ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες (μέρος Γ')

 

 

Κάναμε λόγο για σημεία αναφοράς μέσα στην πόλη. Και σχεδόν κάθε πόλη έχει ένα τουλάχιστον κύριο σημείο αναφοράς – ένα ευρύτερα αναγνωρίσιμο τοπόσημο. Στην Αθήνα, είναι η Ακρόπολη· στη Θεσσαλονίκη, ο Λευκός Πύργος· στη Ρώμη το Κολοσσαίο· στο Παρίσι, ο Πύργος του Άιφελ, κλπ. Εκτός από τα κεντρικά τοπόσημα, υπάρχουν και ενδιάμεσων διαβαθμίσεων, μικρότερης εμβέλειας (από άποψη αναγνωρισιμότητας και χρησιμότητας) περιφερικά τοπόσημα στις πόλεις. Υπάρχουν τοπόσημα μεγάλων περιοχών, όπως ψηλά κτίρια, μείζονες οδικοί κόμβοι ή γέφυρες, τοπόσημα συνοικιών, όπως πλατείες ή εκκλησίες, ενώ ρόλο τοπόσημου σε επίπεδο γειτονιάς μπορεί να παίζει ένα εμπορικό κατάστημα ή ένα ακατοίκητο σπίτι. Σε αντίθεση, τώρα, με τα διάφορα τυχαία αστικά χαρακτηριστικά που αξιοποιούνται από τον εγκέφαλο ως σημεία αναφοράς, υπάρχει και μία ειδική κατηγορία τοποσήμων, τα οποία έχουν τοποθετηθεί εκούσια ως τέτοια. Πρόκειται για τα διάφορα γλυπτά και λοιπά έργα τέχνης, που απαντώνται σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Τα έργα αυτά είναι προορισμένα να ξεχωρίζουν, οπότε, σε συνδυασμό με τη συνήθη τοποθέτηση τους σε πλατείες ή άλλους ανοιχτούς χώρους, εντυπώνονται στέρεα στη μνήμη και στο υποσυνείδητο των κατοίκων. Ειδικά υπό το πρίσμα της τελευταίας τους αυτής ιδιότητας, η θεματολογία ορισμένων από τα έργα που έχουν τοποθετηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Αθήνα, αν μη τι άλλο, ξενίζει.

 

Ένα δύσμορφο πρόσωπο και ασύντακτα ανθρώπινα μέλη περιβάλλουν κάτι που μοιάζει με σεντούκι θησαυρού στην οδό Ερμού, τον εμπορικότερο δρόμο της χώρας. Ένας φαλλοειδής μαύρος στύλος, με στοιχεία που παραπέμπουν σε ουράνια ανέλιξη, μαρκάρει το σταθμό ΗΣΑΠ Κάτω Πατησίων. Μορφές μεδουσών δεσπόζουν σε μια περιφερική πλατεΐτσα της πόλης.

 

Μεδουσοειδείς μορφές απαντώνται και σε άλλα, απομακρυσμένα μεταξύ τους σημεία της Αθήνας, όπως σε αυτό το γκραφίτι που έχει ως φόντο την πόλη. Γενικά, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου, χωρίς κανέναν εμφανή λόγο, παρατηρείται αυξημένης συχνότητας ανάδυση ομοειδών μορφών, συμβόλων ή και αφηρημένων εννοιών, σε άσχετες μεταξύ τους περιοχές και μικροπεριοχές της πόλης. Το θέμα αυτό ανήκει σε μια άλλη συζήτηση, σχετικά όμως είναι όσα αναφέρονται στις ενότητες "Ανερώτητα απαντήματα", "Περί χώρου και περιχώρων" και "Urban links".

 

Έργα της κατηγορίας αυτής συναντήσαμε στην ενότητα "Σημάδια, ίχνη, σημεία και τέρατα", αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα στην Αθήνα, όπως και στις υπόλοιπες πόλεις, του δυτικού ιδίως κόσμου. Προφανώς, το ζήτημα εδώ δεν έχει να κάνει με την έκφραση του κάθε καλλιτέχνη. Είναι, άλλωστε, οι πιο εκκεντρικές από τις εκφάνσεις της τέχνης που κεντρίζουν περισσότερο το ενδιαφέρον. Το σημαντικό με τα έργα αυτά είναι ότι, πέρα από τη διάθεση που διαμορφώνουν, λειτουργούν για τον εγκέφαλο ως τοπόσημα περιοχών. Και είδαμε ότι η νοητική μας αποτύπωση του αστικού ιστού έχει τη μορφή –ακριβώς– ιστού, του οποίου οι άξονες ενώνουν μεταξύ τους διαφορετικά σημεία αναφοράς. Έτσι, τα ιδιαίτερα αυτά τοπόσημα εκλαμβάνονται αυτομάτως ως σημεία αναφοράς της πόλης, καταλαμβάνοντας θέσεις μειζόνων ή ελασσόνων κομβικών σημείων στον μνημονικό μας χάρτη. Γεγονός που συνεπάγεται ότι, άσχετα με το αν ένα γλυπτό του είδους αρέσει ή όχι, άσχετα με το αν ο κάτοικος τo κοιτά ή το προσπερνά αδιάφορος, θα ανασύρεται και θα προβάλλεται στο υποσυνείδητο ή και στη συνείδηση κάθε φορά που η μνήμη του θα ανατρέχει στη σχετική περιοχή της πόλης.

 

Υπόγειο, ε; Αν επρόκειτο για κάτι το στοχευμένο, θα λέγαμε ότι υπάγεται στην πανάρχαια τεχνική του Δούρειου Ίππου, που γνωρίζει νέες δόξες στις μέρες μας, εφαρμοζόμενη σε ενημερωτικές εκπομπές, διαφημίσεις, νομοθετήματα – πρακτικά, σε στοχευμένες παρεμβάσεις κάθε είδους. Χαρακτηριστικότερη όλων είναι η χρήση της στη φαρμακοτεχνία. Οι δραστικές ουσίες πολλών φαρμάκων δεν μπορούν να απορροφηθούν από μόνες τους. Γίνεται, λοιπόν, σύνδεση τους με άλλες ουσίες–έκδοχα που είναι απορροφήσιμες από τον οργανισμό, παρασκευάζονται σε μορφή χαπιού, καλύπτονται από περίβλημα που είναι υπολογισμένο να διαλύεται μετά τη διέλευση από το στομάχι προστατεύοντας τις από τα γαστρικά υγρά, και έτσι τελικά φτάνουν στα σημεία απορρόφησης, όπου προσλαμβάνονται και επιφέρουν τις δράσεις τους. Κατ' αναλογία, πολλά από τα εύληπτα «χάπια» και τις γευστικές «καραμέλες» που μας προσφέρονται απλόχερα καθημερινά μπορεί να επιδρούν πολύ μετά την «κατάποση» τους, σε ποικίλα όργανα–στόχους.

 

Επιστρέφοντας στην κουβέντα μας, άραγε θα μπορούσε η εκτεταμένη τοποθέτηση ασυνήθιστων «φάρων» στις πόλεις, υπό τη μορφή γλυπτών ή άλλων τοποσήμων, να εντάσσεται σε κάτι ευρύτερο, πέρα από τα προφανή; Και αν ναι, πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο λεπτό εγχείρημα να υπηρετείται από πατροπαράδοτα στρεβλούς κρατικούς/δημοτικούς φορείς, που δυσκολεύονται να επιτελέσουν και τις πλέον απλές από τις συμβατικές τους λειτουργίες;

 

Κοιτάξτε, αν υπάρχει κάποιου είδους σκοπιμότητα πίσω από όλα αυτά, δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εφαρμογής αστυμηχανικής (ο όρος αποτελεί δικό μας νεολογισμό). Και, ασφαλώς, σε έναν τέτοιο σχεδιασμό, τα νήματα –τα νήματα των αστικών ιστών εν προκειμένω– δε θα τα κινούσαν επίσημοι φορείς, αλλά μεμονωμένα άτομα ή μικρές ομάδες ατόμων εντός και εκτός των φορέων αυτών, που κι εκείνα με τη σειρά τους δε θα έχουν επίγνωση του ευρύτερου σκοπού. Το τελευταίο, βέβαια, ακούγεται εξόχως συνομωσιολογικό. Ίσως, όμως, να μην είναι.

 

 

...Η ξαφνική αλλαγή της «ατμόσφαιρας» σε ένα δρόμο, μέσα σε απόσταση λίγων μέτρων (η λέξη που χρησιμοποιείται στο αγγλόγλωσσο κείμενο, της οποίας δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο στα ελληνικά, είναι «ambiance»)· η εμφανής διαίρεση μιας πόλης σε ζώνες με ξεχωριστές ψυχικές «ατμόσφαιρες»· η διαδρομή ελάχιστης αντίστασης που ακολουθείται αυτομάτως σε άσκοπους περιπάτους (και που δεν έχει σχέση με τη φυσική μορφολογία του περιβάλλοντος)· ο ελκυστικός ή απωθητικός χαρακτήρας ορισμένων τόπων – όλα αυτά τα φαινόμενα δείχνουν να αγνοούνται. Σε κάθε περίπτωση, ποτέ δε λαμβάνονται υπόψη ως αποτελέσματα αιτίων που μπορούν να αποκαλυφθούν και να υπολογιστούν μέσω προσεκτικής ανάλυσης. Οι άνθρωποι έχουν επίγνωση του ότι κάποιες γειτονιές είναι ζοφερές, ενώ άλλες ευχάριστες. Όμως, γενικά θεωρούν ότι οι φινετσάτοι δρόμοι δημιουργούν ένα αίσθημα ικανοποίησης και ότι οι φτωχικοί δρόμοι είναι καταθλιπτικοί, και μένουν εκεί. Στην πράξη, η ποικιλία των δυνατών συνδυασμών από διαφορετικές «ατμόσφαιρες», κάτι ανάλογο με τη μίξη διαφορετικών πρωτογενών χημικών σε μια απειρία ενώσεων, προκαλεί την ανάδυση συναισθημάτων τόσο ξεχωριστών και τόσο περίπλοκων όσο θα μπορούσε να προκληθεί από οποιασδήποτε άλλης μορφής ιδιαίτερο θέαμα. Και η παραμικρότερη απομυθοποιητική έρευνα αποκαλύπτει ότι οι ποιοτικά ή ποσοτικά διαφορετικές επιρροές των αστικών διακόσμων δεν μπορούν να διακριθούν στη βάση αποκλειστικά του ιστορικού υπόβαθρου ή του αρχιτεκτονικού στυλ, ακόμα λιγότερο με βάση τις οικιστικές συνθήκες.

 

Η έρευνα, λοιπόν, που καλούμαστε να αναλάβουμε σε σχέση με τη διευθέτηση των στοιχείων του αστικού σκηνικού, σε άμεση συνάφεια με τις διαθέσεις που προκαλούν, συνεπάγεται τη διατύπωση τολμηρών υποθέσεων, που πρέπει να αναθεωρούνται διαρκώς υπό το φως της πείρας, της κριτικής σκέψης και της αυτοκριτικής...

 

...Η λέξη «ψυχογεωγραφία», που προτάθηκε από έναν αμόρφωτο Βερβέρο (οι Βερβέροι αποτελούν φυλή της βόρειας Αφρικής) ως γενικός όρος για τα φαινόμενα που ορισμένοι από εμάς ερευνούσαμε περί το καλοκαίρι του 1953, δεν είναι και τόσο αδόκιμος...

 

...Οφείλουμε τώρα να αναλάβουμε μια οργανωμένη συλλογική εργασία, με στόχο την ενοποιημένη χρήση όλων των μέσων προς επαναστατικοποίηση της καθημερινής ζωής. Δηλαδή, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε την αλληλεξάρτηση αυτών των μέσων στην προοπτική μιας αυξημένης ελευθερίας και ενός αυξημένου ελέγχου της φύσης. Χρειάζεται να δημιουργήσουμε νέες «ατμόσφαιρες», οι οποίες θα είναι ταυτόχρονα και προϊόντα και εργαλεία για νέους τύπους συμπεριφοράς...

 

...Κεντρική μας ιδέα είναι η δόμηση καταστάσεων, δηλαδή, η συμπαγής δόμηση στιγμιαίων «ατμοσφαιρών» ζωής και ο μετασχηματισμός τους σε υπέρτερες συναισθηματικές ποιότητες. Πρέπει να αναπτύξουμε μια συστηματική παρέμβαση, βασισμένη σε περίπλοκους παράγοντες δύο μερών σε αέναη αλληλεπίδραση: το υλικό περιβάλλον της ζωής, και τις συμπεριφορές που το περιβάλλον αυτό γεννά, οι οποίες και το μετασχηματίζουν ριζικά.

 

Οι προοπτικές δράσης μας στο γενικό περιβάλλον μάς οδηγούν εν τέλει στην έννοια του ενοποιημένου αστισμού. Ο ενοποιημένος αστισμός ορίζεται πρώτα απ' όλα ως η χρήση όλων των τεχνών και τεχνικών σαν μέσων που συνεισφέρουν στη σύνθεση ενός ενοποιημένου κοινωνικού περιβάλλοντος. Ένα τέτοιο αλληλοσχετιζόμενο σύνολο εκτείνεται ασύγκριτα πέρα από την παλιά κυριαρχία της αρχιτεκτονικής επί των παραδοσιακών τεχνών, ή από την τωρινή σποραδική εφαρμογή στον άναρχο αστισμό εξειδικευμένης τεχνολογίας ή επιστημονικών διερευνήσεων όπως η οικολογία...

 

...Δεύτερον, ο ενοποιημένος αστισμός είναι δυναμικός, υπό την έννοια ότι σχετίζεται άμεσα με τους τύπους συμπεριφοράς. Η πιο στοιχειώδης μονάδα του ενοποιημένου αστισμού δεν είναι το σπίτι, αλλά το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα, που συνδυάζει όλους τους παράγοντες για τη διαμόρφωση μιας «ατμόσφαιρας», ή μιας σειράς από αλληλοσυγκρουόμενες «ατμόσφαιρες», κλίμακας ανάλογης με την υπό κατασκευή κατάσταση. Η κατά χώρο ανάπτυξη πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συναισθηματικές επιδράσεις που η πειραματική πόλη είναι προοριζόμενη να παράγει. Ένας από τους συντρόφους μας έχει προάγει μια θεωρία ζωνών «ψυχικών διαθέσεων», σύμφωνα με την οποία κάθε περιοχή μιας πόλης θα ήταν σχεδιασμένη να προκαλεί ένα συγκεκριμένο βασικό συναίσθημα, στο οποίο οι άνθρωποι θα εξέθεταν συνειδητά τους εαυτούς τους...

 

...Η ψυχογεωγραφική έρευνα, «η μελέτη των ακριβών νόμων και των ειδικών επιδράσεων γεωγραφικών περιβαλλόντων, είτε συνειδητά οργανωμένων είτε όχι, στα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των ατόμων», λοιπόν, αποκτά διπλό νόημα: ενεργή παρατήρηση σημερινών αστικών συσσωματώσεων, και ανάπτυξη υποθέσεων για τη δομή μιας καταστασιολογικής πόλης...

 

 

Πολλά από όσα διατυπώνονται στο παραπάνω απόσπασμα θα μπορούσαν να αποτελούν δικές μας παρατηρήσεις, όμως είχαν δημοσιευτεί ήδη το 1955–1957 από τον Γάλλο συγγραφέα, σκηνοθέτη και θεωρητικό του μαρξισμού, Guy Debord (τα αγγλόγλωσσα κείμενα παρατίθενται στις διευθύνσεις http://www.bopsecrets.org/SI/urbgeog.htm και http://www.bopsecrets.org/SI/report.htm). Ο Debord (συνοπτική βιογραφία: http://en.wikipedia.org/wiki/Guy_Debord), αρκετά γνωστός για το βιβλίο του "La Société du spectacle" ("Η κοινωνία του θεάματος"), με καταλυτική επίδραση στην εξέγερση του Παρισιού το 1968, είχε, μαζί με άλλους συγγραφείς, αρχιτέκτονες, θεωρητικούς της πολιτικής, ζωγράφους και λοιπούς καλλιτέχνες, ιδρύσει το 1957 τη "Situationist International" (η πλησιέστερη ελληνική μετάφραση θα ήταν "Διεθνής των Καταστασιολόγων"), μία ομάδα που πειραματιζόταν με την «κατασκευή» καταστάσεων, δίνοντας έμφαση στη δυναμική και στην αισθητική της κατάστασης, πέρα από την απλή εικόνα. Χωρίς να επεκταθούμε περισσότερο, σημειώνουμε μόνο ότι η μικρή εκείνη ομάδα, μέσα από ένα ασυνήθιστο κράμα πολιτικής, τέχνης, φιλοσοφίας και σουρεαλιστικών αντιλήψεων αισθητικής, κατάφερε να έχει δυσανάλογα μεγάλη επίδραση στο πολιτικό κλίμα της Ευρώπης των δεκαετιών του 1950, 1960 και 1970 (περισσότερα για την SΙ: http://en.wikipedia.org/wiki/Situationist_International).

  

Αναφερθήκαμε στα παραπάνω ως ενδεικτικά και μόνο μιας πραγματικότητας που έχει σχέση με την προηγούμενη συζήτηση μας. Και, βέβαια, ο Debord δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος που κατέληξε στις σχετικές διαπιστώσεις. Πλήθος διαφορετικών μελετών σε σχέση με τις επιδράσεις των πόλεων στον ανθρώπινο ψυχισμό έχουν διενεργηθεί και εξακολουθούν να διενεργούνται ανά τον κόσμο. Όλες, γύρω από ένα κοινό κέντρο βάρους: εφόσον οι πολίτες είναι απόρροια της πόλης, παρεμβαίνοντας στην πόλη παρεμβαίνεις στους πολίτες. Κι ακόμα πιο πέρα, αν θέλεις να διαμορφώσεις πολίτες, πρέπει να διαμορφώσεις πόλεις. Δεν πρόκειται για κάτι το υποθετικό. Πολλές από τις πρωτεύουσες του πρώην ανατολικού μπλοκ είχαν ενσωματώσει εφαρμογές αστυμηχανικής, με απέραντες, αποστειρωμένες πλατείες που φώναζαν «τάξη, έλεγχος, όλα υπό επιτήρηση» και καταθλιπτικούς σταθμούς μετρό δίχως καθίσματα, που ψιθύριζαν «δεν υπάρχει χώρος για να καθίσεις, κινήσου, πρέπει να εργαστείς». Τα αστικά τοπία, όπως είπαμε, πυροδοτούν συναισθηματικές αντιδράσεις, που με τη σειρά τους μπορούν να γεννούν συμπεριφορές ή και πρότυπα συμπεριφορών. Και δε χρειάζεται να πηγαίνουμε μακριά, ακόμη και στην Αθήνα, και μάλιστα στην καρδιά της πόλης, εφαρμόστηκαν προμελετημένες ή μη– παρεμβάσεις αστυμηχανικής. Θυμάστε πώς ήταν η πλατεία Ομονοίας; Θυμάστε πώς άλλαξε; Θυμάστε πόσα άλλαξαν; Θυμάστε πότε άλλαξαν;

 

Πριν, μετά και συν τω χρόνω. Το εξάγωνο και το πεντάγωνο, δύο ασύμβατα μεταξύ τους σχήματα που είχαν «ομονοήσει» εσωκλειόμενα σε κύκλο, αντικαταστάθηκαν από ανοικτούς διαδρόμους και ευθείες γραμμές, το νερό έγινε τσιμέντο, ο χαρακτήρας της πλατείας καταργήθηκε από οδική άποψη, ενώ η κυρίαρχη αίσθηση μετατοπίστηκε από την ομό–νοια στην ετερο–γένεια. Στην επόμενη ανάπλαση, τα εγκαίνια της οποίας έγιναν τον Μάιο του 2020, λίγο πριν την επέτειο των 200 ετών από την ελληνική επανάσταση, ο κύκλος και το υγρό στοιχείο επέστρεψαν, με 13 κεντρικούς πίδακες νερού και πολλούς μικρότερους περιμετρικά, σχηματίζοντας πλέον από ψηλά μία εικόνα που θυμίζει ακτινοβολούντα ελληνορθόδοξο σταυρό με τα αρχικά "Ιησούς Χριστός Νικά", ή τον λεγόμενο σταυρό της Ιερουσαλήμ, έμβλημα της Α' Σταυροφορίας. Λιγότερο προφανής είναι ο συσχετισμός με το σταυρό της διεύθυνσης https://web.archive.org/web/20031011101210/http://www.symbols.com/encyclopedia/11/115.html (ανάκτηση από "Wayback Machine"), που απαντάται σε αρχαιοελληνικά βάζα του 8ου-7ου π.Χ. αιώνα. Σημειωτέον ότι, στη δυτική ιδεογραφία, οι τέσσερις κουκίδες χρησιμοποιούνται ως σύμβολο του νερού.

 

Μεταβάλλοντας τα τοπόσημα, είτε αυτά είναι πλατείες είτε έργα τέχνης είτε κτίσματα, αλλάζεις την αίσθηση, αλλά και την ίδια τη μνήμη της πόλης από πλευράς κατοίκων. Μετά, οι όποιες μεταλλάξεις γίνονται περισσότερο εύληπτες ή και περνούν απαρατήρητες. Δε χρειάζεται, όμως, να σταθούμε περισσότερο σε όλα αυτά. Άλλωστε, η πόλη συνιστά αφ' εαυτής ένα μεγάλο, πολυεπίπεδο πείραμα, και συγχρόνως ένα απέραντο εργαστήριο πειραματισμού, που προσφέρει μοναδικούς βαθμούς ελευθερίας. Αυτό, βέβαια, ακούγεται οξύμωρο όταν κανείς αναλογίζεται την έλλειψη χώρου, την πολυκοσμία, ή τα διαφόρων τύπων «απαγορεύεται». Και είναι αλήθεια ότι τα τείχη που υψώνονταν κάποτε γύρω από τις πόλεις, πλέον υψώνονται στο εσωτερικό τους. Όμως, τα τείχη αυτά ορίζουν διαδρομές, οι διαδρομές αντιστοιχούν σε δυνατότητες, και οι δυνατότητες προσφέρουν το υπέρτατο αγαθό της επιλογής. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που, ενώ γενικά οι κάτοικοι των πόλεων αισθάνονται χαλάρωση και απελευθέρωση όταν βρίσκονται στην ύπαιθρο, πολλοί, όταν το διάστημα της εκεί διαμονής τους παρατείνεται, αρχίζουν να νιώθουν περιορισμένοι ή και αποκλεισμένοι.

 

Στο μεγάλο εργαστήριο της πόλης, λοιπόν, οι τοίχοι, πέραν όλων των άλλων, αντανακλούν πολλές φορές και συναισθήματα ή σκέψεις.

 

Μηνύματα μοναξιάς, γαστριμαργικές αναζητήσεις, αλλά και πιο σύνθετες παραστάσεις αποτυπώνονται στους τοίχους – παραστάσεις που έχουν ως φόντο και πάλι τους ίδιους τους τοίχους της πόλης.

 

Η ιχνηλάτηση των σχετικών ροών και επιρροών μπορεί να οδηγήσει σε μια γοητευτική περιπλάνηση στην πόλη πίσω από την πόλη. Υπάρχουν αρκετά μονοπάτια από τα οποία μπορεί να ξεκινήσει κανείς, περισσότερα απ' όσα θα μπορούσαν να υποψιαστούν οι συχνά υπνωτισμένοι αστοί. Για παράδειγμα, η σημείωση του Debord περί του ελκυστικού ή απωθητικού χαρακτήρα ορισμένων τόπων αποτελεί κοινή και ανεξάρτητη διαπίστωση διαφορετικών κατοίκων σε διαφορετικές πόλεις. Στην Αθήνα, οι εκδηλώσεις του φαινομένου είναι αρκετά συχνές, με σημεία ή περιοχές που, χωρίς κανέναν αντικειμενικό λόγο, δείχνουν να απωθούν κατοίκους και ζώα, αλλά και γωνιές όπου κανένα κατάστημα δε στεριώνει. Όπως υπάρχουν και οι αντίθετες περιπτώσεις, σημείων στον αστικό ιστό που, αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς, αποτελούν στέκια φανατικών θαμώνων.

 

Ένα πρόχειρο ουζερί και ένας αυτοσχέδιος χώρος κινηματογραφικών προβολών, στο κέντρο της πόλης. Ακούει κανείς ενδιαφέροντα πράγματα σε μέρη όπως αυτά.

 

Αλλά, η αναζήτηση εκείνης της άλλης πόλης, των σχημάτων και του χώρου, μπορεί να οδηγήσει και σε δρόμους που εκτείνονται πολύ πέρα από την πόλη.

 

Το σύστημα χωρικής αντίληψης του εγκεφάλου εξελίχθηκε στο πέρασμα χιλιετιών, έχοντας ως πεδίο εφαρμογής τα φυσικά τοπία. Σε σύγκριση, τα τεχνητά αστικά τοπία αποτελούν ένα πρωτόγνωρο πεδίο, με στοιχεία πιο σύνθετα, αυξημένης πυκνότητας, αλλά και απολυτότητας. Στην κυβιστική αρχιτεκτονική πολλών από τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, οι απόλυτες επιφάνειες, γωνίες και ακμές των κτιριακών συμπλεγμάτων βρίσκονται σε στενή αντιστοιχία με το εξίσου απόλυτο και πρωτογενές λεξιλόγιο του συστήματος χωρικής αντίληψης, με αποτέλεσμα αυτό να δομεί και να οριοθετεί την εικόνα του χώρου με πολύ πιο απόλυτους συγκριτικά όρους. Αυτή η απαιτητικότερη οριοθέτηση, σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα του αστικού χωρικού πεδίου, ίσως ευνοεί σε ορισμένες περιπτώσεις την ανάδειξη «μεταφραστικών αστοχιών» του όλου συστήματος – αστοχίες που δε θα καταγράφονταν άμεσα από τη συνείδηση, αλλά στο υποσυνείδητο μπορεί να εντυπώνονταν ως χωρικές στρεβλώσεις ή ακανονικότητες.

 

"La cité des promesses" ("Η πόλη των υποσχέσεων") του Alberto Savinio.

 

"Alberto Savinio" ήταν το ψευδώνυμο του Andrea De Chirico (1891–1952), αδερφού του γνωστότερου ζωγράφου Giorgio De Chirico, ο οποίος επίσης ζωγράφιζε έντονων συμβολικών αποχρώσεων αστικά τοπία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι αδερφοί De Chirico, αν και ιταλικής καταγωγής, είχαν ζήσει τα παιδικά τους χρόνια στην πόλη του Βόλου. Ο Savinio σπούδασε μουσική και αποφοίτησε μετ' επαίνου από το Ωδείο Αθηνών, ενώ το 1910 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το ενδιαφέρον του για την τέχνη τον ώθησε αργότερα να εγκαταλείψει τη μουσική και να αφιερωθεί στη ζωγραφική, την ποίηση και την πεζή λογοτεχνία. Σημαντικότερο έργο του θεωρείται η μεταφυσική νουβέλα "Hermaphrodito", της οποίας η συγγραφή έλαβε χώρα εν μέρει στη Θεσσαλονίκη, ενώ στη συνέχεια της ζωής του, ως θεωρητικός της τέχνης, συνέγραψε μεγάλο όγκο κειμένων με αντικείμενο τη μεταφυσική ζωγραφική (σύντομη βιογραφία του παρατίθεται στη διεύθυνση http://el.wikipedia.org/wiki/Αλμπέρτο_Σαβίνιο). Υπάρχει, τώρα, εδώ μία ενδιαφέρουσα σύμπτωση. Το 1928, την ίδια χρονιά που είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα "La cité des promesses", ο Savinio είχε ολοκληρώσει και έναν άλλο, σχεδόν πανομοιότυπο πίνακα, με τίτλο "L'île des charmes" ("Η νήσος των θαυμάτων").

 

"L'île des charmes" ("Η νήσος των θαυμάτων").

 

Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1926, ο Αμερικανός συγγραφέας H.P. Lovecraft είχε δημοσιεύσει το διήγημα "The Call of Cthulhu" ("Το Κάλεσμα του Κθούλου"), όπου εξιστορούνταν τα γεγονότα της ανάδυσης ενός αλλοδιαστατικού τόπου στον κόσμο μας, υπό τη μορφή ενός αχαρτογράφητου νησιού με κυκλώπεια κτίσματα μη ευκλείδειας γεωμετρίας, κάπου στη μέση του ωκεανού. Στο διήγημα σημειωνόταν ότι κατά το διάστημα της τυχαίας ανακάλυψης και αποβίβασης ανυποψίαστων ναυτικών στο αλλόκοτο νησί, «στην άλλη άκρη της γης ποιητές και καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να ονειρεύονται μια παράξενη, νοτερή κυκλώπεια πόλη». Για όποιον έχει διαβάσει το διήγημα, που αποτελεί το γνωστότερο έργο του Lovecraft και καθιέρωσε ουσιαστικά την αποκαλούμενη "Μυθολογία Κθούλου", η συγγένεια της περιγραφής του Lovecraft με την αποτύπωση της "νήσου των θαυμάτων" του Savinio είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Όμως, το ενδεχόμενο ο Savinio να είχε γνώση της ύπαρξης του Lovecraft ή του έργου του είναι απίθανο, μιας και ο τελευταίος, την εποχή εκείνη, ήταν γνωστός σε έναν πολύ στενό κύκλο ανθρώπων.

 

Ίσως υποσυνείδητες προβολές του είδους να είναι υπεύθυνες και για την έλξη ή άπωση που ασκούν κάποιοι τόποι. Και ίσως ακανονικότητες της μορφής αυτής να σηματοδοτούν κάτι περισσότερο από αστοχίες του συστήματος χωρικής αντίληψης. Αν ο χώρος είναι ένα μέγεθος πιο σύνθετο και πολυδιάστατο από ό,τι αντιλαμβανόμαστε –και οι φυσικοί αυτό ακριβώς υποστηρίζουν– τότε τα αστικά τοπία πόλεων με πυκνή δόμηση, όπως η Αθήνα, με τις άπειρες επιφάνειες, εσοχές και προεξοχές, αποτελούν το προσφορότερο πεδίο για την αποτύπωση –ή και την πρόκληση ακόμη, αλλά ας μην επεκταθούμε σ' αυτό– ιδιομορφιών που στο δικό μας σύστημα χωρικής αντίληψης θα εκλαμβάνονταν ως στρεβλώσεις ή «τυφλά σημεία». Τυφλά σημεία ή και τυφλές περιοχές στην αντίληψη μας της πόλης... σαν ένα είδος χωρικής παραμέλησης από το οποίο πάσχουμε όλοι μας εγγενώς, ως όντα. Και το ερώτημα σε μία τέτοια περίπτωση θα ήταν κάτι σαν: «αριστερά από τι;»

 

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ