ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

 


 

 

Η πόλη (μέρος Α')

 

 

Ο υποθετικός μας αναζητητής είχε κάνει από παλιά διάφορες σκέψεις σχετικά με τις αθέατες όψεις και τις κρυφές επιδράσεις της πόλης. Τον τελευταίο καιρό, όμως, το θέμα τον απασχολούσε πιο έντονα. Αιτία ήταν μια σειρά ονείρων, από τα οποία δεν μπορούσε να θυμηθεί και πολλά πράγματα, πέρα από το ότι σχετίζονταν με συγκεκριμένα σημεία της Αθήνας. Στα όνειρα του, τα σημεία αυτά, που άλλες φορές ήταν υπαρκτά και άλλες όχι, έπαιζαν κάποιον καθοριστικό ρόλο, την κρισιμότητα του οποίου δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να θυμηθεί ξυπνώντας.

 

Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει την εξόρμηση που είχε κατά νου. Σκοπός του ήταν να περιδιαβεί ορισμένες περιοχές της πόλης, όχι με το συνήθη αδιάφορο τρόπο της καθημερινότητας, αλλά με τους δικούς του όρους. Έπρεπε να βρεθεί μια μέρα δίχως υποχρεώσεις, με άνεση χρόνου και με σχετικά λίγες έγνοιες να τον απασχολούν. Βρίσκεται, λοιπόν, τώρα να κατηφορίζει τη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, βαδίζοντας αργά, παρέα με τις σκέψεις του. Είναι πρωινό καθημερινής, όπως το είχε σχεδιάσει. Τα Σαββατοκύριακα δεν προσφέρονται για παρατήρηση, αφού η πόλη δε λειτουργεί στους κανονικούς της ρυθμούς.

 

Περνώντας από τη διασταύρωση με τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, προσέχει ένα ακόμη από τα δεκάδες παράξενα γλυπτά που έχουν σπαρεί τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα.

 

 

Όποιος κι αν είναι ο υποτιθέμενος συμβολισμός, το συγκεκριμένο γλυπτό δεν μπορεί παρά να επιδρά στη διάθεση όσων περνούν από μπροστά. Και είναι ενδιαφέρον το ότι η μαύρη, δίχως πρόσωπο μορφή έχει στηθεί μπροστά από το κτίριο της Υγειονομικής Υπηρεσίας, σκέφτεται ο αναζητητής καθώς συνεχίζει να βαδίζει.

 

Οι άνθρωποι περνούν δίπλα του βιαστικοί και βλοσυροί. Κοιτούν μόνο μπροστά, λες και περιορίζονται από αόρατες παρωπίδες. Τον προσπερνούν σαν να αποτελεί απλώς εμπόδιο στο δρόμο τους. «Κάπως έτσι πρέπει να μοιάζω κι εγώ κάθε πρωί που πηγαίνω για δουλειά», συνειδητοποιεί.

 

«ΒΟΗΘΕΙΑ ΕΧΩ ΕΓΚΛΩΒΙΣΤΕΙ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ», γράφει η πινακίδα που συναντά πιο κάτω στη Βασιλίσσης Σοφίας, λίγο πριν το Hilton.

 

 

Σύντομα καταλαβαίνει. Φαίνεται ότι οι χρήστες του κτιρίου κατασκεύασαν τη φωτιζόμενη πινακίδα, προσαρμόζοντας κάτω από αυτή και μία σειρήνα, ως σύστημα ειδοποίησης σε περίπτωση που κάποιος εγκλωβιζόταν στο –προφανώς προβληματικό– ασανσέρ του κτιρίου. Η εικόνα είναι αστεία και τραγική ταυτόχρονα. Αστεία, αν κανείς φανταστεί κάποιον να έχει εγκλωβιστεί στο ασανσέρ, και με μία όλο αποφασιστικότητα κίνηση να πατάει το «κομβίον συναγερμού», αγνοώντας ότι το «κομβίον» απλώς φωτίζει μια πινακίδα και θέτει σε λειτουργία μια σειρήνα έξω στο δρόμο, μήπως και κάποιος περαστικός φιλοτιμηθεί και ειδοποιήσει την Πυροσβεστική· τραγική, αν κανείς αναλογιστεί ότι πολύ λίγοι περαστικοί θα έδιναν σημασία.

 

Ο αναζητητής έχει πια κατηφορίσει στη λεωφόρο Πατησίων, στα μέρη γύρω από το πρώην πολυκατάστημα "Μινιόν". Σε έναν παρακείμενο πεζόδρομο προσέχει δύο σιδερόπορτες με μικρά παραλληλόγραμμα παραθυράκια. Πίσω από τα παραθυράκια δε διακρίνεται κάποιο άνοιγμα, αλλά μόνο τοίχος. Κάποιος έχει ζωγραφίσει μάτια, μύτη και στόμα στη μία από τις πόρτες, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ενός προσώπου. Ο αναζητητής, χωρίς να είναι σίγουρος γιατί, τραβάει μία φωτογραφία.

 

 

Κοιτώντας το αποτέλεσμα στην οθόνη της φωτογραφικής μηχανής, διαπιστώνει ότι η αντανάκλαση του φλας έχει καλύψει μέρος της πόρτας. Αποφασίζει να τραβήξει μία δεύτερη φωτογραφία, από διαφορετική γωνία. Τη στιγμή που πατάει το κουμπί της μηχανής, κάποιος διαβάτης καθίζει στο πεζούλι μπροστά από την πόρτα, εκεί που κοιτούν τα ζωγραφιστά μάτια.

 

 

Διασχίζοντας την περιοχή πίσω από το Δημαρχείο, μπλέκεται στα στενά. Παλιά και μισοεγκαταλειμμένα κτίρια υψώνονται εκατέρωθεν, αφήνοντας λεπτές μόνο λωρίδες ουρανού να γίνονται ορατές. Η εικόνα της εγκατάλειψης έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αέναη κίνηση των εκατοντάδων μεταναστών που περιφέρονται παντού. Ένας άλλος λαός ζει και εξελίσσεται εδώ.

 

 

Στρίβοντας σε κάποια σταυροδρόμια, συναντά και ερειπωμένα δρομάκια, στα οποία επικρατεί απόλυτη ακινησία και σιωπή.

 

 

Πιο πέρα, στην πλατεία Ηρώων, τον τοίχο ενός κτιρίου καταλαμβάνει μία ασυνήθιστη παράσταση.

 

 

Στην πόλη που απλώνεται κάτω από την υπερυψωμένη πολυθρόνα δεν υπάρχουν ούτε δρόμοι ούτε κάτοικοι, ενώ και τα κτίρια είναι δίχως παράθυρα. Η περίεργη προοπτική με την οποία έχει σχεδιαστεί η έρημη και αχρονική πόλη, σε συνδυασμό με την ύπαρξη διάσπαρτων μαύρων κενών στην εικόνα, δημιουργούν την εντύπωση ενός ημιτελούς ονειρικού πάζλ. Μειδιώντας ελαφρά, ο αναζητητής αναγνωρίζει στον άνθρωπο που ζωγράφισε την παράσταση ένα «συγγενή». Ίσως και εκείνος να είχε αναμνήσεις παράξενων ονείρων με την πόλη.

 

Στην πλατεία Μοναστηρακίου, πεταμένα μέλη από κούκλες–μανεκέν εξέχουν μέσα από μαύρες σακούλες σκουπιδιών.

 

 

Ο κόσμος που περνάει δίπλα τους δε δείχνει να τα προσέχει. Κι όμως, οι παραλληλισμοί με όψεις της κοινωνίας είναι πρόδηλοι. Συνειδητά, ίσως δεν τα προσέχουν· υποσυνείδητα, όμως, όλες οι εικόνες κάπου εντυπώνονται.

 

Διώχνοντας τις απαισιόδοξες σκέψεις και τους μακάβριους συνειρμούς, ο αναζητητής κατευθύνεται προς την Πλάκα. Μετά από ένα σύντομο γεύμα και ένα φλυτζάνι καφέ, είναι έτοιμος να συνεχίσει την περιπλάνηση του.

 

Στην οδό Τριπόδων, λίγα μέτρα από το μνημείο του Λυσικράτους, διακρίνει ένα σκυφτό πρόσωπο ζωγραφισμένο στην πρόσοψη ενός ετοιμόρροπου σπιτιού.

 

 

Κάτι στην έκφραση του προσώπου τον κάνει να κοντοσταθεί και να το περιεργαστεί. Ακριβώς απέναντι από το σπίτι αυτό υπήρχε κάποτε κτισμένο το μοναστήρι των Καπουτσίνων, σκέφτεται.

 

 

Στιγμιαία, μια λεπτή αλληγορία αρχίζει να ξετυλίγεται στο μυαλό του. Όμως, πριν η εικόνα ξεκαθαρίσει, το νήμα κόβεται και οι σκέψεις χάνονται.

 

Βρίσκεται πλέον να βαδίζει στις γειτονιές του Θησείου. Εκεί, έξω από ένα σπίτι της οδού Ακάμαντος, δύο μορφές τοποθετημένες εκατέρωθεν ενός παραθύρου μοιάζουν να το φρουρούν.

 

 

Το παράθυρο είναι κτισμένο, ενώ καλύπτεται και από μία περίτεχνη σιδεριά που φέρει τον ήλιο. Προφανώς κάποιος γλύπτης θα μένει στο σπίτι αυτό· κάποιος γλύπτης με οξυμμένες αισθήσεις και ασυνήθιστες ιδέες.

 

Είναι η δεύτερη απεικόνιση πόλης που συναντά, αυτή τη φορά στο αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ επί της οδού Πειραιώς, πίσω από τον Κεραμεικό.

 

 

Τα μάτια που κοιτούν από ψηλά, κρυμμένα πίσω από φυλλώματα, ένας «αντάρτης της πόλης» πάνω σε κάποιο πεσμένο κτίριο, η γάτα που παρακολουθεί με τεράστια μάτια από ένα πεζούλι, η αράχνη που απλώνει τον ιστό της ανάμεσα στους τσιμεντένιους όγκους – το περιεχόμενο των συμβολισμών τού είναι απολύτως γνώριμο. Κι άλλοι «συγγενείς», σκέφτεται. Καθώς απομακρύνεται, παρατηρεί ότι και σε αυτή την απεικόνιση τα κτίρια της πόλης διαθέτουν μόλις ένα ή δύο μικροσκοπικά παράθυρα.

 

Στα μέρη του Μεταξουργείου κυριαρχεί μια αίσθηση παρακμής και αποσύνθεσης. Εδώ, κάποτε αναπτυσσόταν μία από τις πιο ζωντανές και ακμάζουσες συνοικίες της Αθήνας. Πλέον, η περιοχή έχει μετατραπεί σε γκέτο μεταναστών και τοξικοεξαρτημένων. Σαν δυσοίωνος φάρος, μία άθλια πολυκατοικία υψώνεται στα σύνορα με την Ιερά Οδό. Από την ταράτσα, κάποιος παρακολουθεί.

 

 

Είναι πια απόγευμα. Ο αναζητητής στέκεται δίπλα στην οδό Πειραιώς, κοιτώντας προς τα δυτικά. Η θέα από αυτό το σημείο δε θυμίζει Αθήνα.

 

 

Για λίγα δευτερόλεπτα έχει την αίσθηση ότι μπροστά του απλώνεται μια άλλη πόλη, άγνωστη, γοητευτική και γεμάτη μυστικά. Ετοιμάζεται τώρα να περάσει στο δεύτερο σκέλος της εξόρμησης, καθώς η νύχτα πλησιάζει γοργά.

 

 

Ας αφήσουμε, όμως, κάπου εδώ τον αναζητητή να συνεχίσει την περιπλάνηση του δίχως αδιάκριτα βλέμματα. Τον ακολουθήσαμε για λίγο, όχι για να κρυφοκοιτάξουμε σε κάτι κρυμμένο, αλλά για να πάρουμε μια μικρή γεύση του πώς οι γωνιές της πόλης μπορεί να μεταδίδουν δικά τους, ξεχωριστά μηνύματα. Και υπάρχουν πολλές μικρές γωνιές σαν αυτές που είδαμε παραπάνω.

 

Τη νύχτα, ο αναζητητής θα ονειρευτεί. Ίσως στα όνειρα του η πόλη τού μιλήσει.

 

 


 

ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ