ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Νύχτα (μέρος Α')

 

 

Η νύχτα αυτή ήταν δροσερή, γεμάτη ήχους και κίνηση, όπως συμβαίνει συνήθως με τις νύχτες του φθινοπώρου. Και, καθώς η ώρα δεν είχε προχωρήσει ακόμα, η νύχτα ήταν φωταγωγημένη.

 

Η νύχτα ήταν ακόμα νέα, φιλοσοφούσε χαμογελαστά ο αναζητητής, ενώ παρακολουθούσε πολλαπλές σκιές του να σχηματίζονται, να τον συνοδεύουν για λίγο, και τελικά να αχνοσβήνουν καθώς βάδιζε ανάμεσα στα φώτα της πόλης. Θυμόταν ότι, σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, η θεά Νύκτα ("Νυξ") των αρχαίων Ελλήνων ήταν κόρη του Χάους και αδερφή του Ερέβους. Η μορφή της ήταν αυτή μιας όμορφης γυναίκας με μεγάλες μαύρες φτερούγες, ενώ μεταξύ των τέκνων της συγκαταλέγονταν ο Αιθέρας, ο Ύπνος, τα Όνειρα, ο Μώμος (Σαρκασμός), ο Μόρος (Κλήρος), ο Θάνατος, οι Μοίρες, η Απάτη και το Γήρας. Πιο ενδιαφέρον, όμως, ο αναζητητής έβρισκε το γεγονός ότι ως τέκνο της νύχτας λογιζόταν και η ημέρα. Και, μάλιστα, η ιδέα αυτή υπήρχε ενσωματωμένη και σε άλλες μυθολογίες, όπως εκείνη των βόρειων λαών της Ευρώπης.

 

Αριστερά: απεικόνιση της θεάς Νύκτας σε αρχαιοελληνικό κύπελλο. Δεξιά: η αντίστοιχη θεά Nótt της σκανδιναβικής μυθολογίας καλπάζει με το μαύρο της άλογο παρέα με τον κοιμώμενο γιο της, Dagr, ο οποίος προσωποποιούσε την ημέρα (πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Nótt).

 

Αυτή η θεώρηση, ότι δηλαδή η ημέρα ήταν απότοκος της νύχτας, αντικατόπτριζε και την οπτική του αναζητητή. Συνηθίζουμε να σκεφτόμαστε την ημέρα και τη νύχτα σαν δύο ισοδύναμες καταστάσεις που εναλλάσσονται σε έναν κύκλο 24ωρου. Στην πραγματικότητα, η ημέρα –το φως της ημέρας– δεν αποτελεί παρά μία περιορισμένης εμβέλειας εκδήλωση γύρω από άστρα όπως ο ήλιος μας. Και, μπορεί στον κόσμο να υπάρχουν δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων ήλιοι, σε σύγκριση όμως με τις σκοτεινές απεραντοσύνες που εκτείνονται ανάμεσα τους δεν αποτελούν παρά φωτεινές κουκίδες μέσα σε έναν απέραντο σκοτεινό ωκεανό. Η μεγάλη αλήθεια του κόσμου είναι η νύχτα.

 

Κοίταζε την πόλη της νύχτας, μα και τη νύχτα της πόλης, νιώθοντας εντεινόμενη προσμονή. Αν η νύχτα ήταν θεά για τους αρχαίους, η πόλη συγκέντρωνε και εκείνη χαρακτηριστικά θεότητας, με σύγχρονους πιστούς, τελετές, τόπους λατρείας, ακόμη και θυσίες στο όνομα της. Μπορεί τα χαρακτηριστικά της αυτά να μην ήταν τυποποιημένα όπως στα επίσημα θρησκευτικά δόγματα, όμως η θρησκεία της πόλης υπήρχε αποτυπωμένη σε κάθε τοίχο, σε κάθε διασταύρωση, σε κάθε γειτονιά. Και, αν η πόλη ήταν θεότητα, τότε ασφαλώς ήταν μία θεότητα με δύο πρόσωπα: εκείνο της ημέρας και εκείνο της νύχτας.

 

Συνέχιζε να προχωρά δίχως να κοντοστέκεται, ακολουθώντας μία διαδρομή που του γεννούσε την αίσθηση ότι τον οδηγούσε όλο και πιο βαθιά στην πόλη. Και σε άλλες περιπτώσεις είχε την ίδια αυτή παράξενη εντύπωση, και είχε αναρωτηθεί σχετικά. Δεν ήταν ότι διέσχιζε συνοικίες ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένες, ούτε ότι κατευθυνόταν προς κάποιο κεντρικό σημείο – αντιθέτως. Ωστόσο, η αίσθηση ότι βάδιζε προς τα ενδότερα της πόλης ήταν σαφής όσο και αυθαίρετη. Φαινομενικά τουλάχιστον αυθαίρετη. Γιατί, ασφαλώς, θα υπήρχαν άγνωστες παράμετροι σε σχέση με όλα αυτά – παράμετροι αδιόρατες για τη συμβατική αντίληψη αλλά αξιολογήσιμες σε κάποια βαθύτερα επίπεδα.

 

 

Κατέγραφε τα κτίρια και τα λοιπά στοιχεία του αστικού σκηνικού, όχι ως ανεξάρτητα μέρη, αλλά ως μωσαϊκό μιας ευρύτερης αποτύπωσης. Δεν επικεντρωνόταν για πολύ σε μεμονωμένα χαρακτηριστικά, αλλά άφηνε το βλέμμα του να «γλιστρά», διατηρώντας την περιφέρεια μόνο του οπτικού του πεδίου σταθερή. Κυνηγούσε την αίσθηση και αποζητούσε την εντύπωση, παρά την οπτική πληροφορία. Και η νυχτερινή πόλη τού αποκαλυπτόταν όλο και περισσότερο.

 

 

Τις νυχτερινές εκείνες ώρες, ο αναζητητής μπορούσε να ακούει το «μουρμουρητό» της πόλης απαλλαγμένο από τις συνήθεις παρεμβολές της ημέρας. Μπορούσε ακόμη και να πιάνει τις ιδιαίτερες αποχρώσεις και διακυμάνσεις του από περιοχή σε περιοχή. Αυτή η ιδιότυπη χαρτογράφηση δεν απαιτούσε καμία ιδιαίτερη προσπάθεια απομνημόνευσης· εντυπωνόταν αβίαστα και ανεξίτηλα στη μνήμη, όπως συμβαίνει με τις οσμές πολλών αρωμάτων. Και ο χάρτης που σχηματιζόταν δε βασιζόταν σε κάποια συμβατική σήμανση· αποτύπωνε συνέχειες και διακοπές, στρεβλώσεις και χάσματα, πυκνώσεις και γκρίζες ζώνες, όλα πάνω σε ένα χαρτί αισθήσεων και συναισθημάτων. Γι' αυτό και δεν μπορούσε να μεταδοθεί ο χάρτης αυτός. Ήταν απόλυτα προσωπικός, αναγνώσιμος μόνο από τον κομιστή του. Και ο αναζητητής τον χρησιμοποιούσε. Γιατί από την αρχή ήταν φανερό ότι ο χάρτης άλλαζε.

 

Τα πρώτα χρόνια, οι μεταβολές τού φαίνονταν απρόβλεπτες και τυχαίες. Σιγά–σιγά, όμως, παρατηρώντας τις διάφορες μεταλλάξεις, είχε αρχίσει να μπορεί να διακρίνει ένα είδος συνέχειας. Οι αλλαγές ήταν κατά βάση αργές, απαιτώντας χρόνια παρατήρηση προκειμένου να γίνονται αντιληπτές. Το ενδιαφέρον του αναζητητή στρεφόταν κυρίως στις εξαιρέσεις, στις περιπτώσεις δηλαδή όπου οι φαινομενικά απρόκλητες ανακατατάξεις εκδηλώνονταν κατά τρόπο ραγδαίο. Κατέγραφε την ανάδυση περιοχών στο «χάρτη» –μικρών περιοχών, που αντιστοιχούσαν σε στενά, κτίρια, οικοδομικά τετράγωνα– η «αισθητική απόπνοια» των οποίων γινόταν ξαφνικά ξένη προς εκείνη των ευρύτερων γύρω ζωνών. Ήταν εντυπωσιακό το να παρακολουθεί τη γένεση και εξέλιξη τέτοιων φαινομένων στον ιστό της πόλης. Συνήθως οι μικροπεριοχές που έξαφνα περιβάλλονταν από αυτή την αύρα του αλλιώτικου υπέστρεφαν στην προηγούμενη τους χροιά το ίδιο απότομα όσο είχαν διαφοροποιηθεί, μέσα σε διάστημα ημερών, εβδομάδων, ή ακόμη και την επόμενη μόλις βραδιά. Άλλες φορές, πάλι, αυτό δε συνέβαινε, και η μετάλλαξη φαινόταν να παγιώνεται. Σε κάθε περίπτωση, ήταν συναρπαστικό το να βαδίζει στα όρια μεταξύ των επικρατειών. Γιατί εκεί, στις «ραφές» της πόλης, υπήρχε ένας τόνος αλληλεπίδρασης και μια επίγευση μάθησης.

 

Από πολλές απόψεις τα νυχτερινά ταξίδια του αναζητητή εκτείνονταν πέρα από τον καθεαυτό αστικό χώρο/χρόνο, ενώ και τα συνήθη συστατικά του αστικού τοπίου έτειναν να υπερβαίνουν τις συμβατικές τους φόρμες.

 

Πόσες πόρτες να υπήρχαν, άραγε, στην πόλη;

 

Αμέτρητες. Και οι αμέτρητες αυτές πόρτες οδηγούσαν σε αμέτρητα δωμάτια, το κάθε ένα με τη δική του ιδιαίτερη αίσθηση. Ανάμεσα τους υπήρχαν δωμάτια παμπάλαια, δωμάτια σφαλιστά από χρόνια και ξεχασμένα από τους πάντες, δωμάτια παγωμένα και κρυφά, δωμάτια κακοφωτισμένα, φορτωμένα με μυστικά... Αυτός ο κατακερματισμός του χώρου των πόλεων σε μυριάδες δωμάτια–κουτάκια, που τελικά επικοινωνούσαν όλα μεταξύ τους, φαινόταν να έχει ιδιαίτερες προεκτάσεις, αλλά και επιδράσεις στους ανθρώπους. Ήταν κάτι που ίσως καμιά επιστήμη δε θα μπορούσε ποτέ να προσεγγίσει ικανοποιητικά, όμως ο αναζητητής το ένιωθε, κι αυτό του αρκούσε.

 

 

Ούτως ή άλλως, η αντίληψη και η αισθητικότητα του τις νυχτερινές εκείνες ώρες ήταν αλλαγμένες. Το φεγγάρι και τα άστρα δεν ήταν τα οικεία λόγω συνήθειας φωτάκια του ουρανού της νύχτας· ήταν κολοσσιαία εξωγήινα σώματα – βασανιστικές υπομνήσεις όλων όσων δε θα γνώριζε ποτέ. Και τα σύννεφα δεν ήταν υδρατμοί· ήταν αενάως κινούμενα πέπλα, που επέτρεπαν ή απέτρεπαν τη θέα προς την αφόρητα συνταρακτική κοσμική πραγματικότητα. Τα άστρα, βέβαια, ήταν εκεί και την ημέρα, όμως ήταν η έλευση της νύχτας που τα έκανε ορατά. Γι' αυτό και ο νυκτερινός ουρανός, ακόμη και με τα κοκκινερά σύννεφα της βροχής, ακόμη και με το γκριζογάλανο χρώμα του παγωμένου ανέμου, ήταν ευπρόσδεκτος σύντροφος του αναζητητή σε αυτές του τις περιπλανήσεις.

 

 

Με τις σκέψεις να έχουν στρέψει τη ματιά του ψηλά, τώρα, χαμηλώνοντας και πάλι το βλέμμα στην πόλη μπροστά του, συνειδητοποιούσε πόσο οι εικόνες του έναστρου ουρανού και της νυχτερινής πόλης, με τα διάσπαρτα φώτα της, ταυτίζονταν μεταξύ τους.

 

 

Συνειδητοποιούσε επίσης ότι η νύχτα είχε προχωρήσει για τα καλά και ότι πλέον διασταυρωνόταν με ελάχιστους διαβάτες. Ήταν τις προχωρημένες εκείνες ώρες που ο αναζητητής, κόντρα στα κελεύσματα του βιολογικού του ρολογιού, αισθανόταν να ξυπνά από τη ζωή υπνοβάτη που του επεφύλασσε η επαναληψιμότητα της καθημερινότητας. Ήταν τώρα ένας νυχτοπερπατητής, σε μια πόλη που απλωνόταν σιωπηλή παντού γύρω του. Οι κλεισμένοι στα κτίρια και, σε αντίθεση με εκείνον, κοιμώμενοι επί το πλείστον κάτοικοι θα τον θεωρούσαν εκκεντρικό – μια στάση που έκρυβε άγνοια αλλά και υποσυνείδητο φόβο για τη διαφορετικότητα του. Όσο για τον ίδιο, εκτόνωνε ένα είδος δίψας που προερχόταν από βαθιά μέσα του. Δεν είχε ανάγκη τις συνηθισμένες μορφές φυγής προκειμένου να αποτοξινώνεται από την πνιγηρή πολυκοσμία και τους αστικούς περιορισμούς της ημέρας. Περπατώντας στην ερημική πόλη της νύχτας απολάμβανε μια βαθιά αίσθηση ελευθερίας, αφάνταστη για τους κλειδαμπαρωμένους αστούς.

 







 

Τέτοιες ώρες τού δινόταν η ευκαιρία να δει την πόλη χωρίς ανθρώπους. Ήταν μια πόλη φωτισμένη αλλά ταυτόχρονα σκοτεινή, σε μια αντίφαση που ενίσχυε την εσωτερική του ένταση. Γιατί ο αναζητητής δεν ήταν ανέμελος περιπατητής, ούτε και περιφερόταν τυχαία. Η διαδρομή που ακολουθούσε ήταν και νοητική, με σκέψεις και συναισθήματα που σταδιακά είχαν μεταστρέψει την αρχικά ουδέτερη του διάθεση σε αναβρασμό. Αν επρόκειτο να περιδιαβεί τα περάσματα της νυχτερινής πόλης, αυτό ασφαλώς δε θα μπορούσε να γίνει με ηρεμία. Το «ήρεμος» ήταν αναγραμματισμός του «ήμερος», και «ήμερος» ήταν προσωποποίηση της ημέρας. Η νύχτα γεννούσε νύξεις και υπαινιγμούς, και, ως αντίθετη κατάσταση, συνεπαγόταν ρήξη με το ήμερο.

 

Έτσι, σε μια ασυνήθιστη διάθεση προκλητής υπερέντασης και ακούσιας διέγερσης, ο αναζητητής ετοιμαζόταν τώρα να περάσει στην «περιοχή εισόδου».

 

 

«Τριγυρνώ», σκεφτόταν, δηλαδή «φέρνω τρεις γύρους»· ποιος ξέρει ποια προ πολλού ξεχασμένη ιεροτελεστία να είχε καθιερώσει τη λέξη αυτή... Γενικά, μέσα στην προχωρημένη νύχτα, οι λέξεις φαινόταν να έχουν ελαφρώς μετατοπισμένα νοήματα και πιο ξεκάθαρα ηχοχρώματα. Αλλά, ούτως ή άλλως, τη νύχτα όλα άλλαζαν.

 

Βυθισμένος στις σκέψεις αυτές, συνέχιζε να προχωράει, με πιο σταθερό βηματισμό τώρα. Παράλληλα, εδώ και ώρα του ήταν αδύνατο να αποδιώξει την αίσθηση ότι η πόλη ήταν σαν να τον κοίταζε ειρωνικά.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ