ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Στην πεδιάδα με τις επιφάνειες (μέρος Β')

 

 

Όπως είπαμε, το σύστημα χωρικής αντίληψης του εγκεφάλου αναλύει, ερμηνεύει και συνθέτει διαρκώς τα χωρικά δεδομένα που καταφθάνουν από τις αισθήσεις –κατά κύριο λόγο από την όραση στους ανθρώπους, καθότι οπτικά όντα– δίχως να προαπαιτεί ούτε τη συνεργασία ούτε καν την παρουσία της συνείδησης (αναφερθήκαμε σε προηγούμενη ενότητα στο φαινόμενο της υπνοβασίας, κατά το οποίο οι υπνοβάτες είναι απολύτως ικανοί να κινούνται στο χώρο, παρότι η συνείδηση τους βρίσκεται εν ύπνω). Στην αργκό των υπολογιστών, θα λέγαμε ότι είναι ένα πρόγραμμα που τρέχει διαρκώς «στο background». Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τα ακριβή βήματα με τα οποία ο ανεπεξέργαστος όγκος των οπτικών ψηφίδων που διαβιβάζονται από τα οπτικά νεύρα –τα pixels, για να χρησιμοποιήσουμε μία ακόμα αναλογία από τον κόσμο των υπολογιστών– μεταφράζεται σε περιγράμματα αντικειμένων, εκτιμήσεις διαστάσεων/αποστάσεων και πληροφορίες όγκου/βάθους (κάτι τέτοιο θα απαιτούσε φρικτά πειράματα σε ανθρώπους–πειραματόζωα, με επιλεκτική καταστροφή εγκεφαλικών νευρωνικών κυκλωμάτων). Ωστόσο, τα υπάρχοντα νευροφυσιολογικά δεδομένα μάς δίνουν μια γενική ιδέα για την όλη διαδικασία.

 

Τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας προέρχονται κυρίως από τη μελέτη των διαφόρων νευρολογικών διαταραχών του φάσματος της «Αγνωσίας». Υπάρχουν κυριολεκτικά δεκάδες παραλλαγές αγνωσίας αντικειμένων/χώρου, η αναφορά και μόνο στις οποίες θα απαιτούσε μια ξεχωριστή ενότητα. Ένας συνοπτικός πίνακας κατάταξης τους παρατίθεται στην ιστοσελίδα http://en.wikipedia.org/wiki/Agnosia.

 

Τα στοιχεία, λοιπόν, δείχνουν ότι το σύστημα χωρικής αντίληψης χρησιμοποιεί ένα πολύ περιορισμένο λεξιλόγιο. Οι πληροφορίες που μεταδίδει κατά την επεξεργασία των διαφόρων ερεθισμάτων κωδικοποιούνται σε βασικές έννοιες που, αν μεταφράζονταν, θα αντιστοιχούσαν σε όρους όπως «επιφάνεια», «όριο», «κλίση», «κενό», «όγκος», «απόσταση», «ανάμεσα», «μπροστά από», «πίσω από» κλπ. Παράμετροι όπως οι διαβαθμίσεις των χρωμάτων και των φωτοσκιάσεων λαμβάνονται μεν υπόψη, όμως μόνο ως βοηθητικά στοιχεία για την πληρέστερη εκτίμηση του χώρου, δίχως να καταγράφονται σαν ξεχωριστές πληροφορίες σε αυτό το επίπεδο. Η επεξεργασία τέτοιων επιμέρους στοιχείων, όπως και η τελική αναγνώριση των διαφόρων αντικειμένων, είναι λειτουργίες που επιτελούνται από άλλα κέντρα του εγκεφάλου, κατά την περαιτέρω επεξεργασία του οπτικού σήματος (εξ ου και οι αγνωσίες χρωμάτων/αντικειμένων, που προκαλούνται από βλάβες στα αντίστοιχα εγκεφαλικά κέντρα). Ο κόσμος, όπως τον «βλέπει» το σύστημα χωρικής αντίληψης, είναι ένας κόσμος από επιφάνειες, στερεά σχήματα και κενό χώρο. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο «εκεί».

 

Με αυτά κατά νου, ας επιστρέψουμε τώρα εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε: στην πόλη. Λέγαμε για τα αστικά τοπία. Μοιάζει οξύμωρο, όμως υπάρχουν καταστάσεις όπου για να δεις περισσότερα πρέπει να κοιτάξεις λιγότερα, και η πόλη συγκαταλέγεται στις καταστάσεις αυτές. Για τον αναζητητή που θα καταφέρει να θέσει σε εφαρμογή την αρχή αυτή, τα μουντά και πληκτικά αστικά τοπία πόλεων όπως η Αθήνα μπορούν να μεταμορφωθούν σε μαγευτικούς τόπους περιπλάνησης. Δεν είναι εύκολο, γιατί θα πρέπει κανείς να δει τα πράγματα στην πιο πρωτόλεια τους μορφή, «να δει λιγότερα, για να δει περισσότερα», όπως είπαμε, εγχείρημα που έρχεται σε αντίθεση με τη φυσική μας τάση να προσλαμβάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία από το περιβάλλον. Δεν είναι, όμως, ούτε και δύσκολο, αφού πρόκειται για μία λειτουργία που ήδη επιτελείται στον εγκέφαλο μας. Η περίπλοκη διάταξη μέσα μας, στην οποία χάριν συντομίας αναφερθήκαμε ως «σύστημα χωρικής αντίληψης», συνθέτει διαρκώς, όπως είδαμε, μια τέτοια πρωτόλεια, σχεδόν αρχετυπική «εικόνα» (η λέξη σε εισαγωγικά, αφού περισσότερο πρόκειται για νοητική αποτύπωση). Έτσι, ήδη κάπου στο βάθος της αντίληψης μας: στη θέση των πολυώροφων οικημάτων και των λοιπών κτιρίων της πόλης, ορθώνονται πολυσύνθετα στερεά συμπλέγματα από επιφάνειες, που δεσμεύουν χώρο και συγχρόνως τον κατακερματίζουν. Δεν υπάρχουν τοίχοι· υπάρχουν πελώρια τείχη που υψώνονται κάθετα και εμποδίζουν τη συνέχεια, ενώ παράθυρα και πόρτες δεν είναι παρά ανοίγματα–δυνατότητες πρόσβασης στο μέσα ή στο έξω. Λεωφόροι, στενά, στοές και κάθε είδους διάδρομοι μεταξύ των κτιρίων, αποτελούν διόδους–περάσματα προς μια γοητευτική απειρία δυνατών κινήσεων στη σκακιέρα του χώρου. Δεν υπάρχει ουρανός, υπάρχει χώρος· μόνο ατέρμονος χώρος...

 

 

Μέσα και πίσω από εικόνες όπως αυτές κρύβεται ένας ολόκληρος γεωμετρικός κόσμος.

 

Στις καλύτερες περιπτώσεις, μια τέτοια νοητική αποτύπωση των αστικών τοπίων διατηρείται στη συνείδηση για μερικές μόνο στιγμές. Τόσο είναι το διάστημα που μεσολαβεί μέχρις ότου αρχίζουμε και πάλι να κατακλυζόμαστε από άσχετα μηνύματα και παρατηρήσεις του τύπου «το ασημί χρώμα ταιριάζει σε αυτό το αυτοκίνητο» ή «εκείνη η πινακίδα γέρνει» ή «πρέπει να βιαστώ». Έτσι, οι ανεπαίσθητες νότες της μελωδίας του χώρου καλύπτονται σχεδόν αμέσως εκ νέου από την οχλαγωγία των διαφόρων πληροφοριών που αντηχούν στη συνείδηση μας. Ωστόσο, η αίσθηση –και πολλές φορές η έκπληξη– που αποκομίζει κανείς από μια τέτοια «ματιά» στην πόλη διαρκεί περισσότερο. Και σε κανέναν μας δεν είναι εντελώς ανοίκεια η αίσθηση αυτή. Υπάρχουν αμυδρές αναμνήσεις της από την παιδική ηλικία, τότε που –νήπια ακόμα– κοντοστεκόμασταν με δέος μπροστά στα ψηλά κτίρια, ή τρέχαμε ξεφωνίζοντας και με τα χέρια σηκωμένα στις άδειες αλάνες και στις πλατείες. Τότε, όταν αναλύαμε λιγότερο τα όσα μας περιέβαλλαν, βιώναμε βαθύτερα την αίσθηση των τοπίων της πόλης και του χώρου.

 

Καλλιτεχνική απεικόνιση φουτουριστικής πόλης. Οι σιλουέτες των κτιρίων με φόντο τον ορίζοντα δεν απέχουν πολύ από αντίστοιχες εικόνες ορισμένων περιοχών της Αθήνας.

 

Όμως, ανεξάρτητα από αναμνήσεις και βιώματα, τα αστικά τοπία έχουν την εγγενή ιδιότητα να πυροδοτούν συναισθήματα. Όπως είπαμε, το σύστημα χωρικής αντίληψης συνδέεται άμεσα με τη συναισθηματική σφαίρα, δίχως τη μεσολάβηση της συνείδησης ή της λογικής. Σε αυτήν ακριβώς την άμεση σύνδεση οφείλονται οι μη ελεγχόμενες από τη λογική αντιδράσεις του τύπου της κλειστοφοβίας (φοβία των κλειστών χώρων), της αγοραφοβίας (φοβία των ανοιχτών/δημόσιων χώρων), ή της ακροφοβίας (φοβία του ύψους – αποκαλείται και υψοφοβία). Σημειωτέον ότι, αντίθετα με ό,τι πιστευόταν παλιότερα, οι φοβίες αυτές δε φαίνεται να προκαλούνται από προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες του ατόμου, αλλά θεωρείται πλέον ότι περισσότερο οφείλουν τη γένεση τους σε γονιδιακές καταβολές που επηρεάζουν την αίσθηση του χώρου (ενδεικτικά: http://en.wikipedia.org/wiki/Acrophobia http://en.wikipedia.org/wiki/Agoraphobia). Αυτή η αιτιώδης σχέση μεταξύ χωρικής αντίληψης και συναισθημάτων δεν περιορίζεται, φυσικά, μόνο στην ανάδυση φοβιών. Τα αστικά τοπία μπορούν να αποτελέσουν την παρτιτούρα για τη σύνθεση ενός ολόκληρου ρεπερτορίου συναισθημάτων, εντυπώνοντας με τη σειρά τους «συναισθηματικά τοπία». Ακόμη και η θέα άδειων τοίχων μπορεί να προκαλεί λεπτών αποχρώσεων συναισθηματικές αντιδράσεις.

 

Επι–φάνειες.

 

Έτσι, στα «απρόσωπα και χαοτικά» αστικά τοπία της Αθήνας, και μάλιστα των κεντρικότερων και πιο πυκνοδομημένων συνοικιών, αναδύεται μια άλλη πόλη, πίσω από την πόλη. Σε αυτή την άλλη πόλη των σχημάτων και του χώρου, ακόμη και τα πιο «γκρίζα» κτίρια αποκτούν ένα δικό τους, πρωτόγνωρο χρώμα, ενώ και οι πιο μουντές και ακαλαίσθητες με τα κριτήρια της συμβατικής αισθητικής σκηνές αναδίδουν μια αναπάντεχη όσο και απόκοσμη γοητεία.

 


 

 

 

 

Αυτά, βέβαια, εφόσον κανείς «κοιτάξει». Και οι συχνά αγχωμένοι, συνήθως ταλαίπωροι και μονίμως βιαστικοί κάτοικοι των πόλεων έχουν μάθει να βλέπουν, ή να νομίζουν πως βλέπουν, δίχως να κοιτούν (ή και αντίστροφα – όπως το πάρει κανείς). Διασκεδαστικά χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπήρξε ένα «κατά λάθος» πείραμα, το οποίο έλαβε χώρα το 2007 σε μία ιδιαίτερη από πολλές απόψεις περιοχή της Αθήνας.

 

Στο κέντρο μιας άδειας αλάνας, λοιπόν, εν είδει εικαστικού δρώμενου, τοποθετήθηκε ένας μεγάλος κύβος από καθρέφτες.

 

 

Μπροστά από την αλάνα διέρχεται ένας δρόμος και τερματίζει ένας πεζόδρομος, σχηματίζοντας μεταξύ τους ένα «Τ». Ο κύβος –ο οποίος δύσκολα ξεχώριζε από το υπόλοιπο περιβάλλον– ήταν κενός και διέθετε δύο διόδους προς το εσωτερικό του, σε ανθρώπινο μέγεθος. Οι δύο αυτές δίοδοι, τώρα, ήταν στρατηγικά τοποθετημένες, και ο κύβος έτσι στραμμένος, ώστε, ανάλογα με την κατεύθυνση από την οποία πλησίαζε κανείς, μπορούσε να βλέπει τα είδωλα των άλλων περαστικών (και το δικό του, εφόσον προσέγγιζε υπό την κατάλληλη γωνία) να εμφανίζονται ή να εξαφανίζονται ξαφνικά στα μαύρα ανοίγματα – «πύλες». Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς είχε κατά νου ο καλλιτέχνης που συνέλαβε την ιδέα, αλλά αν προσδοκούσε να εισπράξει κάποιας μορφής ξαφνιασμένη αντίδραση εκ μέρους των περαστικών, θα απογοητεύτηκε οικτρά. Οι άνθρωποι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, περνούσαν ατάραχοι και στωικοί μπροστά από τον κύβο, δίχως να προσέχουν το παραμικρό. Ακόμη και στις περιπτώσεις που εμείς κοντοστεκόμασταν για να φωτογραφίσουμε την όλη σκηνή, οι περαστικοί, στην πλειοψηφία τους, έδειχναν να αναρωτιόνται για το αντικείμενο του δικού μας ενδιαφέροντος, αδυνατώντας να διακρίνουν τον κύβο από καθρέφτες. Και δεν είναι ότι δεν έβλεπαν, είναι ότι αυτό που έβλεπαν, το τόσο μη κανονικό, δεν αφηνόταν να φτάσει στη συνείδηση τους.

 

Αλλά, βέβαια, η πόλη μπορεί να παίζει διάφορα παιχνίδια με τις αντιληπτικές μας λειτουργίες. Και τα παιχνίδια αυτά μπορεί να αποκαλύπτουν πολλά για τον τρόπο με τον οποίο ο εγκέφαλος καταγράφει τα αστικά τοπία. Ενδεικτικά ήταν τα αποτελέσματα δύο συμπληρωματικών μεταξύ τους πειραμάτων, τα οποία είχαν διεξαχθεί το 1978 και παρουσιαστεί σε έντυπο πειραματικής ψυχολογίας (https://web.archive.org/web/20081002142459/http://psy.st-andrews.ac.uk/people/personal/rwb/publications/1979_Byrne_maps_QJEP.pdf – ανάκτηση από "Wayback Machine"). Στο πρώτο πείραμα, ζητήθηκε από εθελοντές να υπολογίσουν από μνήμης τις αποστάσεις συγκεκριμένων αστικών διαδρομών, τις οποίες ήδη γνώριζαν καλά. Στο δεύτερο πείραμα, από την ομάδα εθελοντών ζητήθηκε να εκτιμήσουν από μνήμης και να αποτυπώσουν σε χαρτί τις γωνίες που σχημάτιζαν ορισμένες διασταυρώσεις δρόμων της πόλης, και πάλι από περιοχές με τις οποίες ήταν καλά εξοικειωμένοι. Τα αποτελέσματα ήταν ενδιαφέροντα. Όπως φάνηκε από τη στατιστική ανάλυση, οι ερωτώμενοι υπερεκτιμούσαν συστηματικά τις αποστάσεις αστικών διαδρομών με πολλές στροφές, καθώς και τις αποστάσεις διαδρομών στο κέντρο της πόλης, όπου η πυκνότητα των κτιρίων και η πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος ήταν αυξημένες. Όσον αφορά το δεύτερο πείραμα, παρότι οι υπό εκτίμηση γωνίες διασταυρούμενων δρόμων ήταν όλες της τάξης των 60–70 και 110–120 μοιρών, οι ερωτώμενοι τις αναπαριστούσαν στο σύνολο τους σχεδόν ως 90 μοιρών, δηλαδή ως ορθές γωνίες. Η ομάδα των ψυχολόγων που σχεδίασε και ερμήνευσε τα πειράματα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μνημονική μας αποτύπωση της πόλης περιλαμβάνει, όχι κάποιον ρεαλιστικό τοπογραφικό χάρτη, αλλά ένα χάρτη τύπου δικτύου, στον οποίο κωδικοποιείται η τοπολογική συνάφεια διαφόρων σημείων–κόμβων χωρίς να καταγράφονται ακριβείς πληροφορίες αποστάσεων, γωνιών και χώρου γενικότερα.

 

Τα συμπεράσματα αυτά υποστηρίζονται από δεδομένα και άλλων πειραμάτων, όπως εκείνο της Βοστώνης, όπου βρέθηκε ότι πολλοί κάτοικοι εκλάμβαναν το κεντρικό πάρκο της πόλης ως ένα τετράγωνο με πέντε ορθές γωνίες. Άλλα, παλαιότερα πειράματα είχαν δείξει ότι, όταν από κατοίκους κωμοπόλεων των οποίων δεν υπήρχαν δημοσιευμένοι αστικοί χάρτες ζητούνταν να αποτυπώσουν από μνήμης το χάρτη της πόλης τους, προέκυπταν σχέδια από τα οποία απουσίαζαν οι περισσότερες διασταυρώσεις οδικών αξόνων. Μάλιστα, παρατηρήθηκε ότι, ενώ οι περισσότεροι κάτοικοι προτιμούν να αποτυπώνουν το χάρτη της πόλης με προσανατολισμό προς Βορρά (με το πάνω μέρος του χάρτη στραμμένο προς τον Βορρά, όπως δηλαδή στους συνήθεις χάρτες), ορισμένοι, για άγνωστους λόγους, προσανατολίζουν τη μνημονική τους αποτύπωση της πόλης προς διαφορετικές κατευθύνσεις.

 

Τα παραπάνω παραπέμπουν στις έννοιες της «αστικής γεωγραφίας» και της «αστικής μνήμης». Η πόλη δεν είναι ένας στατικός βιότοπος· είναι, αντιθέτως, μία δυναμική κατάσταση αδιάκοπων μεταβολών και διακυμάνσεων.

 

Οι παλαιότεροι από τους κατοίκους της Αθήνας παραπονούνται συχνά –και δικαίως εν πολλοίς– για τις σαρωτικές αλλαγές στη φυσιογνωμία της πόλης, αναπολώντας την παλιά Αθήνα. Όμως, πώς θα μπορούσε να είχε συμβεί διαφορετικά σε μία από τις πιο ραγδαία και ασταθώς μετασχηματιζόμενες πόλεις της Ευρώπης;

 

Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα ανακατατάξεων, το ανθρώπινο μυαλό αναζητά σταθερά σημεία αναφοράς για να πλοηγηθεί, ιδίως στο αχανές αστικό πεδίο μεγαλουπόλεων. Ο μνημονικός χάρτης που καταρτίζεται μέσω της διαδικασίας αυτής είναι εμπειρικός, σημειολογικός, αγνοεί ή «γκριζάρει» περιοχές απομακρυσμένες από τους άξονες βασικών σημείων αναφοράς, και τελικά απέχει κατά πολύ από την πραγματική τοπογραφία της πόλης. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, τα απειράριθμα δεδομένα–προϊόντα της επεξεργασίας του εγκεφαλικού συστήματος χωρικής αντίληψης να αποθηκεύονται στην περιορισμένης χωρητικότητας μνήμη μας, και να ανακαλούνται κατά βούληση στη συνείδηση; Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα αυτά είναι προφανές, αλλά αναπάντεχο στη συνειδητοποίηση του: δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε ακριβή εγκεφαλική εικόνα της πόλης. Μπορούμε να έχουμε προσεγγίσεις, απόλυτα επαρκείς ως προς την εξυπηρέτηση αστικών μετακινήσεων και λοιπών καθημερινών αναγκών, αλλά παραπλανητικές σε σχέση με την πραγματική αστική γεωμετρία. Όσο για εκείνα τα περίπλοκα συμπλέγματα από επιφάνειες που λέγαμε, με τα τείχη, τα περάσματα και τις ενδιάμεσες διόδους, μπορούμε στην καλύτερη περίπτωση να αποκομίζουμε φευγαλέες εντυπώσεις τους, οι οποίες όμως θα ξεγλιστρούν πάντα την επόμενη στιγμή από τη συνείδηση μας.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ