισμένα, του έκανα μια καθαρή εξήγηση. Του διευκρίνισα πως οι σκοποί μας ήταν ευγενείς και πως θεωρούσαμε απόλυτο δικαίωμα μας να παρεισφρήσουμε στο εσωτερικό του Πλανήτη μας και ν' αποκαλύψουμε τα μυστικά του. Αν είχαμε φερθεί τόσο απαίσια ήταν γιατί οι μυημένοι στα μυστικά της Κούφιας Γης δεν εννοούσαν με τίποτα ν' ανοίξουν το στόμα τους. Του ξεκαθάρισα πως οι απειλές μας ήταν κούφιες και για να το υπογραμμίσω έβγαλα μια βδέλλα από το βάζο και τη μασούλησα. Ο Πάτερ γούρλωσε στην αρχή τα ματιά του αλλά σύντομα κατάλαβε την αλήθεια και μου έριξε μία από τις φαρμακερές του ματιές. Τελείωσα το λογύδριο μου λέγοντας του πως ζητούσαμε τη βοήθεια του, μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να υποχωρήσουμε τώρα. Αλλιώς, του τόνισα με σκοτεινό ύφος, το κρίμα μας θα ήταν στο λαιμό του.

Ο Εφημέριος άρχισε να χαϊδεύει τα γενιά του κοιτάζοντας ποτέ τον ένα και ποτέ τον άλλο. Αφού μας έσπασε για τα καλά τον τσαμπουκά, που λένε, άνοιξε επιτελούς το στοματάκι του. Είπε: "Ακούστε καλόπαιδα, (ίσως και να είπε κολόπαιδα, δεν είμαι σίγουρος) με βάζετε σε μεγάλους μπελάδες. Ελάχιστα πράγματα ξέρω για τα έγκατα που χάσκουν πίσω από την καταπακτή. Υποτίθεται πως κάποια μέρα θα έμπαινα κι εγώ εκεί μέσα αλλά αυτή η μέρα δεν ήρθε ακόμα. Αυτά ωστόσο που ψιθυρίζονται ανάμεσα μας με κάνουν να μην είμαι καθόλου βιαστικός. Όσο για σας, θα κάνουμε μια συμφωνία. Πρώτον, θα με δέσετε κανονικά, για να φανεί ότι ήμουν αιχμάλωτος σας. Θα σας περιμένω δυο τρεις ώρες. Αν επιστρέψετε θα μου πείτε τα πάντα, χαρτί και καλαμάρι." Σ' αυτό το σημείο μας κοίταξε επίμονα και 'μεις κουνήσαμε τα κεφάλια μας, σε σιωπηρή συμφωνία. "Αν δε γυρίσετε θα προσπαθήσω να λυθώ και θ' αναφέρω το συμβάν στους Ανώτερους μου. Το αν θα ειδοποιηθεί η Αστυνομία και οι δικοί σας, καθώς και το ποια θα είναι η ιστορία που θα τους πω, θα εξαρτηθεί απολυτά από τις οδηγίες που θα πάρω από τους ανώτερους μου. Κατανοητό; Ωραία, συνεχίζω. Δύο οδηγίες δεν πρέπει να φύγουν στιγμή απ' το μυαλό σας. Πρώτον, δεν αγγίζετε απολύτως τίποτα. Κοιτάξτε να μη σας ανοίξει η όρεξη για τίποτα σουβενίρ, έτσι; Δεύτερον, δεν απομακρύνεστε πολύ. Υπάρχουν κι άλλοι φρουροί εκεί μέσα, που θα έβρισκαν τις σαρανταποδαρούσες σας ωραιότατο μεζέ. Το ίδιο και σας. Έγινα αντιληπτός;"

Είχε γίνει, και με το παραπάνω.

Δεν κατάλαβα τίποτε το ξεχωριστό στο κομμάτι του πατώματος που πίεζε επίμονα με το πόδι του όση ώρα μας μιλούσε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μόλις σήκωσε το πόδι του από κει ακούστηκε ένας σιγανός, επίμονος ήχος σαν να γυρνούσε βαρούλκο η κάτι τέτοιο. Όπως ακριβώς είχα δει εκατοντάδες φόρες να συμβαίνει σε ταινίες, ένα τετράγωνο άνοιγμα είχε αποκαλυφθεί στον τοίχο, περίπου ένα μετρό επί ένα.

"Γαμώτο, η είσοδος!" αναφώνησε ο Λάκης. "Σςςςς, πιο σιγά, ηλίθιε", τον παρότρυνα εγώ. Ξεκινήσαμε επιφυλακτικά να κινούμαστε προς το άνοιγμα, όταν μας φώναξε ο Εφημέριος. Χωρίς να μιλήσει μας έτεινε τα χεριά του. Τον πλησίασε ο Λάκης και τον έδεσε χεροπόδαρα με κάτι αλυσίδες για μηχανάκια, που τις έκλεισε με ένα λουκέτο με συνδυασμό. Τον χτύπησε φιλικά στον ωμό και είπε "ευχαριστώ, μεγάλε". Έπειτα του αποκάλυψε τον συνδυασμό που άνοιγε την κλειδαριά. Κοιταχτήκαμε για μια ακόμα φορά, χωρίς κανείς μας να βρει κάτι να πει. Έπειτα κινήσαμε για το άνοιγμα.

Η μαυρίλα που μας υποδέχτηκε ήταν αναμενόμενη αλλά, όπως και να 'χει, μας έκανε να κοντοσταθούμε για λίγο, αναποφάσιστοι. Τα μηνύματα που μας έστελναν οι υπόλοιπες αισθήσεις μας δεν ήταν περισσότερο ενθαρρυντικά: Υγρασία και μια αταίριαστη για τον αθηναϊκό Αύγουστο παγωνιά, μαζί με την αναπόφευκτη μυρωδιά χώματος και μούχλας μας έκαναν να πισωπατήσουμε. Τ' αυτιά μας μας μετέφεραν μία απολυτή απουσία ήχων, λες και όλος ο κόσμος που ξέραμε, οι θορυβώδεις δρόμοι, η καυτή ανάσα των εξατμίσεων των αυτοκίνητων, οι γκρίνιες των πέντε εκατομμυρίων θυμάτων της πόλης που ζούσαμε, η βρώμα των ξεχειλισμένων κάδων, να ήταν όλα ένα μακρινό όνειρο, μια σύντομη παρένθεση σ' ένα Σύμπαν αιώνιας νοτισμένης νύχτας. Μάλιστα! Είχα αρχίσει σχεδόν να απαγγέλω Λαβκραφτ! Κούνησα το κεφάλι μου, βρίζοντας τον εαυτό μου για την δείλια μου. Είμασταν σ' ένα φυσικό κοίλωμα που εκτεινόταν, ποιος ξέρει πόσο, στα έγκατα του βουνού, κι όλα αυτά ήταν απολυτά αναμενόμενα. Φυσικό κοίλωμα, είπα; Δεν ήμουν καθόλου σίγουρος γι' αυτό. Ίσως να ήταν φυσικό και να 'χε διαπλατυνθεί από χέρι ανθρώπου. Τουλάχιστον, ήλπιζα το χέρι να ήταν όντως ανθρώπινο...

Αλλά είχε έρθει η ώρα να γνωρίσουμε τον κόσμο που είχε τόσο αιχμαλωτίσει την φαντασία μας. Σαν ήρωες του Ιουλίου Βερν, ανάψαμε τους φακούς μας, περάσαμε το στενό άνοιγμα κι αρχίσαμε να προχωράμε μπροστά. Βρισκόμασταν σ' ένα τούνελ με πέτρινα, νοτισμένα τοιχώματα που μας χωρούσε με λίγη δυσκολία, αναγκάζοντας μας να προχωρούμε ελαφρά σκυφτοί. Ένιωθα την υγρασία να με περονιάζει και βλαστήμησα τη βλακεία μας να επιχειρήσουμε τέτοια εξερεύνηση με τα κοντομάνικα μας. Έφταιγε ο καύσωνας και το γεγονός πως κανείς μας δεν πολυπίστευε ότι θα κατορθώναμε τελικά να εισχωρήσουμε σ' ένα τόσο καλά φυλαγμένο μέρος. Έπειτα, δεν είχαμε σκοπό να ξεμακρύνουμε και πολύ, ίσα ίσα να παίρναμε μια γεύση. Όταν έπεισα τον εαυτό μου πως το κρύο δεν ήταν τελικά και τόσο μεγάλο πρόβλημα, συνειδητοποίησα άλλη μία δυσάρεστη αίσθηση, σα να περνούσα μέσα από ιστούς αράχνης. Ήταν σιχαμερό, αλλά μ' έκανε να νιώθω πολύ χειρότερα η επίγνωση πως, οντάς σ' έναν ανήλιαγο, παγωμένο κόσμο, ήταν περίεργο το τι είδους αράχνες ζούσαν εδώ και τι είδους έντομα να έπιαναν. Είχα αρχίσει να τρομάζω για τα καλά από το αφύσικο του πράγματος και είχα αρχίσει επίσης να εκνευρίζομαι με τους παράλογους φόβους και τις ανησυχίες μου. Τελικά δεν κρατήθηκα και έσπασα την σιωπή.

"Μα τι είδους κωλοαράχνες ζουν εδώ μέσα;" μονολόγησα, για να εισπράξω ένα επιτιμητικό "Σςςςς" από τον Λάκη, που φαίνεται είχε προσβληθεί προηγουμένως. Αλλά η κακία του τιμωρήθηκε αμέσως, όταν κουτούλησε σε μια προεξοχή του βράχου κι έβγαλε ένα δυνατό "Αααου, γαμώτο μου." Αυτό έγινε αφορμή να σταθούμε λίγο για ανασκόπηση της κατάστασης. Αρχίσαμε να πειράζουμε ο ένας τον άλλο και σύντομα ξαναβρήκαμε λίγο από το κουράγιο μας Αρχίσαμε τα χάχανα και τις πλάκες αλλά, όταν τελειώσαμε, η σιωπή ξαναγύρισε και μας πλάκωσε σαν ταφόπλακα.

 

(Μέρος Β')    (Μέρος Γ')

  


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ