ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Στο μετρό (μέρος Β')

 

 

Η αναδρομή σε εκείνα τα πρώτα χρόνια του μετρό έφερε και άλλες αναμνήσεις. Πολλά είχαν αλλάξει στο ενδιάμεσο, από τα εισιτήρια και τα δρομολόγια, μέχρι τους συρμούς τους ίδιους. Ανάμεσα τους υπήρχαν και μικρά πράγματα, μικρές αλλαγές, που όμως είχαν τη δική τους σημασία. Κάποτε οι σταθμοί διέθεταν καλάθια αχρήστων. Ήταν κάτι κομψά αλουμινένια καλάθια, τα οποία είχαν αφαιρεθεί λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Δεν είχε ακούσει ποτέ κάτι επίσημο σχετικά, υπέθετε όμως ότι η απομάκρυνση τους είχε γίνει για λόγους ασφάλειας, προκειμένου τυχόν τρομοκράτες να μην μπορούν να κρύψουν μέσα εκρηκτικούς μηχανισμούς. Κι αυτό, πάλι, του θύμισε μια παλιότερη παρατήρηση, ότι δηλαδή δεν είχε τύχει ποτέ να δει τρωκτικά ή κατσαρίδες στο μετρό. Το γεγονός είχε ανακύψει τυχαία κάποτε σε μια συζήτηση με ένα φίλο, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι, δεδομένης της απουσίας τροφής, ήταν λογικό να μην υπάρχουν κατσαρίδες και ποντίκια. Δεν είχε πειστεί. Στο μετρό του Λονδίνου, το παλαιότερο του κόσμου, ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες ποντίκια –πολλά κωφά και με κομμένες ουρές– τα οποία μάλιστα ενίοτε γίνονταν ιδιαίτερα επιθετικά προς τους ανθρώπους. Επιπλέον, κάπου είχε διαβάσει ότι στον ίδιο χώρο διαβιούσε και ένα μοναδικό είδος κουνουπιού, το οποίο είχε πρωτοεμφανιστεί την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τότε που οι Λονδρέζοι συγκεντρώνονταν κατά χιλιάδες στα τούνελ για να προφυλάσσονται από τους βομβαρδισμούς. Το μετρό ήταν ένας βιότοπος με δικούς του εξελικτικούς κανόνες, και οι άνθρωποι, ιδίως όσοι το χρησιμοποιούσαν καθημερινά, αποτελούσαν μέρος του.

 

Οι σκέψεις πέταξαν αλλού καθώς ο συρμός σταμάτησε, οι συρόμενες πόρτες άνοιξαν, και επιβάτες άρχισαν να αποβιβάζονται. Άλλοι, μετρημένοι στα δάχτυλα λόγω της πολύ προχωρημένης πια ώρας, στέκονταν στις αποβάθρες περιμένοντας να επιβιβαστούν. Υπήρχαν εκείνοι που πήγαιναν και εκείνοι που γύριζαν, σκέφτηκε. Μάλλον αυτή πρέπει να ήταν η βασικότερη διαφορά μεταξύ των επιβατών, σαν σύνολο. Κοίταξε όσους παρέμεναν καθισμένοι στις θέσεις τους. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν, οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να συμπέσουν στο ίδιο δρομολόγιο, στο ίδιο βαγόνι; Απειρικά μικρές. Κι όμως, σε κάθε στάση, η μοναδική αυτή ζαριά ριχνόταν ξανά και ξανά, με μηδενικές πιθανότητες επανάληψης της.

 

 

Ήταν παρασυρμένος σε τέτοιου είδους συλλογισμούς, όταν το βλέμμα του συνάντησε εκείνο της κοπέλας. Προηγουμένως είχε χαζέψει την αντανάκλαση της, τώρα την κοίταζε κατά πρόσωπο. Δύο πράγματα εντυπώθηκαν αμέσως μέσα του. Το πρώτο ήταν ότι έδειχνε αόριστα οικεία – ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Το δεύτερο ήταν η έκφραση της. Χαμογελούσε, όμως το χαμόγελο ήταν αποστασιοποιημένο, σαν να ερχόταν από μακριά. Υπήρχε κι ένα τρίτο: ήταν πιο όμορφη απ' ό,τι είχε υπολογίσει· όμορφη, με τρόπους που απευθύνονταν λιγότερο στο σώμα και περισσότερο στο νου. Όσο για τη δική του έκφραση, δεν μπορούσε να ξέρει, θα πρέπει όμως να ήταν μίγμα κατάπληξης και απορίας, μαζί ίσως με δόσεις αμηχανίας. Ούτε μπορούσε να πει πόση ώρα έμειναν να κοιτάζονται έτσι. Μπορεί να ήταν για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, μπορεί πολύ περισσότερο.

 

Τελικά ένιωσε χαζός. Μόλις προηγουμένως είχε αποφασίσει ότι θα έπαυε να ασχολείται μαζί της, και δεν υπήρχε τίποτα καινούριο να συζητήσει με τον εαυτό του. Πιθανώς έπαιζε μαζί του, επιδιώκοντας να αντλήσει επιβεβαίωση. Είχε νιώσει ξεκάθαρα λίγο πριν ότι τον περιεργαζόταν ενώ κοίταζε τη μορφή της στο τζάμι, και τώρα, μάλλον το δικό της βλέμμα είχε έρθει να συναντήσει το δικό του, παρά το αντίθετο. Εκείνο το χαμόγελο ίσως κατά βάθος να ήταν αυτάρεσκο ή, ακόμη χειρότερα, ειρωνικό. Φαντάστηκε τη σκηνή: μια νέα, λαμπερή κοπέλα διασκεδάζει την ανία της ρίχνοντας ματιές σε έναν πενηντάρη, κι εκείνος μπαίνει στη διαδικασία να βγει από τον κόσμο του, να αρχίσει να αναρωτιέται, και να ασχολείται μαζί της. Μπορεί να είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση, όμως δεν είχαν περάσει δα και τόσα χρόνια από τότε που ήταν στην ηλικία της για να μη θυμάται τη χορογραφία του παιχνιδιού, ή το πόσο γελοίοι μπορεί να γίνονταν κάτι σοβαροφανείς οικογενειάρχες όταν κολακεύονταν από το ενδιαφέρον που τους έδειχναν νεαρούλες. Δε θα έπαιζε το παιχνίδι αυτό. Δεν ήθελε να θέλει. Αλλά και δεν ήθελε.

 

Έστρεψε πάλι το βλέμμα στο παράθυρο, χωρίς στην πραγματικότητα να κοιτάζει πουθενά. Κενός από σκέψεις, οι μεταλλικοί ήχοι της κύλισης των τροχών, που τόση ώρα ο εγκέφαλος φίλτραρε ως οικείο θόρυβο, αφέθηκαν τώρα να φτάσουν στη συνείδηση. Το μετρό δεν ήταν παρά ένα εξευγενισμένο αστικό τρένο – οι σκέψεις επέστρεψαν. Θυμόταν ότι μέχρι και τη δεκαετία του 1990 υπήρχε απευθείας σιδηροδρομική σύνδεση της Ελλάδας με το Μόναχο της Γερμανίας. Η γραμμή είχε καταργηθεί ως οικονομικά ασύμφορη, όμως στη θέση της λειτουργούσαν ανταποκρίσεις μέσω βαλκανικών χωρών, προς την υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και την Ασία. Πράγμα που σήμαινε ότι θα ήταν εφικτό ένα ταξίδι στην άλλη άκρη του κόσμου αλλάζοντας συρμούς και μόνο, μεταπηδώντας από δρομολόγιο σε δρομολόγιο κι από σταθμό σε σταθμό. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, κανείς να πάρει το μετρό από τη στάση της γειτονιάς του, και αλλάζοντας τρένα, δια μέσω του Υπερσιβηρικού από Μόσχα, να αποβιβαστεί έπειτα από μερικές μέρες στη Λάσα του Θιβέτ ή στο Σινικό Τείχος, έξω από το Πεκίνο. Και ίσως πράγματι να το είχε κάνει κάποιος το ταξίδι αυτό, ξεκινώντας ένα πρωί από το διαμέρισμα του, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι.

 

Θυμήθηκε κάποια παλιότερη συζήτηση με έναν πρώην κάτοικο Σοβιετικής Ένωσης, ο οποίος τον είχε πληροφορήσει ότι οι επιβάτες του Υπερσιβηρικού Σιδηρόδρομου εκδήλωναν μερικές φορές ένα είδος παροδικής ψυχικής τύφλωσης ενώ ταξίδευαν κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Κατά τα λεγόμενα του, υπεύθυνη ήταν η μονοτονία του τοπίου, σε ένα ταξίδι που διαρκούσε επτά συνολικά μέρες και κάλυπτε απόσταση άνω των 9000 χιλιομέτρων, δρώντας υπνωτιστικά στη συνείδηση, καταστέλλοντας λειτουργίες της. Του είχε φανεί τραβηγμένο τότε κάτι τέτοιο, όχι όμως απίθανο. Εξάλλου, και μόνο ο συνεχής ρυθμικός ήχος από τις ράγες θα μπορούσε να έχει επίδραση στο νευρικό σύστημα, ενώ ήταν γνωστό ότι κενά συνείδησης, ή ακόμη και θορυβώδη επιληπτικά επεισόδια, μπορούσαν να πυροδοτηθούν από οπτικά ερεθίσματα εναλλασσόμενης φωτεινότητας, όπως εκείνα που δημιουργούσε στους επιβάτες ο ήλιος καθώς πρόβαλλε και κρυβόταν διαδοχικά πίσω από δέντρα. Τέτοιες εναλλαγές φωτός – σκοταδιού, συνειδητοποίησε, προκαλούσε και η κίνηση των συρμών του μετρό ανάμεσα στις λάμπες των στοών.

 

Κοιτάζοντας ασυναίσθητα στο απέναντι τοίχωμα του τούνελ, πρόλαβε να διακρίνει ένα γκραφίτι, πριν ο συρμός το αφήσει πίσω. Ως κλειστός, φυλασσόμενος χώρος, το μετρό αποτελούσε πρόκληση για όσους επιδίδονταν σε σχετικές δραστηριότητες, και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν καταλήξει να χάσουν τη ζωή τους επιχειρώντας να γράψουν με σπρέι σε κάποια στοά. Υπέβοσκε, γενικά, ένα mystique απαγορευμένου σε ό,τι είχε να κάνει με το μετρό, σε σημείο ώστε τα περισσότερα δίκτυα πόλεων ανά τον κόσμο, ιδίως τα πιο παλιά, να περιβάλλονται από ένα δικό τους φολκλόρ. Στο δίκτυο μετρό της Νέας Υόρκης, το μεγαλύτερο του κόσμου, υπήρχε πλήθος εγκαταλελειμμένων σταθμών, ενώ «σταθμοί–φαντάσματα» και σφραγισμένες στοές υπήρχαν και κάτω από πόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Μόσχα, ή το Βερολίνο. Κατά καιρούς είχε συναντήσει αναφορές γύρω από όλα αυτά, σε ταινίες, ενημερωτικά άρθρα, ακόμη και τουριστικούς οδηγούς, με σταθερό υπόβαθρο την υποτιθέμενη συγκέντρωση ατόμων ή ομάδων ατόμων στους υπόγειους εκείνους χώρους. Το θέμα είχε περάσει στη σφαίρα του αστικού θρύλου, ωστόσο φαινόταν να υπάρχει ένας πυρήνας αλήθειας, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις.

 

 

Οι σκέψεις του διακόπηκαν πάλι, τη φορά αυτή από μια παρακλητική φωνή κάπου μπροστά. Ήταν ένας νεαρός άνδρας που ζητούσε οικονομική βοήθεια, πουλώντας συμβολικά στυλό. Παραξενεύτηκε από την παρουσία του. Αφενός ήταν αργά, οπότε και οι επιβάτες λιγοστοί, αφετέρου, κρούσεις του είδους γίνονταν συνήθως σε συρμούς νεότερης γενιάς, με συγκοινωνούντα βαγόνια. Οι παλιοί συρμοί, όπως αυτός στον οποίο επέβαιναν, ήταν αντιπαραγωγικοί για όσους προσέφευγαν στη φιλανθρωπία των επιβατών, καθώς τους ανάγκαζαν να αλλάζουν βαγόνια από σταθμό σε σταθμό. Ορισμένοι θα μπορούσαν να είναι πράγματι αναξιοπαθούντες, θύματα περιστάσεων. Ωστόσο, οι περισσότεροι ήταν ξεκάθαρα επαγγελματίες, ενώ μερικοί είχαν εξελίξει σε τέτοιο βαθμό την τέχνη της πρόκλησης τύψεων στους άλλους, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν καλλιτέχνες. Απροσδιόριστης κατηγορίας ήταν ο συγκεκριμένος άνδρας, που προχωρούσε στο διάδρομο κουτσαίνοντας επιτηδευμένα, με τα στυλό στα χέρια. Φτάνοντας δίπλα του σταμάτησε, και για μια στιγμή οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Αν έπρεπε να τον ψυχογραφήσει, θα έλεγε ότι ήταν υψηλά νοήμων, αλλά παράλληλα αδιάφορος σε οτιδήποτε. Εκείνο, όμως, που τον έκανε να μείνει άναυδος, κοιτάζοντας με δυσπιστία, ήταν κάτι άλλο: δεν υπήρχε καμία κοπέλα που να στέκεται δίπλα του. Απολύτως καμία. Ούτε καν το αμίλητο ζευγάρι δεν υπήρχε.

 

Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι ενδεχομένως η κοπέλα είχε καθίσει σε κάποια από τις πολλές κενές θέσεις, αν και ήξερε ότι τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Θα είχε αντιληφθεί την όποια μετακίνηση. Για λίγο ένιωσε χαμένος, σαν σε όνειρο, ώσπου η λογική τον επανέφερε στον πραγματισμό. Προηγουμένως είχε αφαιρεθεί σε διάφορες σκέψεις, όχι όμως σε σημείο αποκοπής από το περιβάλλον. Παρόλα αυτά, θεωρητικά, ένας όρθιος δίπλα του, στην περιφέρεια του οπτικού του πεδίου, θα ήταν δυνατόν να είχε απομακρυνθεί χωρίς να το καταλάβει. Του φαινόταν πολύ τραβηγμένο κάτι τέτοιο, αλλά δεν μπορούσε να το αποκλείσει. Κοίταξε και πάλι διερευνητικά το εσωτερικό του βαγονιού, καθώς ο συρμός έκανε στάση και οι πόρτες άνοιγαν. Πιο κει, ο άνδρας με τα στυλό αποβιβαζόταν, κουτσαίνοντας λιγότερο τώρα. Από την ομάδα των καλοντυμένων –των θεατών θεατρικής παράστασης, όπως τους είχε καταχωρίσει– δεν υπήρχε κανένας. Στο βαγόνι είχαν απομείνει πια μόλις τέσσερις–πέντε επιβάτες. Οι πόρτες έκλεισαν και ο συρμός ξανάρχισε να κινείται.

 

Έμεινε να κοιτάζει πάλι έξω από το παράθυρο, επιχειρώντας να βάλει σε μια σειρά όσα είχαν προηγηθεί. Είχε τελικά ξεγελαστεί, όντας απορροφημένος στις σκέψεις του, και απλώς κάποιοι επιβάτες είχαν κατέβει χωρίς να το πάρει είδηση; Είχε συμβεί κάτι το πραγματικά παράξενο, έξω από τα όρια της καθημερινής εμπειρίας; Όποια υπόθεση κι αν ακολουθούσε, ένα κομμάτι μέσα του εναντιωνόταν, απορρίπτοντας τη. Στο τέλος, αποφάσισε να δεχτεί απλά ως βίωμα ό,τι είχε συμβεί, χωρίς περαιτέρω αναλύσεις. Μια νέα έκπληξη τον περίμενε, ωστόσο, σχεδόν αμέσως, καθώς διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα από το πρόσωπο της κοπέλας. Ήταν άριστος φυσιογνωμιστής. Η δουλειά του ήταν τέτοια που τον έφερνε σε προσωπική επαφή με χιλιάδες ανθρώπους κάθε χρόνο. Είχε μάθει να αποτυπώνει και να διαβάζει φυσιογνωμίες αλάνθαστα σχεδόν. Κι όμως, τώρα δεν μπορούσε να επαναφέρει στη μνήμη ένα πρόσωπο που τον είχε απασχολήσει λίγα μόλις λεπτά πριν.

 

 

Η μνήμη του ανταποκρίθηκε τελικά, όχι όμως στο ζητούμενο. Αυτό που θυμήθηκε ήταν ένα διήγημα με τίτλο "A Subway Named Möbius – Ένα μετρό που λεγόταν Möbius", συγγραφέας του οποίου ήταν κάποιος αστρονόμος. Στο διήγημα, λίγο μετά τη λειτουργία μιας νέας γραμμής μετρό, ένας συρμός είχε εξαφανιστεί, παρότι στο δίκτυο καταγραφόταν να κυκλοφορεί κανονικά, διερχόμενος από τα σημεία ελέγχου και καταναλώνοντας ρεύμα. Έπειτα από εβδομάδες άκαρπων ερευνών, ατέρμονων διαφωνιών μεταξύ των ειδικών που είχαν κληθεί να εξιχνιάσουν την υπόθεση, και σωρηδόν αγωγών από τους συγγενείς των εξαφανισμένων επιβαινόντων, ένας μαθηματικός είχε τελικά διαπιστώσει ότι, διά μέσω ενός βρόχου της διαδρομής, ο συρμός είχε περάσει σε μια παράλληλη διάσταση χώρου και χρόνου. Λίγο μετά, ο συρμός είχε επιστρέψει στον ανθρώπινο χωροχρόνο, όχι όμως χωρίς παρενέργειες...

 

Το διήγημα τού έφερε κατά νου έναν συγκεκριμένο σταθμό, στο κατοπτρικό εσωτερικό του οποίου μπερδευόταν σταθερά, συγχέοντας το μπροστά με το πίσω και το δεξιά με το αριστερά. Κοίταξε το διάγραμμα διαδρομών πάνω από την αυτόματη πόρτα του βαγονιού, απέναντι. Υπήρχε η μπλε γραμμή, η πράσινη γραμμή, η κόκκινη γραμμή, με τα σημεία διασταύρωσης τους σε ανάμικτα χρώματα. Προηγουμένως είχε νιώσει ότι το μετρό ήταν αχρονικό, τώρα συνειδητοποιούσε ότι ήταν μονοδιάστατο, φτιαγμένο να ταξιδεύει μόνο μπροστά, σε ένα βέλος χώρου, αλλά και χρόνου. Δε χρειάζονταν χωροχρονικές στρεβλώσεις, όπως στο διήγημα, για να συναισθανθεί κανείς αυτή του την υπόσταση. Τα βλέμματα δύο ξένων που ταξίδευαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις δεν υπήρχε τρόπος να συναντηθούν ξανά, παρά μόνο κατά τύχη, κι ακόμη και τότε δε θα ήταν ποτέ οι ίδιοι ακριβώς εκείνοι ξένοι, ούτε τα ίδια βλέμματα.

 

Αυτά και άλλα πολλά κλωθογύριζαν στο μυαλό του, όταν η άχρωμη γυναικεία φωνή από τα μεγάφωνα τον επανέφερε στις πεζότητες της μετακίνησης: «Τερματικός σταθμός. Παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν – End of train destination. Passengers are kindly requested to disembark.»

 

Ο σταθμός ήταν έρημος πια. Μερικά λεπτά αργότερα βρισκόταν να στέκει και πάλι στις κυλιόμενες, ανεβαίνοντας αυτή τη φορά, αφήνοντας πίσω τον υπόγειο κόσμο του μετρό. Τι να είχε γίνει η κοπέλα; Είχε υπάρξει, καν;

 

Ένα κύμα ψυχρού αέρα τον πληροφόρησε ότι πλησίαζε στην έξοδο. Ο όρος «μετρό», σκεφτόταν, ήταν διεθνής, συντόμευση του ελληνικού «μητροπολιτικός σιδηρόδρομος», με συνθετικά τα «μητέρα» και «πόλη». Πάλι, το πρώτο συνθετικό θα μπορούσε να είναι και «μήτρα».

 

Μπροστά, στο άνοιγμα της εξόδου, φάνηκε τώρα ένα κομμάτι νυκτερινού ουρανού. Το σπίτι του απείχε δέκα λεπτά με τα πόδια. Αν και κουρασμένος, ένιωθε την ανάγκη να περπατήσει. Θα τα διηγόταν όλα στη γυναίκα του, όταν έφτανε. Ή, μάλλον, δε θα της έλεγε τίποτα.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ